Έλληνας ηθοποιός, με διεθνή καριέρα. Γεννημένος το 1917, σπούδασε στο
Ωδείο Θεσσαλονίκης και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου...Σημαντικός ηθοποιός, με θητεία στο Μπρόντγουεϊ και το Χόλιγουντ. Από τους λιγοστούς Έλληνες ηθοποιούς με διεθνή καριέρα.
Ο Τίτος Βανδής γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1917 στο Νέο Φάληρο. Γόνος ευκατάστατης οικογένειας της Καβάλας (ο πατέρας του ήταν καπνέμπορος), επέστρεψε σε μικρή ηλικία στον τόπο καταγωγής των γονέων του. Σε ηλικία πέντε ετών έπαθε ελονοσία και γι' αυτό το λόγο έφυγε με τη μητέρα και τα αδέλφια του για την Ελβετία. Πήγε σχολείο στη Λωζάνη και τέσσερα χρόνια αργότερα επέστρεψε με την οικογένειά του στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Στη Θεσσαλονίκη φοίτησε στο Γαλλικό Λύκειο της πόλης, μυήθηκε στις κομμουνιστικές ιδέες από τον Κυρ-Κώστα τον τσαγκάρη και πήρε τα πρώτα μαθήματα υποκριτικής στο Ωδείο Θεσσαλονίκης. Ο διακαής του πόθος να γίνει ηθοποιός τον ώθησε να παρατήσει το σχολείο και να κατηφορίσει στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου σε ηλικία 16 ετών.
Στη σκηνή πρωτοεμφανίστηκε το 1934 ως φοιτητής, με το έργο «Ιούδας» του Σπύρου Μελά στο Εθνικό Θέατρο. Στη σχολή του Εθνικού συνδέθηκε με τη συμμαθήτριά του Μαρία Αλκαίου, η οποία θα γίνει η πρώτη σύζυγός του για μικρό διάστημα. Μεγάλοι σταθμοί στη θεατρική διαδρομή του υπήρξαν οι συνεργασίες με τον Μιχάλη Κουνελάκη, τον Βασίλη Αργυρόπουλο, τη Μαρίκα Κοτοπούλη το 1940 και με την Κατερίνα Ανδρεάδη την περίοδο 1941-1943.
Το 1938 στρατεύτηκε και το 1940 βρέθηκε στο μέτωπο, κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου. Στην Κατοχή οργανώθηκε στο ΚΚΕ και μυήθηκε στο ΕΑΜ από τον Δήμο Σταρένιο. Το 1943 νυμφεύθηκε τη συνάδελφό του Καίτη Ασπρέα, με την οποία απέκτησε μία κόρη. Το ζευγάρι θα χωρίσει λίγο αργότερα. Το 1945 συμμετείχε σε δύο Εαμικούς θιάσους με διαλεχτούς ηθοποιούς και το 1946 δημιούργησε τον πρώτο δικό του θίασο με τον Δήμο Σταρένιο και την Αλέκα Παΐζη, η οποία θα γίνει η τρίτη του σύζυγος το 1950. Παράλληλα, ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση στο χώρο του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών κι έδωσε όλες τις δυνάμεις του για τη βελτίωση συνθηκών εργασίας και πρόνοιας για νέους και απόμαχους ηθοποιούς.
Την περίοδο 1951-1956 ξαναπάτησε στο σανίδι του Θεάτρου Κοτοπούλη. Ακολούθησαν συνεργασίες του με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας (ΚΘΒΕ) και την Αθηναϊκή Σκηνή. Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε στις ταινίες του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή» (1960) και «Τοπ Καπί» (1964), ενώ η πρώτη του διάκριση στη μεγάλη οθόνη ήλθε το 1962 με το πρώτο βραβείο ερμηνείας που απέσπασε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ελληνογαλλική ταινία «Πολιορκία» του Κλοντ Μπερνάρ-Ομπέρ. Το 1964 σχημάτισε εκ νέου δικό του θίασο και παρουσίασε το έργο του Μπρένταν Μπίαν «Ένας Όμηρος», σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Παράλληλα, ίδρυσε μαζί με το Γιώργο Θεοδοσιάδη τη Δραματική Σχολή Αθηνών, όπου και δίδαξε.
Τον Ιούνιο του 1965 αναζήτησε μία καλύτερη τύχη στις Ηνωμένες Πολιτείες, για να ξελασπώσει από τα θιασαρχικά του χρέη κι εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Τα επόμενα χρόνια έκανε μία αξιοπρόσεκτη καριέρα στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Μεγάλες επιτυχίες του υπήρξαν οι συμμετοχές του στο θεατρικό του Μπρόντγουεϊ «Ίλια Ντάρλινγκ» (διασκευή του κινηματογραφικού «Ποτέ την Κυριακή»), σε κινηματογραφικές ταινίες («Youngs Doctors in love», «The Betsy», «Τα πάντα γύρω από το σεξ» του Γούντι Άλεν, «Εξορκιστής») και σε τηλεοπτικά σήριαλ («Χαβάη 5-0», «Κότζακ», «Επικίνδυνες Αποστολές» κ.ά.). Ασχολήθηκε, επίσης, με τις μεταφράσεις θεατρικών έργων και δίδασκε ως καθηγητής στο κολέγιο της Σάντα Μόνικα στα τέλη της δεκαετίας του ‘70.
Ενδιάμεσα, ήρθε στην Ελλάδα για κάποιες εμφανίσεις στο Εθνικό Θέατρο, με αξιοπρόσεκτη την παρουσία του στο έργο «Λυσσασμένη Γάτα» του Τενεσί Ουίλιαμς σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους. Το 1982 γνώρισε τη συνάδελφό του Μπέτυ Βαλάση, την οποία νυμφεύτηκε το 1984. Έκτοτε, έζησε μόνιμα στην Ελλάδα. Το 1983 τιμήθηκε με το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ταινία του Γιώργου Σταμπουλόπουλου «Προσοχή, Κίνδυνος!». Έγραψε ένα και μοναδικό βιβλίο, το αυτοεξολογητικό «Κουβέντα με τους φίλους μου».
Ο Τίτος Βανδής πέθανε στις 23 Φεβρουαρίου 2003.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου