Το πρώτο σοκ ήταν ο Λουτρόπυργος. Το ομολογώ, δεν είχα ακούσει ποτέ ξανά το τοπωνύμιο αυτού του κάποτε αξιοζήλευτου θερέτρου του δυτικού Σαρωνικού, αλλά, πιστέψτε με, αυτό είναι το λιγότερο. Έχω αφήσει πίσω μου την πόλη της Ελευσίνας, στην τυπική εκκίνηση αυτού του αναπάντεχου σιρκουί που θα με βγάλει, καλώς εχόντων των πραγμάτων, στην παλιά, αγαπημένη γέφυρα της διώρυγας της Κορίνθου, και βρίσκομαι να στροβιλίζομαι με το αυτοκίνητο σε μια ήσυχη, χαριτωμένη κατεβασιά προς τη λαχταριστή θάλασσα που μας χωρίζει από τις βορειοδυτικές ακτές της Σαλαμίνας. Ανοιχτές στροφές ανάμεσα σε πεύκα και ελιές με οδηγούν στα πρώτα σπίτια του παραλιακού οικισμού και κάπου εδώ θυμάμαι την αλησμόνητη ατάκα του πατέρα ενός καλού φίλου από τα Μέγαρα, που αποκαλούσε πολλές από τις διαδρομές της παλιάς εθνικής οδού Αθηνών-Κορίνθου «Μόντε Κάρλο». Επειδή έτυχε πριν από περίπου 25 χρόνια να οδηγήσω από τα ιταλογαλλικά σύνορα μέχρι τη Νίκαια (της Γαλλίας), το συνυπογράφω χωρίς δεύτερη σκέψη: φύγαμε για το δικό μας Μόντε Κάρλο! Ναι, αυτό που αρχίζει λίγο μετά την Ελευσίνα, 25 χιλιόμετρα από την Ομόνοια.
Αν μπεις στο Google και πληκτρολογήσεις «ΠΕΟΑΚ» (Παλαιά Εθνική Οδός Αθηνών-Κορίνθου), καταλαβαίνεις ότι ο βασικός λόγος για να πάρεις τον παραλιακό δρόμο είναι για να γλιτώσεις τα διόδια. Οι ειδήμονες θα σου πουν ότι δεν αξίζει τον κόπο: ό,τι κερδίζεις από την παράκαμψη των δύο σταθμών της Ολυμπίας Οδού σε Ελευσίνα και Ισθμό το χάνεις σε καύσιμο από τα «σταμάτα-ξεκίνα» σε διασταυρώσεις με μικρούς επαρχιακούς δρόμους, ενώ οι πρωτάρηδες σίγουρα θα χαθούν σε κάποιο σημείο· κυρίως στο ύψος των Μεγάρων, όπου πρέπει να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα για να πετύχεις με την πρώτη τη σωστή πορεία – η σήμανση είναι ελλιπής και απαρχαιωμένη. Υπάρχει όμως ένας απείρως καλύτερος λόγος για να επιλέξετε την «περιπέτεια» από τη σιγουριά του αυτοκινητόδρομου: η ανακάλυψη μιας μοναδικής (και κοντινής για τους Αθηναίους) διαδρομής που μπορεί να σας κοστίσει σε χρόνο, αλλά σίγουρα θα σας αποζημιώσει με τις ατελείωτες εκπλήξεις της.
Ακολουθώντας τον παλιό δρόμο κερδίζεις μία από τις κορυφαίες απολαύσεις της προηγούμενης χάραξης, την οπτική επαφή με τη διώρυγα της Κορίνθου. (Φωτογραφία: Περικλής Μεράκος)
Η παραλία της Βαρέας, κάποτε απαγορευμένη για κολύμβηση, απλώνεται κατά μήκος των ακτών της Μεγαρίδας απαλλαγμένη τόσο από τη ρύπανση, όσο και από τα υπερβολικά πλήθη άλλων, πιο κοσμικών πλαζ. (Φωτογραφία: Περικλής Μεράκος)
Η ακτογραμμή που ξεκινάει νότια της Ελευσίνας και καταλήγει στους Αγίους Θεοδώρους και στα Ίσθμια, 80 χιλιόμετρα μετά, έχει τη δική της μυθολογία, ένα κουβάρι από (αρνητικά) στερεότυπα αλλά και εξιδανικεύσεις, κιτρινισμένες καρτ ποστάλ, τραύματα (περιβαλλοντικά κυρίως) αλλά και πολλή αγάπη. Όσοι μεγάλωσαν στην περιοχή ή απέκτησαν μαζί της δεσμούς και αναμνήσεις μέσα από ένα εξοχικό ξέρουν όλη την ιστορία: από τη δεκαετία του ’50 και μετά πολλοί μεσοαστοί Αθηναίοι αλλά και πραγματικά εύποροι για τα δεδομένα της εποχής αποκτούν εξοχικές κατοικίες σε μέρη όπως ο Λουτρόπυργος, το Μεγάλο Πεύκο και σταδιακά και νοτιότερα, στην Κινέττα και στους Αγίους Θεοδώρους. Δεν τους αδικούμε: η περιοχή ήταν ακόμα ειδυλλιακή, με πεύκα και παρθένα ακρογιάλια με θέα στον Σαρωνικό και σκιά από τα ψηλά βουνά των Γερανείων ή του Κιθαιρώνα. Στον Λουτρόπυργο, ελάχιστα χιλιόμετρα μακριά από την Ελευσίνα, διασώζονται ακόμα και σήμερα ευρύχωρες παραθεριστικές κατοικίες υψηλών προδιαγραφών, με κήπους ή γκαζόν. Σήμερα κάποιες είναι παρατημένες, λιγοστές επιβιώνουν. Σε κάθε περίπτωση, είναι μια εικόνα για την οποία δεν είσαι προετοιμασμένος, παραπέμπει σε καλούς δρόμους της Γλυφάδας της ίδιας εποχής.
Η ακτογραμμή που ξεκινάει νότια της Ελευσίνας και καταλήγει στους Αγίους Θεοδώρους και στα Ίσθμια, 80 χιλιόμετρα μετά, έχει τη δική της μυθολογία, ένα κουβάρι από (αρνητικά) στερεότυπα αλλά και εξιδανικεύσεις, κιτρινισμένες καρτ ποστάλ, τραύματα (περιβαλλοντικά κυρίως) αλλά και πολλή αγάπη. Όσοι μεγάλωσαν στην περιοχή ή απέκτησαν μαζί της δεσμούς και αναμνήσεις μέσα από ένα εξοχικό ξέρουν όλη την ιστορία: από τη δεκαετία του ’50 και μετά πολλοί μεσοαστοί Αθηναίοι αλλά και πραγματικά εύποροι για τα δεδομένα της εποχής αποκτούν εξοχικές κατοικίες σε μέρη όπως ο Λουτρόπυργος, το Μεγάλο Πεύκο και σταδιακά και νοτιότερα, στην Κινέττα και στους Αγίους Θεοδώρους. Δεν τους αδικούμε: η περιοχή ήταν ακόμα ειδυλλιακή, με πεύκα και παρθένα ακρογιάλια με θέα στον Σαρωνικό και σκιά από τα ψηλά βουνά των Γερανείων ή του Κιθαιρώνα. Στον Λουτρόπυργο, ελάχιστα χιλιόμετρα μακριά από την Ελευσίνα, διασώζονται ακόμα και σήμερα ευρύχωρες παραθεριστικές κατοικίες υψηλών προδιαγραφών, με κήπους ή γκαζόν. Σήμερα κάποιες είναι παρατημένες, λιγοστές επιβιώνουν. Σε κάθε περίπτωση, είναι μια εικόνα για την οποία δεν είσαι προετοιμασμένος, παραπέμπει σε καλούς δρόμους της Γλυφάδας της ίδιας εποχής.
Εντυπωσιακό μπλοκ διαμερισμάτων στο κέντρο του Μεγάλου Πεύκου. (Φωτογραφία: Περικλής Μεράκος)
Στην εκκίνηση της διαδρομής, ναυάγιο πλοίου στον κόλπο της Ελευσίνας, «αξιοθέατο» της περιοχής. (Φωτογραφία: Περικλής Μεράκος)
Καντίνα με μύδια και όστρακα στο Νεράκι Μεγάρων. (Φωτογραφία: Περικλής Μεράκος)
Η καταστροφή
Αλλά ακόμα δεν έχω δει τίποτα. Προσεγγίζοντας τις διαδοχικές παραλίες με τα πεύκα και την άμμο, το βλέμμα τραβάει αμέσως η διαύγεια του νερού. Μα είναι δυνατόν η θάλασσα να είναι τόσο καθαρή όσο δείχνει; Πέντε χιλιόμετρα από την Ελευσίνα; Γιατί ο κόσμος που βλέπω να κολυμπάει μοιάζει τόσο αμέριμνος; Όταν έχεις μεγαλώσει τη δεκαετία του ’80, θυμάσαι πολύ καλά ότι σχεδόν ολόκληρο το παραλιακό μέτωπο από τον κόλπο της Ελευσίνας μέχρι και τα διυλιστήρια της Motor Oil μετά τους Αγίους Θεοδώρους, ήταν μια οιονεί απαγορευμένη ζώνη για κολύμπι. Τα επίπεδα της ρύπανσης των υδάτων είχαν εκτοξευθεί σε ιστορικά υψηλά, τα ωραία βότσαλα στις πλαζ της Κινέττας ήταν συχνά πυκνά καλυμμένα με πίσσα. Ο κόσμος της περιοχής δεν είχε επιλογή, κολυμπούσε υπομένοντας την ανυπολόγιστη καταστροφή του αιγιαλού που προκαλούσε από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 η σταδιακή εγκατάσταση σε Σκαραμαγκά και Ελευσίνα σχεδόν του 40% της βαριάς βιομηχανίας της χώρας. Το 1953 αρχίζει η λειτουργία της Χαλυβουργικής ΑΕ, το 1969 εγκαινιάζονται τα Ναυπηγεία Ελευσίνας, το 1973 έρχεται να προστεθεί και η ΠΕΤΡΟΛΑ ΑΕ.
Τα απόβλητα του εργοστασίου δίνουν τη χαριστική βολή σε θάλασσα και αέρα. Στο Θριάσιο Πεδίο, εκεί που απλωνόταν ο σιτοβολώνας της Αττικής, ρίχνουν άγκυρα τα τσιμεντάδικα. Πριν συμβούν όλα αυτά, ο Σκαραμαγκάς ήταν η «Κυανή Ακτή» ενός και πλέον εκατομμυρίων κατοίκων της Δυτικής Αθήνας, ο απόλυτος προορισμός για μπάνιο με το λεωφορείο της γραμμής. Η ακραία ρύπανση του κόλπου της Ελευσίνας εξαπλώνεται σαν γάγγραινα στις γειτονικές ακρογιαλιές, που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν το σκηνικό για ειδυλλιακές σκηνές σε ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες της εποχής. Εκεί «που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες», όπως έγραψε ο Νίκος Γκάτσος και μελοποίησε αργότερα ο Μάνος Χατζιδάκις (Ο εφιάλτης της Περσεφόνης)… Οι Αθηναίοι που έχουν αγοράσει οικόπεδα και έχουν επενδύσει, αναθέτοντας σε επώνυμους αρχιτέκτονες τον σχεδιασμό των εξοχικών τους, αισθάνονται εξαπατημένοι. Πρώτος δέχεται το πλήγμα ο Λουτρόπυργος, ακολουθούν οι ακτές της Μεγαρίδας, με πρώτο το γειτονικό Νεράκι. Η Κινέττα είναι πιο μακριά, αλλά το μαζούτ ταξιδεύει γρήγορα. Η καταστροφή μοιάζει οριστική. Μέχρι που…
Και η «επανάσταση»
Μέχρι που παίρνει μπροστά το Κέντρο Επεξεργασίας Λυμάτων της κοντινής Ψυττάλειας (η πρώτη φάση ολοκληρώνεται το 1994, η τρίτη και τελευταία το 2007), οπότε και συντελείται μια πραγματική οικολογική επανάσταση. Όλες οι μελέτες και έρευνες που έχουν γίνει έκτοτε πιστοποιούν τη δραστική μείωση της τοξικής ρύπανσης από τις βιομηχανίες και την παράλληλη επανεμφάνιση ειδών της θαλάσσιας ζωής που είχαν από χρόνια εξαφανιστεί. Βοήθησαν και οι ίδιες οι βιομηχανίες με την υιοθέτηση πολύ πιο φιλικών στο περιβάλλον πολιτικών, αλλά ο καταλύτης ήταν χωρίς αμφιβολία η Ψυττάλεια. Οργανισμοί που χρειάζονται καθαρό θαλάσσιο περιβάλλον όπως τα στρείδια, οι αχινοί και τα χτένια επιστρέφουν θριαμβευτικά στον δυτικό Σαρωνικό και σήμερα μπορείτε να τα γευτείτε στις ψαροταβέρνες της Πάχης αλλά και στις καντίνες με μύδια και όστρακα σε Λουτρόπυργο και μετά το Νεράκι. Το πλέον αισιόδοξο στοιχείο είναι ότι από δείγματα που ελήφθησαν από τον πυθμένα της θάλασσας, στο πλαίσιο έρευνας του Πανεπιστημίου Αθηνών, φαίνεται ότι η ρύπανση στα ιζήματα έχει επιστρέψει σήμερα στα επίπεδα της προβιομηχανικής περιόδου. Απίστευτο;
Η καταστροφή
Αλλά ακόμα δεν έχω δει τίποτα. Προσεγγίζοντας τις διαδοχικές παραλίες με τα πεύκα και την άμμο, το βλέμμα τραβάει αμέσως η διαύγεια του νερού. Μα είναι δυνατόν η θάλασσα να είναι τόσο καθαρή όσο δείχνει; Πέντε χιλιόμετρα από την Ελευσίνα; Γιατί ο κόσμος που βλέπω να κολυμπάει μοιάζει τόσο αμέριμνος; Όταν έχεις μεγαλώσει τη δεκαετία του ’80, θυμάσαι πολύ καλά ότι σχεδόν ολόκληρο το παραλιακό μέτωπο από τον κόλπο της Ελευσίνας μέχρι και τα διυλιστήρια της Motor Oil μετά τους Αγίους Θεοδώρους, ήταν μια οιονεί απαγορευμένη ζώνη για κολύμπι. Τα επίπεδα της ρύπανσης των υδάτων είχαν εκτοξευθεί σε ιστορικά υψηλά, τα ωραία βότσαλα στις πλαζ της Κινέττας ήταν συχνά πυκνά καλυμμένα με πίσσα. Ο κόσμος της περιοχής δεν είχε επιλογή, κολυμπούσε υπομένοντας την ανυπολόγιστη καταστροφή του αιγιαλού που προκαλούσε από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 η σταδιακή εγκατάσταση σε Σκαραμαγκά και Ελευσίνα σχεδόν του 40% της βαριάς βιομηχανίας της χώρας. Το 1953 αρχίζει η λειτουργία της Χαλυβουργικής ΑΕ, το 1969 εγκαινιάζονται τα Ναυπηγεία Ελευσίνας, το 1973 έρχεται να προστεθεί και η ΠΕΤΡΟΛΑ ΑΕ.
Τα απόβλητα του εργοστασίου δίνουν τη χαριστική βολή σε θάλασσα και αέρα. Στο Θριάσιο Πεδίο, εκεί που απλωνόταν ο σιτοβολώνας της Αττικής, ρίχνουν άγκυρα τα τσιμεντάδικα. Πριν συμβούν όλα αυτά, ο Σκαραμαγκάς ήταν η «Κυανή Ακτή» ενός και πλέον εκατομμυρίων κατοίκων της Δυτικής Αθήνας, ο απόλυτος προορισμός για μπάνιο με το λεωφορείο της γραμμής. Η ακραία ρύπανση του κόλπου της Ελευσίνας εξαπλώνεται σαν γάγγραινα στις γειτονικές ακρογιαλιές, που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν το σκηνικό για ειδυλλιακές σκηνές σε ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες της εποχής. Εκεί «που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες», όπως έγραψε ο Νίκος Γκάτσος και μελοποίησε αργότερα ο Μάνος Χατζιδάκις (Ο εφιάλτης της Περσεφόνης)… Οι Αθηναίοι που έχουν αγοράσει οικόπεδα και έχουν επενδύσει, αναθέτοντας σε επώνυμους αρχιτέκτονες τον σχεδιασμό των εξοχικών τους, αισθάνονται εξαπατημένοι. Πρώτος δέχεται το πλήγμα ο Λουτρόπυργος, ακολουθούν οι ακτές της Μεγαρίδας, με πρώτο το γειτονικό Νεράκι. Η Κινέττα είναι πιο μακριά, αλλά το μαζούτ ταξιδεύει γρήγορα. Η καταστροφή μοιάζει οριστική. Μέχρι που…
Και η «επανάσταση»
Μέχρι που παίρνει μπροστά το Κέντρο Επεξεργασίας Λυμάτων της κοντινής Ψυττάλειας (η πρώτη φάση ολοκληρώνεται το 1994, η τρίτη και τελευταία το 2007), οπότε και συντελείται μια πραγματική οικολογική επανάσταση. Όλες οι μελέτες και έρευνες που έχουν γίνει έκτοτε πιστοποιούν τη δραστική μείωση της τοξικής ρύπανσης από τις βιομηχανίες και την παράλληλη επανεμφάνιση ειδών της θαλάσσιας ζωής που είχαν από χρόνια εξαφανιστεί. Βοήθησαν και οι ίδιες οι βιομηχανίες με την υιοθέτηση πολύ πιο φιλικών στο περιβάλλον πολιτικών, αλλά ο καταλύτης ήταν χωρίς αμφιβολία η Ψυττάλεια. Οργανισμοί που χρειάζονται καθαρό θαλάσσιο περιβάλλον όπως τα στρείδια, οι αχινοί και τα χτένια επιστρέφουν θριαμβευτικά στον δυτικό Σαρωνικό και σήμερα μπορείτε να τα γευτείτε στις ψαροταβέρνες της Πάχης αλλά και στις καντίνες με μύδια και όστρακα σε Λουτρόπυργο και μετά το Νεράκι. Το πλέον αισιόδοξο στοιχείο είναι ότι από δείγματα που ελήφθησαν από τον πυθμένα της θάλασσας, στο πλαίσιο έρευνας του Πανεπιστημίου Αθηνών, φαίνεται ότι η ρύπανση στα ιζήματα έχει επιστρέψει σήμερα στα επίπεδα της προβιομηχανικής περιόδου. Απίστευτο;
Στον παραλιακό δρόμο ανάμεσα σε Λουτρόπυργο και Νεράκι ο κόσμος απολαμβάνει την ησυχία και τη σκιά των δέντρων. Η πρόοδος μπορεί να περιμένει. (Φωτογραφία: Περικλής Μεράκος)
Εικόνες από μια άλλη Ελλάδα συναντάς σε όλη τη διαδρομή, όπως αυτός ο μικρός, ατμοσφαιρικός κολπίσκος στον Λουτρόπυργο. (Φωτογραφία: Περικλής Μεράκος)
Η κάποτε νεκρή θάλασσα, λοιπόν, αναγεννάται. Μαζί της και ολόκληρη η ακτογραμμή. Αυτός είναι ο λόγος που τα Σαββατοκύριακα οι παραλίες από Λουτρόπυργο μέχρι Αγίους Θεοδώρους βουλιάζουν ξανά από κόσμο. Εστιατόρια, ψαροταβέρνες, καφέ και beach bars ανοίγουν το ένα μετά το άλλο, όμως προσοχή. Επειδή διανύουμε το καλοκαίρι του κινήματος της πετσέτας, ας ξεκαθαρίσουμε κάτι σημαντικό: η περιοχή από τον Λουτρόπυργο μέχρι και το περίφημο ξενοδοχείο Κοκκίνης (Cokkinis Hotel), λίγο πριν από την Κινέττα, είναι ακόμα μια σχεδόν παρθένα ζώνη γεμάτη κολπάκια και ανοργάνωτες, κατά βάση, παραλίες που σε γυρίζει πίσω στη ζωή πριν από όλα αυτά τα καλά και τα κακά που έφερε η τουριστική ανάπτυξη (τα beach bars, τις ξαπλώστρες, την ηχορύπανση), που καλό είναι να τη γνωρίσετε καθημερινή. Ένα είναι σίγουρο: οι άνω των 45 θα θυμηθούν τα καλοκαίρια των παιδικών τους χρόνων.
Η κάποτε νεκρή θάλασσα, λοιπόν, αναγεννάται. Μαζί της και ολόκληρη η ακτογραμμή. Αυτός είναι ο λόγος που τα Σαββατοκύριακα οι παραλίες από Λουτρόπυργο μέχρι Αγίους Θεοδώρους βουλιάζουν ξανά από κόσμο. Εστιατόρια, ψαροταβέρνες, καφέ και beach bars ανοίγουν το ένα μετά το άλλο, όμως προσοχή. Επειδή διανύουμε το καλοκαίρι του κινήματος της πετσέτας, ας ξεκαθαρίσουμε κάτι σημαντικό: η περιοχή από τον Λουτρόπυργο μέχρι και το περίφημο ξενοδοχείο Κοκκίνης (Cokkinis Hotel), λίγο πριν από την Κινέττα, είναι ακόμα μια σχεδόν παρθένα ζώνη γεμάτη κολπάκια και ανοργάνωτες, κατά βάση, παραλίες που σε γυρίζει πίσω στη ζωή πριν από όλα αυτά τα καλά και τα κακά που έφερε η τουριστική ανάπτυξη (τα beach bars, τις ξαπλώστρες, την ηχορύπανση), που καλό είναι να τη γνωρίσετε καθημερινή. Ένα είναι σίγουρο: οι άνω των 45 θα θυμηθούν τα καλοκαίρια των παιδικών τους χρόνων.
Ιδανική κατάληξη σε αυτό το σύντομο ταξίδι ανακάλυψης, ένα πραγματικό προσκύνημα σε έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της ευρύτερης περιοχής. Το «θαύμα» της Αρχαίας Κορίνθου σάς περιμένει. (Φωτογραφία: Περικλής Μεράκος)
Φωτογραφία: Περικλής Μεράκος
Εκπλήξεις στο Μεγάλο Πεύκο
Φτάνοντας στο Μεγάλο Πεύκο (επισήμως: Νέα Πέραμος, με αυτονόητη προσφυγική καταγωγή), αναζητάς ίχνη της παλιάς του αίγλης. Σε ελληνική ταινία του 1953 ακούμε τη νεαρή Καίτη Λαμπροπούλου να απαριθμεί τους πιο σικ παραθεριστικούς προορισμούς των Αθηναίων της εποχής και το Μεγάλο Πεύκο έρχεται δεύτερο μετά το Σούνιο και πριν από τη Βουλιαγμένη. Από το Νεράκι μέχρι τα πρώτα σπίτια του οικισμού, ο συνδυασμός θάλασσας και πρασίνου είναι μοναδικός: πεύκα, ευκάλυπτοι, ελιές σε συνοδεύουν σε μια λιγότερο ευχάριστη έκπληξη. Στο κέντρο του οικισμού τον τόνο δίνουν σύγχρονες κατασκευές και όχι από τα καλύτερα δείγματα του είδους. Ένα εξωπραγματικά τεράστιο συγκρότημα διαμερισμάτων που πιθανότατα ανεγέρθηκε στα χρόνια της χούντας δεσπόζει στον κεντρικό δρόμο ανάμεσα στη Σχολή Πυροβολικού και στο Κέντρο Εκπαίδευσης των Ειδικών Δυνάμεων. Η παραλιακή περατζάδα δεν είναι καθόλου άσχημη, θα μπορούσες να βρίσκεσαι στον Κάλαμο ή στο Ζούμπερι. Μερικά πλήρως εγκαταλελειμμένα ξενοδοχεία μαρτυρούν τα δύσκολα χρόνια που προηγήθηκαν. Όταν όμως πίνεις το ούζο σου στο λιμανάκι του Μεγάλου Πεύκου, η οπτική εγγύτητα με τη Σαλαμίνα σε κάνει να τα ξεχνάς όλα και να έχεις την ψευδαίσθηση ότι βρίσκεσαι σε λίμνη ή σε κανάλι.
Αφήνοντας τη Νέα Πέραμο, η φύση παίρνει ξανά την εκδίκησή της: μποστάνια, περιποιημένα χωράφια πίσω από μάντρες με κυπαρίσσια και τα περίφημα φιστίκια Μεγάρων. Σιγά σιγά μπαίνουμε στην καρδιά της ακτής της Μεγαρίδας, με πρώτη στάση το κάποτε γραφικό ψαροχώρι της Πάχης, που σήμερα δεν έχει πια τίποτα το ιδιαίτερα γραφικό (προσπάθησα, αλλά δεν εντόπισα κάποιο κτίσμα αρχαιότερο του 1970) πέραν της προνομιακής του θέσης με το λιμανάκι με τα ψαροκάικα και άλλα πλεούμενα μικρομεσαίας κλίμακας. Τα απαραίτητα καφέ και εστιατόρια συμπληρώνουν το σκηνικό μιας τυπικής κυριακάτικης εξόδου.
Τουλάχιστον έχει ησυχία. Κι αν είστε της (σχετικής) περιπέτειας, αξίζει να ανηφορίσετε ως τον λόφο του Άη Γιώργη με το ομώνυμο εκκλησάκι του 17ου αιώνα και τη συγκλονιστική του θέα. Πάντως, στην άκρη της Πάχης ανακάλυψα ένα τοπίο που θα ζήλευε ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης: βράχια με σπαρμένα εδώ κι εκεί αναιμικά πευκάκια, ίχνη από λατομείο, ένα παρατημένο τρακτέρ, ένα παραθαλάσσιο παράπηγμα άγνωστης ταυτότητας και χρήσης και στο βάθος οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου στο νησάκι της Ρεβυθούσας. Νοτιότερα, απλώνεται σε έκταση τεσσάρων χιλιομέτρων η παραλιακή ζώνη της Βαρέας, της βασικής πλαζ των κατοίκων των Μεγάρων, που χάρη στην αναζωογόνηση του Σαρωνικού αποκτά ξανά εμπορικό ενδιαφέρον. Τα πρώτα beach bars και clubs δίνουν τον τόνο αυτού που έρχεται. Ευτυχώς, ακόμα τα πράγματα είναι πολύ συμμαζεμένα κι αν θέλετε καθεστώς απόλυτης ηρεμίας και ελευθερίας, στο τέρμα του παραλιακού δρόμου υπάρχει μια μικρή, πιο απόμερη παραλία με την ευφάνταστη ονομασία «Παπούτσι».
Ο Αλέν Ντελόν στην Κακιά Σκάλα
Εδώ χρειάζεται επαγρύπνηση: ενώ μέχρι τώρα ο δρόμος ήταν σχετικά ευθύς, για να συνεχίσετε προς Κινέττα και Αγίους Θεοδώρους θα πρέπει να επιστρέψετε στον κόμβο των Μεγάρων, να μπείτε ελάχιστα μέσα στην πόλη και να αναζητήσετε μια… προπολεμική πινακίδα για Κόρινθο. Προσωπικά ρώτησα έναν πολύ ευγενικό υπάλληλο πρατηρίου βενζίνης γιατί χάθηκα στις λεγόμενες «τοπικές οδούς», ανάμεσα σε χωράφια και στο πρώτο σύνθημα που είδα γραμμένο για τους «Σπαρτιάτες» και τον Ηλία Κασιδιάρη σε έναν μισογκρεμισμένο τοίχο κάποιας ξεχασμένης αγροικίας.
Αν έχουν πάει καλά τα πράγματα, τώρα οδηγείτε σε ένα από τα πιο συναρπαστικά κομμάτια της διαδρομής: είναι λίγο σαν να πετάτε, γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή από τους οδηγούς, όχι μόνο γιατί ο δρόμος έχει απαλές, δαντελωτές στροφές, αλλά και γιατί το τοπίο είναι τόσο επιβλητικό, που μπορεί να ξελογιάσει και τον πιο προσεκτικό οδηγό.
Ταξιδεύετε κάτω από τα τούνελ της Κακιάς Σκάλας, κάποια στιγμή παράλληλα με τη σιδηροδρομική γραμμή, και στο βάθος ο Σαρωνικός και τα βουνά της Πελοποννήσου δίνουν τα ρέστα τους. Εδώ είσαι όντως στη Γαλλική Ριβιέρα, από κάπου νομίζεις ότι θα πεταχτεί η ανοιχτή Άλφα Ρομέο με τον Αλέν Ντελόν και τη Ρόμι Σνάιντερ. Μιλάμε για τέτοια επίπεδα κοσμοπολιτισμού και φινέτσας. Τα πεύκα κρέμονται από τα δραματικά βράχια και ο ήλιος παίζει τα παιχνίδια του στην απέραντη θάλασσα που απλώνεται στον ορίζοντα. Μέχρι που ξαφνικά σού αποκαλύπτεται η πιο αρχετυπική και διάσημη παραλία της διαδρομής, με γαλαζοπράσινα νερά, φυσική σκιά και στην άκρη της το προσεγμένο ξενοδοχείο του Κοκκίνη, χειμερινό καταφύγιο, όπως μάθαμε, αρκετών συγγραφέων που βρίσκουν σε αυτό το απαράμιλλης ομορφιάς τοπίο την ησυχία και την έμπνευση που χρειάζονται. Εντελώς ανέλπιστα, λίγο μετά το κατάλυμα, θα πέσετε πάνω στο Σκιρώνειο Μουσείο Πολυχρονόπουλου, ένα τεράστιο εννοιολογικό γλυπτό από μία άποψη, μια πραγματική structure habitable όπως διαβάζω στην ιδιαίτερα προσεγμένη ιστοσελίδα του. Χτίστηκε πέτρα πέτρα και ήταν μαζί κατοικία του Έλληνα γλύπτη, προσωπικό όραμα, χώρος δουλειάς και μελέτης. Σήμερα, το Σκιρώνειο είναι τόπος συνάντησης όπου καλλιτέχνες, νέοι κυρίως, μπορούν να ανταλλάξουν ιδέες και απόψεις σε έναν κλιμακωτό δαίδαλο κήπων, μονοπατιών και βλάστησης με χαρακτηριστικούς κάκτους, όπου δεσπόζουν το κτίσμα και τα μεγάλης κλίμακας έργα του Πολυχρονόπουλου, αλλά και ένα ανοιχτό αμφιθέατρο φτιαγμένο από πέτρα στο πρότυπο αρχαίου θεάτρου, χωρητικότητας 600 ατόμων. Ο υπέροχος αυτός χώρος είναι επισκέψιμος για το κοινό μόνο τα Σαββατοκύριακα, από 11 π.μ. έως 5 μ.μ.
Εκπλήξεις στο Μεγάλο Πεύκο
Φτάνοντας στο Μεγάλο Πεύκο (επισήμως: Νέα Πέραμος, με αυτονόητη προσφυγική καταγωγή), αναζητάς ίχνη της παλιάς του αίγλης. Σε ελληνική ταινία του 1953 ακούμε τη νεαρή Καίτη Λαμπροπούλου να απαριθμεί τους πιο σικ παραθεριστικούς προορισμούς των Αθηναίων της εποχής και το Μεγάλο Πεύκο έρχεται δεύτερο μετά το Σούνιο και πριν από τη Βουλιαγμένη. Από το Νεράκι μέχρι τα πρώτα σπίτια του οικισμού, ο συνδυασμός θάλασσας και πρασίνου είναι μοναδικός: πεύκα, ευκάλυπτοι, ελιές σε συνοδεύουν σε μια λιγότερο ευχάριστη έκπληξη. Στο κέντρο του οικισμού τον τόνο δίνουν σύγχρονες κατασκευές και όχι από τα καλύτερα δείγματα του είδους. Ένα εξωπραγματικά τεράστιο συγκρότημα διαμερισμάτων που πιθανότατα ανεγέρθηκε στα χρόνια της χούντας δεσπόζει στον κεντρικό δρόμο ανάμεσα στη Σχολή Πυροβολικού και στο Κέντρο Εκπαίδευσης των Ειδικών Δυνάμεων. Η παραλιακή περατζάδα δεν είναι καθόλου άσχημη, θα μπορούσες να βρίσκεσαι στον Κάλαμο ή στο Ζούμπερι. Μερικά πλήρως εγκαταλελειμμένα ξενοδοχεία μαρτυρούν τα δύσκολα χρόνια που προηγήθηκαν. Όταν όμως πίνεις το ούζο σου στο λιμανάκι του Μεγάλου Πεύκου, η οπτική εγγύτητα με τη Σαλαμίνα σε κάνει να τα ξεχνάς όλα και να έχεις την ψευδαίσθηση ότι βρίσκεσαι σε λίμνη ή σε κανάλι.
Αφήνοντας τη Νέα Πέραμο, η φύση παίρνει ξανά την εκδίκησή της: μποστάνια, περιποιημένα χωράφια πίσω από μάντρες με κυπαρίσσια και τα περίφημα φιστίκια Μεγάρων. Σιγά σιγά μπαίνουμε στην καρδιά της ακτής της Μεγαρίδας, με πρώτη στάση το κάποτε γραφικό ψαροχώρι της Πάχης, που σήμερα δεν έχει πια τίποτα το ιδιαίτερα γραφικό (προσπάθησα, αλλά δεν εντόπισα κάποιο κτίσμα αρχαιότερο του 1970) πέραν της προνομιακής του θέσης με το λιμανάκι με τα ψαροκάικα και άλλα πλεούμενα μικρομεσαίας κλίμακας. Τα απαραίτητα καφέ και εστιατόρια συμπληρώνουν το σκηνικό μιας τυπικής κυριακάτικης εξόδου.
Τουλάχιστον έχει ησυχία. Κι αν είστε της (σχετικής) περιπέτειας, αξίζει να ανηφορίσετε ως τον λόφο του Άη Γιώργη με το ομώνυμο εκκλησάκι του 17ου αιώνα και τη συγκλονιστική του θέα. Πάντως, στην άκρη της Πάχης ανακάλυψα ένα τοπίο που θα ζήλευε ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης: βράχια με σπαρμένα εδώ κι εκεί αναιμικά πευκάκια, ίχνη από λατομείο, ένα παρατημένο τρακτέρ, ένα παραθαλάσσιο παράπηγμα άγνωστης ταυτότητας και χρήσης και στο βάθος οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου στο νησάκι της Ρεβυθούσας. Νοτιότερα, απλώνεται σε έκταση τεσσάρων χιλιομέτρων η παραλιακή ζώνη της Βαρέας, της βασικής πλαζ των κατοίκων των Μεγάρων, που χάρη στην αναζωογόνηση του Σαρωνικού αποκτά ξανά εμπορικό ενδιαφέρον. Τα πρώτα beach bars και clubs δίνουν τον τόνο αυτού που έρχεται. Ευτυχώς, ακόμα τα πράγματα είναι πολύ συμμαζεμένα κι αν θέλετε καθεστώς απόλυτης ηρεμίας και ελευθερίας, στο τέρμα του παραλιακού δρόμου υπάρχει μια μικρή, πιο απόμερη παραλία με την ευφάνταστη ονομασία «Παπούτσι».
Ο Αλέν Ντελόν στην Κακιά Σκάλα
Εδώ χρειάζεται επαγρύπνηση: ενώ μέχρι τώρα ο δρόμος ήταν σχετικά ευθύς, για να συνεχίσετε προς Κινέττα και Αγίους Θεοδώρους θα πρέπει να επιστρέψετε στον κόμβο των Μεγάρων, να μπείτε ελάχιστα μέσα στην πόλη και να αναζητήσετε μια… προπολεμική πινακίδα για Κόρινθο. Προσωπικά ρώτησα έναν πολύ ευγενικό υπάλληλο πρατηρίου βενζίνης γιατί χάθηκα στις λεγόμενες «τοπικές οδούς», ανάμεσα σε χωράφια και στο πρώτο σύνθημα που είδα γραμμένο για τους «Σπαρτιάτες» και τον Ηλία Κασιδιάρη σε έναν μισογκρεμισμένο τοίχο κάποιας ξεχασμένης αγροικίας.
Αν έχουν πάει καλά τα πράγματα, τώρα οδηγείτε σε ένα από τα πιο συναρπαστικά κομμάτια της διαδρομής: είναι λίγο σαν να πετάτε, γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή από τους οδηγούς, όχι μόνο γιατί ο δρόμος έχει απαλές, δαντελωτές στροφές, αλλά και γιατί το τοπίο είναι τόσο επιβλητικό, που μπορεί να ξελογιάσει και τον πιο προσεκτικό οδηγό.
Ταξιδεύετε κάτω από τα τούνελ της Κακιάς Σκάλας, κάποια στιγμή παράλληλα με τη σιδηροδρομική γραμμή, και στο βάθος ο Σαρωνικός και τα βουνά της Πελοποννήσου δίνουν τα ρέστα τους. Εδώ είσαι όντως στη Γαλλική Ριβιέρα, από κάπου νομίζεις ότι θα πεταχτεί η ανοιχτή Άλφα Ρομέο με τον Αλέν Ντελόν και τη Ρόμι Σνάιντερ. Μιλάμε για τέτοια επίπεδα κοσμοπολιτισμού και φινέτσας. Τα πεύκα κρέμονται από τα δραματικά βράχια και ο ήλιος παίζει τα παιχνίδια του στην απέραντη θάλασσα που απλώνεται στον ορίζοντα. Μέχρι που ξαφνικά σού αποκαλύπτεται η πιο αρχετυπική και διάσημη παραλία της διαδρομής, με γαλαζοπράσινα νερά, φυσική σκιά και στην άκρη της το προσεγμένο ξενοδοχείο του Κοκκίνη, χειμερινό καταφύγιο, όπως μάθαμε, αρκετών συγγραφέων που βρίσκουν σε αυτό το απαράμιλλης ομορφιάς τοπίο την ησυχία και την έμπνευση που χρειάζονται. Εντελώς ανέλπιστα, λίγο μετά το κατάλυμα, θα πέσετε πάνω στο Σκιρώνειο Μουσείο Πολυχρονόπουλου, ένα τεράστιο εννοιολογικό γλυπτό από μία άποψη, μια πραγματική structure habitable όπως διαβάζω στην ιδιαίτερα προσεγμένη ιστοσελίδα του. Χτίστηκε πέτρα πέτρα και ήταν μαζί κατοικία του Έλληνα γλύπτη, προσωπικό όραμα, χώρος δουλειάς και μελέτης. Σήμερα, το Σκιρώνειο είναι τόπος συνάντησης όπου καλλιτέχνες, νέοι κυρίως, μπορούν να ανταλλάξουν ιδέες και απόψεις σε έναν κλιμακωτό δαίδαλο κήπων, μονοπατιών και βλάστησης με χαρακτηριστικούς κάκτους, όπου δεσπόζουν το κτίσμα και τα μεγάλης κλίμακας έργα του Πολυχρονόπουλου, αλλά και ένα ανοιχτό αμφιθέατρο φτιαγμένο από πέτρα στο πρότυπο αρχαίου θεάτρου, χωρητικότητας 600 ατόμων. Ο υπέροχος αυτός χώρος είναι επισκέψιμος για το κοινό μόνο τα Σαββατοκύριακα, από 11 π.μ. έως 5 μ.μ.
Με την αναγέννηση του Σαρωνικού, έγινε αναγέννηση και της παράκτιας επιχειρηματικότητας (beach bars, καφέ, εστιατόρια). Ευτυχώς, για την ώρα, σε ανεκτά επίπεδα. (Φωτογραφία: Περικλής Μεράκος)
Κινέττα: Ολική επαναφορά
Από το Σκιρώνειο οι στροφές «μαλακώνουν»και προσγειωνόμαστε σιγά σιγά στον πευκόφυτο κάμπο της Κινέττας, που ξαναζεί τις παλιές της δόξες. Θα έπρεπε στην είσοδο του οικισμού να αναβοσβήνει μια τεράστια επιγραφή που να λέει «Κινέττα, η μεγάλη επιστροφή». Η Κινέττα θα είναι πάντα το απόλυτο αρχετυπικό θέρετρο της Δυτικής Αττικής, μια ολίγον ξιπασμένη Μαντάμ Σουσού των παραθεριστικών προορισμών της ευρύτερης περιοχής, καθώς από πολύ παλιά την επέλεγαν επώνυμοι των Αθηνών και ως εκ τούτου καλλιεργήθηκε μια νοοτροπία ανωτερότητας. Η Κινέττα διατηρεί πεισματικά αυτόν τον χαρακτήρα, δεν απέκτησε ποτέ καμία σπουδαία «αγορά», ο κεντρικός της δρόμος είναι ήσυχος και στεφανωμένος από αρχαία πεύκα και φυσικά εδώ θα βρείτε ορισμένα από τα πιο όμορφα, τα πιο εντυπωσιακά εξοχικά σπίτια ολόκληρης της Αττικής, σχεδιασμένα τα περισσότερα από επώνυμους αρχιτέκτονες. Όλα εκτός σχεδίου, παρεμπιπτόντως. Οι Άγιοι Θεόδωροι, που απέχουν μόνο ελάχιστα χιλιόμετρα, είναι το «εμπορικό κέντρο» της περιοχής, ο παραλιακός πεζόδρομος, ωστόσο, σε αποζημιώνει, δεν έχει κατακλυστεί ολόκληρος από καφέ και μπαρ, ενώ παίρνοντας τον δρόμο για τα Ίσθμια θα προσέξετε στα αριστερά σας μερικές επίσης αξιοπρόσεκτες κατοικίες που φανερώνουν περασμένα μεγαλεία. Τώρα πια έχετε μπει στην τελική ευθεία για τον Ισθμό, ο δρόμος θα σας βγάλει στην παλιά γέφυρα και αμέσως μετά στα ατελείωτα ταχυφαγεία, εστιατόρια, καφέ, σταθμούς ΚΤΕΛ, μια μικρογραφία της Ελλάδας του ’70 και του ’80. Από δω απέχει μόνο δέκα λεπτά ο αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Κορίνθου και το μουσείο, ο καλύτερος επίλογος για ένα ταξίδι ανακάλυψης και εκπλήξεων.
Θα ρωτήσουν (και με το δίκιο τους) πολλοί καλοπροαίρετοι αναγνώστες: μα καλά, όλα τα βρήκατε τόσο απίθανα όμορφα και ειδυλλιακά στην παραμελημένη για δεκαετίες ακτογραμμή που ξεκινά από τις παρυφές της Ελευσίνας και φτάνει μέχρι τον Ισθμό; Φυσικά και όχι. Η πλειονότητα των οικισμών σού πληγώνουν την ψυχή, αν σκεφτείς πώς θα μπορούσαν να είναι και πώς είναι. Η Κινέττα δεν έχει νερό! Είναι τόσο γλυφό, που δεν πίνεται. Οι φωτιές κατασπαράζουν κάθε χρόνο τα μεγάλα βουνά που χαρίζουν εδώ και αιώνες τη σκιά τους στους παραθεριστικούς οικισμούς του δυτικού Σαρωνικού. Το 2016 οι φλόγες μπήκαν μέσα στην Κινέττα, φέτος η πυρκαγιά στο Λουτράκι απείλησε τους Αγίους Θεοδώρους. Οι κάτοικοι, μόνιμοι και μη, μπορούν να προσθέσουν εκατοντάδες άλλα προβλήματα. Το προγραμματισμένο έργο αναβάθμισης της παλιάς εθνικής οδού από τον κόμβο Ευταξία μέχρι τα Μέγαρα, συνολικού μήκους 12,4 χιλιομέτρων, θα λύσει ελάχιστα από αυτά. Όμως ο στόχος αυτού του οδοιπορικού δεν ήταν ένα σκληροπυρηνικό ρεπορτάζ για τις ανοιχτές πληγές της Δυτικής Αττικής, αλλά μια ανοιχτή πρόσκληση εξερεύνησης μιας διαδρομής που βγάλαμε από την καθημερινότητά μας εδώ και δεκαετίες, στο όνομα της ταχύτητας και της (προφανώς καλοδεχούμενης) προόδου. Όσα χρόνια, λοιπόν, περνάμε σαν βολίδες από την Ελευσίνα, τα Μέγαρα και την Κινέττα, κάτι συμβαίνει εκεί από κάτω. Και είναι, πέρα απ’ όλα τα άλλα, μια όχι τόσο συνηθισμένη για την Ελλάδα περιβαλλοντική ιστορία επιτυχίας που δεν την έχουμε αφηγηθεί επαρκώς.
Κινέττα: Ολική επαναφορά
Από το Σκιρώνειο οι στροφές «μαλακώνουν»και προσγειωνόμαστε σιγά σιγά στον πευκόφυτο κάμπο της Κινέττας, που ξαναζεί τις παλιές της δόξες. Θα έπρεπε στην είσοδο του οικισμού να αναβοσβήνει μια τεράστια επιγραφή που να λέει «Κινέττα, η μεγάλη επιστροφή». Η Κινέττα θα είναι πάντα το απόλυτο αρχετυπικό θέρετρο της Δυτικής Αττικής, μια ολίγον ξιπασμένη Μαντάμ Σουσού των παραθεριστικών προορισμών της ευρύτερης περιοχής, καθώς από πολύ παλιά την επέλεγαν επώνυμοι των Αθηνών και ως εκ τούτου καλλιεργήθηκε μια νοοτροπία ανωτερότητας. Η Κινέττα διατηρεί πεισματικά αυτόν τον χαρακτήρα, δεν απέκτησε ποτέ καμία σπουδαία «αγορά», ο κεντρικός της δρόμος είναι ήσυχος και στεφανωμένος από αρχαία πεύκα και φυσικά εδώ θα βρείτε ορισμένα από τα πιο όμορφα, τα πιο εντυπωσιακά εξοχικά σπίτια ολόκληρης της Αττικής, σχεδιασμένα τα περισσότερα από επώνυμους αρχιτέκτονες. Όλα εκτός σχεδίου, παρεμπιπτόντως. Οι Άγιοι Θεόδωροι, που απέχουν μόνο ελάχιστα χιλιόμετρα, είναι το «εμπορικό κέντρο» της περιοχής, ο παραλιακός πεζόδρομος, ωστόσο, σε αποζημιώνει, δεν έχει κατακλυστεί ολόκληρος από καφέ και μπαρ, ενώ παίρνοντας τον δρόμο για τα Ίσθμια θα προσέξετε στα αριστερά σας μερικές επίσης αξιοπρόσεκτες κατοικίες που φανερώνουν περασμένα μεγαλεία. Τώρα πια έχετε μπει στην τελική ευθεία για τον Ισθμό, ο δρόμος θα σας βγάλει στην παλιά γέφυρα και αμέσως μετά στα ατελείωτα ταχυφαγεία, εστιατόρια, καφέ, σταθμούς ΚΤΕΛ, μια μικρογραφία της Ελλάδας του ’70 και του ’80. Από δω απέχει μόνο δέκα λεπτά ο αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Κορίνθου και το μουσείο, ο καλύτερος επίλογος για ένα ταξίδι ανακάλυψης και εκπλήξεων.
Θα ρωτήσουν (και με το δίκιο τους) πολλοί καλοπροαίρετοι αναγνώστες: μα καλά, όλα τα βρήκατε τόσο απίθανα όμορφα και ειδυλλιακά στην παραμελημένη για δεκαετίες ακτογραμμή που ξεκινά από τις παρυφές της Ελευσίνας και φτάνει μέχρι τον Ισθμό; Φυσικά και όχι. Η πλειονότητα των οικισμών σού πληγώνουν την ψυχή, αν σκεφτείς πώς θα μπορούσαν να είναι και πώς είναι. Η Κινέττα δεν έχει νερό! Είναι τόσο γλυφό, που δεν πίνεται. Οι φωτιές κατασπαράζουν κάθε χρόνο τα μεγάλα βουνά που χαρίζουν εδώ και αιώνες τη σκιά τους στους παραθεριστικούς οικισμούς του δυτικού Σαρωνικού. Το 2016 οι φλόγες μπήκαν μέσα στην Κινέττα, φέτος η πυρκαγιά στο Λουτράκι απείλησε τους Αγίους Θεοδώρους. Οι κάτοικοι, μόνιμοι και μη, μπορούν να προσθέσουν εκατοντάδες άλλα προβλήματα. Το προγραμματισμένο έργο αναβάθμισης της παλιάς εθνικής οδού από τον κόμβο Ευταξία μέχρι τα Μέγαρα, συνολικού μήκους 12,4 χιλιομέτρων, θα λύσει ελάχιστα από αυτά. Όμως ο στόχος αυτού του οδοιπορικού δεν ήταν ένα σκληροπυρηνικό ρεπορτάζ για τις ανοιχτές πληγές της Δυτικής Αττικής, αλλά μια ανοιχτή πρόσκληση εξερεύνησης μιας διαδρομής που βγάλαμε από την καθημερινότητά μας εδώ και δεκαετίες, στο όνομα της ταχύτητας και της (προφανώς καλοδεχούμενης) προόδου. Όσα χρόνια, λοιπόν, περνάμε σαν βολίδες από την Ελευσίνα, τα Μέγαρα και την Κινέττα, κάτι συμβαίνει εκεί από κάτω. Και είναι, πέρα απ’ όλα τα άλλα, μια όχι τόσο συνηθισμένη για την Ελλάδα περιβαλλοντική ιστορία επιτυχίας που δεν την έχουμε αφηγηθεί επαρκώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου