Λες, ας πάω να δω κι αυτό τον τόπο και έτσι δοκιμάζοντας την ανάρτηση του αυτοκινήτου, δρόμο παίρνεις. Ε, στα εξακόσια μέτρα, πηγαίνοντας υποχρεωτικά με δεύτερη, άρα έχοντας τη δυνατότητα να παρατηρείς, μένεις ενεός. Μα τι είναι επιτέλους αυτό το μεγάλο καΐκι με τις υπερκατασκευές που στέκει περήφανο μέσα σε χωράφι; Μια Κιβωτός; Και που ο Νώε;
Χρόνια ολόκληρα πηγαίνοντας για ψαροντούφεκο στο Βρωμοπήγαδο έβλεπα το καΐκι έχοντας μάθει πια πως ήταν ο «δημιουργικός χώρος» – έτσι τον χαρακτηρίζει ο ίδιος – του Στάθη Σαλαμούρα. Ενός καραβομαραγκού (;), επιπλοποιού (;), κατασκευαστή χρηστικών αντικειμένων από ξύλο ελιάς (;) ή τι άλλο; Απορία ψάλτου βηξ!
Ήθελα να πάω να κουβεντιάσω αυτόν τον σύγχρονο Νώε (!) αλλά δεν εμπιστευόμουν τη δική μου ικανότητα για φωτογράφιση. Φάνταζε τόσο όμορφο αυτό που έβλεπα από μακριά, μα τόσο, που είχα την ανάγκη επαγγελματία που να μας ενώνει κοινό μυαλό και φαντασία.
Όταν ανέβηκε ο Σπύρος Τσακίρης για ένα τριήμερο στον Λαύκο, είχε έρθει πια η ώρα κι έτσι τα πράγματα πήραν γλυκά το δρόμο τους.
Ένα πρωινό, στα μέσα Σεπτέμβρη, στο ξυλουργείο του Στάθη σιμά στο καΐκι, παρατηρούσαμε πως έκανε τις κολλήσεις σ’ ένα γραφείο από ξύλο ελιάς.
«Συγνώμη παιδιά αλλά αυτή η δουλειά βιάζει», μας είπε, εμείς δεν βιαζόμαστε, όλα καλά ήταν, χαζεύαμε και τον μικρό του γιο, τον Νικόλα, έναν ξανθό άγγελο, που παρακολουθώντας τον πατέρα του, έφτιαχνε κι αυτός ένα μείγμα από «κόλλα», χώμα και νερό, σ’ ένα κουβαδάκι. Μετά ανέβηκε στον προσωρινό του παιδότοπο, έναν βαρκαλά (τύπο σκαριού) κι ασχολήθηκε με τα παιχνίδια του. Οι δυο αδελφές του, η Πηγή και η Χαρά έλειπαν στο σχολείο, το ίδιο και η μάνα του η Γεωργία, τελειόφοιτος της Καλών Τεχνών που διδάσκει στη μέση εκπαίδευση.
Το ξύλο για τον Στάθη είναι μονόδρομος. Ιδιαίτερα αυτό της ελιάς. Ξεκίνησε να το δουλεύει στα δώδεκα του χρόνια φτιάχνοντας ο ίδιος τα παιχνίδια του, ένα τόξο, μια σφεντόνα, το σκαμνάκι που θα καθόταν.
«Κατακτάς μ’ αυτό όσα θέλεις. Σχεδόν τα πάντα», λέει κι αν επισημάνεις πως για να γίνει τούτο πρέπει και φαντασία να έχεις και να πιάνουν τα χέρια σου, θα αντιτείνει πως: «όλων πιάνουν τα χέρια κι όλοι έχουμε φαντασία. Κάποιος όμως πρέπει να τη φέρει στην επιφάνεια. Ο παππούς, η γιαγιά, ο δάσκαλος; Κι από τη στιγμή αυτή αρχίζεις και δημιουργείς».
Μεγαλώνοντας στη Μηλίνα, δίπλα στο κύμα, η αγάπη για τη θάλασσα και τα σκάφη είναι αυτονόητη. Ειδικά όταν ο πατέρας σου σε παίρνει με τη βάρκα του για ψάρεμα. Τώρα πια στα σαράντα οκτώ του χρόνια, πλήρης εμπειρίας αναλαμβάνει την επισκευή παλιών σκαριών, που έχουν ζήσει στο νερό πάνω από μισό αιώνα, «το μαύρο τρεχαντήρι που δένει μπροστά στο ‘’Εν πλω» (εστιατόριο) είναι εκατόν δυο χρόνων και το δούλεψα» θα πει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου