Είχαμε µόλις διασχίσει χωράφια με κατάφορτα δένδρα που βγάζουν τα περίφημα αμύγδαλα Οφρυνίου για να φτάσουμε μέχρι τον Τύμβο Καστά. Ο ήλιος του Σεπτεμβρίου έκαιγε, αλλά με το που περάσαμε τη λευκή μουσαμαδένια κουρτίνα για να μπούμε στον τάφο της Αμφίπολης, η θερμοκρασία ήταν πολύ πιο χαμηλή. Μας προετοίμαζε για την κάθοδο στον Κάτω Κόσμο. Hδη η θέα από τις Σφίγγες, με τα νευρώδη σώματα και τα γαμψά νύχια στα πόδια (άλλο πράγμα να τις βλέπεις στην τηλεόραση και άλλο μπροστά σου), δημιουργούσε αίσθημα άβατου. Κατεβαίνοντας, το φυσικό φως σταμάτησε και μείναμε περικυκλωμένοι από εργοταξιακές λάμπες και σκαλωσιές. Ακόμη και αυτές δεν χαλούσαν την ατμόσφαιρα. «Ξέρετε πόσοι άνθρωποι μου λένε ότι τους έρχεται να κάνουν τον σταυρό τους μόλις μπαίνουν; Είναι εντυπωσιακό το δέος που προκαλεί στους επισκέπτες, εκπέμπει ακόμη θρησκευτικότητα», μου είπε η συμπαθέστατη έφορος Αρχαιοτήτων Σερρών, Δημητρία Μαλαμίδου, που μας συνόδευε.
Εμένα δεν μου ήρθε να κάνω τον σταυρό μου, αλλά ένιωθα ξεκάθαρα μια ανατριχίλα όταν περνούσαμε πλάι από τις τυλιγμένες με προστατευτικά Καρυάτιδες για να φτάσουμε μέχρι τον ταφικό θάλαμο. Τα ψηφιδωτά σκεπασμένα και αυτά, με μια μικρή τρύπα που αποκάλυπτε μόνον το πρόσωπο της Περσεφόνης. Είναι αλλόκοτο να σε κοιτάζει κάτι που φτιάχτηκε 2.500 χρόνια πριν. Ενιωθα το βάρος της Ιστορίας να σταλάζει επάνω μου. Βρισκόμασταν πια στη χώρα του Αδη, όπως τον είχαν φανταστεί οι αρχαίοι. Πρέπει να ήμασταν οι τελευταίοι από τους 5.000 ανθρώπους που είχαν την τύχη να επισκεφθούν το μνημείο απ’ όταν άνοιξε για ειδικές ομάδες, τον περασμένο Μάιο. Εκτοτε, εκπαιδευτικοί, άνθρωποι του τουρισμού, ερευνητές, μέλη της τοπικής αυτοδιοίκησης βίωσαν αυτήν τη μοναδική εμπειρία.
Τώρα ο λόφος δεν είναι πια προσβάσιμος, καθώς γίνονται εργασίες για να τοποθετηθεί σε πρώτο χρόνο ένα στέγαστρο, να γίνουν υποστυλώσεις σε ευαίσθητα σημεία και συντήρηση των επιφανειών στους θαλάμους. Το σπουδαιότερο είναι ότι θα θωρακιστεί το μνημείο για την απορροή των ομβρίων υδάτων. Παράλληλα, θα δημιουργηθούν οι χώροι υποδοχής και στάθμευσης, καθώς και ένας εκθεσιακός χώρος. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα ανοίξει για το κοινό το 2027.
Η Δημητρία Μαλαμίδου είναι επικεφαλής της Εφορείας από το 2018, παλιά γνώριμη της περιοχής. «Στην Αμφίπολη έχω εργαστεί ξανά από τη δεκαετία του 1990 μέχρι και το 2005. Τότε δούλευα σε σωστικές ανασκαφές κυρίως στις νεκροπόλεις της αλλά και σε κλασικές οικίες και στο αρχαίο Γυμνάσιο με την Πέπη Λαζαρίδου, θυγατέρα του αείμνηστου Δημήτρη Λαζαρίδη. Είναι ευχάριστο να επιστρέφει κανείς σε ένα γνώριμο μέρος, πόσο μάλλον τώρα που η ματιά μας πάνω στο παρελθόν του έχει εμπλουτιστεί. Πιστεύω, μάλιστα, ότι στο μέλλον θα βρούμε και άλλα εντυπωσιακά μνημεία, όχι μόνο στα νεκροταφεία αλλά και μέσα στην πόλη, που απέχει 4 χιλιόμετρα από τον λόφο Καστά. Στην πόλη εστιάζουμε τα τελευταία χρόνια τις ανασκαφές μας. Αναφέρομαι σε οικοδομήματα μιας ακμάζουσας πόλης, της οποίας τη σπουδαιότητα ήδη έχουν διαπιστώσει εδώ και δεκαετίες οι αρχαιολόγοι. Απλώς, η αποκάλυψη του ταφικού μνημείου του Καστά το 2014 επισκίασε την ιστορία της, απομόνωσε το εύρημα από το περιβάλλον του και μας έκανε να γυρίσουμε την πλάτη στο αρχαίο άστυ που το δημιούργησε», μας εξηγεί.
«Τώρα έχουμε την ευκαιρία να δούμε το θέμα συνολικά. Χρέος μας είναι να επανεντάξουμε το μνημείο στο “αφήγημα” της Αμφίπολης. Δεν είναι μόνον ο τάφος μιας ή περισσοτέρων σημαντικών προσωπικοτήτων, αλλά και μέρος ενός όλου, δηλαδή της πόλης. Μάλιστα, πιστεύω ακράδαντα ότι αν ποτέ μάθουμε για ποιον κτίστηκε ο τάφος αυτός, τα τεκμήρια δεν θα προκύψουν από τον λόφο Καστά, τον οποίον ήδη έχουμε ερευνήσει, αλλά από τις ανασκαφές που πραγματοποιούμε στην πόλη. Κάποια επιγραφή ή άλλο σπάραγμα μπορεί να μας οδηγήσει σε πολύ χρήσιμα συμπεράσματα. Σήμερα που έχει τελειώσει προ πολλού το ανασκαφικό σασπένς, το οποίο είχε δημιουργήσει προσδοκίες, έχουμε άλλα καθήκοντα. Ηρθε πια η ώρα να απαντήσουμε τι κάνουμε με αυτό το μνημείο, πώς το συντηρούμε, πώς το αποδίδουμε στο κοινό;».
Οι ανασκαφές του Λαζαρίδη
«Ξέρετε πόσοι άνθρωποι μου λένε ότι τους έρχεται να κάνουν τον σταυ- ρό τους μόλις μπαίνουν; Είναι εντυπωσιακό το δέος που προκαλεί στους επισκέπτες».
Σύμφωνα με την κ. Μαλαμίδου, ακόμη και πριν έρθει στο φως το μνημείο του Καστά, η Αμφίπολη πάλι δεν είχε λάβει την προβολή που της άξιζε, παρά την τεράστια ανασκαφική προσπάθεια που είχε γίνει ήδη από τη δεκαετία του 1960 με τον Λαζαρίδη και την Αρχαιολογική Εταιρεία και αργότερα από τους αρχαιολόγους της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, η οποία έφερε στο φως πολλά ευρήματα. Με τον θάνατο του τελευταίου υπήρξε και κάμψη της ανασκαφικής δραστηριότητας από το 1985 έως και το 2010. «Σε αυτά τα χρόνια, η Αρχαιολογική Υπηρεσία έπρεπε να κάνει έργα υποδομής, δηλαδή να συντηρήσει ό,τι βγήκε από το χώμα, αλλά και να φτιάξει το μουσείο, που άρχισε να κτίζεται τη δεκαετία του ’70, όμως άνοιξε για το κοινό το 1995», συμπληρώνει. Επρεπε να στεγάσει πολλά ευρήματα από την πόλη, η οποία ιδρύθηκε το 437 π.Χ. με απόφαση του ίδιου του Περικλή, τα χρόνια που ο Παρθενώνας κτιζόταν στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι ήθελαν να βάλουν πόδι στην περιοχή του Στρυμόνα, στους πρόποδες του Παγγαίου, αφενός για την ξυλεία που εξασφάλιζαν για το στόλο τους από τα δάση με τις οξιές στην περιοχή, αφετέρου για τον πλούτο των πολύτιμων μετάλλων. Εδώ προϋπήρχαν ακμαία πολίσματα των Θρακών. Ομως η Αμφίπολη βρέθηκε στο επίκεντρο των εξελίξεων και του ανταγωνισμού όλων των μεγάλων δυνάμεων διαφορετικών εποχών. Ενα μεγάλο κεφάλαιο της ιστορίας της αφορά τον ίδιο τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, με τους κατοίκους να παίρνουν το μέρος των Σπαρτιατών υπό τον Βρασίδα. Αργότερα έχουμε τους Μακεδόνες που απλώνονται και τον Φίλιππο να την κατακτά. Ο Φίλιππος Ε΄ πεθαίνει εδώ. Οι Ρωμαίοι την κάνουν πρωτεύουσα μιας από τις διοικητικές περιφέρειες της Μακεδονίας, ο Αύγουστος και ο Αδριανός την ευεργετούν. Την Αμφίπολη πρέπει να τη δούμε συνδεδεμένη με μεγάλα ιστορικά γεγονότα της ελληνικής αρχαιότητας», επιμένει.
«Αυτό που κάνει μοναδικό το μνημείο του Καστά είναι το μέγεθός του, τα αρχιτεκτονικά του στοιχεία, οι ιδιαιτερότητές του», συνεχίζει. «Οταν το εντόπισε η σκαπάνη, υπήρξαν πολιτικές σκοπιμότητες. Η επικοινωνιακή προσέγγιση δεν ήταν η συνηθισμένη. Δηλαδή, δεν ήταν εκείνη που προφυλάσσει την κοινή γνώμη από βεβιασμένα συμπεράσματα, καθώς η ανασκαφή αλλά και η τεκμηρίωση των αποτελεσμάτων έχουν τον δικό τους χρόνο που δεν είναι ο ειδησεογραφικός. Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, ότι βρισκόμασταν μεσούσης της οικονομικής κρίσης και οι Ελληνες ζούσαν σε μία από τις δυσκολότερες φάσεις της σύγχρονης ιστορίας. Λογικό ήταν το μνημείο του Καστά να γίνει μια οθόνη προβολής στο συλλογικό φαντασιακό και ο καθείς να προβάλλει εκεί τις επιθυμίες του, που δεν είχαν σχέση με τα επιστημονικά δεδομένα. Η αποκάλυψη έφερνε ψυχική ευφορία, εξύψωση, υπερηφάνεια. Η εικόνα του μνημείου που έφτασε στον κόσμο τότε, όμως, ήταν απογυμνωμένη από πτυχές της ιστορικότητάς του, που το κάνουν ακόμη πιο σημαντικό. Αυτές πρέπει πλέον να αναδείξουμε».
Συζητώντας για τις εργασίες που τώρα λαμβάνουν χώρα, η έφορος Αρχαιοτήτων Σερρών λέει στην «Κ» ότι ανέκυψαν στατικά προβλήματα κατά τις ανασκαφές. «Αυτό είναι λογικό, καθώς η επέμβαση του ανθρώπου σε ένα μνημείο που είναι θαμμένο για 2.000 χρόνια μπορεί να φέρει τέτοιες εξελίξεις. Οταν αφαιρείς χώμα, δημιουργούνται διαφορετικές πιέσεις, αλλάζει η ισορροπία που υπάρχει μέσα στο έδαφος. Οπότε, τώρα φροντίζουμε και αυτό». Η δική της αίσθηση για το μνημείο, που το ζει καθημερινά από το 2018, ποια είναι; «Εντυπωσιάστηκα από το μέγεθός του, την ποιότητα των υλικών, των γλυπτών, τη σύνθεση πολλών στοιχείων. Είναι σαν πορεία μετάβασης στον κάτω κόσμο, στη δική μας εποχή δεν υπάρχει αυτό. Ο τάφος αντανακλά τη σκέψη, τις αντιλήψεις και τη συναισθηματική φόρτιση, τις υπαρξιακές ανησυχίες των ανθρώπων που επισκέπτονταν το κτίσμα, όταν ήταν σε λειτουργία. Πρέπει στην αρχική του φάση να ήταν ένας τάφος “μακεδονικού τύπου” που δέχτηκε μετατροπές και έγινε κατόπιν “ιερός τόπος”, ο οποίος συνδεόταν με τις αντιλήψεις των ελληνιστικών χρόνων για τη μεταθανάτια ζωή».
Μετά τον Μέγα Αλέξανδρο
«Πρόκειται για την περίοδο μετά τον Μέγα Αλέξανδρο, κατά την οποία υπάρχουν έντονες επιρροές από την Ανατολή, οι οποίες φέρνουν μια ώσμωση δοξασιών, θρησκευτικών πίστεων, ιδεών που αφορούν υπαρξιακά ζητήματα. Ας μην ξεχνάμε πως τότε οι άνθρωποι ζούσαν σε μια πρώιμη παγκοσμιοποίηση με ταραχές και δονήσεις, με βιώματα που δεν συγκρίνονται με αυτά που είχαν κάτοικοι των αρχαϊκών ή κλασικών πόλεων. Στον ελληνιστικό κόσμο, η φιλοσοφία εξελίσσεται με επίκεντρο το άτομο και όχι μόνον το σύνολο, σαν να προετοιμάζεται και η επικράτηση του χριστιανισμού. Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία και οι απεικονίσεις έχουν να κάνουν ακριβώς με αυτό, είναι μια πύκνωση στοιχείων και συμβολισμών από διαφορετικές εποχές του ελληνικού κόσμου. Π.χ. η παράσταση της Περσεφόνης και του Πλούτωνα είναι θέμα εξαιρετικά αγαπητό στους Μακεδόνες, οι Καρυάτιδες είναι ιέρειες χθόνιων θεοτήτων ήδη από την Ακρόπολη των Αθηνών, οι Σφίγγες είναι αποτροπαϊκά σύμβολα πανταχού παρούσες σε επιτύμβια μνημεία των αρχαίων Ελλήνων και σε ιερά. Η Αμφίπολη τα έχει όλα», κατέληξε.
Βγήκαμε ξανά έξω στο φως του ήλιου. Πρέπει να ομολογήσω πως ένιωσα μια ανακούφιση…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου