«Εάν προχωρήσεις πολύ γρήγορα θα κουραστείς γρήγορα και θα τα παρατήσεις στη µέση. Εάν προχωρήσεις πολύ αργά µπορεί να σε πιάσει η νύχτα και τότε είσαι χαµένος. Πάψε να επαναλαµβάνεις κάθε στιγµή: 'θα τα καταφέρω!' Οι έµµονες ιδέες, πολλές φορές, αφαιρούν την ευχαρίστηση της κατάκτησης και την υπονοµεύουν. Μην περάσεις όµως στο άλλο άκρο, επαναλαµβάνοντας συνέχεια 'γαµώτο, είναι πιο δύσκολο από όσο το φανταζόµουν!'
Σε αυτή την περίπτωση θα σου τελειώσουν οι δυνάµεις και θα µείνεις στη µέση του δρόµου. Σε τελευταία ανάλυση, προτού ξεκινήσεις πρέπει να ξέρεις πως αυτό που φαίνεται κοντινό βρίσκεται πάντα πολύ πιο µακριά. Να χαίρεσαι όταν θα φτάσεις στην κορυφή. Να κλάψεις, να φωνάξεις µε όσες δυνάµεις σου έχουν αποµείνει. Άσε τον εαυτό σου να απολαύσει τη µέθη της νίκης, άσε τον άνεµο να σου καθαρίσει το µυαλό και την καρδιά από τη σκόνη που µάζεψες στη διαδρομή.
Πες το και σε άλλους, ότι είναι δυνατόν να τα καταφέρουν και αυτοί. Ότι, εάν θέλουν, µπορούν να βρουν το κουράγιο να σκαρφαλώνουν τα δικά τους βουνά. Αντί να κάθονται οληµερίς, κλαίγοντας τη µοίρα τους…» - από το βιβλίο του Γκασμέντ Καπλάνι, “Σκαρφαλώνοντας το βουνό”.
Φέτος το καλοκαίρι του 2023 συμπληρώνονται 110 χρόνια από την κατάκτηση της κορυφής του Ολύμπου του Ιερού Βουνού της Ελληνικής Μυθολογίας. Στις 2 Αυγούστου 1913, οι Ελβετοί F. Boissonas (Φωτογράφος), D. Baad-Bovy (συνάδελφος, Πρύτανης της Σχολής Καλών Τεχνών της Γενεύης) και ο Έλληνας από το Λιτόχωρο Χ. Κάκκαλος, πάτησαν την κορυφή του Ολύμπου τον Μύτικα. Η ανάβαση αυτή και η κατάκτηση της κορυφής, που βάφτισαν τότε «Κορυφή Βενιζέλος» (Μύτικας ονομάστηκε αργότερα) έγινε επίσημα γνωστή το 1919 με την έκδοση του βιβλίου "La Grèce Immortelle". Μια ιδιαίτερη επέτειος όχι μόνο για την ελληνική ορειβασία αλλά και την παγκόσμια λόγω της συμβολικής θέσης του βουνού του δωδεκαθέου στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά ήταν η κατάκτηση του Μύτικα, της κορυφής του Ολύμπου πριν από ένα αιώνα.
Από το 1780 είχαν προηγηθεί 25 περίπου ανεπιτυχείς προσπάθειες ξένων ορειβατικών και επιστημονικών αποστολών και, το γεγονός της πρώτης ανάβασης προκάλεσε το ενδιαφέρον ξένων ορειβατών. Μετά δε την κυκλοφορία των βιβλίων των δύο εξαίρετων Ελβετών, ομάδες ορειβατών άρχισαν να επισκέπτονται κατά κύματα την Ελλάδα και τον Όλυμπο. Οι δύο Ελβετοί με τις δημοσιεύσεις τους εξύμνησαν τις ασύγκριτες ομορφιές της Ελλάδας και του Ολύμπου.
Από το 1913 έχουν ανέβει στην κορυφή του Ολύμπου πάνω από 150.000 ορειβάτες από 115 χώρες από όλες τις ηπείρους με αποτέλεσμα την ανάπτυξη του ορεινού τουρισμού της ευρύτερης περιοχής των Νομών Πιερίας και Λαρίσης. Ο Όλυμπος θεωρείται και αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία ως ένα από τα βουνά σύμβολα του πλανήτη γιατί υπήρξε «κατοικία» των αρχαίων θεών των Ελλήνων. Υπήρξε επίσης η καρδιά της ελληνικής μυθολογίας που διαμόρφωσε σημαντικά την αρχαία ελληνική σκέψη. Για τους παραπάνω λόγους η επέτειος της 100ετίας από την πρώτη ανάβαση της κορυφής του Ολύμπου πρέπει να τιμηθεί με εκδηλώσεις ανάλογες του συμβολισμού και της φήμης του.
Το χρονικό της πρώτης ανάβασης
Boissonnas, Bauvy, Κάκκαλος
Τον Ιούλιο του 1913 οι Ελβετοί Frederic Boissonnas (1858-1946), φωτογράφος-εκδότης, και Daniel BaudBovy (1870-1958), συγγραφέας-τεχνοκρίτης, μετά την περιήγησή τους στην απελευθερωμένη Ήπειρο, φθάνουν στη Θεσσαλονίκη για να παρακολουθήσουν και να φωτογραφήσουν τις πολεμικές επιχειρήσεις, μετά από πρόσκληση της Ελληνικής Κυβέρνησης. Οι δύο Ελβετοί, θέλοντας να αξιοποιήσουν τις οκτώ ημέρες που μεσολαβούσαν μεταξύ των δύο υποχρεωτικών εμβολιασμών τους για χολέρα, αποφάσισαν να εξερευνήσουν τον Όλυμπο,εκπληρώνοντας έτσι ένα παλιό τους όνειρο.
Στις 28 Ιουλίου φθάνουν στο Λιτόχωρο με καΐκι από τη Θεσσαλονίκη (όπως συνηθιζόταν τότε) και αφού παίρνουν για οδηγό τον κυνηγό αγριοκάτσικων Χρήστο Κάκαλο (1882-1976) ξεκινούν την επόμενη ημέρα για τη Μονή Αγίου Διονυσίου, όπου φθάνουν το μεσημέρι. Την ίδια μέρα ανηφορίζουν το παλιό μονοπάτι στα βόρεια του μοναστηριού και κατασκηνώνουν στην Πετρόστρουγκα.
Στις 30 Ιουλίου, αφού αφήνουν την Πετρόστρουγκα και το κατεστραμμένο από μεγάλη πυρκαγιά δάσος της, ανηφορίζουν στη Σκούρτα και αφού διασχίσουν το «λαιμό» φθάνουν στην άκρη του σημερινού «Οροπεδίου των Μουσών», που αμέσως βαφτίζουν «Λιβάδι των θεών». Στη συνέχεια ανεβαίνουν στον Προφήτη Ηλία και εξερευνούν τη βάση του Στεφανιού. Βαφτίζουν το Στεφάνι «Θρόνο του Διός», ενώ στο Σκολιό δίνουν την περίεργη ονομασία «Μαύρη κορυφή» (γιατί εκείνη την ώρα ήταν σκοτεινή η πλευρά της προς τα Μεγάλα Καζάνια). Από το οροπέδιο κατεβαίνουν απότομες σάρες και σε δύο ώρες φθάνουν στην άκρη του δάσους, όπου υπήρχε μία καλύβα ξυλοκόπων.
Στο σημείο αυτό είναι σήμερα το μικρό ξέφωτο, ΒΑ του καταφυγίου «Σπήλιος Αγαπητός», που λειτουργεί ως ελικοδρόμιο. Στην καλύβα συνειδητοποιούν ποιος είναι ακριβώς ο «δρόμος» για την κορυφή.
Στις 31 Ιουλίου, ενώ η ομάδα έχει αποφασίσει να επιστρέψει στο Λιτόχωρο, κοντά στο μοναστήρι αποφασίζουν να επιχειρήσουν την ανάβαση στην ψηλότερη και απάτητη κορυφή του Ολύμπου. Έτσι επιστρέφουν στα Πριόνια, όπου το βράδυ δοκιμάζονται από μία φοβερή θύελλα. Την επόμενη μέρα, αρκετά ταλαιπωρημένοι ανηφορίζουν το Μαυρόλογγο και το απόγευμα φθάνουν στην καλύβα όπου και διανυκτερεύουν.
Πριν ακόμα ξημερώσει ξεκινούν με ομίχλη, χαλάζι και δυνατό αέρα. Μετά από μία κοπιαστική ανάβαση από μικρές χαραδρώσεις, σάρες και απότομους γλιστερούς βράχους, βρίσκονται με μία τελευταία έφοδο πάνω σε μία στενή κορυφογραμμή (από την περιγραφή φαίνεται ότι ανέβηκαν κατευθείαν από τα Ζωνάρια).
Σκαρφαλώνοντας συνέχεια μέσα στην ομίχλη, ο Χρήστος Κάκαλος μπροστά ξυπόλητος και πίσω οι δύο Ελβετοί δεμένοι με σχοινί, ανεβαίνουν τελικά σε μία «καταφαγωμένη» κορυφή που βαφτίζουν «Κορυφή της Νίκης» (προς τιμήν της νίκης των ελληνικών στρατευμάτων στο Σαραντάπορο), νομίζοντας πως είναι η ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου.
Οι Ελβετοί γράφουν λίγα λόγια για την ανάβαση σε μία κάρτα, τη βάζουν μέσα σε ένα μπουκάλι και το τοποθετούν προσεκτικά κάτω από ένα σωρό από πέτρες για να το προστατεύσουν (βρέθηκε 14 χρόνια μετά, και στάλθηκε στην Ελβετία και σήμερα βρίσκεται στα γραφεία της Ε.Ο.Ο.Α.).
Σε ένα ξάνοιγμα όμως του καιρού βλέπουν μία άλλη φοβερότερη κορυφή ψηλότερα από το σημείο που βρίσκονται και καταλαβαίνουν το λάθος τους. Απογοητευμένοι κατεβαίνουν από την απόκρημνη κορυφή που τώρα ονομάζουν «Ταρπηία Πέτρα» (η ταρπηία πέτρα ήταν βράχος του Καπιτωλίου της Ρώμης, που από εκεί γκρέμιζαν τους κακούργους). Αλλά, όπως γράφει αργότερα ο Boissonnas, στην καρδιά κάθε θνητού βρίσκεται ένα κομματάκι από τη φωτιά του Προμηθέα.
Ο Χρήστος Κάκαλος με κατεβασμένο το κεφάλι, αμίλητος, κατεβαίνει την απότομη κόψη. Σταματάει. Μπροστά του ο «κατακόρυφος διάδρομος» που οδηγεί στην ψηλότερηκορυφή. "Επάνω;", ρωτάει. Οι Ελβετοί του γνέφουν καταφατικά. Είναι η μυστική απόφαση που είχαν πάρει προηγούμενα και οι τρεις τους, ο καθένας για τον εαυτό του, χωρίς να ανταλλάξουν λέξη. Όλοι τους μία σκέψη, μία καρδιά. Χωρίς άλλα λόγια ο Κάκαλος αφήνει τα φωτογραφικά του σύνεργα στη βάση του διαδρόμου και ρίχνεται μπροστά, σκαρφαλώνει με πείσμα τους λείους και επικίνδυνους βράχους ακολουθούμενος από τους δύο Ελβετούς. Σε λίγο είναι στο τέρμα, δεν πάει παραπάνω, είναι στην κορυφή.
Έτσι στις 2 Αυγούστου 1913 (οι Ελβετοί ήδη χρησιμοποιούσαν το σημερινό ημερολόγιο), ώρα 10 και 25 το πρωί κατακτιέται η ψηλότερη κορυφή της Ελλάδος, η απάτητη μέχρι εκείνη τη στιγμή κορυφή του Ολύμπου.
Κατακτητές της οι Χρήστος Κάκαλος, Frederic Boissonnas και Daniel Baud Bovy.
Ο Χρήστος Κάκαλος έγινε αργότερα ο πρώτος επίσημος οδηγός του Ολύμπου και για τελευταία φορά ανέβηκε στην ψηλότερη κορυφή, το Μύτικα, το 1972.
Οι πρώτες απόπειρες
Παρόλα αυτά, αρκετές προσπάθειες ανάβασης έγιναν και οι ιστορικές μαρτυρίες που υπάρχουν είναι κυρίως οι διηγήσεις των ίδιων των πρωταγωνιστών.
Ο πρώτος για τον οποίο υπάρχει μαρτυρία είναι ο Σουλτάνος Μεχμέτ ο Δ’ το 1669 που προσπάθησε να ανέβει από την πλευρά του Κοκκινοπηλού, αλλά απέτυχε.
Ο Sonnini ήταν ένας αξιωματικός του Γαλλικού ναυτικού. Διηγείται την προσπάθειά του να ανέβει στην κορυφή του Ολύμπου, το Μύτικα, γύρω στα 1780 αλλά και τους λόγους της αποτυχίας του που ήταν το δυνατό κρύο αλλά και το δύσβατο της περιοχής.
Ο William Leake, Άγγλος στην καταγωγή, ήταν ορειβάτης και καθηγητής. Το 1806 προσπαθεί να κάνει αναβάσεις από την πλευρά του Λιτόχωρου. Όμως εγκαταλείπει τις προσπάθειές του λόγω κακών καιρικών συνθηκών.
Ο Pougueville ήταν Γάλλος ορειβάτης και φυσιοδίφης. Το 1810, όπως αναφέρει στο έργο του “Ταξίδι στην Ελλάδα και Τουρκία”, ανέβηκε στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου και στην κορυφή “Στεφάνια”.
Ο David Urguhat ήταν Άγγλος ορειβάτης. Περιπλανήθηκε στην Καρυά, την Ελασσόνα και την Τσαριτσάνη το 1830 με απώτερο σκοπό την άνοδο στον Όλυμπο. Έφτασε στο μοναστήρι Αγίας Τριάδας Σπαρμού και από εκεί αποπειράθηκε να ανεβεί στον Όλυμπο, όμως παραιτήθηκε λόγω των πολλών δυσκολιών.
Ο Eccenmpefer περιγράφει την ανάβασή του το 1840 μέχρι την κορυφή Σκολειό.
Ο Heldraic ήταν διευθυντής του Βοτανολογικού κήπου. Το 1851 πραγματοποιεί αναβάσεις και έρευνες σχετικές με την χλωρίδα του Ολύμπου, η οποία αποδεικνύεται ιδιαίτερα πλούσια.
Ο Leon Heuzey ήταν μέλος της Γαλλικής Σχολής Αθηνών. Το 1855 επισκέπτεται τις περιοχές του Ολύμπου οι οποίες ήταν κατοικημένες κατά την αρχαιότητα. Στο έργο του “Το βουνό Όλυμπος και η Ακαρνανία” το οποίο εκδόθηκε το 1860, αναφέρεται στην κορυφή του Προφήτη Ηλία και το κατεστραμμένο παρεκκλήσι, περιγράφει τα ρόμπολα καθώς και τα ελάφια, τα ζαρκάδια και τις αγριόγιδες. Σχετικά με τις αναφορές του όμως για τις κορυφές πιστεύεται ότι είχε λάθος τοπογραφική αντίληψη για τον Όλυμπο.
Ο Ussing ήταν ένας Δανός καθηγητής ο οποίος το 1865 ακολουθεί το ίδιο περίπου δρομολόγιο με αυτό που ακολούθησε ο Leon Heuzey, αλλά αποτυγχάνει.
Σημείο αναφοράς αποτελούν οι απόπειρες του καθηγητή της βοτανικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ορφανίδη το 1857 και το 1862 καθώς και οι μελέτες του για τη χλωρίδα του Ολύμπου.
Ο Henrich Barth ήταν ένας Γερμανός γεωγράφος. Το 1862 φτάνει στην κορυφή Σκολειό από τον Κοκκινοπηλό και περιγράφει τον Προφήτη Ηλία, τις Γούρνες και την Καζανιά.
Ο Totez αποπειράθηκε να ανέβει στον Όλυμπο το 1865. Οι απόπειρές του έχουν αξία για την πραγματική ορογραφία του Ολύμπου.
Ο Guizie ήταν ένας Σέρβος γεωλόγος. Έφτιαξε ένα λεπτομερειακό σκίτσο του Ολύμπου από την περιοχή της Πέτρας, το οποίο εμφανίζεται το 1904.
Τέλος, αξιοσημείωτες είναι και οι τρεις απόπειρες του Γερμανού αλπινιστή Edward Richter το 1909, 1910 και 1911.
Πρώτες αναβάσεις
- 21/7/1919 (Fred. Boissonnas κ.ά.). Διαδρομή: Σκάλα – Μύτικας. Πιθανή κατάβαση από το Λούκι.
- 20/7/1920 (Γιώργος Κωνσταντάκος). Η πρώτη μοναχική ανάβαση στην κορυφή.
- 12/8/1921 (Χρήστος Κάκαλος κ.ά.). Πρώτη διαπιστωμένη κατάβαση από το λούκι.
- 1926 (R. Halίburton, L. Frazeur). Η πρώτη διανυκτέρευση στην κορυφή.
- 3/9/1926 (C. Sleeman, W. Elmslίe, Α.Storr, L. Ellwood). Ανάβαση για πρώτη φορά από το Λούκι. Έγινε προσπάθεια να ανέβουν από τη Στριβάδα αλλά απέτυχαν.
- 12/9/1927 (Χρ. Κάκαλος, Ι. Δεμέστιχας, Γρηγοριάδης, Τ. Αποστολόπουλος, Ηρ. Ιωαννίδης κ.ά.). Πρώτη μεγάλη ομαδική ανάβαση από τη Σκάλα (24 άτομα). Πρώτη ανάβαση μελών (3) Φυσιολατρικού Σωματείου Οδοιπορικός Σύνδεσμος Αθηνών. Πρώτη ανάβαση γυναικών (10) στην κορυφή. Πρώτη ανάβαση Ελληνίδων στην κορυφή Τ. Αποστολοπούλου, Ε. Νομίδη.
- 7/7/1928 (Χρήστος Κάκαλος, Βασίλης Ιθακήσιος).
- 3/8/1928 (Ορειβατικός Σύνδεσμος Αθηνών, Ορειβατικός Σύνδεσμος Πατρών, Όμιλος Εκδρομέων Λαρίσης, διάφοροι ανεξάρτητοι). Πρώτη οργανωμένη ανάβαση Συλλόγων (21 άτομα). Πρώτη μεγάλη ομαδική ανάβαση από το Λούκι (16 άτομα).
- 4/8/1930 (Φυσιολατρικός Σύνδεσμος ο ΠΑΝ, Όμιλος Εκδρομέων Λαρίσης).
- 8/9/1930 (Ε.Ο.Σ. Τμ. Αθηνών, Ε.Ο.Σ. Τμ. Θεσ/νίκης, Φ.Σ. ΠΑΝ). Πρώτη ανάβαση στην κορυφή από τη Στριβάδα. Έγινε από τον Κώστα Νάτση και είναι ΙΙ βαθμού δυσκολίας (Πέρασμα Νάτση).
- 20/3/1931 (G. Dorίer, Ηρ. Ιωαννίδης, Κ. Νάτσης). Πρώτη χειμερινή ανάβαση στην κορυφή. Διαδρομή: Βρυσοπούλες – Σκάλα – Μύτικας.
- 11/3/1934 (Ηλ. Νικόπουλος, Κ. Νάτσης). Πρώτη χειμερινή ανάβαση. Διαδρομή: Λιτόχωρο – Καταφύγιο – Σκάλα – Μύτικας.
- 26-27/12/1953 (Γ. Μιχαηλίδης, Γ. Τσαμακίδης, Ι. Πετρόχειλος). Η πρώτη χειμερινή διανυκτέρευση πάνω στην κορυφή. Πρώτη ανάβαση γυναίκας (Α. Πετροχείλου) στον Όλυμπο με χειμερινές συνθήκες (ανέβηκε μέχρι τη Σκάλα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου