Ιταλός σκηνοθέτης, ηθοποιός και κινηματογραφικός παραγωγός, ένας από τους κορυφαίους σκηνοθέτες του ιταλικού νεορεαλισμού στο χώρο του
κινηματογράφου.
Ο Βιτόριο Ντε Σίκα (Vittorio de Sica) ήταν ιταλός σκηνοθέτης, ηθοποιός και κινηματογραφικός παραγωγός. Μαζί με τον Λουκίνο Βισκόντι και τον Ρομπέρτο Ροσελίνι θεωρούνται οι τρεις κορυφαίοι σκηνοθέτες του ιταλικού νεορεαλισμού στο χώρο του κινηματογράφου. Στο έργο του καταπιάστηκε με τα ανθρώπινα προβλήματα στην καθημαγμένη μεταπολεμικά Ιταλία και κέρδισε τέσσερα Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας
Ο Βιτόριο Ντε Σίκα γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου 1901 στην πόλη Σόρα της Κεντρικής Ιταλίας. Γιος ενός επιχειρηματία, ναπολιτάνικης καταγωγής, προετοιμαζόταν για σταδιοδρομία τραπεζικού ή δημοσίου υπαλλήλου. Εξαιτίας, όμως, οικονομικών δυσκολιών, ακολούθησε καριέρα ηθοποιού και το 1923 εντάχθηκε στο θίασο της Τατιάνας Πάβλοβα.
Ξεκίνημα ως ηθοποιός
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1917, αλλά η ταινία που τον επέβαλε ως σταρ του ιταλικού κινηματογράφου ήταν η κωμωδία «Οι άντρες, τι παλιάνθρωποι!» («Gli uomini, che mascalzoni!», 1932) του Μάριο Καμερίνι. «Ο ιταλός Κάρι Γκραντ», όπως τον αποκαλούσαν, είχε πάθος όμως με τη σκηνοθεσία και ό,τι χρήματα κέρδιζε ως ηθοποιός τα επένδυε σε ταινίες, που είχαν εμπορική απήχηση, όπως η ταινία «Δύο ντουζίνες κόκκινα τριαντάφυλλα» («Rose scarlatte», 1940).
O Βιτόριο Ντε Σίκα με τη Σοφία Λόρεν στην ταινία του Ντίνο Ρίζι «Pain Amour Ainsi Soit-Il» (1955)
Μετά τον πόλεμο, ο Ντε Σίκα στράφηκε στο νεορεαλισμό, με χαρακτηριστικά στοιχεία τη συναισθηματική ένταση, τα κοινωνικά θέματα και την πίστη στην αναγκαία αδελφοσύνη των ανθρώπων. Σταδιακά εξελίχθηκε σε σκηνοθέτη μεγάλων ουμανιστικών ταινιών κατά την περίοδο μετά το 1945. Καθοριστικό ρόλο στη στροφή του αυτή έπαιξε η γνωριμία του με τον συγγραφέα και σεναριογράφο Τσέζαρε Τσαβατίνι, τον θεωρητικό του νεορεαλισμού.
Το 1ο βραβείο Όσκαρ
Η πρώτη του μεγάλη ταινία ήταν το δράμα «Λούστρος Παπουτσιών» («Sciuscià», 1946), η οποία αφηγείται την ιστορία δύο νεαρών λούστρων, που στην προσπάθειά τους να αγοράσουν ένα άλογο μπλέκουν σε συναλλαγές μαύρης αγοράς, συλλαμβάνονται και κλείνονται στο αναμορφωτήριο. Η ταινία προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον και βραβεύτηκε με Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Ο Όρσον Γουέλς, όταν την είδε, είπε πως, βλέποντάς τη, «η κάμερα εξαφανίστηκε, η οθόνη εξαφανίστηκε, κι είχα μπροστά μου μόνο την ίδια τη ζωή».
Το αριστούργημα «Ο Κλέφτης των Ποδηλάτων»
Ακολούθησε μία ακόμα σπουδαία ταινία, «Ο Κλέφτης των Ποδηλάτων» («Ladri di Biciclette», 1948), που θεωρείται όχι μόνο ένα αριστούργημα του νεορεαλισμού, αλλά και μία από τις σημαντικότερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου. Ένας αφισοκολλητής βρίσκει δουλειά, αλλά του κλέβουν το ποδήλατο την ώρα που κολλάει μία κινηματογραφική αφίσα της «Τζίλντα». Αναζητώντας το ποδήλατο, περιπλανιέται μάταια με τον μικρό του γιο στις γειτονιές της πόλης. Μπροστά στον κίνδυνο της ανεργίας αναγκάζεται τελικά να κλέψει ένα άλλο ποδήλατο, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να εξευτελιστεί μπροστά στα μάτια του παιδιού του. Η ταινία τιμήθηκε με Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, το δεύτερο για τον σκηνοθέτη.
Ο Βιτόριο Ντε Σίκα παραλαμβάνει το Όσκαρ για τον «Κλέφτη Ποδηλάτων»
Ο Βιτόριο Ντε Σίκα παραλαμβάνει το Όσκαρ για τον «Κλέφτη Ποδηλάτων»
Το 1951 μετέφερε στη μεγάλη οθόνη μία ιστορία του Τσαβατίνι με τίτλο «Θαύμα στο Μιλάνο» («Miracolo a Milano»), μια ταινία που συνδυάζει την κοινωνική σάτιρα με τη φαντεζίστικη κωμωδία. Τον επόμενο χρόνο ο Ντε Σίκα επανέρχεται στο δράμα με το «Ό,τι μου διηγήθηκαν οι άνθρωποι» («Umberto D.»). Η ταινία αφηγείται την ιστορία ενός μοναχικού συνταξιούχου που η μόνη του συντροφιά, ένα σκυλί, πεθαίνει στο τέλος της ταινίας.
Το πάθος για τη σκηνοθεσία συναγωνιζόταν αυτό του τζόγου, με αποτέλεσμα να γυρίσει κάποιες ταινίες που δεν πίστευε, λόγω οικονομικής στενότητας. Θα κερδίσει δύο ακόμη Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας με έργα που αποτελούν μεταφορές μυθιστορημάτων σημαντικών ιταλών συγγραφέων: το πρώτο για την κωμωδία «Χτες, Σήμερα, Αύριο» («Ieri, Oggi, Domani», 1963), βασισμένη σε μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια και το δεύτερο για την ταινία εποχής «Ο Κήπος των Φίντζι-Κοντίνι» («Il Giardino dei Finzi- Contini», 1970), βασισμένη σε μυθιστόρημα του Τζόρτζιο Μπασάνι.
Ο Βιτόριο Ντε Σίκα πέθανε σε νοσοκομείο του Παρισιού από μετεγχειρητικές επιπλοκές στις 13 Νοεμβρίου 1974, σε ηλικία 73 ετών. Έπασχε από καρκίνο των πνευμόνων. Είχε παντρευτεί δύο φορές: την πρώτη με την ιταλίδα ηθοποιό Τζούντιτα Ρισόνε, με την οποία απέκτησε μία κόρη και τη δεύτερη με την ισπανίδα ηθοποιό Μαρία Μερκαντέρ, με την οποία απέκτησε δύο αγόρια. Η δεύτερη σύζυγός του ήταν αδελφή του Ραμόν Μερκαντέρ, που δολοφόνησε τον Λέοντα Τρότσκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου