Σοφία Χρήστου
«Υπήρξε μία εποχή σ΄αυτή την πόλη, που περπατώντας… άκουγα τις αναπνοές των ανθρώπων από τ΄ανοιχτά παράθυρα. Άκουγα τις ερωτικές τους συνομιλίες, τους ψιθυρισμούς τους, τις αγωνίες τους για τις ασήμαντες ή σπουδαίες υποθέσεις, κι όσο απομακρυνόμουνα στις συνοικίες τόσο πιο πολύ έμπαινα στη διαφάνεια του κόσμου τους», είχε εκμυστηρευθεί ο Μάνος Χατζιδάκις σε συνέντευξή του στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο το 1985.
Μόνο που πλέον οι ψιθυρισμοί εκείνων που νιώθουν ακόμη την ανάγκη να εκφραστούν έχουν λιγοστέψει σε μια πόλη χαοτική και πολύβουη, που ξαναβρίσκει κάπως την ηρεμία της κάτι τέτοιες ημέρες του Αυγούστου. Και κάπως έτσι οι ήχοι παύουν να αφηγούνται τις ιστορίες των πόλεων και αρχίζουν να αποκτούν ξανά «φωνή» οι ιστορίες των ανθρώπων πίσω από τα μικρά μπαλκόνια και τα ακόμα πιο μικρά παράθυρα. Και όσοι μένουν πίσω, είναι σαν να κρατούν την πόλη ζωντανή για εκείνους που θα τη γεμίσουν ξανά τον Σεπτέμβριο.
Όσο για την ερώτηση «πώς και (ξέ)μεινες ξανά στην Αθήνα», μπορεί πολλές φορές να παραπέμπει στην κλισέ απάντηση «η Αθήνα τον Αύγουστο είναι μαγεία» υπάρχουν όμως κι αυτοί για τους οποίους η πρωτεύουσα είτε είναι απλώς μία κάπως καλύτερη επιλογή είτε η μόνη.
Οπουδήποτε αλλού είναι ασύμφορα
Ο Δημήτρης, επί χρόνια κάτοικος Καλλιθέας και πλέον Παγκρατιώτης, δεν θεωρεί ωραία την Αθήνα τον Αύγουστο, απλά πιστεύει πως οπουδήποτε αλλού είναι ασύμφορα.
«Θα κάνω Δεκαπενταύγουστο εδώ και μετά θα αρχίσω να μετράω αντίστροφα για τις δικές μου διακοπές τον Σεπτέμβρη. Φέτος έχω ακούσει πως πολλοί επέλεξαν αυτόν τον μήνα για τις καλοκαιρινές τους διακοπές, ωστόσο για εμένα ήταν μονόδρομος, καθώς εκτός του ότι εργάζομαι αυτές τις ημέρες, είμαι σίγουρος πως τα χρήματα που θα ξόδευα για να κάνω διακοπές τώρα, δεν θα μου προσέφεραν την ξεκούραση που αποζητώ. Για μένα λοιπόν τρεις είναι οι λύσεις. Είτε διακοπές τον Σεπτέμβριο σε κάποιο ήσυχο νησί, είτε επιστροφή στο χωριό ή αεροπλάνο με προορισμό το εξωτερικό», επισημαίνει ο ίδιος στην «Κ», ενώ περιμένει τον καφέ του σε μία ήσυχη καφετέρια στο Παγκράτι. Αυτή τη στιγμή είναι ο μοναδικός πελάτης του μαγαζιού, αλλά δεν τον ενοχλεί. Του αρκεί το σκιερό πλατάνι και το δροσερό αεράκι.
Είναι πολλές οι ανάγκες
Για τον κ. Γιώργο, ο οποίος έχει συμπληρώσει τα 70 του χρόνια, η απάντηση για την παραμονή του στην Αθήνα τον Δεκαπενταύγουστο συνοψίζεται σε τέσσερις λέξεις.
«Είναι πολλές οι ανάγκες», αναφέρει, κοιτώντας την τσάντα που κρατάει. Είναι η τσάντα που πήρε μαζί του από το σπίτι για να πάει στο σούπερ μάρκετ, ώστε να κάνει τα τελευταία ψώνια πριν τον Δεκαπενταύγουστο.
Ο ίδιος εκμυστηρεύεται πως θα ήθελε να είναι στο χωριό του στην Αρκαδία, αλλά εν τέλει ο υψηλός λογαριασμός του ρεύματος τον οποίο αποπληρώνει ακόμη σε δόσεις από τον χειμώνα, είχε ως αποτέλεσμα να τον κάνει να αναβάλει τα σχέδια του.
«Πλήρωσα την τελευταία δόση από το ρεύμα 200 ευρώ. Ελπίζω τον Σεπτέμβρη να καταφέρω να πάω στο χωριό μου. Για νησί φυσικά δεν το συζητάω», καταλήγει ο κ. Γιώργος, πιάνοντας και στα δύο χέρια την τσάντα του. Το σούπερ μάρκετ τον περιμένει.
Έμεινα για… εκείνη
Υπάρχουν όμως και εκείνοι που μένουν στην Αθήνα τον Δεκαπενταύγουστο από… έρωτα. Όπως ο 24χρονος Δημήτρης που «ξέμεινε» στην πρωτεύουσα για το κορίτσι του, για το οποίο και βγήκε μεσημεριάτικα μήπως και βρει κοτόπιτα που του ζήτησε σε κάποιο φούρνο στο Παγκράτι.
«Μετακομίζει Θεσσαλονίκη από Σεπτέμβρη και έμεινα εδώ για εκείνη, καθώς εγώ δεν θα πάω μαζί της», εξηγεί, προσθέτοντας άλλωστε πως είναι μία καλή περίοδος ώστε να οργανωθούν για την αλλαγή στέγης.
Ο ίδιος πάντως έχει πλάσει στο μυαλό του έναν ωραίο Δεκαπενταύγουστο, καθώς εκτός του ότι θα έχει παρέα το ταίρι του, θα καταφέρει να χαρεί λίγο την καλοκαιρινή ραστώνη.
«Ναι μεν έχουμε δουλειές να κάνουμε, αλλά έχουμε και σχέδια. Βόλτες λίγο πριν νυχτώσει στο Μετς, ποτά στα μικρά μπαράκια που απέμειναν ανοιχτά, θερινό σινεμά και μετά ταινίες και μπαλκονάδα μέχρι το πρωί», λέει και το χαμόγελο μακραίνει. Προς το παρόν όμως η προτεραιότητα είναι μία. Να βρεθεί έστω ένα κομμάτι κοτόπιτας σε κάποιο ανοιχτό φούρνο. Η «απόστολη» δύσκολη, η προθυμία θερμή.
Για εμένα είναι μία ημέρα όπως όλες οι άλλες
Ο Μαγκντ πάντως, ο οποίος εργάζεται ως πιλότος σε ιδιωτική εταιρεία, ενώ έχει ακούσει όλο τον διάλογο μας με τον Δημήτρη, δεν έχει καταλάβει τίποτα. Ο ίδιος δεν γνωρίζει ελληνικά, αλλά μιλά άπταιστα εβραϊκά, ιταλικά και αγγλικά, καθώς κατάγεται από το Ισραήλ, αλλά μεγάλωσε στη Ρώμη, ενώ τώρα η βάση του είναι η Ελλάδα.
«Θα μείνω και εγώ εδώ τον Δεκαπενταύγουστο, καθώς εκείνη την ημέρα δεν εργάζομαι. Ωστόσο, την άλλη ημέρα θα πάω Ιταλία και θα επιστρέψω δύο ημέρες μετά. Παρότι έχω ακούσει για τον εορτασμό του Δεκαπενταύγουστου, για εμένα θα είναι μία ημέρα όπως όλες οι υπόλοιπες. Θα είναι δηλαδή μία ημέρα ξεκούρασης, μέχρι την επόμενη πτήση», τονίζει ο ίδιος.
Ο Μαγκντ αγαπά πολύ την Ελλάδα και στόχος του είναι να αγοράσει σπίτι σε κάποιο νησί. «Το αγαπημένο μου νησί είναι η Ύδρα. Θα ήθελα να αγοράσω ένα σπίτι εκεί, να κάνω οικογένεια και να περνώ τα καλοκαίρια μου. Ωστόσο, με αυτό το επάγγελμα σίγουρα είναι ανέφικτο», σχολιάζει ο ίδιος, μέχρι που ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο του. Η ξεκούρασή του θα διαρκούσε όσο ένας καφές, καθώς τον κάλεσαν παραμονή Δεκαπενταύγουστου να «πεταχτεί» αυθημερόν μέχρι το Μιλάνο.
Οι «ντόπιοι» φεύγουν, οι τουρίστες έρχονται
Φεύγοντας από το Παγκράτι γίνεται αντιληπτό πως τα περισσότερα μαγαζιά ετοιμάζονται να κλείσουν για αυτή την εβδομάδα. Αρκετά από αυτά μάλιστα έχουν μαστόρια μέσα, καθώς όπως λένε οι μαγαζάτορες, η καλύτερη περίοδος για μία ανακαίνιση ή για μία αλλαγή στη διακόσμηση είναι αυτή. Κάποια όμως θα παραμείνουν ανοιχτά, καθώς όπως λένε, μπορεί να φεύγουν οι «ντόπιοι», αλλά έρχονται κατά δεκάδες οι τουρίστες.
«Οι περισσότεροι ξεκινούν την ημέρα τους παίρνοντας πρωϊνό εδώ στην πλατεία και στη συνέχεια κατηφορίζουν προς το Καλλιμάρμαρο για να ανηφορίσουν μετά πάλι προς Ακρόπολη», αναφέρει ένας εργαζόμενος σε γνωστό μπαρ της πλατείας Βαρνάβα, το οποίο θα παραμείνει ανοιχτό όλο τον Αύγουστο.
Εκτός όμως από τους σποραδικούς ήχους από μερικά μαστορέματα, το «μπέρδεμα» των ξένων γλωσσών και τη χαμηλή μουσική που έρχεται από το εσωτερικό των μαγαζιών, υπάρχει ένας ήχος που «αναβλύζει» και κάνει τους περαστικούς να κοιτάξουν ψηλά για να εντοπίσουν τελικά την πηγή προέλευσής του, τον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας.
Ένα μεσήλικο ζευγάρι παίζει τάβλι. Τα ζάρια σκάνε στο ξύλο με θόρυβο, «στροβιλίζονται» και σταματούν υπό το εναγώνιο βλέμμα του αντιπάλου. «Αν φέρω εξάρες, φεύγουμε για Τήνο. Αν φέρεις ντόρτια, πάμε Ισπανία».
Αυτή η φράση, παρ΄όλο που δεν ειπώθηκε ποτέ, θα μπορούσε να ήταν η κινητήριος δύναμη για να συνεχιστεί ένα κατά τ΄άλλα προβλέψιμο παιχνίδι. Ωστόσο, το τάβλι έκλεισε, τα πούλια αναποδογύρισαν και το ζευγάρι έμεινε να κοιτάει από ψηλά την πόλη σιγά-σιγά να αδειάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου