«Μόνο αν έχεις θέληση αλλάζεις, η φυλακή σε αφήνει μετέωρο».
Κείμενο Άντυ Κουκλάδα
Δέκα χρόνια της ζωής του κύλησαν μέσα στο σκοτάδι ενός κελιού. Αποφάσισε πως είναι προτιμότερο να μη μετρά τον χρόνο, γιατί με αυτόν τον τρόπο οι λεπτοδείκτες μένουν στάσιμοι. Έπνιγε τις σιωπές του μέσα σε αυτό το σαθρά δομημένο, τιμωρητικό σύστημα που στερεί κάθε στάλα ελευθερίας και κουρελιάζει κάθε -φαινομενικά κατοχυρωμένο- δικαίωμα. Από τις κλειστές φυλακές Χανίων, στις Αγροτικές Φυλακές Αγυιάς. Στις 8.00 το πρωί, οι ανθρωποφύλακες έπαιρναν θέση και ξεκλείδωναν τα κελιά που στοιβάζονταν τρεις–τρεις και εκείνοι ξεχύνονταν στο προαύλιο. Στις 12.00 ξεκινούσαν να μοιράζουν το φαγητό. Οι πόρτες έμεναν ανοιχτές από τις 15.00 μέχρι τις 20.30 τον χειμώνα και μέχρι τις 21.30 το καλοκαίρι. Και μετά ξανά στριμωγμένοι σε έξι τετραγωνικά μέτρα, μέχρι το πρώτο φως του ήλιου. Αυτές τις ώρες μπορεί να επικρατεί απόλυτη ησυχία, όμως ο πόνος, ο θυμός και οι ανασφάλειες χορεύουν με ρυθμούς έξαλλους στο μυαλό και δεν το αφήνουν να ηρεμήσει. Υπερπληθυσμός, πολλοί μαζί σε ένα κλουβί, όμως η μοναξιά έρχεται και τα επισκιάζει όλα. Φόβος, γιατί δεν υπάρχουν ούτε τα βασικά. «Στις φυλακές Χανίων δεν έχουν φάρμακα και γιατρούς. Μέχρι πέρυσι ήμασταν 300 άτομα, πλέον έχουν γίνει 650-700. Στο κελί ήμασταν τρεις, πλέον είναι έξι άτομα», λέει ο Γιάννης με βαριά φωνή. «Το θέμα του φαγητού είναι επίσης πρόβλημα. Ούτε τα γουρούνια δεν το τρώνε. Στις αγροτικές είναι λίγο καλύτερη η κατάσταση. Είμαι μόνος στο κελί και το θεωρώ προνόμιο, ενώ ο Σωφρονιστικός Κώδικας λέει ότι σε κάθε κρατούμενο αντιστοιχούν 6 τμ αέρα, οπότε όλοι μόνοι θα έπρεπε να είναι σε κάθε κελί».
Ένα σύμπαν που μοιάζει διαφορετικό, αλλά εκείνος το χαρακτηρίζει σαν μια μικρή κοινωνία που καθόλου δεν διαφέρει από την κοινωνία έξω. «Γίνονται φασαρίες, υπάρχουν κόντρες, συμφέροντα για ναρκωτικά και κινητά, σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να βγουν και μαχαίρια. Πρέπει να κοιτάς την πάρτη σου, να αντιμετωπίζεις τα δικά σου προβλήματα και να μην μπερδεύεσαι με τους άλλους», λέει ο Γιάννης. «Δεν ασχολιόμουν με καταστάσεις στις οποίες δεν είχα λόγο. Γι' αυτό δεν είχα ποτέ πρόβλημα ή προηγούμενα με κάποιον κρατούμενο».
Η συνθήκη είναι σκληρή, ορισμένοι ασφυκτιούν, απομονώνονται. Άλλοι δημιουργούν κλίκες για να καταφέρουν να σταθούν ακέραιοι και να νιώθουν ένα αόρατο πλέγμα προστασίας. «Όταν πρωτοήρθαμε στη φυλακή, ήμασταν όλοι ψαρωμένοι. Οι καινούργιοι ήταν μαγκωμένοι. Όπως μπορείς να εμπιστευτείς κάποιον άνθρωπο όταν είσαι έξω, με τον ίδιο τρόπο μπορείς να εμπιστευτείς και κάποιον συγκρατούμενό σου. Είμαστε σαν ένα μικρό χωριό, που είτε το θέλουμε, είτε όχι, βλεπόμαστε κάθε μέρα. Εάν δεν θέλεις να πεις καλημέρα σε κάποιον, δεν του λες. Βέβαια οι περισσότεροι είναι κοινωνικοποιημένοι και συνειδητοποιημένοι. Έχουν προσαρμοστεί. Υπάρχουν φιλίες, συμπάθειες και αντιπάθειες, όπως ακριβώς συμβαίνει και έξω από αυτό το πλαίσιο», εξηγεί ο Γιάννης.
«Μετά από δέκα χρόνια εγκλεισμού, η φυλακή με άλλαξε σε όλα τα επίπεδα»
Δέκα χρόνια μετά, όλα έχουν γίνει ευμετάβλητα και έχουν αποδομηθεί. Και εκείνος, κάνοντας την δική του ανασκόπηση, αναγνωρίζει πως κάθε κομμάτι του εαυτού του έχει διαφοροποιηθεί. «Η φυλακή με άλλαξε πολύ σαν άνθρωπο», μου λέει ευθέως. Κόντρα στο σωφρονιστικό σύστημα που είναι «μπουρδέλο», όπως επαναλάμβανε με κάθε ευκαιρία, ο Γιάννης αυτοχαρακτηρίζεται ως η εξαίρεση του κανόνα. Δούλευε σαν γραφιάς στη φυλακή, όμως επειδή είχε βγάλει μόνο το δημοτικό και δεν ήξερε ορθογραφία, ντρεπόταν. Τον ρώτησα την ηλικία του. «Νιώθω 28 αλλά είμαι 65», απαντά με αυθορμητισμό. «Μόλις πήρα χαμπάρι ότι υπάρχει σχολείο, σκέφτηκα να πάω, για να μάθω να γράφω και τελικά έβγαλα Γυμνάσιο και Λύκειο και εξέδωσα συλλογή ποιημάτων. Και είναι το πιο πολύτιμο πράγμα που έχω κάνει».
Θεωρείται από τους τυχερούς, αφού στη φυλακή ναι μεν υπήρχαν πολλά άτομα που ενδιαφέρθηκαν να πάνε στο σχολείο, ωστόσο δεν είχαν αυτήν τη δυνατότητα, αφού οι υποδομές δεν ήταν επαρκείς, ενώ η πλειοψηφία των καθηγητών δίδασκε εθελοντικά. Συγκεκριμένα, από τους 300 κρατούμενους, μόνο 70-80 κατάφεραν να φοιτήσουν, αφού οι υπόλοιποι δεν χωρούσαν στις αίθουσες. Όπως υπογραμμίζει ο Γιάννης, «το σχολείο ανοίγει το μυαλό σου, γίνεσαι λίγο πιο εξωστρεφής. Υπήρχαν καθηγητές που ενδιαφέρονταν και μας έδιναν πράγματα χωρίς να περιμένουν αντάλλαγμα, όμως οι περισσότεροι το έκαναν εθελοντικά, δεν πληρώνονταν».
Το σχολείο δεν είναι φυλακή, όπως τονίζει, είναι σχολείο, παρόλο που βρίσκεται στα σπλάχνα της, είναι ένα σώμα ξεχωριστό. Οι τρεις-τέσσερις ώρες που πήγαινε στο σχολείο το πρωί, ήταν οι μοναδικές που κυλούσαν ευχάριστα κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού, αφού μάθαινε πράγματα πρωτόγνωρα. Όταν το βράδυ επέστρεφε και η πόρτα του κελιού κλείδωνε, δεν καθόταν να δει τηλεόραση, αλλά διάβαζε τα μαθήματά του και έγραφε. Το Λύκειο το έβγαλε μονάχα με ορισμένες σημειώσεις που του μοίραζαν οι καθηγητές, αφού αυτή η βαθμίδα μέσα στη φυλακή δεν υπήρχε. Έδωσε Πανελλαδικές, όμως δεν πέρασε πουθενά, αφού το πάλεψε μόνος, χωρίς καμία καθοδήγηση. «Έγραψα καλά ιστορία, έκθεση και λογοτεχνία, αλλά δεν έγραψα αρχαία και λατινικά. Τα παιδιά έξω, πέρα από το σχολείο, έχουν και τα φροντιστήρια, οπότε δεν μπορεί να συγκριθεί. Πρέπει να υπάρχει Λύκειο μέσα σε όλες τις φυλακές, είναι ανάγκη να προσλάβουν εκπαιδευτικούς. Αυτό το σύστημα στην Ελλάδα είναι υπό το μηδέν, είναι τιμωρητικό. Σε εκπαιδεύει να βγεις χειρότερος. Είναι σαν ένα πανεπιστήμιο που ανακυκλώνει κρέατα, τα στοιβάζει και τα βγάζει χειρότερα στην κοινωνία», επισημαίνει με μια υποψία οργής.
«Εάν κάποιον τον βαραίνει μια μεγάλη ποινή, όπως εμένα, μπορεί να βγει καλύτερος, εάν βάλει κάτω τη λογική και αλλάξει το μυαλό του. Πρέπει να έχει θέληση. Γιατί δεν υπάρχει καμία φυλακή που έχει τέτοια υποδομή. Εγώ μόνος έκανα αυτήν τη στροφή, δεν με συμβούλεψε κανένας. Ξεκίνησε από το σχολείο που απέκτησα επαφή με αυτούς τους ανθρώπους που είναι μορφωμένοι και καλλιεργημένοι και παρόλο που ήμουν ισοβίτης, μου συμπεριφέρονταν με ευγένεια. Υπήρχε σεβασμός, κάναμε την πλάκα μας, οι καθηγητές είχαν ξεθαρρέψει και ήταν χύμα, αναπτύχθηκαν φιλίες, εμπιστοσύνη. Σιγά-σιγά, ξεκίνησα να διαφοροποιούμαι και έχω αλλάξει πολύ σε όλα τα επίπεδα. Οι γνώσεις μου διευρύνθηκαν, κοινωνικοποιήθηκα, άλλαξα πνευματικά», εξηγεί.
Δεν έγραφε ποτέ στη ζωή του. Μια φορά, τους είχε επισκεφθεί στη φυλακή μια φιλόγογος και ένας ηθοποιός και τους κούρδιζαν για να εκφραστούν σε ένα κομμάτι χαρτί. Και κάπως έτσι ξεκίνησε να ανακαλύπτει μια καινούργια πτυχή του. «Μας είπαν να γράψουμε όλοι από ένα ποίημα. Το έγραψα και μόλις το είδαν, μου είπαν ότι το ‘χω. Δεν το πίστευα, εξάλλου ποτέ δεν έγραφα στη ζωή μου. Άσε που δεν τα πήγαινα καλά με τα γράμματα. Αυτό μου το έβγαλαν ή το είχα μέσα μου να υποβόσκει και δεν το ήξερα. Πάντως, έτσι δημιουργήθηκε η ποιητική συλλογή και περιέργως αρέσει πάρα πολύ. Πολλοί συγκρατούμενοι έχουν διαβάσει τα ποιήματα και πολλοί από αυτούς αγόρασαν και το βιβλίο». Την ποιητική συλλογή την έγραψε μέσα στη φυλακή. Ξεκίνησε πριν τρία χρόνια και εκδόθηκε φέτος. Περιλαμβάνει 13 ποιήματα για το βίωμα της φυλακής, τον εγκλεισμό, τη μοναξιά και τους ανθρωποφύλακες, που αρνείται να τους αποκαλεί σωφρονιστικούς υπαλλήλους. «Μέσα εκεί μοναξιά, μόνο μοναξιά υπάρχει», ψελίζει. Συνεχίζει να γράφει μέχρι σήμερα, ετοιμάζει ήδη την επόμενη έκδοση.
«Για να κινηθεί το γρανάζι, το σύστημα βάζει στο περιθώριο ανθρώπους»
Όπως εξηγεί, όταν κάποιος βγαίνει έξω, δεν έχει ούτε εισιτήρια για να πάει στο σπίτι που έμενε, δεν υπάρχει καμία δομή να τον φιλοξενήσει ή να τον βοηθήσει οικονομικά για να σταθεί στα πόδια του, να του χορηγήσει ένα βοήθημα για λίγο καιρό, ή κάποια εργασία να δουλέψει. Δεν υπάρχει πρόνοια γι’ αυτούς, είναι καταδικασμένοι, δεν υπάρχει περίπτωση να γλυτώσουν, ειδικά εάν δεν έχουν υποστηρικτικό ή οικογενειακό περιβάλλον. «Αυτοί οι άνθρωποι, πιστεύετε πως μπορεί να ενταχθούν στην κοινωνία από μόνοι τους; Το σύστημα σε αφήνει μετέωρο. Για να κινηθεί το γρανάζι, πρέπει να βάλει στο περιθώριο ανθρώπους ώστε να το λαδώνουν, για να δουλεύουν αστυνομικοί, δικαστές, εισαγγελείς, φυλακές. Πώς θα δουλέψει όλο αυτό, αν το μαγαζί δεν παράγει καινούργια φυντάνια; Ιδρυματοποίηση, μέσα και έξω. Το σύστημα φταίει, όχι ο κόσμος. Αν από τα δέκα άτομα δώσεις την ευκαιρία σε δύο, θα γίνουν καλύτερα, θα γλιτώσουν. Έχει τύχει να δω άτομα να φυλακίζονται έξι φορές. Μπαίνουν ξανά μέσα με μαθηματική ακρίβεια», λέει ο Γιάννης.
Αυτή ήταν η τελευταία του από τις επτά ημέρες άδειας, που την απολαμβάνει με λίγο καφέ και ήλιο. Δεν μετρά ποτέ τον χρόνο, αν τον μετρούσε θα είχε τρελαθεί. Σε λίγες ώρες θα πάρει το καράβι για να επιστρέψει ξανά στην Κρήτη, στη φυλακή. Πιάνει το βιβλίο και ανοίγει την ποιητική του συλλογή.
«Να σου διαβάσω ένα ποίημα;», με ρωτά. «Φυσικά», αποκρίνομαι.
Με κλειδώσαν σε υπόγειο κελί
Το κλειδί στην τσέπη
Ο ανθρωποφύλακας τρυπώνει στο όνειρο,
λαθρεπιβάτης
Δείχνω την έξοδο με τη μανία του αθώου έγκλειστου,
Όχι ευγενικά και συγκαταβατικά πια
Με λύσσα 'φύγε' ουρλιάζω,
Εκτός ονείρου θυμάμαι τώρα το επισκεπτήριο.
Πόνος, θυμός, ανθρώποι γύρω, κορμιά, ψυχές εδώ σημαδεμένα
του ηλίου το φως,
τα μάτια βουρκωμένα παντού λέω,
αυτό το πάντα κυριαρχεί, φοβίζει, κολλημένο σαμάρι ψυχής.
Προσμονή για την ημέρα που θα με τυφλώσει του ήλιου το φως
που θα ζεστάνει και θα ξεπλύνει θλίψη και ντροπή.
Ονειρεύομαι τις νύχτες της πόλης και τα φώτα, τους ανθρώπους με ανοιχτά παράθυρα και χρωματιστά ναι.
Ξαφνικά τώρα ο ανθρωποφύλακας με αφυπνίζει από το όνειρο.
Η πραγματικότητα παρούσα, εδώ,
Ξημέρωσε πια
Στο μαξιλάρι το γλυκοχάραμα ξυπνά μαζί μου». Αυτό λέγεται «Του Ήλιου το Φως».
«Πώς σου φάνηκε;», με ρωτά. «Μου άρεσε πάρα πολύ», του απαντώ. «Είναι αληθινό και βιωματικό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου