Ο Γιοάχιμ Γκέοργκ Κρολ, ο οποίος έγινε γνωστός και ως Ruhrkannibale (Κανίβαλος του Ρουρ) ή και Duisburger Menschenfresser (Ανθρωποφάγος του Ντούισμπουργκ), τρομοκράτησε την Δυτική Γερμανία για πάνω από 20 χρόνια και ο οποίος έτρωγε τη σάρκα των θυμάτων του επειδή "το κρέας ήταν ακριβό".
Αν και δεν είναι τόσο γνωστός όσο, για παράδειγμα, ο Τεντ Μπάντι, τα εγκλήματα του Γιοάχιμ Κρολ είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, ανατριχιαστικά. Η μακάβρια λίστα δολοφονιών του αποτελείται από 14 γνωστά θύματα, αν και οι αρχές πιστεύουν ότι σκότωσε ακόμη περισσότερους. Σαν να μη φτάνει αυτό, ο Γερμανός κατά συρροή δολοφόνος ισχυρίστηκε ότι ήταν κανίβαλος καθώς έτρωγε μέρη των θυμάτων του για να εξοικονομήσει χρήματα, επειδή "το κρέας ήταν ακριβό", όπως δήλωσε. Ο Κρολ, επί δύο δεκαετίες, απέφευγε τη σύλληψη, ενώ όλα αυτά τα χρόνια συνελήφθησαν έξι άλλοι άνθρωποι για δικά του εγκλήματα. Η φρικτή δράση του θα τελείωνε οριστικά όταν βούλωσε μια κοινόχρηστη τουαλέτα με τα εντόσθια ενός από τα θύματά του, οδηγώντας στη σύλληψή του.
Μεγαλώνοντας φτωχός στη ναζιστική Γερμανία
Ως παιδί ουρούσε τη νύχτα το κρεβάτι του και κακοποιούσε σεξουαλικά ζώα
Ο Κρολ γεννήθηκε το 1933 την εποχή της ανόδου του ναζιστικού κόμματος στη Γερμανία. Όντας ο μικρότερος από οκτώ παιδιά, θεωρήθηκε "αδύναμος". Η συνεχής υποβάθμιση από την οικογένεια και την κοινότητά του, σε συνδυασμό με την ασταθή ανατροφή κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, πιθανότατα συνέβαλαν στα μετέπειτα εγκλήματά του ως ενήλικας.
Σαν παιδί ουρούσε συχνά το κρεβάτι του, κάτι που του προκάλεσε εξευτελισμό. Επίσης, αναφέρονταν συχνά ότι κακοποιούσε σεξουαλικά ζώα. Τόσο η ενούρηση όσο και η σκληρότητα των ζώων αποτελούν συστατικά της "Macdonald Triad" (Τριάδα ΜακΝτόναλντ), ένα σύνολο συμπεριφορών (κακομεταχείριση/ βασανισμός ζώων, πυρομανία και ακράτεια κατά την διάρκεια του ύπνου, πέραν της ηλικίας των πέντε ετών) της παιδικής ηλικίας που δείχνουν βίαιες τάσεις στην μετέπειτα ζωή τους.
Όπως πολλές άλλες οικογένειες στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένειά του υπέφερε από ακραία φτώχεια και πείνα. Ο πατέρας του, στρατιώτης του γερμανικού στρατού, συνελήφθη ως αιχμάλωτος πολέμου από τον ρωσικό στρατό και πιστεύεται ότι πέθανε κατά τη διάρκεια του πολέμου, αφήνοντας τον ίδιο και τα επτά αδέλφια του με τη μητέρα τους. Το 1948, ο Γιοάχιμ εγκατέλειψε το σχολείο γιατί έπρεπε να επαναλάβει αρκετές τάξεις πολλές φορές. Στα 15 του, με εκπαίδευση τέταρτης τάξης, και παλεύοντας να παρακολουθήσει το σχολείο, η κατάσταση επιδεινώθηκε λόγω των διακοπών που επέφερε ο πόλεμος. Αργότερα, κατόπιν εξετάσεων IQ που υποβλήθηκε, οι γιατροί αποκάλυψαν ότι είχε δείκτη 78, ενώ ορισμένες αναφορές ισχυρίζονται ότι δεν ήξερε ανάγνωση. Όταν εγκατέλειψε το σχολείο, ο Κρολ άρχισε να εργάζεται ως αγρότης και σύντομα άρχισε τις δολοφονίες.
Η αρχή των φόνων
Ενώ εργαζόταν ως αγρότης, είπε ότι όταν βοηθούσε στον να σκοτωθούν τα ζώα του αγροκτήματος, ξύπνησαν οι δολοφονικές φαντασιώσεις του. Όταν δε, είδε να σφάζουν ένα γουρούνι, "ξύπνησε η λίμπιντό του".
Σαν νέος προσπάθησε να έχει μια ρομαντική σχέση με μια άγνωστη γυναίκα. Είπε ότι ένιωθε άβολα και ανεπαρκής σεξουαλικά με τις γυναίκες και περιέγραψε τη μόνη σεξουαλική του επαφή με μια γυναίκα ως "αποτυχία". Το διεστραμμένο μυαλό του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να έχει σεξουαλικές επαφές με "κάποιον που δεν μπορούσε να παραπονεθεί για την απόδοσή του".
Το 1955, καθώς μεγάλωνε η εμμονή του με το θάνατο, πέθανε η μητέρα του. Τα αδέλφια του χωρίστηκαν και έχασαν επαφή. Αργότερα τον ίδιο χρόνο, ο Κρολ έκανε την πρώτη του δολοφονία.
Στις 8 Φεβρουαρίου του 1955, ταξίδεψε στο χωριό Walstedde. Εκεί, δολοφόνησε την 19χρονη Ίρμγκαρντ Στρελ (Irmgard Strehl). Την στραγγάλισε μέχρι θανάτου, έπειτα την βίασε και την ξεκοίλιασε. Μαζί με τους βιασμούς των θυμάτων μετά από το θάνατό τους, έχει αναφερθεί ότι ο Κρολ αυνανιζόταν με τα σώματα. Όταν επέστρεφε στο σπίτι του μετά από μια δολοφονία, ικανοποιούνταν ξανά μόνος του με μια λαστιχένια κούκλα του σεξ, συχνά, στραγγαλίζοντας κάποια παιδική κούκλα.
Ο Κρολ σε αναπαράσταση ενός από τους φόνους για την αστυνομία
Αργότερα, ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι, μετά από την πρώτη του δολοφονία, οι δολοφονικές του τάσεις υποχώρησαν για τέσσερα χρόνια. Ωστόσο, οι αρχές πιστεύουν ότι ήταν υπεύθυνος για αρκετές δολοφονίες μεταξύ του 1955 και του 1959, δηλαδή το κενό απραγίας που δήλωσε.
Η επόμενη γνωστή δολοφονία του έγινε στις 16 Ιουνίου του 1959, όταν δολοφόνησε την 24χρονη Κλάρα Φρίντα Τέσμερ (Klara Frieda Tesmer) στο Ρήνο. Η δολοφονία της ήταν ίδια με εκείνη της Στρελ. Μόνο που αυτήν την φορά, ο Κρολ άρχισε θα γινόταν με το σήμα κατατεθέν του γίνει κανιβαλισμού του. Αφαίρεσε κομμάτια της σάρκας της Τέσμερ από τους γλουτούς και τους μηρούς της, τα τύλιξε και τα μετέφερε στο σπίτι του για να τα μαγειρέψει για δείπνο. Για τη δολοφονία της Τέσμερ συνελήφθη ένας ντόπιος, ο Heinrich Ott, ο οποίος απαγχονίστηκε ενώ περιμένει να δικαστεί. Εν τω μεταξύ, ο Κρολ παρέμενε ελεύθερος.
Πώς απέφευγε τη σύλληψη
Η κουζίνα του Κρολ, όπου η αστυνομία βρήκε ένα κομμένο χέρι να μαγειρεύεται στον φούρνο
Όσοι μελέτησαν την ψυχολογία του Κρολ σημειώνουν ότι η αυτογνωσία του και οι μεθοδικοί τρόποι επιλογής των θυμάτων δείχνουν ότι είχε υψηλότερο IQ από αυτό που προαναφέρθηκε (78). Όπως και άλλοι κατά συρροή δολοφόνοι, ο Κρολ ταξίδευε σε διάφορες πόλεις για να αναζητήσει τα θύματά του. Δολοφονούσε κυρίως γυναίκες και κορίτσια, αλλά δεν κολλούσε σε μια ηλικιακή ομάδα ή "τύπο" όπως κάνουν συχνά άλλοι δολοφόνοι. Μάλιστα, το 1965, δολοφόνησε έναν άντρα, τον Χέρμαν Σμιτς (Hermann Schmitz). Εκείνο το βράδυ, ο Κρολ είχε ταξιδέψει στο Grossenbaum και κατασκόπευσε τον Σμιτς και την αρραβωνιαστικιά του, την Marion Veen, που έκαναν σεξ στο μπροστινό κάθισμα του αυτοκινήτου τους σε μια απομονωμένη περιοχή. Ο Κρολ παρέσυρε τον Σμιτς έξω από το αυτοκίνητο, κουνώντας τα χέρια του σαν να ζητούσε βοήθεια. Στη συνέχεια, τον μαχαίρωσε επανειλημμένα και έπειτα σχεδίαζε να σκοτώσει και να βιάσει την Veen. Αντ' αυτού, η Veen πέρασε στη θέση του οδηγού και οδήγησε κατά πάνω του, ο οποίος απέφυγε το όχημα και έφυγε. Η Veen, αν και είδε καλά τον Κρολ, η περιγραφή της δεν απέφερε κανένα αποτέλεσμα. Ο Κρολ συνέχιζε να παραμένει ασύλληπτος.
Ο Κρολ δεν έκοβε πάντα σάρκα από τα θύματά του, κάτι που μπέρδευε περισσότερο την αστυνομία και πίστευε ότι κάθε δολοφονία ήταν διαφορετική. Προτίμησε να παίρνει σάρκα μόνο από θύματα που θεωρούσε ιδιαίτερα μικρά και τρυφερά. Επιπλέον, την ίδια εποχή, στην Δυτική Γερμανία, δρούσαν και άλλοι δολοφόνοι που τραβούσαν την προσοχή της αστυνομίας. Στα χρόνια πριν αρχίσει τις δολοφονίες ο Κρολ, ο Werner Boost, ο "Δολοφόνος των Ζευγαριών", δολοφόνησε ζευγάρια από τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Πιστεύεται ότι ο Boost και πολλοί άλλοι ύποπτοι δολοφόνοι τράβηξαν την προσοχή της αστυνομίας από τον Κρολ. Ακόμα χειρότερα, ενώ ο Κρολ δολοφονούσε, πέντε άλλοι άνδρες, μαζί με τον Heinrich Ott, συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν για τις δικές του δολοφονίες. Όπως ο Ott, ένας από αυτούς τους άνδρες αυτοκτόνησε. Ένα ακόμη ενοχλητικό στοιχείο των δολοφονιών του Κρολ ήταν το κίνητρο πίσω από τον κανιβαλισμό. Πολλοί κανίβαλοι κατά συρροή δολοφόνοι, όπως ο Άλμπερτ Φις (Albert Fish), έχουν το σεξουαλικό κίνητρο να τρώνε τη σάρκα του θύματός τους ή να το βλέπουν ως τρόπαιο. Ο Κρολ το έκανε επειδή, όπως είπε αργότερα, "το κρέας ήταν ακριβό".
Η σύλληψη
Καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης, ο Κρολ έκρυβε το πρόσωπό του
Τα κανιβαλιστικά εγκλήματα του Γιοάχιμ Κρολ σταμάτησαν στις 3 Ιουλίου του 1976. Εκείνη την ημέρα, απήγαγε την 4χρονη Μάριον Κέτνερ (Marion Kettner) σε ένα πάρκο. Λίγο αργότερα, ένας γείτονας ρώτησε τον Κρολ αν ήξερε τι εμποδίζει τους σωλήνες στην κοινόχρηστη τουαλέτα του κτηρίου. Όταν απάντησε, "εντόσθια", ο γείτονας γέλασε. Όταν όμως κοίταξε την τουαλέτα και είδε μικροσκοπικά ανθρώπινα όργανα, επικοινώνησε αμέσως με την αστυνομία. Μόλις η αστυνομία μπήκε στο διαμέρισμα του Κρολ βρήκε το διαμελισμένο σώμα της μικρής Μάριον. Μέρη του σώματός της βρισκόταν στο ψυγείο, ένα χέρι μαγειρευόταν στον φούρνο και τα εντόσθιά της έφραζαν τα υδραυλικά. Η αστυνομία αφαίρεσε την κοινόχρηστη τουαλέτα και βρήκε το συκώτι, τους πνεύμονες, τα νεφρά και την καρδιά της.
Ο Κρολ συνελήφθη αμέσως, παραδέχθηκε ότι δολοφόνησε την Κέτνερ και έδωσε πληροφορίες στην αστυνομία για 13 ακόμη δολοφονίες, συμπεριλαμβανομένων των δολοφονιών των Στρελ και Τέσμερ. Ομολόγησε επίσης ότι επιδόθηκε και σε κανιβαλισμό. Ενώ ήταν στη φυλακή, συνεργάστηκε οικειοθελώς με την αστυνομία, πεπεισμένος ότι θα τον υπέβαλαν σε μια εγχείριση που θα θεράπευε τις ανθρωποκτονικές ορμές του και θα τον αποφυλάκιζαν. Μετά από αρκετά χρόνια φυλάκισης, κατηγορήθηκε για οκτώ δολοφονίες και μία απόπειρα δολοφονίας σε μια δίκη που συνεχίστηκε για 151 ημέρες. Τον Απρίλιο του 1982, αντί να λάβει τη θεραπεία που ήθελε, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Πέθανε στη φυλακή το 1991 από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 58 ετών.
Το Χρυσό Γάντι
Το 2019 προβλήθηκε η δραματική ταινία "Der Goldene Handschuh" (Χρυσό Γάντι) σε σκηνοθεσία Φατίχ Ακίν, μια προσαρμογή του μυθιστορήματος του Heinz Strunk που αφηγείται την ιστορία ενός άλλου Γερμανού κατά συρροή δολοφόνου, του Fritz Honka, ο οποίος δολοφόνησε τέσσερις γυναίκες μεταξύ του 1970 και του 1975, και έκρυψε μέρη του σώματός τους στο διαμέρισμά του. Η ταινία πήρε το όνομά της από την παμπ στην περιοχή με τα κόκκινα φώτα του Αμβούργου, όπου ο αλκοολικός Χόνκα συνάντησε τα θύματά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου