Μια συζήτηση με τον καθηγητή της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας και Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών, Σπύρο Ράγκο για τους ευνούχους, την παρουσία και τη σημασία τους στην αρχαιότητα.
την κλασική αρχαιότητα, ελληνική και ρωμαϊκή, οι ευνούχοι θεωρούνταν αλλόκοτα τέρατα, αταξινόμητες μορφές που υποσκάπτουν τον κοινωνικά επιβεβλημένο διαχωρισμό του αρσενικού και του θηλυκού και, ταυτόχρονα, σημάδια μιας αποτρόπαιης διασάλευσης της φυσικής τάξης. Ο ευνούχος ήταν ένα μήτε-μήτε, ένα περίεργο μεταξύ, ένα αταξινόμητο άτοπο, μια αποτυχία», γράφει στο πρόλογό του βιβλίου «Μήτε άρρεν μήτε θήλυ – Ιστορίες Ευνούχων στην αρχαιότητα» ο Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας και Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών, Σπύρος Ράγκος, που εκδόθηκε στη σειρά «Διάλογοι με την Αρχαιότητα» των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης.
Τα έξι κείμενα που σταχυολογούνται στον τόμο αυτό ανήκουν σε εθνικούς και χριστιανούς συγγραφείς και προέρχονται από μια «εποχή αγωνίας» σε κάποιο βαθμό όμοια με τη δική μας. Παρά τις διαφορετικές θρησκευτικές καταβολές τους, όλα εκφράζουν μια κοινή στάση αποδοκιμασίας για την ανατολικής προέλευσης πρακτική του ευνουχισμού, που ίσως ανάγεται στην παράδοση του κλασικού ελληνισμού και τη μέριμνά του για φυσική αρτιμέλεια. Μέσα από τον Λουκιανό, τον Φιλόστρατο, τον Επιφάνιο Κύπρου, τον Βασίλειο Καισαρείας, τον Κύριλλο Αλεξανδρείας, παρακολουθούμε τον τρόπο με τον οποίο οι ευνούχοι χρησιμοποιήθηκαν, αλλά και αντιμετωπίστηκαν μέσα στις κοινωνίες της εποχής τους, με την αφυλία τους να αντιμετωπίζεται ως βλεδυρή παραχάραξη του έμφυλου σώματος.
Η πρώτη και σημαντικότερη πράξη ευνουχισμού στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι μυθική και έχει κοσμικές διαστάσεις. Πρόκειται για τον ευνουχισμό του Ουρανού από το γιό του Κρόνο, που περιγράφεται λεπτομερώς στην Θεογονία του Ησιόδου. Ουρανός και Γαία αποκτούν πολλούς απογόνους, τους Τιτάνες, τρεις Κύκλωπες και τρεις Εκατόγχειρες. Ο Ουρανός μισούσε τα παιδιά του και τα έκρυψε στα Τάρταρα για να μην έρθουν στο φως της ύπαρξης. Η Γαία θύμωσε πολύ, έδωσε στα παιδιά της ατσάλινο δρεπάνι για να τιμωρήσουν τον Ουρανό. Ο Κρόνος ήταν αυτός που τόλμησε και έκοψε τους όρχεις του. Τον ευνούχισε και από τις σταγόνες του αίματος που έπεσαν στη γη γεννήθηκαν οι τρεις Ερινύες, οι Γίγαντες και οι Μελιάδες Νύμφες, οι δαίμονες της εκδίκησης και της βιαιοπραγίας. Από το σπέρμα του αποκομμένου γεννητικού οργάνου που έπεσε στη θάλασσα γεννήθηκε η Αφροδίτη.
Ενώ ο μύθος για τον ευνουχισμό του Ουρανού είναι γνωστός ήδη από τη Θεογονία, ο ευνουχισμός ανθρώπων δεν μαρτυρείται πουθενά σε ελληνικό έδαφος και για κανένα λόγο. Όταν εμφανίζονται οι πρώτες σχετικές μαρτυρίες, οι ευνούχοι θεωρούνται ιδιαιτερότητα της Ανατολής και δείγμα βαρβαρικού απολυταρχισμού, ενώ στην Ελλάδα είναι αποκλειστικά ξενόφερτοι δούλοι.
Ενώ ο μύθος για τον ευνουχισμό του Ουρανού είναι γνωστός ήδη από τη Θεογονία, ο ευνουχισμός ανθρώπων δεν μαρτυρείται πουθενά σε ελληνικό έδαφος και για κανένα λόγο. Όταν εμφανίζονται οι πρώτες σχετικές μαρτυρίες, οι ευνούχοι θεωρούνται ιδιαιτερότητα της Ανατολής και δείγμα βαρβαρικού απολυταρχισμού, ενώ στην Ελλάδα είναι αποκλειστικά ξενόφερτοι δούλοι.
«Ίσως λόγω της σημασίας που απέδιδαν στην αρτιμέλεια και την σωματική ομορφιά, ίσως λόγω του σεβασμού που είχαν για την φύση, ίσως και λόγω μιας αντίληψης για το θείον που τιμωρεί τις ακρότητες, οι Έλληνες δεν διανοήθηκαν να θεσμοθετήσουν τον ευνουχισμό ανθρώπων ούτε ως ποινή για σεξουαλικά εγκλήματα, ούτε ως μέσο προστασίας της γνησιότητας των τέκνων, ούτε ως μέτρο εξημέρωσης και υποταγής εχθρών και πολιτικών αντιπάλων, ούτε ως τρόπο αφοσίωσης σε μια μεγάλη θεά. Μέχρι και τον έβδομο αιώνα, ο ευνουχισμός ήταν σχεδόν άγνωστο φαινόμενο. Η παλαιότερη σωζόμενη αναφορά ανάγεται στον λυρικό ποιητή Ιππώνακτα (6ος αι. π.Χ.). Εκεί ο Λαμψακηνὸς εὐνοῦχος (απ. 26 West) λειτουργεί ως αναγνωρίσιμος όρος για να δηλώσει τον άσωτο Λυδό που κατασπαταλά την περιουσία του στο πολυτελές φαγητό και την τρυφή», γράφει ο κ Ράγκος.
Λόγω της στειρότητάς τους, οι ευνούχοι χρησιμοποιήθηκαν στην αρχαιότητα, σε μεγάλο βαθμό, ως φύλακες και υπηρέτες των συζύγων και παλλακίδων βασιλέων ή άλλων αρχόντων. Βρέθηκαν έτσι στα ενδότερα των ανακτόρων και των οίκων εξουσίας. Το γεγονός αυτό τους ανέδειξε συχνά σε σημαντικούς παράγοντες της πολιτικής ζωής. Τον τέταρτο και τον πέμπτο αιώνα μ.Χ., οι ευνούχοι απέκτησαν εξουσίες αδιανόητες για τους αυλικούς του πρώτου ή δεύτερου αιώνα. Ευρύτερα γνωστός στην αρχαιότητα ήταν και ο θρησκευτικός ευνουχισμός που συνδέθηκε με το όνομα της Κυβέλης και τους ιερείς της. Ο σεβασμός αλλά και ο τρόμος των πιστών για τη Μεγάλη Θεά απαιτούσε κάποτε τελετουργικούς αυτοευνουχισμούς.
«Ωστόσο, σύμφωνα με τις πηγές, ορισμένοι ευνούχοι είχαν κανονικές επαφές με το άλλο φύλο και ήταν ενίοτε περιζήτητοι ως εραστές γιατί οι γυναίκες που συνευρίσκονταν μαζί τους απέφευγαν τον κίνδυνο μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. Στο φαντασιακό της εποχής, ο ευνουχισμός απέκλειε κατ᾽ αρχήν την αναπαραγωγή, όχι την ικανότητα, ούτε, πολύ περισσότερο, την επιθυμία. Ο Γιουβενάλης σατιρίζει τις Ρωμαίες κυρίες που προτιμούσαν να απατούν τους συζύγους τους με ευνούχους, διότι απέφευγαν έτσι την πιθανότητα μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, και ο Μαρτιάλης επιβεβαιώνει την ύπαρξη ευνούχων μοιχών. Ο ευνουχισμός απέκλειε την αναπαραγωγή, όχι την απόλαυση. Στο γυναικείο φαντασιακό της εύπορης τάξης ένας ευνούχος μπορούσε να είναι εκλεκτότατο σκεύος ηδονής» αναφέρει ο κ. Ράγκος.
Οι 7 ευνούχοι του Ξέρξη.
Μια προτροπή του Ιησού για αυτοευνουχισμένους προς χάριν της Βασιλείας των Ουρανών έδωσε το στίγμα όλων των μεταγενέστερων εξελίξεων. Ορισμένοι χριστιανοί εξέλαβαν τη ρήση κυριολεκτικά και αυτοευνουχίστηκαν. Η κυρίαρχη χριστιανική γραμμή, πάντως, ακολούθησε την αλληγορική ερμηνεία, μίλησε για πνευματική ευνουχία και καταδίκασε την πρακτική του ευνουχισμού. Από αφύσικο τέρας που προκαλούσε τον αποτροπιασμό λόγω του άφυλου χαρακτήρα του, η μορφή του ευνούχου, κατάλληλα μεθερμηνευμένη, κατέληξε σύμβολο πνευματικής απαρτίωσης, υπέρβασης των εγκοσμίων και πληρότητας αγγελικής.
Σπύρος Ράγκος, Μήτε άρρεν μήτε θήλυ – Ιστορίες Ευνούχων στην αρχαιότητα, σειρά «Διάλογοι με την Αρχαιότητα» των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης.
Όπως σημειώνει ο κ. Ράγκος, «Στην χριστιανική γραμματεία του δευτέρου αιώνα ενδεικτική είναι η περίπτωση του Αθηναγόρα ο οποίος εξομοιώνει την ηθελημένη αποχή από τα αφροδίσια με την κατάσταση του ευνούχου (Πρεσβεία περί χριστιανών 33.3). Ο Αθηναγόρας αντιπαραθέτει τους μοιχούς και παιδεραστάς του παγανιστικού κόσμου με τους εὐνούχους καὶ μονογάμους χριστιανούς (34.3): “ευνούχοι” είναι προφανώς οι άγαμοι. Μάλιστα, εξαιτίας της συχνής συνωνυμίας μεταξύ εὐνούχου και παρθένου στα κείμενα των χριστιανών, είναι μέχρι σήμερα αβέβαιο αν ο Μελίτων Σάρδεων, σύγχρονος του Αθηναγόρα, που χαρακτηρίζεται από τον Ευσέβιο ευνούχος, ήταν κυριολεκτικά ευνουχισμένος ή ονομάστηκε έτσι λόγω της ιδιαίτερης εγκράτειάς του».
«Είτε αλληγορικά είτε κυριολεκτικά προσεγγισμένος ο χριστιανικός αυτοευνουχισμός σήμαινε πάντοτε την απάρνηση των εγκοσμίων και των συναφών με αυτά γενετήσιων απολαύσεων. Η χριστιανική συζήτηση εστιάστηκε στο ζήτημα αν και κατά πόσον η τεχνητή αποκοπή ή συρρίκνωση των όρχεων συνεπάγεται αυτομάτως εξάλειψη της επιθυμίας ή μήπως λειτουργεί, παρά πάσαν προσδοκίαν, ως κίνητρο για την αναζήτηση εναλλακτικών μορφών αφροδίσιας απόλαυσης».
Εικονογράφηση από το Βυζαντινό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β' του Φιλίππου και του Αιθίοπα ευνούχου. PUBLIC DOMAIN VIA WIKIMEDIA
— Ποια είναι η σημασία και το ενδιαφέρον που μπορεί να έχει το θέμα των ευνούχων σήμερα;
Δεν χρειάζεται να έχει διαβάσει κανείς τα έργα του Φρόυντ ή να έχει περάσει από ψυχαναλυτική θεραπεία για να μιλά σήμερα περί ευνουχισμού. Η έννοια και η λέξη έχουν καταστεί αναπόσπαστο τμήμα του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζουμε τον κόσμο της ψυχικής ζωής. Ο ευνουχισμός αποτελεί μέρος του εννοιολογικού μας οπλοστασίου, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο. Υπάρχει όμως εδώ ένα παράδοξο: η τρέχουσα νομιμοποίηση του ευνουχισμού ως συμβολικού φαινομένου βαίνει παράλληλα με την εξάλειψη του ευνουχισμού ως πραγματικού συμβάντος.
Αν εξαιρέσουμε τις περιπτώσεις οργανικών νόσων που επιβάλλουν αφαίρεση των γεννητικών οργάνων για τη σωτηρία του ασθενούς και τις εκούσιες αλλαγές φύλου, στις οποίες θα επανέλθω, ο ευνουχισμός –ιδίως στις πολεμικές, πολιτικές, σωφρονιστικές, θρησκευτικές και καλλιτεχνικές διαστάσεις που δέσποζαν στο φαινόμενο μέχρι και τον δέκατο όγδοο αιώνα– έχει πλέον εκλείψει. (Η αποτρόπαιη πρακτική της κλειτοριδεκτομής είναι, φυσικά, μια άλλη θλιβερή ιστορία.) Όμως σήμερα, που είναι αμφίβολο αν θα γνωρίσει κανείς στη ζωή του έναν πραγματικό ευνούχο, ο περί ευνουχισμού λόγος είναι πανταχού παρών, σε χείλη ειδημόνων και αδαών εξίσου.
Αυτή η διάσταση μεταξύ του συμβολικού και του πραγματικού, του ψυχικού και του σωματικού, εξηγεί γιατί μια ιστορική έρευνα για τους ευνούχους του παρελθόντος έχει την αξία και την επικαιρότητά της. Στην αρχαιότητα, ο πραγματικός ευνουχισμός αφορούσε πρωτίστως τους όρχεις και τη δύναμη της αναπαραγωγής: ήταν εγγεγραμμένος στο πεδίο της γονιμότητας και της συνέχειας του γένους. Σήμερα, ο συμβολικός ευνουχισμός αφορά κυρίως το πέος και την ικανότητα της απόλαυσης: είναι εγγεγραμμένος στο πεδίο της ηδονής και της ατομικής ικανοποίησης. Ιδού μια διαφορά που μπορεί ίσως να συμβάλει στην καλύτερη αυτοσυνειδησία μας ως νεωτερικών ή μετα-νεωτερικών υποκειμένων. Υπάρχουν βεβαίως και άλλες. Στην κλασική αρχαιότητα, το φύλο αντιμετωπιζόταν ως ένα απαραβίαστο φυσικό δεδομένο – εξ ού και ο αποτροπιασμός που ενίοτε προκαλούσε η συνάντηση με έναν ευνούχο.
Μαρμάρινο άγαλμα της Κυβέλης από τη Formia στο Λάτσιο, περίπου το 60 π.Χ. Από τη συλλογή της Ny Carlsberg Glyptotek.
Σήμερα, το φύλο θεωρείται μια αυθαίρετη κοινωνική κατασκευή που μπορεί να τροποποιηθεί κατά βούληση – εξ ού και οι συζητήσεις για τον αριθμό των φύλων καθώς και το δικαίωμα να καθορίζει ο κάθε άνθρωπος το φύλο στο οποίο ανήκει και με το οποίο θέλει να προσφωνείται. Μια τρίτη διαφορά, που σχετίζεται με τις άλλες δύο, είναι η εξής. Όταν σε κάποιες περιπτώσεις ο ευνουχισμός ήταν εκούσιος και ηθελημένος – όπως με τους λεγόμενους Γάλλους, τους ιερείς της Κυβέλης, ή κάποιους μεμονωμένους χριστιανούς των πρώτων αιώνων–, η στόχευσή του ήταν πνευματική: η οδυνηρή πράξη αποσκοπούσε σε υπέρβαση των εγκοσμίων. Σήμερα, αντιθέτως, οι εκούσιες αλλαγές φύλου γίνονται προκειμένου να εξαλειφθεί η διάσταση μεταξύ σώματος και υποκειμενικής ταυτότητας και να ικανοποιηθεί έτσι ανεμπόδιστα η επιθυμία. Πρόκειται όχι για υπέρβαση αλλά για υπογράμμιση του έμφυλου χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης, με τη διαφορά ότι σήμερα ο χαρακτήρας αυτός θεωρείται ζήτημα ατομικής επιλογής.
— Πώς και γιατί η σωματική έλλειψη θεωρήθηκε στην αρχαιότητα ότι επηρεάζει το πνεύμα και τη σκέψη;
Το ερώτημα είναι ιδιαίτερα δύσκολο και περίπλοκο. Ακόμα και το να τίθεται με αυτούς τους όρους είναι προβληματικό, διότι καθόλου βέβαιο δεν είναι ότι η σωματική έλλειψη θεωρήθηκε ότι επηρεάζει το πνεύμα, αν με το «επηρεάζει» εννοήσουμε «επηρεάζει αρνητικά». Η τυφλότητα του Δημόδοκου, επί παραδείγματι, στην Οδύσσεια (θ 63-64) είναι ταυτόχρονα μια συμφορά και ένα δώρο των Μουσών που επέτρεψε στον τυφλό άνδρα να γίνει ένας άριστος αοιδός. Το ζήτημα ήταν, πρωτίστως, όχι η σωματική έλλειψη καθ’ εαυτήν αλλά το πώς στεκόταν κανείς απέναντί της, πώς την αντιλαμβανόταν και την αφομοίωνε στη ζωή του. Θα αρκεστώ, λοιπόν, σε μία μόνον όψη του σύνθετου αυτού ζητήματος.
Στον σύντομο και καυστικό διάλογο του Λουκιανού με τίτλο Ευνούχος, ο Βαγώας, που είναι υποψήφιος καθηγητής για μια κρατική έδρα περιπατητικής φιλοσοφίας στην Αθήνα, κατηγορείται από τον ανθυποψήφιό του ως ακατάλληλος για την ανάληψη της θέσης επειδή είναι ευνούχος. Ο ίδιος αρνείται την κατηγορία και προσπαθεί να την αντικρούσει. Η κοινή βάση της αντιπαράθεσης, την οποία οι δύο αντίπαλοι συμμερίζονται με την κοινή γνώμη της εποχής, είναι η επιθυμητή ενότητα σκέψης και πράξης. Ο Βαγώας ισχυρίζεται ότι το ζήτημα της αρτιμέλειας είναι άσχετο με την κρίση για μια έδρα φιλοσοφίας: αυτό που έχει σημασία είναι η δύναμη της σκέψης και η ικανότητα στα θέματα της επιστήμης. Ωστόσο, δεν αρνείται ότι η έρευνα για τον ιδιωτικό τρόπο ζωής ενός φιλοσόφου έχει θέση στη δημόσια διαβούλευση για τον καταλληλότερο υποψήφιο.
Παρά το γεγονός ότι όλες οι φιλοσοφικές σχολές συμφωνούσαν ότι η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα (ανεξάρτητα από το αν την αντιλαμβάνονταν με υλικούς ή άυλους όρους) –πράγμα που σήμαινε τελικά ότι η σκέψη, η γνώση και η αντίληψη που έχουμε για τα πράγματα, και όχι τα ίδια τα πράγματα, είναι ο καθοριστικός παράγων για την ευτυχία ή δυστυχία ενός ανθρώπου–, η παλαιά πεποίθηση ότι το σώμα επηρεάζει τη σκέψη παρέμενε ισχυρή.
Μια τέτοια άρνηση θα προσέκρουε στο κοινό αίσθημα των συγχρόνων του και θα ήταν ύποπτη. Από τη συζήτηση προκύπτει ότι διάκριση μεταξύ του εσωτερικού ανθρώπου και του εξωτερικού παρουσιαστικού του, που εγκαινιάστηκε με τον Σωκράτη και οδήγησε στον πλατωνικό διαχωρισμό του σώματος από την ψυχή, δεν είχε ασκήσει ιδιαίτερη επίδραση στους περισσότερους ανθρώπους, οι οποίοι εξακολουθούσαν να αντιλαμβάνονται το άτομο ως ψυχοσωματική ενότητα και το σώμα ως καθρέφτη της ψυχής – όπως περίπου είχε αντιληφθεί το θέμα ο Όμηρος όταν παρουσίαζε τη σωματική εμφάνιση να εγγράφει τις (πρόσκαιρες ή μόνιμες) αρετές και κακίες του ατόμου (π.χ. Ιλιάδα Β 211-224). Κάποιοι πρώιμοι φιλόσοφοι και γιατροί είχαν αργότερα ισχυριστεί ότι ο τρόπος με τον οποίο βιώνουμε τα πράγματα βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την κατάσταση του σώματός μας. Η εμπειρία, πάντως, έδειχνε ότι σώμα, χαρακτήρας και σκέψη, ή αλλιώς το μέσα και το έξω ενός ανθρώπου, άλλοτε συμβαδίζουν αρμονικά και άλλοτε αποκλίνουν σημαντικά. Το κάπως μονοδιάστατο ομηρικό σχήμα έπρεπε να εμπλουτιστεί και να δεξιωθεί την εκ πρώτης όψεως αταξινόμητη πολυμορφία των ανθρωπίνων πραγμάτων. Αυτό εν μέρει είχε γίνει.
Ταφικό ανάγλυφο ενός αυτο-ευνουχισμένου ιερέα της Magna Mater (Κυβέλης) από το Λαβίνιο, μέσα 2ου μ.Χ. αιώνα. Ρώμη, Μουσεία του Καπιτωλίου.
Ο Φαβωρίνος (π. 80-160 μ.Χ.), που έπασχε εκ γενετής από κάποιου είδους ερμαφροδιτισμό και περιγράφεται στις πηγές ως ευνούχος, αξιώθηκε ως ρήτορας και φιλόσοφος μεγάλες δημόσιες τιμές σε μια εποχή πολύ κοντινή με αυτήν στην οποία υποτίθεται ότι διαδραματίζεται ο διάλογος του Λουκιανού. Η διαδεδομένη προκατάληψη που ήθελε τον φιλόσοφο έναν «άντρα με τα όλα του», αλλά ταυτόχρονα γεμάτο αυτοκυριαρχία και πλήρως ελεύθερο από τις σωματικές απολαύσεις, προσέκρουε όχι μόνον σε περιπτώσεις «αμφίβολου φύλου», όπως ήταν ο Φαβωρίνος ή ο Βαγώας, αλλά κυρίως σε αυτές ανεπίληπτων σωματικά ανδρών που όμως επεδείκνυαν έντονες ηθικές αδυναμίες, π.χ. φιλοχρηματία ή φιληδονία. Παρά το γεγονός ότι όλες οι φιλοσοφικές σχολές συμφωνούσαν ότι η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα (ανεξάρτητα από το αν την αντιλαμβάνονταν με υλικούς ή άυλους όρους) –πράγμα που σήμαινε τελικά ότι η σκέψη, η γνώση και η αντίληψη που έχουμε για τα πράγματα, και όχι τα ίδια τα πράγματα, είναι ο καθοριστικός παράγων για την ευτυχία ή δυστυχία ενός ανθρώπου–, η παλαιά πεποίθηση ότι το σώμα επηρεάζει τη σκέψη παρέμενε ισχυρή.
Μάλιστα, επειδή οι φιλόσοφοι, ακόμα και αυτοί που πληρώνονταν από το κράτος, δεν ήταν μορφές που δίδασκαν «ακαδημαϊκά», δηλαδή αποστασιοποιημένα και απρόσωπα, αλλά αναγνωρισμένοι σοφοί και υποτιθέμενα πρότυπα συμπεριφοράς, η ενότητα της διδασκαλίας και της πράξης τους, και η εναρμόνιση αμφοτέρων με τα διδάγματα της σχολής στην οποία ανήκαν, ήταν θέματα υψίστης σημασίας. Το ζήτημα, τελικά, ήταν αν κάποιος θα επέτρεπε στο σώμα του να καθορίζει την μορφή που θα έπαιρνε η σκέψη του ή θα είχε τη δύναμη να το εξουσιάζει. Στην πρώτη περίπτωση, η ταυτότητα μιας διδασκαλίας θα ήταν απόρροια της σωματικής συγκρότησης του ανθρώπου που την διέδιδε, δηλαδή κάτι στενά υποκειμενικό. Στην δεύτερη περίπτωση, υπήρχε η δυνατότητα αναγωγής σε μια αντικειμενική καθολικότητα που να εκφράζει την κοινή ανθρώπινη φύση πέρα από τις ιδιοσυγκρασιακές διαφορές των σωμάτων.
Όπως σημειώνει ο κ. Ράγκος, «Στην χριστιανική γραμματεία του δευτέρου αιώνα ενδεικτική είναι η περίπτωση του Αθηναγόρα ο οποίος εξομοιώνει την ηθελημένη αποχή από τα αφροδίσια με την κατάσταση του ευνούχου (Πρεσβεία περί χριστιανών 33.3). Ο Αθηναγόρας αντιπαραθέτει τους μοιχούς και παιδεραστάς του παγανιστικού κόσμου με τους εὐνούχους καὶ μονογάμους χριστιανούς (34.3): “ευνούχοι” είναι προφανώς οι άγαμοι. Μάλιστα, εξαιτίας της συχνής συνωνυμίας μεταξύ εὐνούχου και παρθένου στα κείμενα των χριστιανών, είναι μέχρι σήμερα αβέβαιο αν ο Μελίτων Σάρδεων, σύγχρονος του Αθηναγόρα, που χαρακτηρίζεται από τον Ευσέβιο ευνούχος, ήταν κυριολεκτικά ευνουχισμένος ή ονομάστηκε έτσι λόγω της ιδιαίτερης εγκράτειάς του».
«Είτε αλληγορικά είτε κυριολεκτικά προσεγγισμένος ο χριστιανικός αυτοευνουχισμός σήμαινε πάντοτε την απάρνηση των εγκοσμίων και των συναφών με αυτά γενετήσιων απολαύσεων. Η χριστιανική συζήτηση εστιάστηκε στο ζήτημα αν και κατά πόσον η τεχνητή αποκοπή ή συρρίκνωση των όρχεων συνεπάγεται αυτομάτως εξάλειψη της επιθυμίας ή μήπως λειτουργεί, παρά πάσαν προσδοκίαν, ως κίνητρο για την αναζήτηση εναλλακτικών μορφών αφροδίσιας απόλαυσης».
Εικονογράφηση από το Βυζαντινό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β' του Φιλίππου και του Αιθίοπα ευνούχου. PUBLIC DOMAIN VIA WIKIMEDIA
— Ποια είναι η σημασία και το ενδιαφέρον που μπορεί να έχει το θέμα των ευνούχων σήμερα;
Δεν χρειάζεται να έχει διαβάσει κανείς τα έργα του Φρόυντ ή να έχει περάσει από ψυχαναλυτική θεραπεία για να μιλά σήμερα περί ευνουχισμού. Η έννοια και η λέξη έχουν καταστεί αναπόσπαστο τμήμα του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζουμε τον κόσμο της ψυχικής ζωής. Ο ευνουχισμός αποτελεί μέρος του εννοιολογικού μας οπλοστασίου, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο. Υπάρχει όμως εδώ ένα παράδοξο: η τρέχουσα νομιμοποίηση του ευνουχισμού ως συμβολικού φαινομένου βαίνει παράλληλα με την εξάλειψη του ευνουχισμού ως πραγματικού συμβάντος.
Αν εξαιρέσουμε τις περιπτώσεις οργανικών νόσων που επιβάλλουν αφαίρεση των γεννητικών οργάνων για τη σωτηρία του ασθενούς και τις εκούσιες αλλαγές φύλου, στις οποίες θα επανέλθω, ο ευνουχισμός –ιδίως στις πολεμικές, πολιτικές, σωφρονιστικές, θρησκευτικές και καλλιτεχνικές διαστάσεις που δέσποζαν στο φαινόμενο μέχρι και τον δέκατο όγδοο αιώνα– έχει πλέον εκλείψει. (Η αποτρόπαιη πρακτική της κλειτοριδεκτομής είναι, φυσικά, μια άλλη θλιβερή ιστορία.) Όμως σήμερα, που είναι αμφίβολο αν θα γνωρίσει κανείς στη ζωή του έναν πραγματικό ευνούχο, ο περί ευνουχισμού λόγος είναι πανταχού παρών, σε χείλη ειδημόνων και αδαών εξίσου.
Αυτή η διάσταση μεταξύ του συμβολικού και του πραγματικού, του ψυχικού και του σωματικού, εξηγεί γιατί μια ιστορική έρευνα για τους ευνούχους του παρελθόντος έχει την αξία και την επικαιρότητά της. Στην αρχαιότητα, ο πραγματικός ευνουχισμός αφορούσε πρωτίστως τους όρχεις και τη δύναμη της αναπαραγωγής: ήταν εγγεγραμμένος στο πεδίο της γονιμότητας και της συνέχειας του γένους. Σήμερα, ο συμβολικός ευνουχισμός αφορά κυρίως το πέος και την ικανότητα της απόλαυσης: είναι εγγεγραμμένος στο πεδίο της ηδονής και της ατομικής ικανοποίησης. Ιδού μια διαφορά που μπορεί ίσως να συμβάλει στην καλύτερη αυτοσυνειδησία μας ως νεωτερικών ή μετα-νεωτερικών υποκειμένων. Υπάρχουν βεβαίως και άλλες. Στην κλασική αρχαιότητα, το φύλο αντιμετωπιζόταν ως ένα απαραβίαστο φυσικό δεδομένο – εξ ού και ο αποτροπιασμός που ενίοτε προκαλούσε η συνάντηση με έναν ευνούχο.
Μαρμάρινο άγαλμα της Κυβέλης από τη Formia στο Λάτσιο, περίπου το 60 π.Χ. Από τη συλλογή της Ny Carlsberg Glyptotek.
Σήμερα, το φύλο θεωρείται μια αυθαίρετη κοινωνική κατασκευή που μπορεί να τροποποιηθεί κατά βούληση – εξ ού και οι συζητήσεις για τον αριθμό των φύλων καθώς και το δικαίωμα να καθορίζει ο κάθε άνθρωπος το φύλο στο οποίο ανήκει και με το οποίο θέλει να προσφωνείται. Μια τρίτη διαφορά, που σχετίζεται με τις άλλες δύο, είναι η εξής. Όταν σε κάποιες περιπτώσεις ο ευνουχισμός ήταν εκούσιος και ηθελημένος – όπως με τους λεγόμενους Γάλλους, τους ιερείς της Κυβέλης, ή κάποιους μεμονωμένους χριστιανούς των πρώτων αιώνων–, η στόχευσή του ήταν πνευματική: η οδυνηρή πράξη αποσκοπούσε σε υπέρβαση των εγκοσμίων. Σήμερα, αντιθέτως, οι εκούσιες αλλαγές φύλου γίνονται προκειμένου να εξαλειφθεί η διάσταση μεταξύ σώματος και υποκειμενικής ταυτότητας και να ικανοποιηθεί έτσι ανεμπόδιστα η επιθυμία. Πρόκειται όχι για υπέρβαση αλλά για υπογράμμιση του έμφυλου χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης, με τη διαφορά ότι σήμερα ο χαρακτήρας αυτός θεωρείται ζήτημα ατομικής επιλογής.
— Πώς και γιατί η σωματική έλλειψη θεωρήθηκε στην αρχαιότητα ότι επηρεάζει το πνεύμα και τη σκέψη;
Το ερώτημα είναι ιδιαίτερα δύσκολο και περίπλοκο. Ακόμα και το να τίθεται με αυτούς τους όρους είναι προβληματικό, διότι καθόλου βέβαιο δεν είναι ότι η σωματική έλλειψη θεωρήθηκε ότι επηρεάζει το πνεύμα, αν με το «επηρεάζει» εννοήσουμε «επηρεάζει αρνητικά». Η τυφλότητα του Δημόδοκου, επί παραδείγματι, στην Οδύσσεια (θ 63-64) είναι ταυτόχρονα μια συμφορά και ένα δώρο των Μουσών που επέτρεψε στον τυφλό άνδρα να γίνει ένας άριστος αοιδός. Το ζήτημα ήταν, πρωτίστως, όχι η σωματική έλλειψη καθ’ εαυτήν αλλά το πώς στεκόταν κανείς απέναντί της, πώς την αντιλαμβανόταν και την αφομοίωνε στη ζωή του. Θα αρκεστώ, λοιπόν, σε μία μόνον όψη του σύνθετου αυτού ζητήματος.
Στον σύντομο και καυστικό διάλογο του Λουκιανού με τίτλο Ευνούχος, ο Βαγώας, που είναι υποψήφιος καθηγητής για μια κρατική έδρα περιπατητικής φιλοσοφίας στην Αθήνα, κατηγορείται από τον ανθυποψήφιό του ως ακατάλληλος για την ανάληψη της θέσης επειδή είναι ευνούχος. Ο ίδιος αρνείται την κατηγορία και προσπαθεί να την αντικρούσει. Η κοινή βάση της αντιπαράθεσης, την οποία οι δύο αντίπαλοι συμμερίζονται με την κοινή γνώμη της εποχής, είναι η επιθυμητή ενότητα σκέψης και πράξης. Ο Βαγώας ισχυρίζεται ότι το ζήτημα της αρτιμέλειας είναι άσχετο με την κρίση για μια έδρα φιλοσοφίας: αυτό που έχει σημασία είναι η δύναμη της σκέψης και η ικανότητα στα θέματα της επιστήμης. Ωστόσο, δεν αρνείται ότι η έρευνα για τον ιδιωτικό τρόπο ζωής ενός φιλοσόφου έχει θέση στη δημόσια διαβούλευση για τον καταλληλότερο υποψήφιο.
Παρά το γεγονός ότι όλες οι φιλοσοφικές σχολές συμφωνούσαν ότι η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα (ανεξάρτητα από το αν την αντιλαμβάνονταν με υλικούς ή άυλους όρους) –πράγμα που σήμαινε τελικά ότι η σκέψη, η γνώση και η αντίληψη που έχουμε για τα πράγματα, και όχι τα ίδια τα πράγματα, είναι ο καθοριστικός παράγων για την ευτυχία ή δυστυχία ενός ανθρώπου–, η παλαιά πεποίθηση ότι το σώμα επηρεάζει τη σκέψη παρέμενε ισχυρή.
Μια τέτοια άρνηση θα προσέκρουε στο κοινό αίσθημα των συγχρόνων του και θα ήταν ύποπτη. Από τη συζήτηση προκύπτει ότι διάκριση μεταξύ του εσωτερικού ανθρώπου και του εξωτερικού παρουσιαστικού του, που εγκαινιάστηκε με τον Σωκράτη και οδήγησε στον πλατωνικό διαχωρισμό του σώματος από την ψυχή, δεν είχε ασκήσει ιδιαίτερη επίδραση στους περισσότερους ανθρώπους, οι οποίοι εξακολουθούσαν να αντιλαμβάνονται το άτομο ως ψυχοσωματική ενότητα και το σώμα ως καθρέφτη της ψυχής – όπως περίπου είχε αντιληφθεί το θέμα ο Όμηρος όταν παρουσίαζε τη σωματική εμφάνιση να εγγράφει τις (πρόσκαιρες ή μόνιμες) αρετές και κακίες του ατόμου (π.χ. Ιλιάδα Β 211-224). Κάποιοι πρώιμοι φιλόσοφοι και γιατροί είχαν αργότερα ισχυριστεί ότι ο τρόπος με τον οποίο βιώνουμε τα πράγματα βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την κατάσταση του σώματός μας. Η εμπειρία, πάντως, έδειχνε ότι σώμα, χαρακτήρας και σκέψη, ή αλλιώς το μέσα και το έξω ενός ανθρώπου, άλλοτε συμβαδίζουν αρμονικά και άλλοτε αποκλίνουν σημαντικά. Το κάπως μονοδιάστατο ομηρικό σχήμα έπρεπε να εμπλουτιστεί και να δεξιωθεί την εκ πρώτης όψεως αταξινόμητη πολυμορφία των ανθρωπίνων πραγμάτων. Αυτό εν μέρει είχε γίνει.
Ταφικό ανάγλυφο ενός αυτο-ευνουχισμένου ιερέα της Magna Mater (Κυβέλης) από το Λαβίνιο, μέσα 2ου μ.Χ. αιώνα. Ρώμη, Μουσεία του Καπιτωλίου.
Ο Φαβωρίνος (π. 80-160 μ.Χ.), που έπασχε εκ γενετής από κάποιου είδους ερμαφροδιτισμό και περιγράφεται στις πηγές ως ευνούχος, αξιώθηκε ως ρήτορας και φιλόσοφος μεγάλες δημόσιες τιμές σε μια εποχή πολύ κοντινή με αυτήν στην οποία υποτίθεται ότι διαδραματίζεται ο διάλογος του Λουκιανού. Η διαδεδομένη προκατάληψη που ήθελε τον φιλόσοφο έναν «άντρα με τα όλα του», αλλά ταυτόχρονα γεμάτο αυτοκυριαρχία και πλήρως ελεύθερο από τις σωματικές απολαύσεις, προσέκρουε όχι μόνον σε περιπτώσεις «αμφίβολου φύλου», όπως ήταν ο Φαβωρίνος ή ο Βαγώας, αλλά κυρίως σε αυτές ανεπίληπτων σωματικά ανδρών που όμως επεδείκνυαν έντονες ηθικές αδυναμίες, π.χ. φιλοχρηματία ή φιληδονία. Παρά το γεγονός ότι όλες οι φιλοσοφικές σχολές συμφωνούσαν ότι η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα (ανεξάρτητα από το αν την αντιλαμβάνονταν με υλικούς ή άυλους όρους) –πράγμα που σήμαινε τελικά ότι η σκέψη, η γνώση και η αντίληψη που έχουμε για τα πράγματα, και όχι τα ίδια τα πράγματα, είναι ο καθοριστικός παράγων για την ευτυχία ή δυστυχία ενός ανθρώπου–, η παλαιά πεποίθηση ότι το σώμα επηρεάζει τη σκέψη παρέμενε ισχυρή.
Μάλιστα, επειδή οι φιλόσοφοι, ακόμα και αυτοί που πληρώνονταν από το κράτος, δεν ήταν μορφές που δίδασκαν «ακαδημαϊκά», δηλαδή αποστασιοποιημένα και απρόσωπα, αλλά αναγνωρισμένοι σοφοί και υποτιθέμενα πρότυπα συμπεριφοράς, η ενότητα της διδασκαλίας και της πράξης τους, και η εναρμόνιση αμφοτέρων με τα διδάγματα της σχολής στην οποία ανήκαν, ήταν θέματα υψίστης σημασίας. Το ζήτημα, τελικά, ήταν αν κάποιος θα επέτρεπε στο σώμα του να καθορίζει την μορφή που θα έπαιρνε η σκέψη του ή θα είχε τη δύναμη να το εξουσιάζει. Στην πρώτη περίπτωση, η ταυτότητα μιας διδασκαλίας θα ήταν απόρροια της σωματικής συγκρότησης του ανθρώπου που την διέδιδε, δηλαδή κάτι στενά υποκειμενικό. Στην δεύτερη περίπτωση, υπήρχε η δυνατότητα αναγωγής σε μια αντικειμενική καθολικότητα που να εκφράζει την κοινή ανθρώπινη φύση πέρα από τις ιδιοσυγκρασιακές διαφορές των σωμάτων.
Ανάγλυφο σε ασβεστόλιθο που απεικονίζει έναν ευνούχο, υπηρέτη ενός βασιλιά της Ασσυρίας. Από το κεντρικό ανάκτορο στο Nimrud, Ιράκ, 744-727 π.Χ. Μουσείο Αρχαίας Ανατολής, Κωνσταντινούπολη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου