Αμερικανός πολιτικός, αδελφός του δολοφονηθέντος προέδρου των ΗΠΑ Τζον Κένεντι, την τύχη του οποίου
ακολούθησε και ο ίδιος. Ο Ρόμπερτ Κένεντι, επίλεκτο μέλος της πολιτικής δυναστείας των Κένεντι, δολοφονήθηκε κατά την διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας για το χρίσμα του υποψηφίου του Δημοκρατικού Κόμματος για την προεδρία της χώρας το 1968, «χρονιά του εθνικού νευρικού κλονισμού», όπως έχουν αποκαλέσει εκείνη την ταραγμένη περίοδο οι αμερικανοί ιστορικοί.Παιδικά Χρόνια- Σπουδές -Γάμος
Ο Ρόμπερτ Φράνσις «Μπόμπι» Κένεντι γεννήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 1925 στο Μπρούκλιν της Μασαχουσέτης και ήταν το έβδομο από τα εννέα παιδιά του επιχειρηματία Τζόζεφ Κένεντι και της κοσμικής Ρόουζ Φιτζέραλντ. Ο πατέρας του, αφού έκανε τεράστια περιουσία κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης, έγινε ένας από τους σημαντικότερους υποστηρικτές του προέδρου Φραγκλίνου Ρούζβελτ, ο οποίος αργότερα τον διόρισε πρεσβευτή στη Μεγάλη Βρετανία (1938-1940).
Ο νεαρός Μπόμπι φοίτησε σε ακριβά ιδιωτικά σχολεία και μετά το πέρας των σπουδών στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση κλήθηκε να υπηρετήσει την θητεία του στο Ναυτικό, κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αφυπηρέτησε το 1946 και το 1948 έλαβε πτυχίο πολιτικών επιστημών από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια αποφοιτώντας το 1951 με πτυχίο Νομικής.Ενδιάμεσα είχε παντρευτεί την αγαπημένη του Έθελ Σκάκελ, με την οποία απέκτησε 11 παιδιά (7 αγόρια και 4 κορίτσια).
Πολιτική Καριέρα
Από το 1952 άρχισε την πολιτική του σταδιοδρομία του στη Μασαχουσέτη διευθύνοντας με επιτυχία τον προεκλογικό αγώνα του αδελφού Τζον Κένεντι για την έδρα γερουσιαστή της Πολιτείας αυτής. Σε εθνικό επίπεδο, δραστηριοποιήθηκε πολιτικά από τον επόμενο χρόνο, ως βοηθός σύμβουλος τής Μόνιμης Εξεταστικής Υποεπιτροπής της Γερουσίας, που είχε επικεφαλής τον διαβόητο Τζόζεφ ΜακΚάρθι (παραιτήθηκε στα μέσα τού 1953 και επανήλθε το 1954 στην Υποεπιτροπή ως σύμβουλος της Δημοκρατικής μειοψηφίας της). Το 1957 ήταν επικεφαλής των συμβούλων τής Ειδικής Εξεταστικής Επιτροπής τής Γερουσίας που διενεργούσε έρευνες γύρω από τα σκάνδαλα εκβιασμών στα συνδικάτα, γεγονός που προκάλεσε την εχθρότητα του Τζίμι Χόφα, του θρυλικού προέδρου του συνδικάτου των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων «Teamsters».
Υπουργός Δικαιοσύνης
Το 1960, παραιτήθηκε από την επιτροπή, για να διευθύνει την προεκλογική εκστρατεία τού αδελφού του Τζον Κένεντι για την προεδρία των ΗΠΑ. Μετά την εκλογή του διορίστηκε από τον αδελφό του Γενικός Εισαγγελέας (υπουργός Δικαιοσύνης στα καθ’ ημάς). Στους 44 μήνες που διάρκεσε η θητεία του αναδείχθηκε σε δυναμικό υπερασπιστή του νόμου.
Όταν, στις 20 Μαΐου 1961, πληροφορήθηκε ότι ένα φανατισμένο πλήθος απειλούσε τον υπερασπιστή των πολιτικών δικαιωμάτων Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και 1.200 περίπου συγκεντρωμένους οπαδούς του, ο Κένεντι έστειλε 400 ομοσπονδιακούς αστυνομικούς για να τούς προστατεύσει. Μια από τις επιτυχίες του που τόν έκαναν περισσότερο υπερήφανο ήταν η συγκέντρωση στοιχείων για την καταδίκη του Τζίμι Χόφα σε οκταετή φυλάκιση.
Ο Ρόμπερτ Κένεντι παρέμεινε στην θέση του και μετά την δολοφονία του Τζον Κένεντι, στις 22 Νοεμβρίου 1963, στο Ντάλας του Τέξας. Τον Σεπτέμβριο του 1964, υπέβαλε την παραίτησή του, λόγω διαφωνιών με τον νέο πρόεδρο Λίντον Τζόνσον (διαδόχου του αδελφού του). Λίγες ημέρες μετά την αποχώρησή του από το υπουργείο Δικαιοσύνης, οι «Τάιμς» της Νέας Υόρκης, που είχαν επικρίνει τον διορισμό του τρία χρόνια νωρίτερα, έγραψαν γι’ αυτόν σε κύριο άρθρο τους: «Τοποθέτησε εξαίρετους ανθρώπους στις περισσότερες θέσεις – κλειδιά, έδωσε νέα ορμή στην υπεράσπιση των πολιτικών δικαιωμάτων με διοικητικά μέτρα και έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη σύνταξη τού ουσιαστικότερου σε περιεχόμενο νόμου για τα πολιτικά δικαιώματα που γνώρισε αυτή η χώρα. Ο κ. Κένεντι έπραξε πολλά για να εξυψώσει το επίπεδο γενικά σε αυτόν τον τομέα».
Υποψήφιος για την Προεδρία των ΗΠΑ
Οι μήνες αμέσως μετά τον θάνατο τού αδελφού του ήταν μια περίοδος βαθιάς κρίσης γι’ αυτόν. Είχε καμφθεί από τη θλίψη και στεκόταν πολλή ώρα κοιτάζοντας από τα παράθυρα ή έκανε περιπάτους στα δάση τής Βιρτζίνια. Μοναδικό του αποκούμπι η ανάγνωση των οι αρχαίων Ελλήνων τραγικών και ιδιαίτερα του Αισχύλου. Τον Νοέμβριο του 1964, επανήλθε δυναμικά στο πολιτικό προσκήνιο κερδίζοντας πανηγυρικά την εκλογή του στο αξίωμα του ομοσπονδιακού γερουσιαστή της Νέας Υόρκης.
Μέσα σε δύο χρόνια είχε επιβληθεί με την αξία του ως μια από τις κυριότερες πολιτικές φυσιογνωμίες τής χώρας. Έγινε ο κύριος εκφραστής τών φιλελεύθερων Δημοκρατικών και επικριτής τής πολιτικής του προέδρου Τζόνσον στο Βιετνάμ. Το 1968 η Αμερική είχε ανάγκη από έναν πολιτικό που θα έφερνε ειρήνη στη χώρα, που θα αποκαθιστούσε την πληγείσα φήμη της Αμερικής μετά τα εγκλήματα του πολέμου στο Βιετνάμ. Αυτός ο πολιτικός φαινόταν να είναι ο Μπόμπι Κένεντι. Ήταν ένας ωραίος άνδρας με λαμπερό χαμόγελο, καλοραμμένα κοστούμια, χαρισματικός και με πειθώ.
Στις 16 Μαρτίου 1968 ανήγγειλε την υποψηφιότητά του για το προεδρικό αξίωμα, με το σύνθημα: «Μπορούμε καλύτερα». Ως τις 5 Ιουνίου είχε ήδη κερδίσει τις πέντε από τις έξι προκριματικές αναμετρήσεις για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν και μια νίκη του εκείνη την ίδια μέρα, στην Καλιφόρνια.
Η δολοφονία του
Λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα και αφού προηγουμένως είχε μιλήσει στους ενθουσιώδεις οπαδούς του στο ξενοδοχείο «Αμπάσαντορ» του Λος Άντζελες κατευθύνθηκε δια μέσου της κουζίνας του ξενοδοχείου στην αίθουσα, όπου επρόκειτο να δώσει την καθιερωμένη συνέντευξη τύπου. Τη στιγμή που περνούσε από τον προθάλαμο της κουζίνας, πυροβολήθηκε και τραυματίστηκε θανάσιμα από ένα νεαρό άνδρα, τον 24χρονο Παλαιστίνιο Σιρχάν Σιρχάν, Χριστιανό Ορθόδοξο, το θρήσκευμα. Στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν επ' αυτοφώρω, δήλωσε ότι σκότωσε τον Κένεντι σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις φιλοϊσραηλινές του θέσεις.
Ο Κένεντι είχε προαισθανθεί την εναντίον του δολοφονική απόπειρα. Σε συνέντευξή του στη γαλλική εφημερίδα «Λε Φιγκαρό», που συμπτωματικά δημοσιεύτηκε την ημέρα της δολοφονίας του (6 Ιουνίου 1968), είχε δηλώσει προφητικά: «Δεν υπάρχει τρόπος προστασίας ενός υποψήφιου προέδρου κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Πρέπει να βασίζεται κανείς στην τύχη, μόνο στην τύχη. Γνωρίζω ότι αργά ή γρήγορα θα γίνει και εναντίον μου δολοφονική απόπειρα. Όχι τόσο για πολιτικούς λόγους όσο για λόγους μεταδοτικότητας. Ζούμε σε μια εποχή επιδημίας της πολιτικής βίας». Δύο μήνες πριν από την επίθεση στο Λος Άντζελες είχε δολοφονεί ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, το είδωλο του κινήματος των Αφροαμερικανών στις ΗΠΑ.
Ο Σιρχάν Σιρχάν καταδικάστηκε σε θάνατο το 1969 και τρία χρόνια αργότερα η εσχάτη των ποινών μετατράπηκε σε ισόβια. Μέχρι σήμερα κρατείται σε φυλακή της Καλιφόρνιας, ενώ δεν έχουν ευδοκιμήσει οι επανειλημμένες αιτήσεις για αποφυλάκιση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου