Ο ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν κυριαρχεί στη διεθνή πολιτική σκηνή από τις αρχές του 21ου αιώνα, έχοντας
κατορθώσει να ανασυγκροτήσει την αχανή χώρα του, που είχε παραλύσει μετά την κατάρρευση της κομμουνιστικής Σοβιετικής Ένωσης και την επακολουθήσασα διαλυτική περίοδο της διακυβέρνησης Γέλτσιν. Όλα αυτά τα χρόνια έχει εγκαθιδρύσει ένα αυταρχικό δημοκρατικό καθεστώς και δεν ανέχεται την ύπαρξη αντιπολιτευόμενων φωνών, τις οποίες καταστέλλει με χαρακτηριστική ευκολία και χωρίς μεγάλες αντιδράσεις από τους ρώσους πολίτες.
Ξεκίνησε τη διαδρομή του στα ύπατα αξιώματα της Ρωσικής Ομοσπονδίας το 1999 ως πρωθυπουργός. Το ίδιο έτος μεταπήδησε στην προεδρία της χώρας, όπου παρέμεινε έως το 2008. Από το 2008 έως το 2012 ξανάγινε πρωθυπουργός και από το 2012 έως σήμερα κατέχει και πάλι το ύψιστο αξίωμα της χώρας του.
Η γέννηση, οι σπουδές και τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα
Ο Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Πούτιν γεννήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1952 στο Λένινγκραντ της Σοβιετικής Ένωσης (σήμερα Αγία Πετρούπολη της Ρωσικής Ομοσπονδίας). Ήταν ο μικρότερος από τα τρία παιδιά του Βλαντιμίρ Σπιριντόνοβιτς Πούτιν (1911-1999) και της Μαρίας Σελόμοβα (1911-1998). Ο πατέρας του ήταν χαμηλόβαθμος στρατιωτικός και η μητέρα του εργάτρια σε εργοστάσιο. Ο παππούς του Σπιρίντον Πούτιν ήταν προσωπικός μάγειρος του τόσο του Λένιν όσο και του Στάλιν, σύμφωνα με τον εγγονό του.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν το 1980 με τη στολή της KGB
Ο νεαρός Βλαντιμίρ σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Λένινγκραντ, όπου ένας από τους καθηγητές του ήταν ο Ανατόλι Σόμπτσακ, αργότερα ένας από τους κορυφαίους μεταρρυθμιστές πολιτικούς της περιόδου της περεστρόικα. Μετά την αποφοίτησή του, υπηρέτησε για 15 χρόνια ως αξιωματικός πληροφοριών της KGB, τα έξι από τα οποία στη Δρέσδη της τότε Ανατολικής Γερμανίας. Τον Ιούλιο του 1983 νυμφεύτηκε τη φιλόλογο και αεροσυνοδό Λιουντμίλα Σκρέμπνεβα, με την οποία απέκτησε δύο κόρες. Το ζευγάρι θα χωρίσει το 2014.
Το 1990 ο Πούτιν αφυπηρέτησε από την KGB με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη κι επέστρεψε στη Ρωσία, όπου προσελήφθη ως αναπληρωτής πρύτανης του Πανεπιστημίου του Λένινγκραντ με ευθύνη τις εξωτερικές σχέσεις του ιδρύματος. Λίγο αργότερα έγινε σύμβουλος του Σόμπτσακ, του πρώτου δημοκρατικά εκλεγμένου δημάρχου της Αγίας Πετρούπολης. Κέρδισε γρήγορα την εμπιστοσύνη του κι έγινε γνωστός ευρύτερα για τις διοικητικές του ικανότητες. Μέχρι το 1994 είχε ανέβει στη θέση του πρώτου αντιδημάρχου.
Το 1996 εγκαταστάθηκε στη Μόσχα και εντάχθηκε στο επιτελείο του προέδρου Μπόρις Γέλτσιν, ως αναπληρωτής του Πάβελ Μποροντίν, του προσωπάρχη του Κρεμλίνου. Τον Ιούλιο του 1998, ο πρόεδρος Γέλτσιν τον διόρισε επικεφαλής της FSB (διαδόχου της KGB) και λίγο αργότερα έγινε γραμματέας του σημαντικού Συμβουλίου Ασφαλείας. Ο Γέλτσιν, ο οποίος αναζητούσε τον διάδοχό του, διέκρινε τα προσόντα του Πούτιν και τον διόρισε πρωθυπουργό το 1999.
Άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστός, όταν ξεκίνησε μια καλά οργανωμένη στρατιωτική επιχείρηση κατά των αυτονομιστών ανταρτών στην Τσετσενία. Απηυδισμένο από την αλλοπρόσαλλη διακυβέρνηση του Γέλτσιν τα προηγούμενα χρόνια, το ρωσικό κοινό εκτίμησε την ψυχραιμία και την αποφασιστικότητα του πρωθυπουργού του. Η υποστήριξη του Πούτιν σ’ ένα νέο εκλογικό μπλοκ, την «Ενότητα», εξασφάλισε την επιτυχία του στις βουλευτικές εκλογές της 19ης Δεκεμβρίου 1999.
Η πρώτη και η δεύτερη προεδρική θητεία
O Βλαντιμίρ Πούτιν στο πλευρό του προέδρου Μπόρις Γέλτσιν στις 31 Δεκεμβρίου 1999, όταν ο δεύτερος ανακοίνωσε την παραίτησή του.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 31 Δεκεμβρίου 1999, ο Γέλτσιν ανακοίνωσε απροσδόκητα την παραίτησή του και όρισε τον Πούτιν προσωρινό πρόεδρο. Υποσχόμενος να ανασυγκροτήσει την αποδυναμωμένη Ρωσία, ο λιτός και συγκρατημένος Πούτιν κέρδισε εύκολα τις εκλογές της 26ης Μαρτίου 2000 με το 53,4% των ψήφων. Στην πρώτη του θητεία, προσπάθησε να τερματίσει τη διαφθορά και να δημιουργήσει μια ισχυρά ρυθμισμένη οικονομία της αγοράς.
Ανέλαβε γρήγορα τον έλεγχο στις 89 περιφέρειες και δημοκρατίες της Ρωσίας, τις οποίες χώρισε σε επτά νέες ομοσπονδιακές περιφέρειες και όρισε ο ίδιος τον πρόεδρό τους. Το επόμενο βήμα του ήταν η μείωση της δύναμης των μεγιστάνων του πλούτου και των βαρώνων των μέσων ενημέρωσης, τουλάχιστον όσων τον αντιπολιτεύονταν. Έκλεισε πολλά μέσα ενημέρωσης και ξεκίνησε δικαστικές διώξεις κατά των λεγόμενων «ολιγαρχών».
Συνέχισε να αντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις στην Τσετσενία, ιδιαίτερα από τους αυτονομιστές αντάρτες που πραγματοποιούσαν επιθέσεις στα ομοσπονδιακά στρατεύματα που στάθμευαν στην περιοχή και τρομοκρατικές επιθέσεις στη Μόσχα. Το 2002 κήρυξε τη στρατιωτική εκστρατεία στην Τσετσενία περαιωμένη, αλλά οι απώλειες παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα.
Ο Πούτιν αντιτάχθηκε έντονα στην απόφαση του αμερικανού προέδρου Τζορτζ Μπους του νεώτερου να εγκαταλείψει το 2001 τη Συνθήκη κατά των Βαλλιστικών Πυραύλων (ABM Treaty), που είχαν υπογράψει το 1972 ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης Λεονίντ Μπρέζνιεφ και ο αμερικανός πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον.
O Πούτιν με τον Τζορτζ Μπους τον νεώτερο
Σε απάντηση στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ δεσμεύτηκε για τη βοήθεια και τη συνεργασία της Ρωσίας στην αμερικανική εκστρατεία κατά των τρομοκρατών και των συμμάχων τους, προσφέροντας τη χρήση του ρωσικού εναέριου χώρου για ανθρωπιστικές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης. Παρ’ όλα αυτά, ο Πούτιν μαζί με τον γερμανό καγκελάριο Γκέρχαρτ Σρέντερ και τον γάλλο πρόεδρο Ζακ Σιράκ αντιτάχθηκαν στα σχέδια των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας να χρησιμοποιήσουν βία για την ανατροπή του προέδρου του Ιράκ Σαντάμ Χουσεΐν.
Εκμεταλλευόμενος την άνθηση της ρωσικής οικονομίας μετά την παρατεταμένη ύφεση της δεκαετίας του ‘90, ο Πούτιν επανεξελέγη άνετα με το 71,9% των ψήφων στις προεδρικές εκλογές της 14ης Μαρτίου 2004. Στις βουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου του 2007, το κόμμα του «Ενωμένη Ρωσία» κέρδισε τη συντριπτική πλειοψηφία των εδρών. Αν και η εκλογική διαδικασία αμφισβητήθηκε από διεθνείς παρατηρητές και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσίας, η ευρεία νίκη του επιβεβαίωσε την απήχησή του στο εκλογικό σώμα. Μία πρόβλεψη στο Σύνταγμα της Ρωσίας ανάγκασε τον Πούτιν να μην διεκδικήσει τρίτη συνεχόμενη θητεία το 2008 και να επιλέξει ως διάδοχό του τον Ντμίτρι Μεντβέντεφ.
Η δεύτερη πρωθυπουργία
Λίγο μετά τη νίκη του Μεντβέντεφ στις προεδρικές εκλογές της 2ας Μαρτίου 2008 με το 71,2% των ψήφων, ο Πούτιν ανακοίνωσε ότι αποδέχεται τη θέση του προέδρου του κόμματος «Ενωμένη Ρωσία». Επιβεβαιώνοντας τα προγνωστικά, ο Μεντβέντεφ πρότεινε τον Πούτιν ως πρωθυπουργό της χώρας, λίγες ώρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του στις 7 Μαΐου 2008. Το ρωσικό κοινοβούλιο επικύρωσε τον διορισμό του την επόμενη ημέρα. Παρόλο που ο Μεντβέντεφ έγινε πιο διεκδικητικός με την πάροδο του χρόνου, την πραγματική εξουσία στη χώρα ασκούσε ο Πούτιν.
Ο Πούτιν με τον Μεντβέντεφ τον Μάρτιο του 2008
Τον Σεπτέμβριο του 2011, ο Μεντβέντεφ ανακοίνωσε ότι αυτός και ο Πούτιν – εν αναμονή της νίκης της «Ενωμένης Ρωσίας» στις κάλπες – θα ανταλλάξουν θέσεις. Οι εκτεταμένες παρατυπίες στις βουλευτικές εκλογές τον Δεκέμβριο του 2011 προκάλεσαν ένα κύμα λαϊκής διαμαρτυρίας και ο Πούτιν αντιμετώπισε ένα ισχυρό αντιπολιτευτικό κίνημα.
Ωστόσο, στις 4 Μαρτίου 2012 εξελέγη για τρίτη θητεία ως πρόεδρος της Ρωσίας με το 64,3% των ψήφων. Πριν από την ορκωμοσία του, ο Πούτιν παραιτήθηκε από πρόεδρος της «Ενωμένης Ρωσίας», παραδίδοντας τον έλεγχο του κόμματος στον Μεντβέντεφ. Ορκίστηκε στις 7 Μαΐου 2012 και μία από τις πρώτες ενέργειές του μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ήταν να προτείνει τον Μεντβέντεφ για το αξίωμα του πρωθυπουργού.
Η τρίτη προεδρική θητεία
Το πρώτο έτος της προεδρικής του θητείας χαρακτηρίστηκε από τη σε μεγάλο βαθμό επιτυχημένη προσπάθειά του να καταπνίξει το κίνημα διαμαρτυρίας. Οι ηγέτες της αντιπολίτευσης φυλακίστηκαν και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις που έλαβαν χρηματοδότηση από το εξωτερικό χαρακτηρίστηκαν ως «ξένοι πράκτορες».
Η ένταση με τις ΗΠΑ φούντωσε τον Ιούνιο του 2013, όταν ο υπάλληλος της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας (NSA) Έντουαρντ Σνόουντεν ζήτησε καταφύγιο στη Ρωσία, αφού αποκάλυψε την ύπαρξη πλήθους μυστικών προγραμμάτων της NSA. Του επετράπη να παραμείνει στη Ρωσία με την προϋπόθεση ότι θα σταματήσει να «βλάπτει τους Αμερικανούς εταίρους μας», σύμφωνα με τα λόγια του Πούτιν.
Μετά τις επιθέσεις με χημικά όπλα έξω από τη Δαμασκό τον Αύγουστο του 2013, οι ΗΠΑ έκαναν λόγο για στρατιωτική επέμβαση στον Συριακό Εμφύλιο Πόλεμο. Σ’ ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στους Τάιμς της Νέας Υόρκης, ο Πούτιν ζήτησε αυτοσυγκράτηση και Αμερικανοί και Ρώσοι αξιωματούχοι διαπραγματεύτηκαν σε μια συμφωνία με την οποία θα καταστρέφονταν τα χημικά όπλα της Συρίας.
Ο Πούτιν γιόρτασε την 20ή επέτειο από την υιοθέτηση του μετασοβιετικού συντάγματος τον Δεκέμβριο του 2013, διατάσσοντας την απελευθέρωση περίπου 25.000 ατόμων από τις ρωσικές φυλακές. Σε μία ξεχωριστή κίνηση, έδωσε χάρη στον Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, τον πρώην επικεφαλής του πετρελαϊκού ομίλου «Yukos», ο οποίος είχε φυλακιστεί για περισσότερο από μια δεκαετία με κατηγορίες που πολλοί εκτός Ρωσίας ισχυρίστηκαν ότι είχε πολιτικό κίνητρο.
Τον Φεβρουάριο του 2014, η κυβέρνηση του φιλορώσου Προέδρου της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς ανατράπηκε ύστερα από μήνες διαρκών διαδηλώσεων. Ο Πούτιν αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη νέα κατάσταση στο Κίεβο και ζήτησε την έγκριση του κοινοβουλίου για την αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία, προκειμένου να διαφυλαχθούν τα ρωσικά συμφέροντα στην περιοχή.
Ο ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν σε συνομιλίες με τον ουκρανό πρόεδρο Πέτρο Ποροσένκο, τη γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ και τον γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, τον Οκτώβριο του 2014
Τον επόμενο μήνα τα ρωσικά στρατεύματα και οι φιλορωσικές παραστρατιωτικές ομάδες είχαν ουσιαστικά αναλάβει τον έλεγχο της Κριμαίας, μιας ουκρανικής αυτόνομης δημοκρατίας, ο πληθυσμός της οποίας ήταν κυρίως Ρώσοι. Στο δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε στις 16 Μαρτίου, οι κάτοικοι της Κριμαίας ψήφισαν να ενταχθούν στη Ρωσία. Οι δυτικές κυβερνήσεις αντέδρασαν κι επέβαλαν σειρά κυρώσεων σε μέλη του στενού κύκλου του Πούτιν.
Στις 18 Μαρτίου, ο Πούτιν, δηλώνοντας ότι η Κριμαία ήταν πάντα μέρος της Ρωσίας, υπέγραψε συνθήκη ενσωμάτωσης της χερσονήσου στη Ρωσική Ομοσπονδία. Τις επόμενες ημέρες ακόμη περισσότεροι πολιτικοί σύμμαχοι του Πούτιν στοχοποιήθηκαν με οικονομικές κυρώσεις από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. Μετά την επικύρωση της συνθήκης και από τα δύο σώματα του ρωσικού κοινοβουλίου, στις 21 Μαρτίου ο Πούτιν υπέγραψε τον νόμο που επισημοποίησε τη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας.
Τον Απρίλιο του 2014, ομάδες ενόπλων με ρωσικό εξοπλισμό κατέλαβαν κυβερνητικά κτίρια σε όλη τη νοτιοανατολική Ουκρανία, προκαλώντας ένοπλη σύγκρουση με την κυβέρνηση του Κιέβου. Ο Πούτιν αναφέρθηκε στην περιοχή ως «Νέα Ρωσία», θυμίζοντας διεκδικήσεις από την αυτοκρατορική εποχή της Ρωσίας. Αν και όλα τα σημάδια έδειχναν άμεση εμπλοκή της Ρωσίας στην εξέγερση, ο Πούτιν αρνήθηκε αποφασιστικά την ανάμιξη της χώρας του
Στις 17 Ιουλίου 2014, η πτήση MH17 των Μαλαισιανών Αερογραμμών, που μετέφερε 298 άτομα, συνετρίβη στην ανατολική Ουκρανία και συντριπτικά στοιχεία έδειξαν ότι καταρρίφθηκε από ρωσικής κατασκευής πύραυλο εδάφους-αέρος που εκτοξεύτηκε από έδαφος ελεγχόμενο από τους αντάρτες. Οι δυτικές χώρες απάντησαν με την ενίσχυση του καθεστώτος των κυρώσεων και αυτά τα μέτρα, σε συνδυασμό με την κατακόρυφη πτώση των τιμών του πετρελαίου, οδήγησαν τη ρωσική οικονομία σε περιδίνηση.
To ΝΑΤΟ εκτίμησε ότι πάνω από 1.000 ρώσοι στρατιώτες πολεμούσαν ενεργά μέσα στην Ουκρανία, όταν Ρώσοι και Ουκρανοί ηγέτες συναντήθηκαν για συνομιλίες κατάπαυσης του πυρός στο Μινσκ της Λευκορωσίας, στις 5 Σεπτεμβρίου. Η κατάπαυση του πυρός επιβράδυνε, αλλά δεν σταμάτησε τη βία, και οι φιλορώσοι αντάρτες τους επόμενους μήνες κατάφεραν να απωθήσουν τις ουκρανικές κυβερνητικές δυνάμεις.
Στις 12 Φεβρουαρίου 2015, ο Πούτιν συναντήθηκε με άλλους ηγέτες στο Μινσκ για να εγκρίνει ένα ειρηνευτικό σχέδιο 12 σημείων που αποσκοπούσε στον τερματισμό των συγκρούσεων στην Ουκρανία. Αν και οι μάχες επιβραδύνθηκαν για μία περίοδο, οι συγκρούσεις άρχισαν ξανά την άνοιξη. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2015 περίπου 8.000 άνθρωποι είχαν σκοτωθεί και 1,5 εκατομμύριο εκτοπιστεί, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ.
Ο Πούτιν στο βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ
Στις 28 Σεπτεμβρίου, σε ομιλία του ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ο Πούτιν παρουσίασε το όραμά του για τη Ρωσία ως παγκόσμια δύναμη, ικανή να προβάλει την επιρροή της στο εξωτερικό, ενώ χαρακτήρισε τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ ως απειλές για την παγκόσμια ασφάλεια. Δύο ημέρες αργότερα η Ρωσία άρχισε να συμμετέχει ενεργά στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, όταν ρωσικά αεροσκάφη έπληξαν στόχους κοντά στις πόλεις Χομς και Χάμα. Παρόλο που ρώσοι αξιωματούχοι δήλωσαν ότι οι αεροπορικές επιδρομές είχαν στόχο τους άνδρες του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία και το Ιράκ, στην πραγματικότητα εστιάστηκαν στους αντιπάλους του προέδρου της Συρίας και συμμάχου της Ρωσίας Μπασάρ αλ Άσαντ.
Στις 27 Φεβρουαρίου 2015, ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Μπόρις Νεμτσόφ πυροβολήθηκε κοντά στο Κρεμλίνο, λίγες μέρες αφότου είχε εκφραστεί κατά της ρωσικής επέμβασης στην Ουκρανία. Ο Νεμτσόφ ήταν ο τελευταίος επικριτής του Πούτιν που δολοφονήθηκε ή πέθανε κάτω από ύποπτες συνθήκες.
Τον Ιανουάριο του 2016, μία βρετανική δημόσια έρευνα ενέπλεξε επίσημα τον Πούτιν στη δολοφονία το 2006 του πρώην ρώσου πράκτορα Αλεξάντερ Λιτβινένκο που ζούσε στην Αγγλία. Ο Λιτβινένκο, ο οποίος είχε μιλήσει για τις σχέσεις της ρωσικής κυβέρνησης με το οργανωμένο έγκλημα, δηλητηριάστηκε με πολώνιο-210 ενώ έπινε τσάι σ’ ένα μπαρ ξενοδοχείου στο Λονδίνο. Η Βρετανία διέταξε την έκδοση των δύο ανδρών που κατηγορούνται για τη δολοφονία, αλλά αμφότεροι αρνήθηκαν τη συμμετοχή και ο ένας – ο Αντρέι Λουγκοβόι – έκτοτε είχε εκλεγεί στη Δούμα και απολάμβανε βουλευτική ασυλία.
Ο Αλεξέι Ναβάλνι, ένας ακτιβιστής της αντιπολίτευσης που είχε αρχίσει να διακρίνεται ως ηγέτης του κινήματος διαμαρτυρίας του 2011, φυλακίστηκε επανειλημμένα με κατηγορίες που είχαν πολιτικά κίνητρα. Ο Ναβάλνι ήρθε δεύτερος στις δημοτικές εκλογές της Μόσχας το 2013, αλλά το κόμμα του, το Κόμμα της Προόδου, δεν συμμετείχε στις επόμενες εκλογές για διαδικαστικούς λόγους.
Στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2016, η συμμετοχή των ψηφοφόρων ήταν μόλις 47,8%, το χαμηλότερο από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Η απάθεια των ψηφοφόρων αποδόθηκε στη σταθερή εφαρμογή της λεγόμενης «διαχειριστικής δημοκρατίας» από τον Πούτιν, ένα σύστημα στο οποίο ενώ διατηρούνται οι βασικές δομές και διαδικασίες της δημοκρατίας, το αποτέλεσμα των εκλογών είναι σε μεγάλο βαθμό προκαθορισμένο. Το κόμμα «Ενωμένη Ρωσία» του Πούτιν διεκδίκησε τη νίκη, αλλά οι εκλογικοί παρατηρητές κατέγραψαν πλήθος παρατυπιών. Το κόμμα του Ναβάλνι απαγορεύτηκε να κατεβάσει υποψηφίους και το PARNAS του Νεμτσόφ έλαβε λιγότερο από το 1% των ψήφων.
Έως το 2016 η συμμετοχή του Πούτιν είχε αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων στη Συρία, ενώ προέκυψαν στοιχεία ότι η Ρωσία διεξάγει μία ευρεία υβριδική πολεμική εκστρατεία, με σκοπό να υπονομεύσει τη δύναμη και τη νομιμότητα των δυτικών δημοκρατιών. Πολλές από τις επιθέσεις θόλωσαν τη γραμμή μεταξύ του κυβερνοπολέμου και του κυβερνοεγκλήματος, ενώ άλλες έφεραν στο νου τον σοβιετικό παρεμβατισμό της εποχής του Ψυχρού Πολέμου.
Ρωσικά μαχητικά αεροσκάφη παραβίασαν τακτικά τον εναέριο χώρο του ΝΑΤΟ στη Βαλτική κι ένα ζευγάρι εξεζητημένων κυβερνοεπιθέσεων στο ουκρανικό ηλεκτρικό δίκτυο βύθισε στο σκοτάδι εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. O Πρόεδρος Πέτρο Ποροσένκο ανέφερε ότι η χώρα του είχε υποστεί περισσότερες από 6.000 κυβερνοεπιθέσεις σε διάστημα δύο μηνών και δήλωσε ότι πίσω από αυτές κρύβονται οι ρωσικές υπηρεσίες ασφαλείας.
Στο Μαυροβούνιο, όπου η φιλοδυτική κυβέρνηση ετοιμαζόταν για την ένταξη στο ΝΑΤΟ, οι αρχές απέτρεψαν σχέδιο δολοφονίας του πρωθυπουργού Μίλο Τζουκάνοβιτς και την εγκατάσταση φιλορωσικής κυβέρνησης. Οι εισαγγελείς του Μαυροβουνίου αποκάλυψαν μια συνωμοσία που συνέδεε εθνικιστές Σέρβους, φιλορώσους μαχητές της ανατολικής Ουκρανίας κι ένα ζευγάρι ρώσων πρακτόρων που θα ενορχήστρωναν το πραξικόπημα.
Λίγους μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2016 στις ΗΠΑ, μία σειρά επιθέσεων χάκερ είχαν ως στόχο το Δημοκρατικό Κόμμα και την υποψήφια του για την προεδρία Χίλαρι Κλίντον. Οι ειδικοί στην κυβερνοασφάλεια των συνέδεσαν αυτές τις επιθέσεις με τις ρωσικές υπηρεσίες πληροφοριών. Το καλοκαίρι του 2016, το FBI ξεκίνησε έρευνα για τις προσπάθειες της Ρωσίας να επηρεάσει τις προεδρικές εκλογές. Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι αυτή η έρευνα εξέταζε επίσης πιθανές σχέσεις μεταξύ αυτών των προσπαθειών και της προεκλογικής εκστρατείας του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου Ντόναλντ Τραμπ. Ο Τραμπ απέρριψε επανειλημμένα το ενδεχόμενο ο Πούτιν να προσπάθησε να επηρεάσει τις εκλογές υπέρ του.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν με τον Μπάρακ Ομπάμα
Μετά τη νίκη του Τραμπ τον Νοέμβριο του 2016, η έρευνα επικεντρώθηκε στις κυβερνοεπιθέσεις και την πιθανή συμπαιγνία μεταξύ της προεκλογικής ομάδας του Τραμπ και της Ρωσίας. Οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Πούτιν προσπάθησε να επηρεάσει τις εκλογές και να υπονομεύσει την πίστη στο αμερικανικό δημοκρατικό σύστημα.
Ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, επέβαλε οικονομικές κυρώσεις στις ρωσικές υπηρεσίες πληροφοριών και απέλασε δεκάδες υπόπτους ρώσους υπαλλήλους, αλλά ο εκλεγμένος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ συνέχισε να απορρίπτει τα συμπεράσματα των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών. Ο Τραμπ ανέλαβε καθήκοντα τον Ιανουάριο του 2017 και το Κογκρέσο ξεκίνησε πρόσθετες έρευνες για τη φύση και την έκταση της ρωσικής ανάμειξης στις προεδρικές εκλογές. Από την πλευρά του, ο Πούτιν αρνήθηκε την ύπαρξη οποιασδήποτε εκστρατείας για να επηρεάσει τις ξένες εκλογές.
Η εξωτερική πολιτική του ρώσου προέδρου διατήρησε τη δημοφιλία του κοντά στο 80%, παρά την υποτονική οικονομία της Ρωσίας και την ενδημική κυβερνητική διαφθορά. Οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου και οι δυτικές κυρώσεις πρόσθεσαν μία ήδη ζοφερή οικονομική προοπτική, καθώς οι ξένοι επενδυτές παρέμειναν απρόθυμοι να θέσουν τα κεφάλαιά τους σε κίνδυνο σε μια χώρα όπου οι προσωπικοί δεσμοί με τον Πούτιν θεωρούνταν πιο σημαντικοί από το κράτος δικαίου.
Ακόμη και μετά την έξοδο της Ρωσίας από την ύφεση, τόσο οι μισθοί όσο και οι καταναλωτικές δαπάνες παρέμειναν στάσιμες το 2017. Αυτά και άλλα εσωτερικά προβλήματα φάνηκε να επηρεάζουν ελάχιστα την εικόνα του Πούτιν. Μεταξύ εκείνων που εξέφρασαν ανησυχία για τέτοια ζητήματα στις δημοσκοπήσεις, οι ευθύνες ανήκαν συνήθως στον πρωθυπουργό του Ντμίτρι Μεντβέντεφ.
Η τέταρτη προεδρική θητεία
Καθώς πλησίαζαν οι προεδρικές εκλογές της 18ης Μαρτίου 2018, φαινόταν εντελώς βέβαιο ότι ο Πούτιν θα κέρδιζε με μεγάλη διαφορά και την τέταρτη προεδρική θητεία του, καθώς ο Αλεξέι Ναβάλνι είχε αποκλειστεί από την εκλογική διαδικασία και ο κομμουνιστής υποψήφιος, Πάβελ Γκρουντίνιν, δεχόταν ανηλεή πόλεμο από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης.
Δύο εβδομάδες πριν από τις εκλογές, ο Πούτιν βρέθηκε απρόσμενα στο επίκεντρο ενός μεγάλου διεθνούς επεισοδίου, όταν ο Σεργκέι Σκριπάλ, πρώην αξιωματικός των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών, ο οποίος καταδικάστηκε για κατασκοπεία υπέρ της Μεγάλης Βρετανία και αποφυλακίστηκε ως μέρος ανταλλαγής κρατουμένων, βρέθηκε αναίσθητος μαζί με την κόρη του στο Σόλσμπερι της Αγγλίας. Οι αγγλικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι πατέρας και κόρη είχαν εκτεθεί στο νευροτοξικό παράγοντα «Νόβιτσοκ», ένα θανατηφόρο χημικό όπλο που είχε αναπτυχθεί από τους Σοβιετικούς. Οι Βρετανοί κατηγόρησαν τον Πούτιν ότι διέταξε την επίθεση και η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι απέλασε πάνω από είκοσι ρώσους πράκτορες που εργάζονταν στη Βρετανία υπό διπλωματική κάλυψη.
Η διπλωματική διαμάχη συνεχιζόταν όταν οι Ρώσοι πήγαν στις κάλπες στις 18 Μαρτίου. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Πούτιν σημείωσε «μια απίστευτη νίκη», όπως τη χαρακτήρισε, συγκεντρώνοντας το 77,53% των ψήφων. Το πλήθος των παρατυπιών που διαπιστώθηκαν στην εκλογική διαδικασία δεν σκίασαν τη συντριπτική νίκη του.
Στιγμιότυπο από τη συνάντηση του Βλαντιμίρ Πούτιν με τον Ντόναλντ Τραμπ στις 16/7/2018 στο Ελσίνκι
Στις 16 Ιουλίου ο Πούτιν συναντήθηκε με τον αμερικανό ομόλογό του Ντόναλντ Τραμπ στο Ελσίνκι. Είχαν προηγηθεί οι επαφές τους στη σύνοδο του G20 στο Αμβούργο και στο διακυβερνητικό φόρουμ της Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC) στο Ντα Νανγκ του Βιετνάμ, το 2017. Η συνάντησή τους όμως στη Φινλανδία ήταν η πρώτη διμερής επαφή τους. Αφού ο Πούτιν «έστησε» τον Τραμπ, οι δυο τους συναντήθηκαν μόνοι τους (με μόνο τους μεταφραστές παρόντες) για περίπου δύο ώρες και στη συνέχεια πιο σύντομα με την παρουσία συμβούλων.
Στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, ο Πούτιν αρνήθηκε για άλλη μια φορά οποιαδήποτε ρωσική ανάμειξη στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016. Στη συνέχεια, ο Τραμπ σόκαρε τους συμπατριώτες του, λέγοντας ότι εμπιστεύεται περισσότερο την άρνηση του Πούτιν παρά τα συμπεράσματα των δικών του υπηρεσιών.
Παρόλο που η Ρωσία παρέμεινε κάτι σαν παρίας στην παγκόσμια σκηνή – οι αθλητές της αποκλείστηκαν από τις διεθνείς διοργανώσεις λόγω ενός μαζικού σκανδάλου ντόπινγκ υπό κρατική καθοδήγηση, ανεστάλη επ’ αόριστον η συμμετοχή της στην G8 και ήταν ο στόχος μιας σειράς οικονομικών κυρώσεων – η δημοτικότητα του Πούτιν παραμένει αμείωτη.
Με τη Βρετανία να προσπαθεί να συνάψει συμφωνία εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ στο λυκόφως της πολιτικής της καριέρας ως ντε φάκτο ηγέτιδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις κυβερνήσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας να επιδεικνύουν όλο και πιο αυταρχικές πρακτικές, ο Πούτιν αντιμετώπισε μια Δύση που φαινόταν αδύνατη να βρει τον βηματισμό της. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρώσος πρόεδρος καυχιόταν για μια ισχυρή επέκταση της ρωσικής στρατιωτικής δύναμης, ιδιαίτερα στον τομέα των υπερηχητικών όπλων. Μιλώντας για την ιστορική κούρσα εξοπλισμών μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης, τον Δεκέμβριο του 2019 ο Πούτιν παρατήρησε: «Σήμερα, έχουμε μια κατάσταση μοναδική στη σύγχρονη ιστορία: προσπαθούν να μας φτάσουν».
Τον Ιανουάριο του 2020 ο Πούτιν ανακοίνωσε την πρόθεσή του να τροποποιήσει το ρωσικό σύνταγμα, με σκοπό να καταργήσει τα όρια της προεδρικής θητείας, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για να παραμείνει στην εξουσία επ’ αόριστον. Ο Μεντβέντεφ παραιτήθηκε αμέσως από την πρωθυπουργία, δηλώνοντας ότι μια νέα κυβέρνηση θα δώσει στον Πούτιν «την ευκαιρία να πάρει τις αποφάσεις που πρέπει να πάρει».
Οι προτεινόμενες συνταγματικές αλλαγές εγκρίθηκαν γρήγορα από τα νομοθετικά σώματα, αλλά ο Πούτιν προγραμμάτισε δημοψήφισμα για το θέμα, μία κίνηση που οι επικριτές του χαρακτήρισαν ως κάτι περισσότερο από πολιτικό θέατρο. Η ψηφοφορία είχε αρχικά προγραμματιστεί για τον Απρίλιο, αλλά αναβλήθηκε για τον Ιούλιο λόγω της πανδημίας του COVID-19. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι το αποτέλεσμα ήταν μία συντριπτική επιβεβαίωση της ατζέντας του Πούτιν, αλλά οι ομάδες της αντιπολίτευσης σημείωσαν ότι δεν υπήρχε ανεξάρτητη παρακολούθηση της εκλογικής διαδικασίας.
Στις 20 Αυγούστου, ο Ναβάλνι αρρώστησε σοβαρά κατά την πτήση του από την πόλη Τόμσκ της Σιβηρίας και οι εξετάσεις αργότερα επιβεβαίωσαν ότι είχε εκτεθεί στο «Νόβιτσοκ». Μεταφέρθηκε στη Γερμανία για θεραπεία και τον επόμενο μήνα οι υποψήφιοι της αντιπολίτευσης πήγαν εκπληκτικά καλά τις τοπικές εκλογές της περιοχής, όπου ο Ναβάλνι είχε θέσει υποψηφιότητα. Το Κρεμλίνο αρνήθηκε τη συμμετοχή του στη δηλητηρίαση, αλλά τέτοιες διαψεύσεις δεν έπειθαν πλέον κανένα, καθώς η επίθεση στον Ναβάλνι αντιπροσώπευε μόνο την πιο πρόσφατη απόπειρα της ζωής ενός αντιπάλου του προέδρου Πούτιν. Άλλωστε, μετά την επιστροφή του στη Ρωσία ο Ναβάλνι συνελήφθη και φυλακίστηκε.
Στα τέλη του 2021, με διαταγή του Πούτιν συγκεντρώθηκε μεγάλος αριθμός ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων κατά μήκος των συνόρων της Ουκρανίας. Πρόσθετες μονάδες στάλθηκαν στη Λευκορωσία με το πρόσχημα ότι θα συμμετείχαν σε κοινές ασκήσεις με τον στρατό της φίλης χώρας. Οι Δυτικές κυβερνήσεις εξέφρασαν ανησυχίες για μια επικείμενη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά ο Πούτιν αρνήθηκε ότι είχε τέτοια σχέδια. Μέχρι τον Φεβρουάριο του 2022, περίπου 190.000 Ρώσοι στρατιώτες ήταν έτοιμοι να χτυπήσουν την Ουκρανία από βάσεις στη Ρωσία, την κατεχόμενη από τη Ρωσία Κριμαία, τη Λευκορωσία και τον υποστηριζόμενο από τη Ρωσία αυτονομιστικό θύλακα της Υπερδνειστερίας στη Μολδαβία. Επιπλέον, αμφίβιες μονάδες αναπτύχθηκαν στη Μαύρη Θάλασσα υπό το πρόσχημα προγραμματισμένων ναυτικών ασκήσεων.
Στις 21 Φεβρουαρίου ο Πούτιν αναγνώρισε την ανεξαρτησία των αυτοαποκαλούμενων Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ, ακυρώνοντας ουσιαστικά την ειρηνευτική συμφωνία του Μινσκ του 2015. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 24ης Φεβρουαρίου 2022, ο Πούτιν ανακοίνωσε την έναρξη μιας «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης», όπως ονόμασε την εισβολή στην Ουκρανία. Ο Ουκρανός Πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι είπε ότι η χώρα του θα αμυνθεί και οι Δυτικοί ηγέτες καταδίκασαν την απρόκλητη επίθεση, υποσχόμενοι ταχείες και αυστηρές κυρώσεις κατά της Ρωσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου