Τώρα που καταλαγιάζει (κάπως) η λύσσα για τον φεμινιστικό θρίαμβο της Barbie,
ας δούμε λίγο γιατί δεν θα συγγενέψουμε ποτέ (ούτε ιδεολογικά) με ένα brand που μπορεί να πουλήσει τα πάντα: ακόμα και φεμινιστική αλληλεγγύη.Χριστίνα Γαλανοπούλου
Μετά από ένα βαρύ χειρουργείο, κλήθηκα να αποχωριστώ ένα σετ λεμφαδένων. Τίποτα μπροστά σ’ αυτό που γλύτωσα, κάτι, όμως, για τον τρόπο που ήξερα το σώμα μου μέχρι τη μέρα του χειρουργείου. Γυναίκες που έχουν υποβληθεί στην ίδια διαδικασία γνωρίζουν την επιστημονική ονομασία της κατάστασης: λεμφοίδημα. Αν είσαι τυχερή εμφανίζεται ως μία επιθετική μορφή κυτταρίτιδας. Αν δεν είσαι, πρέπει να μπεις σε άλλες ιατρικές τρεχάλες για να αποφύγεις τα χειρότερα. Μούρλια. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να μάθεις να αγαπάς ένα καινούργιο σώμα. Αν δεν αγαπούσες και την παλιά του εκδοχή, ακόμα πιο μούρλια.
Όπως όλα τα κορίτσια της γενιάς μου, και πολλά μετά και πολλά πριν, ανά τον κόσμο, για χρόνια δεν αποδεχόμουν την εικόνα του σώματός μου. Πολύ κοντή, πολύ μικροσκοπική, πολύ άφαντη. Κάποτε, και αναλόγως τη δεκαετία που διένυα, με έξτρα καμπύλες – τράβα βγάλ' τα πέρα με τις ορμόνες.
Σε κάποια φάση πίστεψα ότι η λύση ήταν η γυμναστική. Δυστυχώς, καμία γυμναστική και καμία παρέμβαση δεν βοηθά να αγαπήσεις αυτό που σου αφήνει μία ιατρική κατάσταση. Πρέπει να το αποφασίσεις. Να πιάσεις τα πράγματα από το μηδέν. Ή να τα αφήσεις στην ησυχία τους και να αποδεχθείς το νέο σου αμπαλάζ. Πολύ κλάμα, πολλή δουλειά, πολλά πάνω και κάτω.
Όμως, η αλήθεια είναι ότι η Barbie ένα πράγμα ήξερε να κάνει καλά και αυτό ποτέ δεν είχε καμία σχέση με τον φεμινισμό: μάρκετινγκ. Και το καλό μάρκετινγκ, όλα ξέρει να τα πουλάει. Ακόμα και ιδέες, και τάσεις, και κινηματισμό, και –γιατί όχι;–τώρα που είναι της μόδας και λίγο φεμινισμό.
Πολύ πιο πίσω, τον καιρό που μεγάλωνα, τα μη ρεαλιστικά πρότυπα (του γυναικείου) σώματος ήταν κανονικότητα. Κανένα body love κίνημα, καμία αυτοφροντίδα και αγάπη για τον εαυτό.
Ένα από αυτά (τα μη ρεαλιστικά πρότυπα ομορφιάς) που έφτανε στο σπίτι υπό μορφή χριστουγεννιάτικου δώρου ή έκπληξης γενεθλίων ήταν στάνταρ και μία Barbie. Όσο πιο μικρή την κρατούσες στα χέρια σου, τόσο πιο εύκολα είχες το μετέπειτα ενήλικο άγχος στο τσεπάκι. Δεν είχε δίπλες αυτή η κούκλα, κοιλίτσες ή φουσκώματα στους μηρούς, δεν έμοιαζε σε τίποτα με εσένα ή τις φίλες σου.
Φυσικά, όταν είσαι 8 ή 10 χρονών, όλα αυτά δεν έχουν σημασία. Στα ανάλαφρα, εύπορα '80s τα πρότυπα στις κούκλες ήταν ψιλά γράμματα. Σημασία είχε το παιχνίδι. Το τι θα γινόσουν και τι θα πάθαινες μετά –έχοντας αφομοιώσει ότι ένα γυναικείο μπούτι (ναι, μπούτι) μπορεί και να έχει μηδενικό λίπος– δεν είχε να προσφέρει τίποτα στην κουβέντα για την κούκλα που είχε δικό της μηχάνημα για μπούκλες, ακριβά σπορ αμάξια, τρομερά ρούχα, απίστευτο εξοπλισμό γενικά.
Όσο πιο μικρή την κρατούσες στα χέρια σου, τόσο πιο εύκολα είχες το μετέπειτα ενήλικο άγχος στο τσεπάκι. Δεν είχε δίπλες αυτή η κούκλα, κοιλίτσες ή φουσκώματα στους μηρούς, δεν έμοιαζε σε τίποτα με εσένα ή τις φίλες σου.
Μέσα στις επόμενες δεκαετίες η κούκλα-χρυσωρυχείο έκανε τα πάντα: ξανοίχτηκε στην αγορά εργασίας, προσπαθώντας να σπάσει γυάλινες οροφές και άλλα φεμινιστικά τοιαύτα, κολύμπησε και στα νερά του diversity, αλλά δεν της βγήκε ακριβώς, απέκτησε πάρε-δώσε με γυναίκες πολιτικούς, επιστημόνισσες και ηθοποιούς, χάρισε το όνομά της σε διασημότητες –μέχρι και γκάφες έγιναν με αυτό: μη θυμόμαστε τώρα την πατάτα με την Barbie της NASA αφιερωμένη στην Ελένη Αντωνιάδου...–, γενικώς έτρεξε πολύ για να διορθώσει λάθη του παρελθόντος και σεξιστικές συμπαραδηλώσεις που συνόδευαν το brand της.
Όμως, η αλήθεια είναι ότι η Barbie ένα πράγμα ήξερε να κάνει καλά και αυτό ποτέ δεν είχε καμία σχέση με τον φεμινισμό: μάρκετινγκ. Και το καλό μάρκετινγκ, όλα ξέρει να τα πουλάει. Ακόμα και ιδέες, και τάσεις, και κινηματισμό, και –γιατί όχι;– τώρα που είναι της μόδας και λίγο φεμινισμό.
Λίγα μανιφέστα για τη γυναίκα από την οποία όλοι έχουν απαιτήσεις και όλοι θέλουν να την απομυζήσουν, πουλάνε παντού – ακόμα και στις σκληροπυρηνικές, παραδοσιακές γυναικείες καρδιές παλιάς κοπής, που διδάχθηκαν να θεωρούν την άμβλωση αμάρτημα και κρυφοπιστεύουν στο δόγμα «κυρία στο σαλόνι και πόρνη στην κρεβατοκάμαρα».
Μέσα στις επόμενες δεκαετίες η κούκλα-χρυσωρυχείο έκανε τα πάντα: ξανοίχτηκε στην αγορά εργασίας, προσπαθώντας να σπάσει γυάλινες οροφές και άλλα φεμινιστικά τοιαύτα, κολύμπησε και στα νερά του diversity, αλλά δεν της βγήκε ακριβώς, απέκτησε πάρε-δώσε με γυναίκες πολιτικούς, επιστημόνισσες και ηθοποιούς, χάρισε το όνομά της σε διασημότητες –μέχρι και γκάφες έγιναν με αυτό: μη θυμόμαστε τώρα την πατάτα με την Barbie της NASA αφιερωμένη στην Ελένη Αντωνιάδου...–, γενικώς έτρεξε πολύ για να διορθώσει λάθη του παρελθόντος και σεξιστικές συμπαραδηλώσεις που συνόδευαν το brand της.
Όμως, η αλήθεια είναι ότι η Barbie ένα πράγμα ήξερε να κάνει καλά και αυτό ποτέ δεν είχε καμία σχέση με τον φεμινισμό: μάρκετινγκ. Και το καλό μάρκετινγκ, όλα ξέρει να τα πουλάει. Ακόμα και ιδέες, και τάσεις, και κινηματισμό, και –γιατί όχι;– τώρα που είναι της μόδας και λίγο φεμινισμό.
Λίγα μανιφέστα για τη γυναίκα από την οποία όλοι έχουν απαιτήσεις και όλοι θέλουν να την απομυζήσουν, πουλάνε παντού – ακόμα και στις σκληροπυρηνικές, παραδοσιακές γυναικείες καρδιές παλιάς κοπής, που διδάχθηκαν να θεωρούν την άμβλωση αμάρτημα και κρυφοπιστεύουν στο δόγμα «κυρία στο σαλόνι και πόρνη στην κρεβατοκάμαρα».
H Midge ήταν η έγκυος Barbie και ο Άλαν ο σύζυγός της.
Και πείστηκε πολύς κόσμος γι’ αυτό το manifestation, αυτή την κινηματογραφική δήλωση μετανοίας για την Barbie του 1965 που κυκλοφορούσε με αξεσουάρ τις πιτζάμες της και εγχειρίδιο που συμβούλευε «ΜΗΝ ΤΡΩΣ», για την άλλη του '80 που κυκλοφορούσε με ρόλερς με σπίθες και παραλίγο να κάψει τα μισά αμερικανικά σπίτια, για εκείνη την τρίτη που θύμιζε μάθημα ανατομίας και μπορούσαν τα πιτσιρίκια να τη δουν να γεννάει (καλά αυτό δεν ήταν απαραιτήτως κακό, αν σκεφτεί κανείς το χάος που επέφερε η περσινή ανατροπή του νόμου Roe vs Wade...).
Όπως η κούκλα, έτσι και η ταινία. Έχει υπέροχο, παμπόνηρο μάρκετινγκ. Αν δεν συμφωνείς με το story line και τις φεμινιστικές κορονίτσες του, μπορείς εύκολα να βρεθείς να κατηγορείς την τέλεια γυναίκα που θέλει να συνταχθεί με τις άλλες γυναίκες. Πώς μπορείς να το κάνεις αυτό, χωρίς να θεωρηθείς κακή ή και καθόλου φεμινίστρια; Αυτή φταίει που είναι τέλεια, στην τελική;
Κάπως έτσι. Και επίσης πώς να τα βάλεις με τη συγκίνηση, τον ενθουσιασμό και την ταύτιση τόσων άλλων γυναικών, που ο φεμινισμός δεν τους είναι άγνωστη λέξη, αλλά μια δικαίωση την αισθάνονται; Δεν γίνεται. Ακόμα και η Μαλάλα Γιουσαφζάι φωτογραφήθηκε περιχαρής μέσα σε (ανθρωπίνων διαστάσεων) κουτί Barbie. Γίνεται τόσος γυναικόκοσμος να νιώθει λάθος; Μπορεί μία κακή ταινία να δημιουργεί τέτοιους προβληματισμούς;
Και πείστηκε πολύς κόσμος γι’ αυτό το manifestation, αυτή την κινηματογραφική δήλωση μετανοίας για την Barbie του 1965 που κυκλοφορούσε με αξεσουάρ τις πιτζάμες της και εγχειρίδιο που συμβούλευε «ΜΗΝ ΤΡΩΣ», για την άλλη του '80 που κυκλοφορούσε με ρόλερς με σπίθες και παραλίγο να κάψει τα μισά αμερικανικά σπίτια, για εκείνη την τρίτη που θύμιζε μάθημα ανατομίας και μπορούσαν τα πιτσιρίκια να τη δουν να γεννάει (καλά αυτό δεν ήταν απαραιτήτως κακό, αν σκεφτεί κανείς το χάος που επέφερε η περσινή ανατροπή του νόμου Roe vs Wade...).
Όπως η κούκλα, έτσι και η ταινία. Έχει υπέροχο, παμπόνηρο μάρκετινγκ. Αν δεν συμφωνείς με το story line και τις φεμινιστικές κορονίτσες του, μπορείς εύκολα να βρεθείς να κατηγορείς την τέλεια γυναίκα που θέλει να συνταχθεί με τις άλλες γυναίκες. Πώς μπορείς να το κάνεις αυτό, χωρίς να θεωρηθείς κακή ή και καθόλου φεμινίστρια; Αυτή φταίει που είναι τέλεια, στην τελική;
Κάπως έτσι. Και επίσης πώς να τα βάλεις με τη συγκίνηση, τον ενθουσιασμό και την ταύτιση τόσων άλλων γυναικών, που ο φεμινισμός δεν τους είναι άγνωστη λέξη, αλλά μια δικαίωση την αισθάνονται; Δεν γίνεται. Ακόμα και η Μαλάλα Γιουσαφζάι φωτογραφήθηκε περιχαρής μέσα σε (ανθρωπίνων διαστάσεων) κουτί Barbie. Γίνεται τόσος γυναικόκοσμος να νιώθει λάθος; Μπορεί μία κακή ταινία να δημιουργεί τέτοιους προβληματισμούς;
Γιατί, ναι, η ταινία είναι κακή –άλλοτε σε ό,τι αφορά το σενάριο και άλλοτε σε ό,τι έχει να κάνει με τις θεοβάρετες ερμηνείες–, όμως έχει πέσει τόση υποστήριξη, έχει γίνει τέτοια ροζ πλύση εγκεφάλου που βρέθηκαν ακόμα και σεβάσμια πρόσωπα του φεμινισμού να γράφουν «υπέρ» και χωρίς να έχουν πάρει δεκάρα γι’ αυτό το μπουστάρισμα. Και κυρίως, συντάσσοντας ύμνους για το απόλυτο ροζ τίποτα, χωρίς καν να ανησυχούν για το αν τίθεται εν αμφιβόλω η αξιοπιστία ή η τιμιότητά τους.
Μιλάμε για την άβολη στιγμή που ο φεμινισμός –όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά όπου πέρασε η νηπιακής σύλληψης ροζ λαίλαπα– με τρομερή προθυμία αγκάλιασε όσο ποτέ το λευκό, αδύνατο προνόμιο, του είπε και μπράβο και απέδειξε ότι τελικά όλα έχουν μία τιμή.
Επειδή, όμως, μιλάμε για τιμές, ας δούμε λίγο πώς μεταφράστηκε σε χρήμα όλη αυτή η επιτυχία: σύμφωνα με το Variety, στο οποίο παραχώρησε συνέντευξη ο Josh Goldstine, ισχυρός άνδρας της Warner Bros. Entertainment, 100 εκ. δολάρια ήταν ο προϋπολογισμός για την παραγωγή της ταινίας. Και άλλα 100 (εκ. δολάρια) ήταν το μπάτζετ για τις ανάγκες μάρκετινγκ και γενικότερης προώθησής της.
Φυσικά, υπήρχαμε κι εμείς, που κοιμόμασταν λίγο πιο βαθιά στην παιδικότητά μας και τις κουρεύαμε γουλί ή τους φτιάχναμε γύψους με αλευρόκολλα και τις μετατρέπαμε σε τραυματίες με το ζόρι, αδιαφορώντας για το ανοσιούργημα που διαπράτταμε απέναντι σ’ αυτό το Έβερεστ των παιδικών παιχνιδιών. Στην καλύτερη αντιμετωπιζόμασταν ως φρικιά –παρηγορήθηκα λίγο όταν διάβασα το δοκίμιο της Leslie Jamison στο New Yorker, όπου και εξηγεί τις φρικτές μέρες που πέρασαν οι Barbie στα παιδικά της χέρια– στη χειρότερη ως κορίτσια που θα αργούσαμε να εκτιμήσουμε τη γυναικεία πλευρά μας (τη μέχρι τότε ανύπαρκτη, πνιγμένη στα γονικά χάδια και σε τόνους Μερέντας).
Στο μεταξύ, η ταινία –η οποία μετρά μόλις δύο εβδομάδες στα σινεμά– κοντεύει να «χτυπήσει» δισ. εσόδων. Για την ακρίβεια 774,5 εκ. δολάρια. Εννοείται ότι ο Goldstine δεν επιβεβαιώνει νούμερα – προτιμά να φλυαρεί για το πότε κατάλαβε τη δυναμική της Barbie, το πώς και το γιατί έπρεπε να επενδύσουν (τόσο πολύ) στην παλέτα του ροζ και πόσο βοήθησε στη διαφήμιση το TikTok και τα ΑΙ φίλτρα του... Τίποτα για την ταμπακιέρα, δηλαδή, και λογικό: όταν μετράς λεφτά, δεν σε νοιάζει το πραγματικό μήνυμα γιατί πολύ απλά –χαλόου!– μετράς λεφτά. Με λίγα λόγια μιλάμε για το πιο ακριβό φεμινιστικό ανέκδοτο του κόσμου.
Όπως ολόσωστα παρατηρεί και η Jamison του New Yorker, καμία σοβαρή κριτική δεν ασκείται στην καινούργια «μετανοημένη» Barbie ούτε έξω ούτε μέσα στην ταινία. Όπως γράφει, ακόμα και η 13χρονη Σάσα –ταυτόχρονα επικρίτρια, αλλά και ανανεωμένο Gen-Ζ μοντέλο της κούκλας– από τη μία την κατηγορεί (στο σενάριο πάντα) ότι είναι ενσάρκωση του «σεξουαλικοποιημένου καπιταλισμού»), την ίδια στιγμή ωστόσο συμπεριφέρεται ακριβώς όπως εκείνη: εδραιώνει την κριτική και την εξουσία της στην Barbie, κάνοντάς τη να νιώσει απαίσια. Ό,τι δηλαδή κάνει χρόνια τώρα η κούκλα σε όσες δεν της μοιάζουν.
Η Issa Rae υποδύεται την Barbie Πρόεδρο.
Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό: στην ταινία, ακριβώς όπως σε σούπερ μάρκετ ονείρων, όλ@ βρίσκουν όχι ακριβώς αυτό που ψάχνουν, αλλά αυτό που μπορεί να εκπροσωπούν και δεν το εντοπίζουν με την πρώτη στη δημόσια σφαίρα. Οι φεμινιστικές φωνές έναν μονόλογο (αλήθεια τώρα;) που γύρευαν να ακούσουν από κάποια που μέχρι χθες μπορεί και να τις περιφρονούσε, οι macho μια δικαίωση-επιβεβαίωση ότι οι γυναίκες επιβουλεύονται τη δύναμή τους και το queer στοιχείο λίγο φως μέσα σ’ αυτή την πανάλαφρη, πλην σούπερ διάσημη, παρέα.
Όλοι ευχαριστημένοι, εν ολίγοις, κατά τον παμπόνηρο κύριο Golstein και την πανέξυπνα ελισσόμενη Greta Gerwig. Μόνο που όλη αυτή η ροζ μονοκρατορία για καμία διαφορετικότητα δεν εγγυάται. Κανένα βάθρο δεν χάνεται, κανένας κίνδυνος στον ορίζοντα, καμία σοβαρή πληγή για να γιατρευτεί, κανένα τραύμα για να διδάξει.
Και κυρίως, παρά τους γλυκερούς μονολόγους για τις γυναίκες που πάντα θα υφίστανται κριτική, όπως κι αν είναι, όσο σκληρά κι αν προσπαθούν, κανένα χάσιμο προνομίου, κανένα κλείσιμο του ματιού έστω στο γήρας, στην αλλαγή που φέρνει ο χρόνος στα σώματα, στις γυναικείες ανάγκες που αλλάζουν, αλλά φιμώνονται για να μη χαλάσουν την πατριαρχική βιτρίνα. Επιφάνεια, επιφάνεια και πάλι επιφάνεια, τέλεια μαλλιά, στήθη και πόδια και ένα πλαστικό χεράκι να σου κάνει λίγο «ταπ-ταπ» στην πλάτη, τώρα που μεγάλωσες και ελάχιστα θυμίζεις τον παλιό εαυτό σου.
«Ταπ-ταπ» από μια φεμινίστρια που δεν θα δει το προνόμιό της να χάνεται ποτέ, απλώς τώρα αντιλαμβάνεται ότι το έχει και κάνει humblebragging για να μην την κράζουν. Λίγα ροζ χάδια σε εσένα που γέννησες και παλεύεις με την απάλευτη χαλάρωση του κάτω κοιλιακού, σε εμένα που σκοτώνομαι με ένα σετ καθισμάτων ακόμα για να μη γίνουν τα πόδια μου τελείως σούπα μετά το χειρουργείο, σε εκείνη που πλακώνεται στις κρέμες αποβραδίς για να αποφύγει την κάθετη ρυτίδωση που φέρνει η εμμηνόπαυση και η λίστα δεν έχει τελειωμό.
Όχι, ευχαριστώ. Τα είχε πει καλύτερα ο Μαγκρίτ, γράφοντας μπαϊλντισμένος στον Κολτνέ, ότι ο Μπόρχες παρά τις φιοριτούρες και τις καλογυαλισμένες λέξεις του δεν ήταν τίποτα άλλο από ένας καλλιεργημένος βλάκας. Ε, αυτό. Και με αυτό ο φεμινισμός δεν έχει καμία σχέση.
Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό: στην ταινία, ακριβώς όπως σε σούπερ μάρκετ ονείρων, όλ@ βρίσκουν όχι ακριβώς αυτό που ψάχνουν, αλλά αυτό που μπορεί να εκπροσωπούν και δεν το εντοπίζουν με την πρώτη στη δημόσια σφαίρα. Οι φεμινιστικές φωνές έναν μονόλογο (αλήθεια τώρα;) που γύρευαν να ακούσουν από κάποια που μέχρι χθες μπορεί και να τις περιφρονούσε, οι macho μια δικαίωση-επιβεβαίωση ότι οι γυναίκες επιβουλεύονται τη δύναμή τους και το queer στοιχείο λίγο φως μέσα σ’ αυτή την πανάλαφρη, πλην σούπερ διάσημη, παρέα.
Όλοι ευχαριστημένοι, εν ολίγοις, κατά τον παμπόνηρο κύριο Golstein και την πανέξυπνα ελισσόμενη Greta Gerwig. Μόνο που όλη αυτή η ροζ μονοκρατορία για καμία διαφορετικότητα δεν εγγυάται. Κανένα βάθρο δεν χάνεται, κανένας κίνδυνος στον ορίζοντα, καμία σοβαρή πληγή για να γιατρευτεί, κανένα τραύμα για να διδάξει.
Και κυρίως, παρά τους γλυκερούς μονολόγους για τις γυναίκες που πάντα θα υφίστανται κριτική, όπως κι αν είναι, όσο σκληρά κι αν προσπαθούν, κανένα χάσιμο προνομίου, κανένα κλείσιμο του ματιού έστω στο γήρας, στην αλλαγή που φέρνει ο χρόνος στα σώματα, στις γυναικείες ανάγκες που αλλάζουν, αλλά φιμώνονται για να μη χαλάσουν την πατριαρχική βιτρίνα. Επιφάνεια, επιφάνεια και πάλι επιφάνεια, τέλεια μαλλιά, στήθη και πόδια και ένα πλαστικό χεράκι να σου κάνει λίγο «ταπ-ταπ» στην πλάτη, τώρα που μεγάλωσες και ελάχιστα θυμίζεις τον παλιό εαυτό σου.
«Ταπ-ταπ» από μια φεμινίστρια που δεν θα δει το προνόμιό της να χάνεται ποτέ, απλώς τώρα αντιλαμβάνεται ότι το έχει και κάνει humblebragging για να μην την κράζουν. Λίγα ροζ χάδια σε εσένα που γέννησες και παλεύεις με την απάλευτη χαλάρωση του κάτω κοιλιακού, σε εμένα που σκοτώνομαι με ένα σετ καθισμάτων ακόμα για να μη γίνουν τα πόδια μου τελείως σούπα μετά το χειρουργείο, σε εκείνη που πλακώνεται στις κρέμες αποβραδίς για να αποφύγει την κάθετη ρυτίδωση που φέρνει η εμμηνόπαυση και η λίστα δεν έχει τελειωμό.
Όχι, ευχαριστώ. Τα είχε πει καλύτερα ο Μαγκρίτ, γράφοντας μπαϊλντισμένος στον Κολτνέ, ότι ο Μπόρχες παρά τις φιοριτούρες και τις καλογυαλισμένες λέξεις του δεν ήταν τίποτα άλλο από ένας καλλιεργημένος βλάκας. Ε, αυτό. Και με αυτό ο φεμινισμός δεν έχει καμία σχέση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου