Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο Γερμανός μυθιστοριογράφος που έγραψε πολλά έργα για τις φρίκες του πολέμου, Έριχ Μαρία Ρεμάρκ (Έριχ Πάουλ Ρεμάρκ) δημοσίευσε το "Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο", το οποίο ακολουθεί μια ομάδα απογοητευμένων Γερμανών στρατιωτών που περιηγούνται στη φρίκη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Το μυθιστόρημα έδωσε φωνή σε μια γενιά νεαρών βετεράνων και στις δύο πλευρές του πολέμου, οι οποίοι, ακόμη και μια δεκαετία μετά την ανακωχή, πάλευαν να προσαρμοστούν ξανά στην πολιτική ζωή.
Έναν αιώνα σχεδόν αργότερα, το μυθιστόρημα θεωρείται μια από τις πιο καυστικές πολεμικές -ή καλύτερα, αντιπολεμικές- ιστορίες που γράφτηκαν ποτέ.
Έριχ Μαρία Ρεμάρκ - πηγή
Ο Ρεμάρκ βασίστηκε σε δικές του εμπειρίες από τον Μεγάλο Πόλεμο
Ο Ρεμάρκ γεννήθηκε στο Οσναμπρύκ της Γερμανίας, στις 22 Ιουνίου 1898, και ήταν γιος της Άννα Μαρία και του Πέτερ Φρανζ Ρεμάρκ. Αργότερα, αντικατέστησε το "Πάουλ" με το "Μαρία" ως φόρο τιμής στη μητέρα του και υιοθέτησε την ορθογραφία του επωνύμου του ("Remarque") από τους Γάλλους προγόνους του. Τον Νοέμβριο του '16, ο Ρεμάρκ ήταν 18 χρονών και κλήθηκε να καταταγεί στον Αυτοκρατορικό Γερμανικό Στρατό. Στις αρχές του καλοκαιριού του '17, πέρασε περίπου έξι εβδομάδες στο μέτωπο, αλλά ένας τραυματισμός από θραύσματα τον έφερε στο νοσοκομείο. Οι οδυνηρές αναμνήσεις εκεί, ενέπνευσαν το μυθιστόρημά του.
Τη δεκαετία που ακολούθησε τον πόλεμο, ο Ρεμάρκ βίωσε κατάθλιψη και το '28, συνέδεσε την αδιαθεσία του με το τραύμα από τον πόλεμο. "Μπορούσα να δω κάτι παρόμοιο σε πολλούς από τους φίλους και γνωστούς μου", είπε σε μια συνέντευξη το '29. "Η σκιά του πολέμου κρεμόταν από πάνω μας, ειδικά όταν προσπαθούσαμε να κλείσουμε το μυαλό μας σε αυτό. Την ίδια μέρα που με χτύπησε αυτή η σκέψη, έβαλα το στυλό στο χαρτί, χωρίς πολλές σκέψεις". Έξι εβδομάδες αργότερα, το μυθιστόρημα ολοκληρώθηκε.
Ο Ρεμάρκ γεννήθηκε στο Οσναμπρύκ της Γερμανίας, στις 22 Ιουνίου 1898, και ήταν γιος της Άννα Μαρία και του Πέτερ Φρανζ Ρεμάρκ. Αργότερα, αντικατέστησε το "Πάουλ" με το "Μαρία" ως φόρο τιμής στη μητέρα του και υιοθέτησε την ορθογραφία του επωνύμου του ("Remarque") από τους Γάλλους προγόνους του. Τον Νοέμβριο του '16, ο Ρεμάρκ ήταν 18 χρονών και κλήθηκε να καταταγεί στον Αυτοκρατορικό Γερμανικό Στρατό. Στις αρχές του καλοκαιριού του '17, πέρασε περίπου έξι εβδομάδες στο μέτωπο, αλλά ένας τραυματισμός από θραύσματα τον έφερε στο νοσοκομείο. Οι οδυνηρές αναμνήσεις εκεί, ενέπνευσαν το μυθιστόρημά του.
Τη δεκαετία που ακολούθησε τον πόλεμο, ο Ρεμάρκ βίωσε κατάθλιψη και το '28, συνέδεσε την αδιαθεσία του με το τραύμα από τον πόλεμο. "Μπορούσα να δω κάτι παρόμοιο σε πολλούς από τους φίλους και γνωστούς μου", είπε σε μια συνέντευξη το '29. "Η σκιά του πολέμου κρεμόταν από πάνω μας, ειδικά όταν προσπαθούσαμε να κλείσουμε το μυαλό μας σε αυτό. Την ίδια μέρα που με χτύπησε αυτή η σκέψη, έβαλα το στυλό στο χαρτί, χωρίς πολλές σκέψεις". Έξι εβδομάδες αργότερα, το μυθιστόρημα ολοκληρώθηκε.
Το "Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο" δεν αποτελεί άμεση μετάφραση του γερμανικού τίτλου του βιβλίου
Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης - πηγή
Το '28, η εφημερίδα του Βερολίνου Vossische Zeitung τύπωσε την ιστορία του Ρεμάρκ σε σειρά και, τον επόμενο Ιανουάριο, η γερμανική εκδοτική Ullstein Verlag την κυκλοφόρησε ως βιβλίο. Το βιβλίο όμως δεν είχε τίτλο "All Quiet on the Western Front", αλλά στα γερμανικά ήταν -και είναι- "Im Westen nichts Neues", που σημαίνει "Τίποτα νέο στη Δύση".
Πρόκειται για την αναφορά του στρατού την ημέρα του θανάτου του πρωταγωνιστή Paul Bäumer λίγο πριν το τέλος του πολέμου. Ωστόσο, στην αγγλόφωνη έκδοση, ο Αυστραλός μεταφραστής Άρθουρ Γουέσλι Γουίν απέδωσε την αναφορά ως "All quiet on the Western Front (Όλα ήσυχα στο Δυτικό Μέτωπο), που έγινε και ο τίτλος του βιβλίου. Όπως ο Ρεμάρκ, έτσι και ο Γουίν πολέμησε και τραυματίστηκε στον πόλεμο, και παραδέχτηκε ότι αυτές οι παράλληλες εμπειρίες -περισσότερο από την αντίληψή του στα γερμανικά, "που είχα αλλά ατελώς"- τον έκαναν να καταλάβει την ιστορία. Γενικά, ο Γουίν ασχολήθηκε λιγότερο με την άμεση μετάφραση και ήθελε να συλλάβει την ουσία του γραπτού.
Πρόκειται για την αναφορά του στρατού την ημέρα του θανάτου του πρωταγωνιστή Paul Bäumer λίγο πριν το τέλος του πολέμου. Ωστόσο, στην αγγλόφωνη έκδοση, ο Αυστραλός μεταφραστής Άρθουρ Γουέσλι Γουίν απέδωσε την αναφορά ως "All quiet on the Western Front (Όλα ήσυχα στο Δυτικό Μέτωπο), που έγινε και ο τίτλος του βιβλίου. Όπως ο Ρεμάρκ, έτσι και ο Γουίν πολέμησε και τραυματίστηκε στον πόλεμο, και παραδέχτηκε ότι αυτές οι παράλληλες εμπειρίες -περισσότερο από την αντίληψή του στα γερμανικά, "που είχα αλλά ατελώς"- τον έκαναν να καταλάβει την ιστορία. Γενικά, ο Γουίν ασχολήθηκε λιγότερο με την άμεση μετάφραση και ήθελε να συλλάβει την ουσία του γραπτού.
Οι πρώτες αμερικανικές εκδόσεις λογοκρίθηκαν
Όταν το '29 η αμερικανική εκδοτική "Little, Brown and Company" αγόρασε τα δικαιώματα για τη δημοσίευση της μετάφρασης του Γουίν στις ΗΠΑ, οι εκδότες έκαναν κάποιες ενημερώσεις για δύο λόγους: για να συμμορφωθούν με τους νόμους περί αισχρότητας και επίσης, για να διασφαλίσουν ότι θα ήταν μελλοντική επιλογή του Book of the Month Club (μια αμερικανική συνδρομητική υπηρεσία που προσφέρει νέα βιβλία κάθε μήνα στα μέλη της). Η εταιρεία έφτασε στο σημείο να δεχτεί τις τροποποιήσεις που πρότειναν οι κριτικοί της υπηρεσίας, μια απόφαση που πυροδότησε έναν μικρό σάλο στα ΜΜΕ, τον οποίο ο εκδότης προσπάθησε να υποβαθμίσει.
Ποιες ήταν όμως οι αναθεωρήσεις; Η μελετήτρια της λογοτεχνίας Sarah Eilefson διαπίστωσε ότι οι περισσότερες ήταν μικρές φραστικές παραλείψεις που αφορούσαν το σεξ ή τις σωματικές λειτουργίες, αλλά και δύο αρκετά σημαντικές σκηνές που διαγράφηκαν. Η μια ήταν μια περιγραφή του υπαίθριου αποχωρητηρίου όπου οι στρατιώτες περνούσαν ώρες παίζοντας χαρτιά και διαβάζοντας επιστολές. Το άλλο που αφαιρέθηκε είναι, όταν ο Πάουλ και οι τραυματισμένοι συνάδελφοί του "κάνουν πολύ θόρυβο" στο νοσοκομείο, ώστε ο κλινήρης φίλος τους να μπορέσει να απολαύσει την επίσκεψη της συζύγου του.
Όταν το '29 η αμερικανική εκδοτική "Little, Brown and Company" αγόρασε τα δικαιώματα για τη δημοσίευση της μετάφρασης του Γουίν στις ΗΠΑ, οι εκδότες έκαναν κάποιες ενημερώσεις για δύο λόγους: για να συμμορφωθούν με τους νόμους περί αισχρότητας και επίσης, για να διασφαλίσουν ότι θα ήταν μελλοντική επιλογή του Book of the Month Club (μια αμερικανική συνδρομητική υπηρεσία που προσφέρει νέα βιβλία κάθε μήνα στα μέλη της). Η εταιρεία έφτασε στο σημείο να δεχτεί τις τροποποιήσεις που πρότειναν οι κριτικοί της υπηρεσίας, μια απόφαση που πυροδότησε έναν μικρό σάλο στα ΜΜΕ, τον οποίο ο εκδότης προσπάθησε να υποβαθμίσει.
Ποιες ήταν όμως οι αναθεωρήσεις; Η μελετήτρια της λογοτεχνίας Sarah Eilefson διαπίστωσε ότι οι περισσότερες ήταν μικρές φραστικές παραλείψεις που αφορούσαν το σεξ ή τις σωματικές λειτουργίες, αλλά και δύο αρκετά σημαντικές σκηνές που διαγράφηκαν. Η μια ήταν μια περιγραφή του υπαίθριου αποχωρητηρίου όπου οι στρατιώτες περνούσαν ώρες παίζοντας χαρτιά και διαβάζοντας επιστολές. Το άλλο που αφαιρέθηκε είναι, όταν ο Πάουλ και οι τραυματισμένοι συνάδελφοί του "κάνουν πολύ θόρυβο" στο νοσοκομείο, ώστε ο κλινήρης φίλος τους να μπορέσει να απολαύσει την επίσκεψη της συζύγου του.
Ο Ρεμάρκ έγραψε και συνέχεια
Στο μυθιστόρημα, οι στρατιώτες -ιδιαίτερα οι νέοι- αγωνίζονται να φανταστούν ότι θα επιστρέψουν στην κανονική ζωή μετά τον πόλεμο, ενώ ο Πάουλ περνάει δύσκολα και μόνο που έχει άδεια. Ο Ρεμάρκ, στη συνέχειά του με τίτλο "Der Weg zurück" (Η Επιστροφή) -ή, στην πρωτότυπη και πιο γνωστή μετάφραση του Γουίν, "The Road Back"- διερεύνησε πληρέστερα τις δυσκολίες της επανένταξης. Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Vossische Zeitung στα τέλη του 1930 μέχρι τις αρχές του '31 και, αργότερα τον ίδιο χρόνο, εκδόθηκε ως βιβλίο.
Σύμφωνα με μια βιογραφία, ο Ρεμάρκ σκόπευε η συνέχεια να είναι ελπιδοφόρα, αλλά κατέληξε να είναι αρκετά ζοφερή. Η ιστορία ακολουθεί αρκετούς από τους επιζώντες συγχρόνους του Πάουλ -κυρίως νέους χαρακτήρες, αν και βρίσκεται μονίμως ανάμεσά τους ο διαρκώς αδηφάγος Tjaden από το πρώτο μυθιστόρημα- στις προσπάθειές τους να επανενταχθούν σε μια κοινωνία που δεν καταλαβαίνουν πλέον -και που δεν τους καταλαβαίνει πια.
Στο μυθιστόρημα, οι στρατιώτες -ιδιαίτερα οι νέοι- αγωνίζονται να φανταστούν ότι θα επιστρέψουν στην κανονική ζωή μετά τον πόλεμο, ενώ ο Πάουλ περνάει δύσκολα και μόνο που έχει άδεια. Ο Ρεμάρκ, στη συνέχειά του με τίτλο "Der Weg zurück" (Η Επιστροφή) -ή, στην πρωτότυπη και πιο γνωστή μετάφραση του Γουίν, "The Road Back"- διερεύνησε πληρέστερα τις δυσκολίες της επανένταξης. Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Vossische Zeitung στα τέλη του 1930 μέχρι τις αρχές του '31 και, αργότερα τον ίδιο χρόνο, εκδόθηκε ως βιβλίο.
Σύμφωνα με μια βιογραφία, ο Ρεμάρκ σκόπευε η συνέχεια να είναι ελπιδοφόρα, αλλά κατέληξε να είναι αρκετά ζοφερή. Η ιστορία ακολουθεί αρκετούς από τους επιζώντες συγχρόνους του Πάουλ -κυρίως νέους χαρακτήρες, αν και βρίσκεται μονίμως ανάμεσά τους ο διαρκώς αδηφάγος Tjaden από το πρώτο μυθιστόρημα- στις προσπάθειές τους να επανενταχθούν σε μια κοινωνία που δεν καταλαβαίνουν πλέον -και που δεν τους καταλαβαίνει πια.
Το κάψιμο των βιβλίων από τους Ναζί το 1933 περιελάμβαναν το "Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο"
Στις 10 Μαΐου του 1933, ακροδεξιοί Γερμανοί φοιτητές συγκεντρώθηκαν σε πολλές κωμοπόλεις και πόλεις για να κάψουν περίπου 25.000 βιβλία που θεωρήθηκαν "μη γερμανικά". Στους σωρούς υπήρχαν έργα των Χέμινγουεϊ, Έλεν Κέλερ, Αϊνστάιν, Μπρεχτ και Φρόιντ. Αν και ο Ρεμάρκ είχε υποστηρίξει ότι το "Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο" ήταν "μη πολιτικό", κάηκε μαζί με την "Επιστροφή".
Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Η ναζιστική εφημερίδα Völkischer Beobachter ισχυρίστηκε ότι, στην πραγματικότητα, ο συγγραφέας ήταν Εβραίος και είχε αλλάξει το όνομά του από Kramer (το Remark αντίστροφα). Άλλοι, επέμεναν ότι δεν είχε πολεμήσει καν στο μέτωπο. Το γενικό αίσθημα μεταξύ των Γερμανών εθνικιστών ήταν ότι το μυθιστόρημά του ήταν επιζήμια αντιπατριωτικό και ασεβές προς τον γερμανικό στρατό. Το 1933, λίγο μετά την άνοδο των Ναζί, ο Ρεμάρκ κατέφυγε στην Ελβετία και, κατά τη διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου, μετακόμισε στις ΗΠΑ.
Στις 10 Μαΐου του 1933, ακροδεξιοί Γερμανοί φοιτητές συγκεντρώθηκαν σε πολλές κωμοπόλεις και πόλεις για να κάψουν περίπου 25.000 βιβλία που θεωρήθηκαν "μη γερμανικά". Στους σωρούς υπήρχαν έργα των Χέμινγουεϊ, Έλεν Κέλερ, Αϊνστάιν, Μπρεχτ και Φρόιντ. Αν και ο Ρεμάρκ είχε υποστηρίξει ότι το "Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο" ήταν "μη πολιτικό", κάηκε μαζί με την "Επιστροφή".
Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Η ναζιστική εφημερίδα Völkischer Beobachter ισχυρίστηκε ότι, στην πραγματικότητα, ο συγγραφέας ήταν Εβραίος και είχε αλλάξει το όνομά του από Kramer (το Remark αντίστροφα). Άλλοι, επέμεναν ότι δεν είχε πολεμήσει καν στο μέτωπο. Το γενικό αίσθημα μεταξύ των Γερμανών εθνικιστών ήταν ότι το μυθιστόρημά του ήταν επιζήμια αντιπατριωτικό και ασεβές προς τον γερμανικό στρατό. Το 1933, λίγο μετά την άνοδο των Ναζί, ο Ρεμάρκ κατέφυγε στην Ελβετία και, κατά τη διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου, μετακόμισε στις ΗΠΑ.
Δύο ναζιστικές εφημερίδες εξαπατήθηκαν για να δημοσιεύσουν αποσπάσματα ως αληθινές μαρτυρίες
Οι Ναζί προσπάθησαν να υπονομεύσουν την αλήθεια του έργου του Ρεμάρκ δημοσιεύοντας αληθινές ιστορίες από το μέτωπο, που συγκρούονταν με εκείνες των χαρακτήρων του συγγραφέα. "Μετά από όλα τα ψέματα που είπαν άνθρωποι όπως ο Ρεμάρκ, τώρα σας μεταφέρουμε την εμπειρία ενός στρατιώτη που συμμετείχε στον πόλεμο, για την οποία θα πείτε αμέσως: έτσι ήταν στην πραγματικότητα", έγραψε το 1936 η Völkischer Beobachter.
Η αναφορά όμως ήταν απλώς ένα απόσπασμα από το "Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο". Και δεν ήταν καν η πρώτη φορά που οι Ναζί την πατούσαν. Προηγουμένως, κάποιος είχε στείλει στην Der Angriff, μια εφημερίδα που ίδρυσε ο ίδιος ο Γκέμπελς, ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα και οι εκδότες του το είχαν τυπώσει ως "αυθεντική ιστορία από το μέτωπο".
Οι Ναζί προσπάθησαν να υπονομεύσουν την αλήθεια του έργου του Ρεμάρκ δημοσιεύοντας αληθινές ιστορίες από το μέτωπο, που συγκρούονταν με εκείνες των χαρακτήρων του συγγραφέα. "Μετά από όλα τα ψέματα που είπαν άνθρωποι όπως ο Ρεμάρκ, τώρα σας μεταφέρουμε την εμπειρία ενός στρατιώτη που συμμετείχε στον πόλεμο, για την οποία θα πείτε αμέσως: έτσι ήταν στην πραγματικότητα", έγραψε το 1936 η Völkischer Beobachter.
Η αναφορά όμως ήταν απλώς ένα απόσπασμα από το "Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο". Και δεν ήταν καν η πρώτη φορά που οι Ναζί την πατούσαν. Προηγουμένως, κάποιος είχε στείλει στην Der Angriff, μια εφημερίδα που ίδρυσε ο ίδιος ο Γκέμπελς, ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα και οι εκδότες του το είχαν τυπώσει ως "αυθεντική ιστορία από το μέτωπο".
Αφίσα της πρώτης ταινίας - πηγή
Η πρώτη και πιο διάσημη κινηματογραφική μεταφορά βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1930 και κέρδισε Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας (τότε η κατηγορία ονομαζόταν "Outstanding Production") και Καλύτερης Σκηνοθεσίας (Lewis Milestone).
Το 1979, το CBS μετέδωσε μια τηλεοπτική ταινία με πρωταγωνιστή τον Richard Thomas ως Paul και τον Ernest Borgnine ως Katczinsky, τον μεσήλικα μέντορα και τον πιο στενό φίλο του Paul στο μέτωπο. Έτυχε επίσης καλής υποδοχής, κερδίζοντας μερικές υποψηφιότητες για Emmy και μία νίκη για το μοντάζ ταινιών.
Η ταινία του Netflix του 2022, με επικεφαλής τον Γερμανό σκηνοθέτη Έντουαρντ Μπέργκερ, είναι η πρώτη γερμανόφωνη μεταφορά και έχει εννέα υποψηφιότητες για Όσκαρ.
Η ταινία του Netflix του 2022, με επικεφαλής τον Γερμανό σκηνοθέτη Έντουαρντ Μπέργκερ, είναι η πρώτη γερμανόφωνη μεταφορά και έχει εννέα υποψηφιότητες για Όσκαρ.
… και ένα τραγούδι του Έλτον Τζον
Το μυθιστόρημα ενέπνευσε επίσης ένα τραγούδι του Έλτον Τζον με τίτλο "All Quiet on the Western Front", το τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ του 1982 "Jump Up!". Τους στίχους έγραψε ο μακροχρόνιος συνεργάτης του Έλτον Τζον, Bernie Taupin, αν και του ζήτησε να αντικαταστήσει έναν, τον "thin white men in stinking tents" (αδύνατοι, λευκοί άντρες σε βρωμερές σκηνές), γιατί, σύμφωνα με μια βιογραφία του, ο σούπερ σταρ πίστευε ότι δεν ήταν "ελκυστικός στίχος για να τραγουδήσει".
Όμως, ακόμη και χωρίς αυτόν τον στίχο, το τραγούδι δεν τα πήγε καλά. "Είναι το σινγκλ με τις χειρότερες πωλήσεις στην ιστορία του Phonogram, αλλά μας αρέσει", είπε ο Έλτον Τζον πριν ερμηνεύσει το τραγούδι στο Eventim Apollo του Λονδίνου (τότε το Hammersmith Odeon) τον Δεκέμβριο του 1982.
Το μυθιστόρημα ενέπνευσε επίσης ένα τραγούδι του Έλτον Τζον με τίτλο "All Quiet on the Western Front", το τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ του 1982 "Jump Up!". Τους στίχους έγραψε ο μακροχρόνιος συνεργάτης του Έλτον Τζον, Bernie Taupin, αν και του ζήτησε να αντικαταστήσει έναν, τον "thin white men in stinking tents" (αδύνατοι, λευκοί άντρες σε βρωμερές σκηνές), γιατί, σύμφωνα με μια βιογραφία του, ο σούπερ σταρ πίστευε ότι δεν ήταν "ελκυστικός στίχος για να τραγουδήσει".
Όμως, ακόμη και χωρίς αυτόν τον στίχο, το τραγούδι δεν τα πήγε καλά. "Είναι το σινγκλ με τις χειρότερες πωλήσεις στην ιστορία του Phonogram, αλλά μας αρέσει", είπε ο Έλτον Τζον πριν ερμηνεύσει το τραγούδι στο Eventim Apollo του Λονδίνου (τότε το Hammersmith Odeon) τον Δεκέμβριο του 1982.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου