Έλληνας συνθέτης λόγιας και λαϊκής μουσικής, από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες, με σπουδαίο έργο
που καλύπτει πολλά και διαφορετικά μουσικά είδη.Ο Νίκος Μαμαγκάκης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες, με σπουδαίο έργο που καλύπτει πολλά και διαφορετικά μουσικά είδη. Έγραψε μουσική για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, όπερες, ηλεκτρονική μουσική, έργα για ορχήστρα, κύκλους τραγουδιών και έντεχνη λαϊκή μουσική.
Γεννήθηκε στις 3 Μαρτίου 1929 στο Ρέθυμνο και καταγόταν από οικογένεια λαϊκών μουσικών, μεταξύ των οποίων και ο θρυλικός λυράρης Ανδρέας Ροδινός. Σε ηλικία 10 ετών άρχισε σπουδές μουσικής στη Φιλαρμονική Ρεθύμνου και στην συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στο Ελληνικό Ωδείο στην Αθήνα (1947-1953), με καθηγητές στα θεωρητικά τους Μιλτιάδη Κουτούγκο, Αντίοχο Ευαγγελάτο, Μάριο Βάρβογλη και Επαμεινώνδα Φασιανό.
Παράλληλα με τις σπουδές του έπαιζε κιθάρα σε διάφορα λαϊκά μαγαζιά, με τον Καλδάρα, τον Καπλάνη και τον Μπέμπη (Δημήτρης Στεργίου). Επειδή ήξερε να διαβάζει και να γράφει μουσική έγινε περιζήτητος από τους αυτοδίδακτους λαϊκούς μουσικούς. Σύχναζε στο μουσικό καφενείο του Μάριου στην Ομόνοια και έγραφε σε νότες τα τραγούδια των ρεμπέτηδων, που δεν κατείχαν από πεντάγραμμο. Μετά το πέρας των σπουδών του επέστρεψε στο Ρέθυμνο, όπου διορίστηκε αρχιμουσικός στην Φιλαρμονική της πόλης.
Μια υποτροφία του ΙΚΥ τον έφερε στην Γερμανία, το 1957, όπου, ύστερα από πολύ δύσκολες εξετάσεις, φοίτησε στην Ανώτατη Μουσική Σχολή του Μονάχου, με καθηγητές τους συνθέτες Καρλ Ορφ («Κάρμινα Μπουράνα») και Χάραλντ Γκέντσμερ. «Εκεί κατάλαβα πως δεν ήξερα τίποτα, πως όσα είχα διδαχθεί στην Ελλάδα, αρμονία αντίστιξη και διεύθυνση μπάντας, δεν μετρούσαν καθόλου έξω» είχε πει σε μια συνέντευξή του. Συνέχισε τις σπουδές του στην ηλεκτρονική μουσική (1961-1962) και στα στούντιο της Ζίμενς, με καθηγητή τον συνθέτη Γιόζεφ Ριντλ. Το 1965, ύστερα από παραμονή οκτώ ετών στην Γερμανία, επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα.
Ο Νίκος Μαμαγκάκης ξεκίνησε τις συνθετικές αναζητήσεις του από την ανανέωση του ηχοχρώματος και από δομικές και ρυθμικές σχέσεις, βασισμένες σε αριθμητικές αναλογίες, συχνά στα πλαίσια δυτικών προτύπων (Σχολή Ντάρμστατ), αλλά και με αναφορές στη δημοτική μουσική, κυρίως της ιδιαίτερης πατρίδας του. Χρησιμοποίησε έτσι, αργότερα, διάφορα δημοτικά όργανα (π.χ. κρητική λύρα, σαντούρι κ.λπ.) σε έργα του, ενώ σε άλλες περιπτώσεις χωρίς τη χρήση αυτούσιων τέτοιων οργάνων, έδωσε ένα χρώμα επηρεασμένο από την ηχητικότητά τους. Συχνά πετύχαινε μια σύνθεση ελληνικής δημοτικής μουσικής, δυτικής αναγεννησιακής μουσικής και σύγχρονης πρωτοποριακής μουσικής, ιδίως στα έργα του με κρητικό θέμα.
Από το 1957 (ίσως και νωρίτερα) άρχισε να γράφει τραγούδια σε στίχους Ελλήνων ποιητών, τα οποία πρωτοκυκλοφόρησαν το 1961. Σ' αυτά περιλαμβάνεται ο πασίγνωστος «Μιχαλιός» (του Κώστα Καρυωτάκη) και τραγούδια, όπως τα: «Ω, χαμηλώστε αυτό το φως» και «Ω, μη με βλέπετε που κλαίω» (της Μαρίας Πολυδούρη), «Αλαργινό καράβι» (του Κώστα Καρυωτάκη) και «Θα σε περιμένω» (του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου).
Στη συνέχεια έγραψε αρκετά δημοφιλή τραγούδια (συνήθως για τις ανάγκες κινηματογραφικών ταινιών), όπως τα: «Τα πέτρινα λουλούδια της θάλασσας», «Η Ανθή», «Εφτά ψαράδες», «Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ», «Όχι μαζί», «Σκληρό μου αγόρι» και «Ο Σαλονικιός». Συνέθεσε, επίσης κύκλους τραγουδιών, που αργότερα τους μετέτρεψε σε καντάτες και σε άλλες φωνητικές μορφές («Μπολιβάρ», «Ερωτόκριτος», «Ερωφίλη»).
Τον Νοέμβριο του 1972 κυκλοφόρησε τον δίσκο «11 λαϊκά τραγούδια του Γιάννη Ρίτσου» με ερμηνευτές τον Γιάννη Πουλόπουλο και την Μαρία Δουράκη. Μερικά από τα τραγούδια αυτού του σημαντικού δίσκου για τον συνθέτη είναι: «Ο τρύγος», «Χωρισμός», «Νυχτοπεντοζάλης», «Χειμωνιάτικη βραδιά» και «Άιντε και ντε».
Το 1982, κυκλοφόρησε τον δίσκο «Κέντρο Διερχομένων», σε στίχους Γιώργου Ιωάννου, που αποτελεί τον πρώτο δίσκο της Ελευθερίας Αρβανιτάκη (μετέχουν επίσης οι Δημήτρης Ψαριανός και Δημήτρης Κοντογιάννης). «Κλειστά παράθυρα», «Η Ομόνοια», «Το νιώθω τώρα», «Το γράμμα», «Λαϊκά ξενοδοχεία», «Δεν ξέρω πια», «Μείνε κοντά μου», «Τατουάζ» είναι μερικά από τα τραγούδια που ξεχώρισαν.
Ο Νίκος Μαμαγκάκης συνέθεσε μουσική για τον ελληνικό κινηματογράφο, («Σιλουέτες» του Κωστή Ζώη, «Πρόσωπο με Πρόσωπο» του Ροβήρου Μανθούλη, «Η εκδρομή» του Τάκη Κανελλόπουλου «Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά», «Η νεράιδα και το παλικάρι» και «Η αρχόντισσα και ο αλήτης» του Ντίνου Δημόπουλου, «Λούφα και παραλλαγή», «Άρπα-Κόλλα» και «Βίος και Πολιτεία» του Νίκου Περάκη , «Η λεωφόρος του μίσους» (του Νίκου Φώσκολου), το «Μπορντέλο» του Νίκου Κούνδουρου κ.ά) και το θέατρο («Πλούτος», «Σφήκες», «Φτερά του Ικάρου», «Ιερό Σφάγιο» για το Εθνικό Θέατρο, «Γκρέκο» για το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, «Θυσία του Αβραάμ» για το ΚΒΘΕ, «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» για την Ελληνική Σκηνή της Άννας Συνοδινού, «Αμεδαίος» του Ιονέσκο και «Οθέλλος» του Σέξπιρ για το Κρατικό Θέατρο του Μονάχου) κ.ά.
Έγραψε, επίσης μουσική για γερμανικά τηλεοπτικά σήριαλ, όπως τα «Φέλιξ Κρουλ» του Μπέρναρντ Ζίνκελ και «Πατρίδα» («Heimat») του Έντγκαρ Ράιτς, διάρκειας 53 ωρών, όπως και για την σειρά του Κωστή Ζώη «Το μυθιστόρημα των τεσσάρων», που προβλήθηκε από την ΥΕΝΕΔ το 1981.
Το 1962 απέσπασε το β’ βραβείο του μουσικού διαγωνισμού «Μάνος Χατζιδάκις» του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου, με το έργο «Μονόλογος» για σόλο τσέλο, που ερμήνευσε ο Σωτήρης Ταχιάτης. Δύο χρόνια αργότερα τιμήθηκε με το βραβείο μουσικής του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη μουσική της ταινίας «Μονεμβασιά» του Γιώργου Σαρρή και το 1968 απέσπασε το βραβείο των κριτικών του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη μουσική του στην ταινία «Παρένθεση» του Τάκη Κανελλόπουλου.
Ο Νίκος Μαμαγκάκης πέθανε στις 24 Ιουλίου 2013 στο νοσοκομείο «Ερρίκος Ντινάν» της Αθήνας, ύστερα από μάχη με την επάρατη νόσο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου