Ο Στιβ ΜακΚουίν υπήρξε ένας από τους δημοφιλέστερους κινηματογραφικούς ηθοποιούς της
γενιάς του. Με τη νωχελική σιλουέτα του, την αίσθηση του χιούμορ και τη συμπεριφορά του σύγχρονου αντιήρωα, άφησε το δικό του στίγμα στη μεγάλη οθόνη.Τα παιδικά του χρόνια θα μπορούσαν από μόνα τους να αποτελέσουν υλικό για κινηματογραφική ταινία. Γεννημένος στις 24 Μαρτίου του 1930 στην Ινδιανάπολη, την εποχή του μεγάλου Κραχ, έμεινε από νωρίς χωρίς γονείς. Ο πατέρας του εγκατέλειψε την έγκυο μητέρα του και με τη σειρά της η αλκοολική μητέρα του γρήγορα έφυγε για άλλες πολιτείες, αφήνοντας το νεαρό παιδί στους παππούδες του. Τα πρώτα χρόνια ήταν και τα πιο ευτυχισμένα της παιδικής του ηλικίας. Στα τέταρτα γενέθλιά του, ο παππούς του τού χάρισε ένα τρίκυκλο ποδήλατο, που θα μπορούσε να ήταν η αφορμή για την ενασχόλησή του αργότερα με τον μηχανοκίνητο αθλητισμό.
Στα οκτώ του συναντήθηκε με τη μητέρα του, η οποία είχε ξαναπαντρευτεί. Η ζωή του όμως ήταν ένας σκέτος εφιάλτης, καθώς ο πατριός του τον κακομεταχειριζόταν. Έχοντας διαμορφώσει έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα, ο νεαρός Στιβ δεν ανεχόταν τη συμπεριφορά του κι έφθασε μάλιστα στο σημείο να τον απειλήσει ότι θα τον σκοτώσει. Η ζωή στους δρόμους και η συμμετοχή του σε νεανικές συμμορίες ήταν μία κάποια διέξοδος. Ύστερα από αρκετές περιπέτειες και μερικά μικρομπλεξίματα, κατόρθωσε να βγει αλώβητος.
Στα 17 του κλήθηκε να υπηρετήσει τη θητεία του στους Πεζοναύτες. Όσο γρήγορα έλαβε τις προαγωγές για τις επιδόσεις του, αλλά τόσο γρήγορα τις έχασε εξαιτίας του ατίθασου χαρακτήρα του. Πέρασε και μερικές μέρες στη φυλακή, προτού αφυπηρετήσει το 1950 με δόξες και τιμές. Έχοντας σώσει επτά συναδέλφους του σε μια άσκηση στο Βόρειο Πόλο, επιλέχθηκε για την τιμητική φρουρά του αμερικανού προέδρου Χάρι Τρούμαν.
Χάρις σ’ ένα πρόγραμμα για την επαγγελματική αποκατάσταση των απολυόμενων στρατιωτών, ο Στιβ ΜακΚουίν ξεκίνησε σπουδές υποκριτικής στη Νέα Υόρκη, ενώ έπαιζε μικρούς ρόλους σε τοπικές θεατρικές σκηνές. Ο πρώτος ρόλος ήταν όλος κι όλος η ατάκα: «Όλα χάθηκαν!». Παράλληλα, συμμετείχε σε αγώνες ταχύτητας, κερδίζοντας ικανά ποσά, με τα οποία χρηματοδοτούσε τις σπουδές του.
Το 1955 άφησε τη Νέα Υόρκη κι εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες, αναζητώντας την τύχη του στο Χόλιγουντ. Τον επόμενο χρόνο έπαιξε στη δραματική ταινία του Ρόμπερτ Γουάιζ «Εμείς οι ζωντανοί» («Somebody Up There Likes Me») και συνέχισε με δεύτερους ρόλους και τηλεοπτικές εμφανίσεις.
Το 1960 ήρθε ο πρώτος σημαντικός ρόλος για τον Στιβ ΜακΚουίν στο κλασικό γουέστερν του Τζον Στάρτζες «Και οι επτά ήσαν υπέροχοι» («The Magnificent Seven») και η φήμη του εδραιώθηκε τρία χρόνια αργότερα με το πολεμικό δράμα του ίδιου σκηνοθέτη «Η μεγάλη απόδραση» («The Great Escape»).
Το 1965 υποδύεται ένα ανερχόμενο χαρτοπαίκτη στην ταινία του Νόρμαν Τζούισον «Ο Χαρτοπαίκτης» («The Cincinnati Kid»), που εξιστορεί μια χαρτοπαικτική μονομαχία. Τον επόμενο χρόνο κερδίζει τη μοναδική του υποψηφιότητα για Όσκαρ, πρωταγωνιστώντας στο πολεμικό δράμα του Ρόμπερτ Γουάιζ «Τα βότσαλα της άμμου» («The Sand Pebbles»).
Το 1968 πρωταγωνίστησε στην αστυνομική περιπέτεια του Πίτερ Γέιτς «Μπούλιτ» («Bullitt»), σε μια εποχή που τα φιλμ του είδους επικεντρώνονται όλο και περισσότερο στις εντυπωσιακές σκηνές καταδίωξης με αυτοκίνητα, στις οποίες συνεισέφερε σημαντικά και ο ίδιος, αρνούμενος να ντουμπλαριστεί στις επικίνδυνες σκηνές.
Τη δεκαετία του ‘70 ο Στιβ ΜακΚουίν ήταν πλέον ένας φτασμένος καλλιτέχνης. Θα πρωταγωνιστήσει σε μεγάλες επιτυχίες του Χόλιγουντ, αλλά ο ρόλος που θα τον σημαδέψει είναι αυτός του «Πεταλούδα», στην ομώνυμη ταινία του Φράνκλιν Σάφνερ (1973), που αφηγείται την αληθινή ιστορία ενός γάλλου κατάδικου και την προσπάθειά του να δραπετεύσει από ένα κάτεργο.
Η μοίρα, όμως, θα του παίξει άσχημο παιχνίδι, πάνω στην ακμή της καριέρας του. Το 1979 θα διαγνωστεί με καρκίνο των πνευμόνων κι ένα χρόνο αργότερα, στις 7 Νοεμβρίου 1980, θα φύγει από τη ζωή, σε ηλικία 50 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου