Έρχονται στιγμαί που νομίζει τις ότι μέσα εις το μάρμαρον κυκλοφορεί ζωή, ότι το στήθος αναπνέει
Εν απροσδόκητον και πραγματικώς κεραυνοβόλον αποτέλεσμα των ερευνών του μάς έδωκε μόλις προ ολίγου εις το βιβλίον του Griechische Bildhauerarbeit ο κ. Carl Blümel. Φιλόλογος ομού και γλύπτης, διέθεσε και τας τεχνικάς του γνώσεις εις την εξυπηρέτησιν της αρχαιολογίας και μας έδωκεν εις το ανωτέρω βιβλίον τον τεχνικόν τρόπον με τον οποίον ειργάζοντο επί του μαρμάρου οι αρχαίοι καλλιτέχναι. Εις το βιβλίον λοιπόν αυτό με ζηλευτήν όντως μετριοφροσύνην μάς παρέχει και την εκπληκτικήν αποκάλυψιν ότι ο Ερμής του Πραξιτέλους, το έργον το οποίον επί τόσα έτη ελατρεύθη ως πρωτότυπον ενός των μεγίστων καλλιτεχνών της ανθρωπότητος, δεν δύναται να είνε έργον ιδιόχειρον του καλλιτέχνου, αλλ’ απλούν αντίγραφον της ρωμαϊκής εποχής.
Είνε γνωστόν ότι όλων των μεγάλων καλλιτεχνών της αρχαιότητος τα έργα έγιναν ανάρπαστα, ευθύς ως η Ελλάς ήρχισε να γνωρίζη ημέρας παρακμής. Οι αγέρωχοι Ρωμαίοι μετέφεραν τα πλείστα εξ αυτών εις Ρώμην και εις τας επαύλεις των, όχι διότι τα ηγάπων και τα κατενόουν, αλλ’ ως περίεργον λείαν διά τους θριάμβους των ή διότι από μίαν εντελώς σύγχρονον τάσιν νεοπλουτικού εγωισμού ήθελαν να έχουν εις τους κήπους των έργα μεγάλων καλλιτεχνών. Όλα τα ονομαστότερα έργα διεσπάρησαν εις τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος και απωλέσθησαν διά παντός. […]
Ούτω λοιπόν σήμερον γνωρίζομεν μόνον σχολάς. Την σχολήν του Πολυκλείτου, του Φειδίου, του Λυσίππου κ.λπ., χωρίς να κατέχωμεν τίποτε από τας χείρας των. Τα σπουδαία έργα των μας διεσώθησαν εις αναρίθμητα αντίγραφα της ρωμαϊκής εποχής, διότι ο κάθε ευγενής Ρωμαίος ήθελεν εν αντίτυπον από έργον μεγάλου καλλιτέχνου. […]
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 20.2.1928, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»Έπειτα είνε πιθανόν ότι εις αντιγραφεύς θα ηδύνατο να μας δώση έργον, οίος ο Ερμής; Είνε αληθές ότι έχομεν και εκ μεταγενεστέρων εποχών έργα πρωτίστης γραμμής, όπως η Αφροδίτη της Κυρήνης, η Αφροδίτη της Μήλου, η θεσπεσία εκ Χίου κεφαλή του μουσείου της Βοστώνης κ.λπ., έργα τόσον έξοχα, ώστε τινά εξ αυτών ενομίσθησαν και νομίζονται ακόμη πρωτότυπα της δ’ εκατονταετηρίδος. Αλλ’ η απόστασίς των από του Ερμού παραμένει μ’ όλα ταύτα πολύ μεγάλη. Εις από τους βαθύτερον αισθανομένους την αρχαίαν πλαστικήν καθηγητής του Βερολίνου είπε τα εξής: «Δείξατέ μου εν ακόμη αντίγραφον όπως ο Ερμής και τότε θα πιστεύσω».
Αλλά το σπουδαιότερον ίσως επιχείρημα το οποίον δυνάμεθα να αντιτάξωμεν είνε το εξής: Η Ολυμπία ήτο κυριολεκτικώς πλήρης από έργα των σπουδαιοτάτων καλλιτεχνών της αρχαιότητος, αναθήματα, αγάλματα θεών, ανδριάντας ολυμπιονικών, συμπλέγματα μυθικών προσώπων κ.λπ. Παραδόξως όμως, ενώ εξ άλλων περιφήμων έργων έχομεν σωρείαν αντιγράφων, εξ Ολυμπίας ούτε εν ακόμη ασφαλές αντίγραφον εβεβαιώθη. Έχομεν μερικάς ασθενείς ενδείξεις περί της προτομής του καλουμένου Αρχιδάμου και άλλων τινών δευτερευούσης σημασίας έργων, αλλά καθόλου ειπείν αντίγραφα ασφαλή εξ Ολυμπίας δεν υπάρχουν, μη εξαιρουμένου και του αγάλματος του Ολυμπίου Διός του Φειδίου, το οποίον εν τούτοις δυνάμεθα να ονομάσωμεν το περιφημότατον της αρχαιότητος. Πόθεν αύτη η έλλειψις; Δεν επήγαιναν ίσως οι αντιγραφείς εις Ολυμπίαν, την οποίαν εθεώρουν απόκεντρον; Απηγόρευον ίσως οι Ηλείοι διά νόμου την αντιγραφήν των περιφήμων καλλιτεχνημάτων, τα οποία εθεώρουν εθνικόν των θησαυρόν; Ασφαλώς δεν γνωρίζομεν, το γεγονός όμως παραμένει ότι ούτε αλλαχού εσώθησαν αντίγραφα, ούτε εις Ολυμπίαν αυτήν εφρόντιζον οι Ηλείοι να θέτουν τοιαύτα εις την θέσιν των αρπαζομένων πρωτοτύπων.
Και γεννάται τώρα το ερώτημα: Είνε πιθανόν ότι προκειμένου ν’ απαχθή ο Ερμής εξ Ολυμπίας κατεσκευάσθη αντίγραφον, ίνα τεθή εις την θέσιν του; Αν επρόκειτο τουλάχιστον περί λατρευτικού αγάλματος, του οποίου η παρουσία είνε αναγκαία εις τον ναόν, το πράγμα θα εξηγείτο. Εδώ όμως πρόκειται περί απλού αναθήματος και τίποτε περισσότερον. Τις λόγος λοιπόν θα υπήρχε διά να τεθή αντίγραφον εις την θέσιν του; Ο Ερμής δεν ήτο καν σπουδαίον έργον του Πραξιτέλους. Οι αρχαίοι είχον πολλά άλλα σπουδαιότερα έργα να θαυμάζουν, και ό,τι δι’ ημάς σήμερον είνε θησαυρός, διά τους αρχαίους ήτο έργον ασήμαντον, του οποίου η μνεία μάς διεσώθη όχι εις επίτηδες συγγραφέν έργον (και υπήρχον πολλά τοιαύτα εν τη αρχαιότητι), αλλ’ εις τρεις λέξεις του Παυσανίου, ως να ελέγομεν σήμερον του Μπαίδεκερ, διότι ο Παυσανίας δεν ήτο τίποτε άλλο παρά εις συγγραφεύς οδηγού των αρχαιοτήτων της Ελλάδος κατά τον β’ μ.Χ. αιώνα. Χρονογραφικώς λοιπόν αναφέρει μεταξύ άλλων αγαλμάτων του Ηραίου «Ερμήν λίθου, Διόνυσον δε φέρει νήπιον, τέχνη δε εστι Πραξιτέλους». Το γεγονός ότι ο Ερμής ίστατο επί πολύ υστερωτέρας βάσεως εξηγείται ίσως διά των λεγομένων του Παυσανίου, όστις αφού αναφέρει τα αρχικώς εις το Ηραίον αποκείμενα έργα, λέγει ότι ύστερον ανετέθησαν και άλλα, μεταξύ των οποίων και ο Ερμής. Ο Παυσανίας υπήρξεν αδέξιος και αμελής συγγραφεύς και προξενεί σήμερον τρομερόν πονοκεφάλισμα εις τους αρχαιολόγους, επειδή ουδέποτε επρόσεχεν εις την κυριολεξίαν και την ακρίβειαν του ύψους. Είνε πιθανόν ότι δεν εννοεί τίποτε άλλο, παρά ότι τα αγάλματα αυτά μετεκομίσθησαν άλλοθεν, πράγμα το οποίον ολίγον κατωτέρω ρητώς αναφέρει περί άλλου καλλιτεχνήματος.
Αυτά είνε λοιπόν τα υπέρ και κατά της γνησιότητος του Ερμού επιχειρήματα. Ας περιμένωμεν να ακούσωμεν και την γνώμην των καθηγητών εκείνων οι οποίοι έχουν όλως ειδικώς ασχοληθή περί την αρχαίαν πλαστικήν. Αν ο Ερμής απεδεικνύετο οριστικώς έργον μεταγενεστέρου αντιγραφέως, θα απέμενε μόνον η ρωμαντική παρηγορία ότι δεν έχομεν απολύτως τίποτε από τας χείρας των μεγίστων καλλιτεχνών της αρχαιότητος και ο καθείς θα ήτο ελεύθερος να αναπαραστήση μόνον με την φαντασίαν του την δημιουργικήν μεγαλοφυΐαν των μεγαλειτέρων καλλιτεχνικών πνευμάτων της πλαστικής, τα οποία έχει να επιδείξη μέχρι σήμερον η ανθρωπότης.
*Άρθρο του διαπρεπούς αρχαιολόγου Σπυρίδωνος Μαρινάτου (1901-1974) για τον περίφημο Ερμή του Πραξιτέλους. Το κείμενό του, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» στις 20 Φεβρουαρίου 1928, έφερε τον τίτλο «Είνε πράγματι ο Ερμής του Πραξιτέλους έργον ιδιόχειρον του μεγάλου καλλιτέχνου;»
Ο Μαρινάτος, που υπογράφει το άρθρο του ως έφορος αρχαιοτήτων, βρισκόταν την εποχή εκείνη (1927-1929) στη Γερμανία, όπου πραγματοποιούσε σπουδές σε μεταπτυχιακό επίπεδο, με υποτροφία του φημισμένου Ιδρύματος Humboldt.
Το πλέον διάσημο έκθεμα του Αρχαιολογικού Μουσείου της Ολυμπίας, ο Ερμής του Πραξιτέλους, ανακαλύφθηκε από γερμανούς ανασκαφείς στις 26 Απριλίου/8 Μαΐου 1877.
Δημιούργημα των Ύστερων Κλασικών Χρόνων (περί το 330 π.X.), το υπό εξέταση μαρμάρινο σύμπλεγμα (Ερμής φέρων τον Διόνυσον) θεωρείται το μόνο πρωτότυπο έργο του ξακουστού αθηναίου γλύπτη Πραξιτέλη (4ος αιώνας π.Χ.) που έχει σωθεί.
Το σύμπλεγμα, κατασκευασμένο από παριανό μάρμαρο, παριστάνει τον Ερμή γυμνό, να στηρίζεται σε κορμό δέντρου (αυτός είναι σε μεγάλο βαθμό καλυμμένος από εξαίρετης πλαστικότητας ένδυμα, τη χλαμύδα του Ερμή) και να κρατά στο αριστερό χέρι του τον βρεφικής ηλικίας Διόνυσο, τον οποίον εμπιστεύτηκε στο θεό-προστάτη των ταξιδιωτών ο Δίας, θέλοντας να τον προστατεύσει από την οργή της Ήρας.
Ο Ερμής μεταφέρει το μικρό Διόνυσο στις Νύμφες, προκειμένου να αναλάβουν αυτές την ανατροφή του μετά το θάνατο της μητέρας του, της Σεμέλης, κόρης του Κάδμου και της Αρμονίας.
Στο σύμπλεγμα του Πραξιτέλη με το αξεπέραστο κάλλος και τις αρμονικές αναλογίες απεικονίζεται μια στιγμή ανάπαυσης κατά τη διάρκεια του εν λόγω ταξιδιού.
Το άγαλμα του Ερμή έχει δεχτεί συμπληρώσεις στο αριστερό πόδι από το γόνατο και κάτω και στη δεξιά κνήμη (συμπληρώσεις παρατηρούνται και στο κάτω μέρος του κορμού του δέντρου).
Στο δεξί του χέρι, που σώζεται εν μέρει, ο Ερμής κρατούσε πιθανώς ένα τσαμπί σταφύλι, σύμβολο του Διονύσου, το οποίο και προέτεινε με παιγνιώδη διάθεση προς το μέρος του βρέφους.
Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Ερμής του Πραξιτέλη στο Μουσείο της Ολυμπίας (Ολυμπία, 1955, φωτογραφία Νικολάου Τομπάζη, πηγή: Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου