Πώς κάνεις μια ταινία για μια πλαστική κούκλα να μοιάζει έξυπνη, όμορφη, αστεία, φιλοσοφημένη; Ο Θοδωρής Δημητρόπουλος είδε την πολυαναμένομενη κινηματογραφική μεταφορά.
Μπορεί το Barbie της Γκρέτα Γκέργουιγκ (υποψήφια για Όσκαρ για το Lady Bird και το Little Women) να μην καταλήξει ως η εμπορικότερη ταινία του καλοκαιριού, αλλά σίγουρα είναι η διασημότερη, η μεγαλύτερη, αυτή με την οποία ασχολούνται διαρκώς οι πάντες εδώ και μήνες και –ετούτη είναι μια επιτυχία καθόλου δεδομένη– που θα συνεχίσουν να ασχολούνται για καιρό ακόμα.
Ήταν ένα πρότζεκτ που έκανε πολύ κόσμο να σηκώσει το φρύδι όταν ανακοινώθηκε: Μετά από δύο τρομερά πετυχημένες, άκρως προσωπικές ταινίες, η Γκέργουιγκ (με τη συνδρομή του σκηνοθέτη και παρτενέρ της, Νόα Μπόμπακ, στο σενάριο) θα έγραφε και θα σκηνοθετούσε μια ταινία Barbie για λογαριασμό της Mattel. Δεν είναι λίγο δυστοπία; Αλλά από την άλλη, είναι και λίγο συναρπαστικό κιόλας. Ακούγεται παράξενο, αλλά μήπως… υπάρχει κάτι εκεί;
Ναι. Η απάντηση είναι ναι. Σε όλα.
Η Γκέργουιγκ συνεχίζει να ασχολείται με θεματικές που συναντάμε στις δύο προηγούμενες ταινίες της, καταφέρνοντας να δέσει τη Barbie στον αναγνωρίσιμα δικό της κινηματογραφικό κόσμο. Με τρόπο όχι ανόμοιο του επιτεύγματος του Κρίστοφερ Νόλαν (αντιπάλου της Barbie στο box office φέτος με το Οπενχάιμερ), όταν εκείνος ανέλαβε να κινηματογραφήσει τον Μπάτμαν αλλά οι ταινίες που δημιούργησαν ήταν πρωτίστως απόλυτα νολαν-ικές κατασκευές.
Στην σύντομη αλλά αψεγάδιαστη ως τώρα φιλμογραφία της Γκέργουιγκ, το μαγικό Little Women κορυφωνόταν με μια σχετικά ανατρεπτική ανάγνωση του κειμένου, καθώς η κεντρική ηρωίδα αναζητά την ευτυχία και τον καθορισμό της ταυτότητάς της σε ένα κόσμο που διαρκώς τη βάζει σε κουτάκια και τη φορτώνει με ταμπέλες. Η δε σχέση μητέρας και κόρης που απομακρύνονται χωρίς να καταλαβαίνουν ακριβώς γιατί, εξερευνήθηκε στο Lady Bird, όπως κι ο διακαής πόθος της ηρωίδας να φύγει από τον περιορισμένο, γνώριμο κόσμο της, και να αναζητήσει ό,τι άλλο υπάρχει εκεί έξω. Αυτές είναι ιδέες που βρίσκονται στην καρδιά της νέας της, μπλοκμπάστερ αυτή τη φορά, ταινίας.
«Αγαπούσα το Σακραμέντο καθώς μεγάλωνα, και ήξερα πως είναι όμορφο και ξεχωριστό και δεν είχα την αίσθηση τόσο ότι “πρέπει να φύγω από αυτό το μέρος” όσο ότι ήμουν πεπεισμένη πως υπήρχε μια πιο συναρπαστική ζωή κάπου αλλού», μου έλεγε η Γκέργουιγκ όταν είχαμε μιλήσει για το εξαιρετικό Lady Bird πριν 5 χρόνια. «Η Τζόαν Ντίντιον έχει μια ατάκα για αυτό. Λέει πως οι συγγραφείς, πως όλοι όσοι κρατούν σημειωματάρια είναι άνθρωποι γεννημένοι με ένα προαίσθημα απώλειας. Είχα συναίσθηση του γεγονότος πως η εφηβεία μου ήταν η εφηβεία μου ενώ συνέβαινε. Αν αυτό βγάζει νόημα. Πως αυτό δεν είναι κάτι που θα κρατήσει για πάντα».
Η Barbie δεν είναι μια ταινία για την εφηβεία, αλλά μια κάποια ιστορία ενηλικίωσης την διατρέχει, υπό μία έννοια. Και σίγουρα είναι η περιπέτεια μιας ηρωίδας που αποκτά μια τέτοιου είδους συνείδηση της ύπαρξής της– και αυτό το προαίσθημα απώλειας. Ειδικά αυτό.
Η ταινία ξεκινά (ύστερα από έναν πολύ αστείο, σινεφιλικό πρόλογο που χρησιμοποιεί την εικονογραφία του 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος για να μιλήσει για την επίδραση της Barbie όταν πρωτοδημιουργήθηκε) στην φανταχτερή Barbieland. Έναν ακαθόριστο τόπο όπου όλες οι Μπάρμπι κι όλοι οι Κεν ζουν σε αρμονία. Η Μάργκο Ρόμπι είναι η στερεοτυπική Μπάρμπι, «η Μπάρμπι που φέρνεις στο μυαλό σου όταν κάποιος σου πει “Μπάρμπι”», ενώ άλλες διάσημες παραλλαγές της κούκλας παίζουν οι Αλεξάντρα Σιπ, Έμα Μάκι, Χάρι Νεφ, Ντούα Λίπα(!), και η Ίσα Ρέι ως Πρόεδρος Μπάρμπι.
Βλέπετε, οι Μπάρμπι μπορούν να είναι ό,τι θέλουν να είναι, μπορούν να είναι τα πάντα. Αυτή η Μπάρμπι είναι μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου! Αυτή η Μπάρμπι είναι αστροναύτης! Μπάρμπι διαφόρων επαγγελμάτων και χρωμάτων εκπροσωπούνται στην Barbieland λύνοντας έτσι μια για πάντα το πρόβλημα του σεξισμού στον πραγματικό κόσμο, όπως αστειεύεται η αφηγήτρια (Έλεν Μίρεν) στο ξεκίνημα της ταινίας.
Η Μπάρμπι ξυπνά κάθε πρωί μες στην τελειότητά της, πίνει χυμό (χωρίς να πίνει τίποτα), κάνει ντουζ (χωρίς να τη λούζει νερός) χαιρετά τις άλλες Μπάρμπι, φορά τα τακούνια της και ζει μια ακόμα τέλεια μέρα που καταλήγει σε μια εξίσου τέλεια κοριτσοβραδιά στο ονειρεμένο της σπίτι. Ο Κεν είναι στην παραλία χωρίς να κάνει κάτι, απλά υπάρχει, κι απλώς περιμένει η Μπάρμπι να του ρίξει ένα βλέμμα, να δώσει νόημα στην ύπαρξή του. Όλες οι Μπάρμπι έχουν τους Κεν τους (μεταξύ άλλων ο Τζον Σίνα, ο Σούτι Γκάτουα, ο Κίνγκσλεϊ Μπεν-Αντίρ, ο Σίμου Λίου αλλά πρωτίστως ο Ράιαν Γκόσλινγκ σε μια εντυπωσιακή ερμηνεία.) H τέλεια αυτή καθημερινή ρουτίνα καταλαμβάνει το πρώτο εκτενές σκέλος της ταινίας, που είναι αγνά απολαυστικό. Αστείο, έξυπνο, πανέμορφο.
Με τεράστια καλλιτεχνική αφοσίωση, η Γκέργουιγκ έχει επιβλέψει εδώ τη δημιουργία ενός απίθανου ξεχωριστού κόσμου, οδηγώντας πολύ κόσμο να κάνει αναφορές στο παραγνωρισμένο αριστούργημα Ποπάυ, ο Νάυτης του Ρόμπερτ Όλτμαν. Η σκηνογραφία της Σάρα Γκρίνγουντ (Άννα Καρένινα, Εξιλέωση, Συρανό ντε Μπερζεράκ) και τα κουστούμια της βραβευμένης με Όσκαρ Ζακλίν Ντουράν (Little Women, Άννα Καρένινα) βρίσκουν τη γραμμή ανάμεσα στο πλαστικό και το χειροποίητο, δίνοντας χαρακτήρα στην τυποποίηση και διακυμάνσεις σε μια θάλασσα από ροζ. Είναι ένα εντυπωσιακό αυτόνομο σύμπαν που δεν προσπαθεί να παίξει με στοιχεία ρεαλισμού, αλλά ταυτόχρονα ξέρει πώς το πλαστό και το κατασκευασμένο να τα κάνει να μοιάζουν ζωντανά.
Ο χώρος αυτός παίζει τεράστιο ρόλο μιας και αργότερα γίνεται το διακύβευμα του στόρι- η ακεραιότητα αυτού του τόπου όπως τον γνωρίσαμε κι όπως η Μπάρμπι τον αγάπησε.
Τα προβλήματα αρχίζουν, όπως συμβαίνει και στη ζωή, όταν η Μπάρμπι αρχίζει να έχει κάτι ακατανόητα υπαρξιακά ερωτήματα και να αναρωτιέται για τον θάνατο. Δεν ξέρει από πού ήρθαν αυτές οι σκέψεις, όμως της χαλάνε την τελειότητα της ρουτίνας της. Ξαφνικά τα πόδια της πατάνε στο έδαφος (κυριολεκτικά) και οι καθημερινές της συνήθειες μοιάζουν χαλασμένες. Η Περίεργη Μπάρμπι (Κέιτ Μακίνον κλασικά σε μεγάλα κέφια, στο ρόλο μιας Μπάρμπι που από το πολύ παιχνίδι έχει χαλάσει) της εξηγεί ότι, βασικά, θα πρέπει να πάει στον πραγματικό κόσμο και να βρει το κορίτσι που παίζει μαζί της, μεταδίδοντάς της όλες αυτές τις σκοτεινές σκέψεις.
Εκεί, στον πραγματικό κόσμο, η Μπάρμπι έρχεται αντιμέτωπη με τον σεξισμό, κι ο Κεν ανακαλύπτει την πατριαρχία, βάζοντας μπροστά τα επόμενα 2/3 της ταινίας. Η κάτι-σαν-πλοκή που μπαίνει μπροστά σε εκείνο το σημείο γεννά αρκετά από τα προβλήματα του φιλμ, το οποίο στην υπόλοιπη διάρκειά του δεν βρίσκει ποτέ αληθινό ρυθμό, φρενάροντας την όποια δράση και τις εμπνευσμένα φαν εξάρσεις για να διατυπώνει και να επαναδιατυπώνει ιδέες.
Ιδέες! Υπάρχουν πολλές εδώ. Ευχάριστο πρόβλημα– τα περισσότερα μπλοκμπάστερ έχουν πολύ λίγες, κι εδώ έχουμε πολλές. Όμως πολύ συχνά η ταινία κάνει κύκλους γύρω από το ίδιο σημείο, και μιλά αντί να δείχνει, επαναλαμβάνοντας τις ίδιες σκέψεις μέχρι το σημείο του να τις καθιστά τσιτάτα. Υπάρχει μια εκπληκτική σκηνή στο δεύτερο μισό του φιλμ, με την Αμέρικα Φερέρα –που παίζει μια υπάλληλο της Mattel που αγαπά τη Μπάρμπι και τη βοηθά στην αποστολή της να σώσει τη Barbieland– να παραδίδει ένα συγκλονιστικό μονόλογο πάνω στην απαίτηση και το βάρος που κουβαλά κάθε γυναίκα απλώς υπάρχοντας στον σημερινό κόσμο. Είναι το κεντρικό μοτίβο του (παθιασμένα φεμινιστικού) φιλμ, και προσγειώνεται με βρόντο, συγκινητικά, αποστομωτικά– αλλά η ίδια ιδέα αναπαράγεται με τέτοια συχνότητα που από ξέσπασμα γίνεται σλόγκαν.
Υπάρχουν πολλές τέτοιες αντιφάσεις μες στο φιλμ. Η Mattel παρουσιάζεται ως μια καρτουνίστικη εταιρεία με ένα συμβούλιο αποκλειστικά αποτελούμενο από άντρες (σε μια από τις πιο αστείες σκηνές της ταινίας), αλλά ο CEO που παίζει ο Γουίλ Φέρελ εκφράζει ψήγματα ανθρωπιάς σε μια κρίση στιγμή. Το Barbie εδώ κλείνει το μάτι, σα να λέει στο κοινό πως ξέρει ότι η ταινία λειτουργεί σαν διαφήμιση για ένα corporation, και να, μπορούμε να τους κράζουμε– μια κίνηση που τελικά και την ταινία κάνει ισχυρότερη ως διαφήμιση, και το brand κάνει πιο κουλ. Κι ακόμα αν πολλές από τις διαπιστώσεις του φιλμ κλείνουν ελαφρώς το μάτι στα προβλήματα του corporate φεμινισμού -αγνοώντας τον ταξικό χαρακτήρα του φεμινισμού- εν τέλει ακόμα κι ο τελικός θρίαμβος συνδέεται με μια εμπορική νίκη.
Επίσης, παρόλο που αυτή είναι μια ταινία για τη Μπάρμπι, το δεύτερο μισό χάνει ανησυχητικά το δρόμο του παραδιδόμενο στον Κεν. Το κάνει μιλώντας για τον σεξισμό, για την γέννηση της πατριαρχίας, για τους άντρες που απαιτούν την προσοχή των γυναικών αλλά δεν ενδιαφέρονται να τους δώσουν τη δική τους. Πολλές επιμέρους σκηνές είναι εμπνευσμένες και αστείες (ο κιθαριστικός μαραθώνιος), κάποιες είναι εύκολο ιντερνετικό χιούμορ (ο Κεν θέλει να βάλει στην Μπάρμπι του να δει τον Νονό), κάποιες είναι παράξενες και εντυπωσιακές (ένα χορευτικό ξέσπασμα των Κεν που αποτελεί highlight της ταινίας παρόλο που δεν βρίσκει οργανικά τη θέση του μέσα σε αυτήν).
Αλλά συνολικά, παίρνουν το focus της ταινίας από τη Μπάρμπι της Μάργκο Ρόμπι – που το τραβά διαρκώς ξανά πάνω της με ευκολία βέβαια μιας και είναι μαγνητική παρουσία αλλά κυριότερα μια φανταστική ερμηνεύτρια που σε κερδίζει ξανά και ξανά με τη δύναμη της αφοσίωσης και της χαρισματικότητάς της. Και παίρνουν το focus με ένα τρόπο που εν τέλει δεν δικαιώνεται, αδικώντας την παθιασμένη αλήθεια που εκφράζεται σε άλλα σημεία (όπως αυτό της Φερέρα που προαναφέραμε), και παραμένοντας σε μια αρκετά επιφανειακή θεώρηση της έλξης της πατριαρχίας αλλά και της συνύπαρξης μέσα σε αυτήν.
Την ίδια στιγμή, ακόμα και καθαρά δομικά, η ταινία έχει κάτι το αυθεντικά αξιοπερίεργο. Αρνείται να καθαρογράψει τους κανόνες του κόσμου της επειδή δεν έχει σημασία, κι επειδή λειτουργεί συναισθηματικά. Ως πλοκή και αφήγηση φλερτάρει με το αφηρημένο, αλλά και πάλι δίνει στην ηρωίδα της ένα ζητούμενο, μια αποστολή. Είναι ένα φιλμ ιδεών που δεν ξέρει πάντα πώς να κάνει τις ιδέες και τις οπτικές του εξάρσεις να συνυπάρξουν– είναι άρα πολύ διασκεδαστικό και αστείο, αλλά όχι όσο πιστεύει ότι είναι.
Με διάφορους τρόπους, το φιλμ αρνείται να δώσει το τελικό χτύπημα όπου αυτό αρμόζει, αλλά από την άλλη είναι κι αναμενόμενο αυτό, έτσι δεν είναι; Το ξέρει κι η ίδια η ταινία, γι’αυτό οριοθετεί την ευρηματικότητα και το ειλικρινές πάθος της με ένα τόσο-όσο στρώμα ειρωνείας και αποστασιοποίησης, σα να λέει «κοίτα, δε μπορείς να κάνεις κάτι αληθινά επαναστατικό, Mattel λέει επάνω το προϊόν, αλλά προσπάθησα, δεν είναι αξιοθαύμαστο;» ή «ε, πόσο εξεζητημένη να ήταν η κοινωνική θεώρηση του φιλμ; Το Barbie βλέπεις! Όχι τη Ζαν Ντιλμάν». Και είναι αλήθεια. Δίκιο έχει, και το ξέρει. Αλλά είναι αυτό αρκετό;
***
Πώς κάνεις, λοιπόν, μια ταινία για μια πλαστική κούκλα να μοιάζει έξυπνη, όμορφη, αστεία, φιλοσοφημένη;
Ο άθλος που ανέλαβε να φέρει εις πέρας η Γκρέτα Γκέργουιγκ μοιάζει με πρόκληση απέναντι στην οποία δεν γίνεται να κερδίσεις. Αλλά, την ίδια στιγμή, με έναν παράδοξο τρόπο… δεν γίνεται να χάσεις κιόλας.
Αν έχεις το ταλέντο και τη δημιουργικότητα της Γκέργουιγκ, τελοσπάντων.
Πολύ μεγάλο κομμάτι των συζητήσεων γύρω από την ταινία θα αφορούν το κατόρθωμα του ότι υπάρχει και μόνο. Του ότι μια τόσο corporate κατασκευή μπορεί να έχει μυαλό, χαρακτήρα και κοινωνική συνείδηση– αλλά και δημιουργικότητα, και τέχνη, και ομορφιά. Θα μοιάζει με μια μεγάλη νίκη, επειδή η Γκέργουιγκ κατάφερε να κάνει κάτι έξυπνο κι αστείο μέσα σε ένα τόσο εμπορευματοποιημένο και ελεγχόμενο περιβάλλον. Θρίαμβος!
Στην άλλη πλευρά όμως αυτής της συλλογιστικής είναι και μια άλλη σκέψη: Πάνω στον ενθουσιασμό για αυτές τις πύρρειες νίκες, για σπουδαίους δημιουργούς που δένουν κόμπο τις αφηγήσεις και τις ιδέες τους για να στριμωχτούν μέσα τόσο κυνικά, καπιταλιστικά συστήματα. Για το πώς τελικά ο κόσμος μας όλο και πιο αναπόφευκτα διαβάζεται, ερμηνεύεται και αντικατοπτρίζεται σε νοσταλγικές επαναδιατυπώσεις.
Η Barbie της Γκρέτα Γκέργουιγκ δεν είναι η στερεοτυπική Μπάρμπι επειδή, επιχειρηματολογεί η ταινία, στερεοτυπική Μπάρμπι δεν υπάρχει στα αλήθεια. Είναι όμως μια ταινία που έχει συναίσθηση του εαυτού της. Μπορεί όχι με τον επιθετικό τρόπο ενός Deadpool, όμως είναι μια ταινία που ξέρει πως είναι ταινία –και δη μια ταινία της Mattel–, που μεγάλο κομμάτι της αποστολής της είναι το να δικαιολογήσει την ύπαρξή της και να δικαιολογηθεί γενικώς, να προλάβει τα αντ-επιχειρήματα, να πει πρώτη αυτά που κι εσύ θες να πεις και κλείνοντας το μάτι να προχωρήσει παρακάτω εκφράζοντας πολύ ειλικρινά πάθος και ορμή και συναίσθημα και παράπονο.
Και ξέρετε τι; Τα κατάφερε. Έχει κι αυτό μια αξία. Έχει κι αυτό μια αξία;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου