Το πρώτο μουσικό όργανο που φέρνει κάποιος στο μυαλό του όταν ακούει τη φράση «ηπειρώτικη μουσική» είναι το κλαρίνο. Ωστόσο, πρoτού το κλαρίνο κυριαρχήσει, το βιολί ήταν το βασικό όργανο, κι αυτό το αποδεικνύουν ηχογραφήσεις εκατό και πλέον χρόνων, μαρτυρίες και φωτογραφίες από την ηπειρώτικη ιστορία. Αυτό ακριβώς θα προσπαθήσει να αποδείξει και ο Christopher C. King και οι εκλεκτοί καλεσμένοι του την Πέμπτη 30 Νοεμβρίου στην εκδήλωση που διοργανώνει η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, σε μια γιορτή του ηπειρώτικου μουσικού πολιτισμού.
Στη μουσική αυτή διάλεξη που έχει τίτλο «When violin was king – Όταν το βιολί ήταν βασιλιάς», ο Christopher King ξεδιπλώνει, μέσα από τη μοναδική μεθοδολογία του, τη μουσική ιστορία της ηπειρώτικης μουσικής, τοποθετώντας αυτήν τη φορά στο επίκεντρο το βιολί. Παίζει σπάνιους εμπορικούς δίσκους 78 στροφών από τις αρχές του 20ού αιώνα και αποκαθιστά την πρωτεύουσα θέση που κατείχε το μουσικό όργανο στην ηπειρώτικη ορχηστρική μουσική. Συνομιλεί με τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιτρόπων της Γενναδείου Βιβλιοθήκης κ. Ανδρέα Ζομπανάκη και τους μουσικούς Κώστα Καραπάνο (βιολί), Aurel Qirjo (βιολί) και Μάριο Τούμπα (λαούτο), οι οποίοι θα ερμηνεύσουν ζωντανά παραδοσιακά κομμάτια της Ηπείρου.
«Για περίπου διακόσια χρόνια το βιολί ήταν το κεντρικό μελωδικό όργανο. Ήταν η ορχηστρική "φωνή" για να πανηγύρια, τα γλέντια, τους γάμους, όλη τη μουσική των κοινωνικών εκδηλώσεων. Και αρκετά συχνά εμφανιζόταν μαζί με άλλο ένα ή δύο βιολιά».
— Σήμερα, στην Ελλάδα, όταν οι άνθρωποι σκέφτονται την ηπειρώτικη μουσική, τη συνδέουν κυρίως με το κλαρίνο. Αλλά το κύριο όργανο στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν ήταν το βιολί.
Ακριβώς, όταν οι περισσότεροι άνθρωποι στην Ελλάδα, ή και αλλού, ακούνε τη φράση «παραδοσιακή ηπειρώτικη μουσική», φέρνουν στον νου την εικόνα και τον ήχο του κλαρίνου. Αυτό συμβαίνει επειδή αναφερόμαστε, χοντρικά, στα τελευταία ογδόντα χρόνια μουσικής. Οι αναμνήσεις μας φτάνουν μέχρι τις αναμνήσεις των παππούδων μας· θα μπορούσες να το ονομάσεις και «γενεαλογική μυωπία». Όπως και να το πούμε, είναι κάτι που το κατασκευάζουμε όπως το αντιλαμβανόμαστε: μας λένε ότι κάτι είναι παραδοσιακό, όπως η ηπειρώτικη μουσική, και έπειτα αντιλαμβανόμαστε τα στοιχεία της κατασκευής με κύριο όργανο το κλαρίνο. Η παραδοσιακή μουσική, υπό αυτή την έννοια, είναι «σταθερή» και δεν εξελίσσεται.
Επειδή συχνά δεν μπορούμε να ακούσουμε το παρελθόν γιατί δεν έχουμε πρόσβαση σε αυτό, τείνουμε να θεωρούμε όσα βλέπουμε και ακούμε ως κάτι παραδοσιακό. Αλλά έχουμε τους δίσκους των 78 στροφών, αυτά τα ιστορικά ντοκουμέντα που μας επιτρέπουν να έχουμε πρόσβαση στο πώς ακουγόταν η ηπειρώτικη μουσική πριν από εκατό χρόνια ή ακόμα και πριν από εκατόν δέκα. Έχουμε επίσης φωτογραφικές αποδείξεις και γραπτές μαρτυρίες. Όλα αυτά τα ντοκουμέντα, τα αρχειακά μέσα, μας επιτρέπουν να δούμε και να ακούσουμε την ηπειρώτικη μουσική διαφορετικά, να κατανοήσουμε την ελληνική ιστορία και τον πολιτισμό μετά την αρχαιότητα.
Πριν από περίπου εκατό χρόνια, στα περισσότερα μέρη της βορειοδυτικής και βορειο-κεντρικής Ελλάδας το όργανο που ήταν βασικό και κυριαρχούσε ήταν το βιολί. Ακόμη και όταν το κλαρίνο ήρθε στην Ελλάδα, το 1830, η χρήση του εξαπλώθηκε πολύ αργά, κυρίως γύρω από τα Ιωάννινα, την Πρέβεζα, την Άρτα και στα πιο πλούσια χωριά του Ζαγορίου. Αλλά, γενικά, το κεντρικό όργανο για να φτιάχνεται μουσική στην Ήπειρο και στη δυτική Μακεδονία ήταν το βιολί – συχνά εμφανίζονταν δύο ή περισσότερα βιολιά μαζί με κάποιον που έπαιζε ντέφι. Φυσικά, προτού «το βιολί γίνει βασιλιάς», το όργανο που κυριαρχούσε ήταν η φλογέρα ή η τζαμάρα, το φλάουτο του βοσκού.
— Ποιος ήταν ο ρόλος του βιολιού στην εξέλιξη της ηπειρώτικης μουσικής και γενικά στη μουσική των Βαλκανίων;
Για περίπου διακόσια χρόνια το βιολί ήταν το κεντρικό μελωδικό όργανο. Ήταν η ορχηστρική «φωνή» για να πανηγύρια, τα γλέντια, τους γάμους, όλη τη μουσική των κοινωνικών εκδηλώσεων. Και αρκετά συχνά εμφανιζόταν μαζί με άλλο ένα ή και δύο βιολιά. Βασικά, το πρώτο βιολί έπαιζε τη βασική μελωδία, ενώ το δεύτερο θα μπορούσε να προσθέτει είτε αρμονία (μια παραλλαγή της μελωδίας σε άλλη οκτάβα) είτε ρυθμό.
Τα άτομα που θα έρθουν στις 30 Νοεμβρίου στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα θα μπορέσουν να ακούσουν σε αυτές τις πρώιμες συνθέσεις τον ρόλο του βιολιού στη δημιουργία μουσικής. Η μουσική αυτή, με τον τρόπο που θα την παρουσιάσουμε, δείχνει τα στυλ του βιολιού στη Ρουμανία, στην Ουκρανία, στα Καρπάθια και στα κεντρικά και νότια μέρη της Ανατολικής Ευρώπης. Πώς έφτασε αυτό το στυλ στην Ήπειρο; Αυτό θα εξερευνήσουμε με τις παρουσιάσεις των δίσκων 78 στροφών εκείνο το βράδυ.
Πριν από περίπου εκατό χρόνια, στα περισσότερα μέρη της βορειοδυτικής και βορειο-κεντρικής Ελλάδας το όργανο που ήταν βασικό και κυριαρχούσε ήταν το βιολί. Ακόμη και όταν το κλαρίνο ήρθε στην Ελλάδα, το 1830, η χρήση του εξαπλώθηκε πολύ αργά, κυρίως γύρω από τα Ιωάννινα, την Πρέβεζα, την Άρτα και στα πιο πλούσια χωριά του Ζαγορίου. Αλλά, γενικά, το κεντρικό όργανο για να φτιάχνεται μουσική στην Ήπειρο και στη δυτική Μακεδονία ήταν το βιολί – συχνά εμφανίζονταν δύο ή περισσότερα βιολιά μαζί με κάποιον που έπαιζε ντέφι. Φυσικά, προτού «το βιολί γίνει βασιλιάς», το όργανο που κυριαρχούσε ήταν η φλογέρα ή η τζαμάρα, το φλάουτο του βοσκού.
— Ποιος ήταν ο ρόλος του βιολιού στην εξέλιξη της ηπειρώτικης μουσικής και γενικά στη μουσική των Βαλκανίων;
Για περίπου διακόσια χρόνια το βιολί ήταν το κεντρικό μελωδικό όργανο. Ήταν η ορχηστρική «φωνή» για να πανηγύρια, τα γλέντια, τους γάμους, όλη τη μουσική των κοινωνικών εκδηλώσεων. Και αρκετά συχνά εμφανιζόταν μαζί με άλλο ένα ή και δύο βιολιά. Βασικά, το πρώτο βιολί έπαιζε τη βασική μελωδία, ενώ το δεύτερο θα μπορούσε να προσθέτει είτε αρμονία (μια παραλλαγή της μελωδίας σε άλλη οκτάβα) είτε ρυθμό.
Τα άτομα που θα έρθουν στις 30 Νοεμβρίου στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα θα μπορέσουν να ακούσουν σε αυτές τις πρώιμες συνθέσεις τον ρόλο του βιολιού στη δημιουργία μουσικής. Η μουσική αυτή, με τον τρόπο που θα την παρουσιάσουμε, δείχνει τα στυλ του βιολιού στη Ρουμανία, στην Ουκρανία, στα Καρπάθια και στα κεντρικά και νότια μέρη της Ανατολικής Ευρώπης. Πώς έφτασε αυτό το στυλ στην Ήπειρο; Αυτό θα εξερευνήσουμε με τις παρουσιάσεις των δίσκων 78 στροφών εκείνο το βράδυ.
Όλα αυτά τα ντοκουμέντα, τα αρχειακά μέσα, μάς επιτρέπουν να δούμε και να ακούσουμε την ηπειρώτικη μουσική διαφορετικά, να κατανοήσουμε την ελληνική ιστορία και τον πολιτισμό μετά την αρχαιότητα.
Στους νότιους Βαλκάνιους νομίζω ότι το βιολί προσαρμόστηκε εξαιρετικά καλά στη «φωνή» των μελωδιών και ήταν δημοφιλές επειδή μπορούσες να παίξεις τέσσερις οκτάβες στη μουσική κλίμακα, ενώ στα περισσότερα λαϊκά πνευστά (ζουρνάς, πιπίζα, τζαμάρα, φλογέρα, τσαμπούνα, γκάιντα κ.λπ.) περιοριζόσουν σε δύο μόνο οκτάβες. Το βιολί ήταν ευέλικτο.
Μια ενδιαφέρουσα σημείωση είναι ότι στη μουσική των χωριών της Κόνιτσας, όπου παίζει η οικογένεια Χαλκιά, ακούγεται ακόμα αυτή η παλαιότερη «φωνή» των τριών βιολιών που δημιουργούν τη βασική μελωδία, αρμονία και ρυθμό. Η οικογένεια Χαλκιά, από την άλλη, κάνει το ίδιο με τρία κλαρίνα! Όσο πιο ανατολικά από την Κόνιτσα ταξιδεύει κανείς στη Μακεδονία, συναντά όλο και περισσότερα σύνολα όπως αυτά που περιγράφω.
— Γράφετε στο πρόγραμμα πως «όταν σκεφτόμαστε την παραδοσιακή μουσική θεωρούμε ότι παραμένει απαράλλαχτη, που ισχύει σε κάποιο βαθμό. Αλλά η δημιουργία παραδοσιακής μουσικής σχετίζεται πολύ με την πρόοδο, την εξέλιξη και την αλλαγή. Υπάρχει μια παραδοσιακή διαδικασία για να φτιάχνεις μουσική, όχι μια παραδοσιακή κατάσταση της μουσικής. Ένα μέρος της εξερεύνησης του παρελθόντος ορίζεται από το πώς λειτουργεί αυτή η διαδικασία. Κάποια πράγματα πρέπει να διατηρηθούν για να είναι παραδοσιακή η μουσική, αλλά μερικά πρέπει να αλλάξουν». Θέλετε να μου το σχολιάσετε;
Αυτό είναι ένα παράδειγμα που δείχνει ότι δεν πρέπει μόνο να σκεφτόμαστε έξω από το κουτί αλλά ότι πρέπει και να λέμε στον εαυτό μας ότι «δεν υπάρχει κουτί». Όταν λες ότι κάτι είναι «παραδοσιακό», ισχυρίζεσαι ότι είναι σε τέτοια κατάσταση. Αλλά αυτή είναι εσφαλμένη σκέψη. Το λάθος που κάνουμε είναι αυτό, και είναι μεγάλο: σκεφτόμαστε την παράδοση ως κατάσταση, μια «κατάσταση του υπάρχειν».
Στους νότιους Βαλκάνιους νομίζω ότι το βιολί προσαρμόστηκε εξαιρετικά καλά στη «φωνή» των μελωδιών και ήταν δημοφιλές επειδή μπορούσες να παίξεις τέσσερις οκτάβες στη μουσική κλίμακα, ενώ στα περισσότερα λαϊκά πνευστά (ζουρνάς, πιπίζα, τζαμάρα, φλογέρα, τσαμπούνα, γκάιντα κ.λπ.) περιοριζόσουν σε δύο μόνο οκτάβες. Το βιολί ήταν ευέλικτο.
Μια ενδιαφέρουσα σημείωση είναι ότι στη μουσική των χωριών της Κόνιτσας, όπου παίζει η οικογένεια Χαλκιά, ακούγεται ακόμα αυτή η παλαιότερη «φωνή» των τριών βιολιών που δημιουργούν τη βασική μελωδία, αρμονία και ρυθμό. Η οικογένεια Χαλκιά, από την άλλη, κάνει το ίδιο με τρία κλαρίνα! Όσο πιο ανατολικά από την Κόνιτσα ταξιδεύει κανείς στη Μακεδονία, συναντά όλο και περισσότερα σύνολα όπως αυτά που περιγράφω.
— Γράφετε στο πρόγραμμα πως «όταν σκεφτόμαστε την παραδοσιακή μουσική θεωρούμε ότι παραμένει απαράλλαχτη, που ισχύει σε κάποιο βαθμό. Αλλά η δημιουργία παραδοσιακής μουσικής σχετίζεται πολύ με την πρόοδο, την εξέλιξη και την αλλαγή. Υπάρχει μια παραδοσιακή διαδικασία για να φτιάχνεις μουσική, όχι μια παραδοσιακή κατάσταση της μουσικής. Ένα μέρος της εξερεύνησης του παρελθόντος ορίζεται από το πώς λειτουργεί αυτή η διαδικασία. Κάποια πράγματα πρέπει να διατηρηθούν για να είναι παραδοσιακή η μουσική, αλλά μερικά πρέπει να αλλάξουν». Θέλετε να μου το σχολιάσετε;
Αυτό είναι ένα παράδειγμα που δείχνει ότι δεν πρέπει μόνο να σκεφτόμαστε έξω από το κουτί αλλά ότι πρέπει και να λέμε στον εαυτό μας ότι «δεν υπάρχει κουτί». Όταν λες ότι κάτι είναι «παραδοσιακό», ισχυρίζεσαι ότι είναι σε τέτοια κατάσταση. Αλλά αυτή είναι εσφαλμένη σκέψη. Το λάθος που κάνουμε είναι αυτό, και είναι μεγάλο: σκεφτόμαστε την παράδοση ως κατάσταση, μια «κατάσταση του υπάρχειν».
Όταν λες ότι κάτι είναι «παραδοσιακό», ισχυρίζεσαι ότι κάτι είναι σε αντίστοιχη κατάσταση. Αλλά αυτή είναι εσφαλμένη σκέψη. Το λάθος που κάνουμε είναι αυτό, και είναι μεγάλο: σκεφτόμαστε την παράδοση ως κατάσταση, μια «κατάσταση του υπάρχειν».
Αλλά στην πραγματικότητα η παράδοση δεν είναι κατάσταση, είνια μάλλον διαδικασία. Αν κάτι είναι παραδοσιακό μόνο, εάν είναι μια σταθερή κατάσταση, αυτό σημαίνει ότι τα παραδοσιακά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ – αλλά αλλάζουν. Πράγματα που πριν από εκατό χρόνια οι προπαππούδες μας αποφάσισαν ότι ήταν «παραδοσιακά» έχουν εξελιχθεί πλέον σε κάτι εντελώς διαφορετικό από τις προσδοκίες τους και, παρ' όλα αυτά, τα θεωρούμε παραδοσιακά. Στον πυρήνα αυτού του ζητήματος βρίσκεται η διαδικασία: πώς εξελίσσεται κάτι; Μήπως εξελίσσεται επειδή οι άνθρωποι, ο λαός, ασχολούνται με την τροποποίησή του; Ή μήπως εμπλέκονται άλλοι παράγοντες όπως η πολιτική, η θρησκεία, οι ανταλλαγές εξουσίας, η τεχνολογία ή οι εμπορικές συναλλαγές;
Η εξερεύνηση αυτής της παραδοσιακής διαδικασίας είναι ένας λόγος που αυτές οι εκδηλώσεις που πραγματοποιεί η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη στην Αμερικανική Σχολή είναι τόσο σημαντικές: επιτρέπουν σε όλους, συμπεριλαμβανομένων όλων των Ελλήνων, να παρακολουθήσουν και να συμμετάσχουν σε αυτό το μουσικό φαινόμενο που είναι τόσο ιστορικό όσο και σύγχρονο. Με άλλα λόγια, είναι ένα είδος εκδημοκρατισμού αυτής της διαδικασίας που συχνά τη σκεφτόμαστε μόνο με ακαδημαϊκούς, επιστημονικούς όρους, αλλά παρουσιάζεται με τέτοιο τρόπο ώστε όλοι να μπορούν να συμμετέχουν σε αυτή την εξερεύνηση. Νομίζω ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό.
— Όταν ακούμε αυτό το πρώιμο στυλ βιολιού, σκεφτόμαστε την αλλαγή και τροποποίηση της παραδοσιακής μουσικής αλλά και τις απροσδόκητες και ανεπαρκώς ερευνημένες πηγές που έχουν σχεδόν χαθεί, όπως οι μελωδίες στην εβραϊκή, στη ρουμανική και στην ουκρανική μουσική. Οι άνθρωποι εκείνης της περιόδου είχαν περιορισμένες δυνατότητες μετακίνησης και λίγες ευκαιρίες να ταξιδέψουν. Πώς εισχώρησαν αυτά τα στυλ στα μουσικά κομμάτια της Ηπείρου και των υπόλοιπων νότιων Βαλκανίων;
Νομίζω ότι είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως πριν από περίπου εκατό χρόνια η Βόρεια Ελλάδα ήταν μια έντονα πολυγλωσσική, πολυθρησκευτική και πολιτιστικά ποικιλόμορφη περιοχή με μεταναστευτικά και εμπορικά πρότυπα, σε αντίθεση με σήμερα. Κάτι που δεν έχει επαρκώς ερευνηθεί είναι η πολιτιστική επίδραση των πλούσιων Ελλήνων εμπόρων από τα χωριά της Ηπείρου και των Ιωαννίνων που ζούσαν μεγάλο μέρος της ζωής τους στις αστικές περιοχές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Φυσικά, αυτοί οι άνδρες έχτισαν σχολεία και πύργους με ρολόγια, εκκλησίες και φανταστικά έργα αρχιτεκτονικής, ωστόσο αυτό που δεν έχουμε εκτιμήσει είναι ποιες άυλες πολιτιστικές επιρροές έφεραν μαζί τους.
Αλλά στην πραγματικότητα η παράδοση δεν είναι κατάσταση, είνια μάλλον διαδικασία. Αν κάτι είναι παραδοσιακό μόνο, εάν είναι μια σταθερή κατάσταση, αυτό σημαίνει ότι τα παραδοσιακά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ – αλλά αλλάζουν. Πράγματα που πριν από εκατό χρόνια οι προπαππούδες μας αποφάσισαν ότι ήταν «παραδοσιακά» έχουν εξελιχθεί πλέον σε κάτι εντελώς διαφορετικό από τις προσδοκίες τους και, παρ' όλα αυτά, τα θεωρούμε παραδοσιακά. Στον πυρήνα αυτού του ζητήματος βρίσκεται η διαδικασία: πώς εξελίσσεται κάτι; Μήπως εξελίσσεται επειδή οι άνθρωποι, ο λαός, ασχολούνται με την τροποποίησή του; Ή μήπως εμπλέκονται άλλοι παράγοντες όπως η πολιτική, η θρησκεία, οι ανταλλαγές εξουσίας, η τεχνολογία ή οι εμπορικές συναλλαγές;
Η εξερεύνηση αυτής της παραδοσιακής διαδικασίας είναι ένας λόγος που αυτές οι εκδηλώσεις που πραγματοποιεί η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη στην Αμερικανική Σχολή είναι τόσο σημαντικές: επιτρέπουν σε όλους, συμπεριλαμβανομένων όλων των Ελλήνων, να παρακολουθήσουν και να συμμετάσχουν σε αυτό το μουσικό φαινόμενο που είναι τόσο ιστορικό όσο και σύγχρονο. Με άλλα λόγια, είναι ένα είδος εκδημοκρατισμού αυτής της διαδικασίας που συχνά τη σκεφτόμαστε μόνο με ακαδημαϊκούς, επιστημονικούς όρους, αλλά παρουσιάζεται με τέτοιο τρόπο ώστε όλοι να μπορούν να συμμετέχουν σε αυτή την εξερεύνηση. Νομίζω ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό.
— Όταν ακούμε αυτό το πρώιμο στυλ βιολιού, σκεφτόμαστε την αλλαγή και τροποποίηση της παραδοσιακής μουσικής αλλά και τις απροσδόκητες και ανεπαρκώς ερευνημένες πηγές που έχουν σχεδόν χαθεί, όπως οι μελωδίες στην εβραϊκή, στη ρουμανική και στην ουκρανική μουσική. Οι άνθρωποι εκείνης της περιόδου είχαν περιορισμένες δυνατότητες μετακίνησης και λίγες ευκαιρίες να ταξιδέψουν. Πώς εισχώρησαν αυτά τα στυλ στα μουσικά κομμάτια της Ηπείρου και των υπόλοιπων νότιων Βαλκανίων;
Νομίζω ότι είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως πριν από περίπου εκατό χρόνια η Βόρεια Ελλάδα ήταν μια έντονα πολυγλωσσική, πολυθρησκευτική και πολιτιστικά ποικιλόμορφη περιοχή με μεταναστευτικά και εμπορικά πρότυπα, σε αντίθεση με σήμερα. Κάτι που δεν έχει επαρκώς ερευνηθεί είναι η πολιτιστική επίδραση των πλούσιων Ελλήνων εμπόρων από τα χωριά της Ηπείρου και των Ιωαννίνων που ζούσαν μεγάλο μέρος της ζωής τους στις αστικές περιοχές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Φυσικά, αυτοί οι άνδρες έχτισαν σχολεία και πύργους με ρολόγια, εκκλησίες και φανταστικά έργα αρχιτεκτονικής, ωστόσο αυτό που δεν έχουμε εκτιμήσει είναι ποιες άυλες πολιτιστικές επιρροές έφεραν μαζί τους.
Πριν από περίπου εκατό χρόνια, η Βόρεια Ελλάδα ήταν μια έντονα πολυγλωσσική, πολυθρησκευτική και πολιτιστικά ποικιλόμορφη περιοχή με μεταναστευτικά και εμπορικά πρότυπα, σε αντίθεση με σήμερα. Φωτ.: Αλέξανδρος Τζιόλας
Για παράδειγμα, προφανώς οι Έλληνες επιχειρηματίες που ζούσαν στο Βουκουρέστι ή στην Οδησσό ήθελαν να διασκεδάσουν με μουσική. Λοιπόν, τι θα γινόταν αν ανακάλυπταν ότι οι μουσικοί αυτών των πόλεων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης δεν ήταν μόνο εξαιρετικοί μουσικοί αλλά και ότι μπορούσαν να μάθουν το ηπειρώτικο ρεπερτόριο; Σίγουρα, οι περισσότεροι από αυτούς τους μουσικούς ήταν Ρομά. Τι θα γινόταν αν υπήρχε αυτή η διαδικασία της σταδιακής πρόσκλησης και εγκατάστασης Ρομά μουσικών και οικογενειών από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, η αφομοίωσή τους και η ανάθεση σε αυτούς του ρόλου του «μουσικού» μαζί με τα άλλα παραδοσιακά επαγγέλματα των Ρομά; Αυτό είναι και το πιο λογικό.
Μια συνέπεια αυτού θα ήταν η εισαγωγή των σλαβικών μελωδιών και των στυλ που φαίνονται ξεκάθαρα στη σύγχρονη μουσική της Ηπείρου. Επιπλέον, οι εξελιγμένες τεχνικές του δοξαριού στο βιολί, που εξακολουθούμε να τις βλέπουμε και να τις ακούμε στην Ήπειρο και στα νότια Βαλκάνια, εξηγούνται από τη μετανάστευση των Ρομά μουσικών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Συχνά στα πανηγύρια μπορώ να ακούσω αποσπάσματα ή ολόκληρες μελωδίες που παίζονται από μουσικούς όπως ο Aurel και ο Κώστας και να αναγνωρίσω αμέσως τη σχέση τους με τις σλοβάκικες μελωδίες.
Άλλη μια πηγή που δεν έχει ερευνηθεί είναι η μουσική των Εβραίων Ασκενάζι της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπως και η κοσμική μουσική των Ρωμανιωτών Εβραίων της Ηπείρου. Ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια είναι η «Γενοβέφα». Πιθανότατα βασίζεται σε μια μελωδία γίντις, συγκεκριμένα σε ένα ουκρανικό εβραϊκό κομμάτι που παιζόταν σε γάμο. Πώς μπήκε στο ρεπερτόριο της ηπειρώτικης μουσικής, ειδικά στα Γιάννενα; Θα μπορούσε να υπάρχει κάποια σύνδεση με την κοινωνική μουσική των Ρωμανιωτών, για την οποία γνωρίζουμε ελάχιστα;
Ομοίως, σε μια πρώιμη ηχογράφηση του «Μέρκο Μοιρολόι» στις 78 στροφές από την οικογένεια Χαλκιά (Μάνθος & Μήτσος) –μια γενιά πιο παλιά από τον Τάσο Χαλκιά– ακούμε το βιολί να κυριαρχεί στο κλαρίνο σε ύφος που αντικατοπτρίζει το σλαβικό στυλ προς τα βόρεια. Αλλά εξίσου συναρπαστικό είναι το ότι στο κλείσιμο αυτού του μοιρολογιού οι μουσικοί παίζουν μια ελληνική Hora, που είναι επίσης ένα χορευτικό κομμάτι.
Για παράδειγμα, προφανώς οι Έλληνες επιχειρηματίες που ζούσαν στο Βουκουρέστι ή στην Οδησσό ήθελαν να διασκεδάσουν με μουσική. Λοιπόν, τι θα γινόταν αν ανακάλυπταν ότι οι μουσικοί αυτών των πόλεων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης δεν ήταν μόνο εξαιρετικοί μουσικοί αλλά και ότι μπορούσαν να μάθουν το ηπειρώτικο ρεπερτόριο; Σίγουρα, οι περισσότεροι από αυτούς τους μουσικούς ήταν Ρομά. Τι θα γινόταν αν υπήρχε αυτή η διαδικασία της σταδιακής πρόσκλησης και εγκατάστασης Ρομά μουσικών και οικογενειών από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, η αφομοίωσή τους και η ανάθεση σε αυτούς του ρόλου του «μουσικού» μαζί με τα άλλα παραδοσιακά επαγγέλματα των Ρομά; Αυτό είναι και το πιο λογικό.
Μια συνέπεια αυτού θα ήταν η εισαγωγή των σλαβικών μελωδιών και των στυλ που φαίνονται ξεκάθαρα στη σύγχρονη μουσική της Ηπείρου. Επιπλέον, οι εξελιγμένες τεχνικές του δοξαριού στο βιολί, που εξακολουθούμε να τις βλέπουμε και να τις ακούμε στην Ήπειρο και στα νότια Βαλκάνια, εξηγούνται από τη μετανάστευση των Ρομά μουσικών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Συχνά στα πανηγύρια μπορώ να ακούσω αποσπάσματα ή ολόκληρες μελωδίες που παίζονται από μουσικούς όπως ο Aurel και ο Κώστας και να αναγνωρίσω αμέσως τη σχέση τους με τις σλοβάκικες μελωδίες.
Άλλη μια πηγή που δεν έχει ερευνηθεί είναι η μουσική των Εβραίων Ασκενάζι της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπως και η κοσμική μουσική των Ρωμανιωτών Εβραίων της Ηπείρου. Ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια είναι η «Γενοβέφα». Πιθανότατα βασίζεται σε μια μελωδία γίντις, συγκεκριμένα σε ένα ουκρανικό εβραϊκό κομμάτι που παιζόταν σε γάμο. Πώς μπήκε στο ρεπερτόριο της ηπειρώτικης μουσικής, ειδικά στα Γιάννενα; Θα μπορούσε να υπάρχει κάποια σύνδεση με την κοινωνική μουσική των Ρωμανιωτών, για την οποία γνωρίζουμε ελάχιστα;
Ομοίως, σε μια πρώιμη ηχογράφηση του «Μέρκο Μοιρολόι» στις 78 στροφές από την οικογένεια Χαλκιά (Μάνθος & Μήτσος) –μια γενιά πιο παλιά από τον Τάσο Χαλκιά– ακούμε το βιολί να κυριαρχεί στο κλαρίνο σε ύφος που αντικατοπτρίζει το σλαβικό στυλ προς τα βόρεια. Αλλά εξίσου συναρπαστικό είναι το ότι στο κλείσιμο αυτού του μοιρολογιού οι μουσικοί παίζουν μια ελληνική Hora, που είναι επίσης ένα χορευτικό κομμάτι.
Στην πραγματικότητα, η παράδοση δεν είναι κατάσταση αλλά μάλλον διαδικασία.
Μήπως μέσα σε αυτή την πρώιμη ηχογράφηση Ρομά μουσικών ακούμε απόηχους όχι μόνο της χορευτικής μουσικής της Ανατολικής Ευρώπης αλλά και της κοσμικής μουσικής των Ρωμανιωτών των Ιωαννίνων, της Πρέβεζας και της Άρτας; Η υποβολή τέτοιων ερωτήσεων και η διερεύνηση αυτών των δυνατοτήτων είναι ζωτικής σημασίας για εμάς προκειμένου να κατανοήσουμε την πρώιμη σύγχρονη ιστορία του ελληνικού έθνους. Αν αγνοήσουμε αυτές τις προφανείς επιρροές, τους Ρομά και τους εβραϊκούς πληθυσμούς, μπορεί να δημιουργήσουμε έναν τύπο πολιτιστικής μυωπίας που μπορεί επίσης να οδηγήσει σε ιστορική αμνησία.
— Ποιοι είναι οι παράγοντες που εξηγούν γιατί το κλαρίνο έφτασε να κυριαρχεί στους ήχους της Ηπείρου; Ποια ήταν τα πλεονεκτήματα του κλαρίνου έναντι του βιολιού ή της φλογέρας;
Κατά τη διάρκεια της παρουσίασης και της παράστασης στις 30/11, ο Κώστας και ο Aurel θα απαντήσουν σε αυτά τα ερωτήματα πιο ολοκληρωμένα. Αλλά νομίζω ότι κυρίως το κλαρίνο κυριάρχησε σιγά σιγά στη μουσική σκηνή της Ηπείρου λόγω της έντασής του. Προτού εμφανιστούν οι ενισχυτές, ένα βιολί δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί το επίπεδο της έντασης ενός κλαρίνου. Ένα κλαρίνο θα μπορούσε εύκολα να επισκιάσει τον ήχο τριών βιολιών. Επίσης, ένα κλαρίνο έχει το εύρος τεσσάρων οκτάβων, όπως ένα βιολί, αλλά η φλογέρα του βοσκού έχει μόνο δύο οκτάβες και επίσης δεν είναι πολύ δυνατή. Έτσι, το κλαρίνο κέρδισε λόγω της έντασής του.
Από την άλλη, οι περισσότεροι ηχογραφημένοι κλαριντζήδες, με αξιοσημείωτη εξαίρεση τον Κίτσο Χαρισιάδη και τους αντικαταστάτες του, περιορίστηκαν σε δύο οκτάβες πάνω-κάτω. Έτσι, κατά κάποιον τρόπο το βιολί, στα αυτιά μου τουλάχιστον, είναι και πιο δυναμικό και σίγουρα πιο εκφραστικό από το κλαρίνο. Τελικά, όμως, αυτές οι προτιμήσεις είναι απλώς θέμα γούστου. Στα αυτιά μου τίποτα δεν είναι πιο λυπητερό και γεμάτο ανθρώπινο πόνο από το «Ηπειρώτικο Μοιρολόγι» του Αλέξη Ζούμπα.
— Ποιο είναι το παλαιότερο ηχογραφημένο ηπειρώτικο κομμάτι με βιολί που έχετε στη συλλογή σας;
Οι παλαιότερες ηχογραφήσεις βιολιού που έχω από την Ήπειρο είναι τρεις δίσκοι που ηχογραφήθηκαν στο Βουκουρέστι μεταξύ 1911 και 1912. Είναι επίσης οι παλαιότερες ηχογραφήσεις από την Ήπειρο, καθώς και οι πρώτες μαζικές ηχογραφήσεις πολυφωνικού τραγουδιού. Δημοσίευσα ένα άρθρο σχετικά με αυτά το 2022 στο περιοδικό «Association of recorded sound collections journal» στην Αμερική. Είναι τα μόνα γνωστά σωζόμενα αντίγραφα αυτών των απίστευτα σημαντικών ιστορικών ηχογραφήσεων από την Ήπειρο.
Μήπως μέσα σε αυτή την πρώιμη ηχογράφηση Ρομά μουσικών ακούμε απόηχους όχι μόνο της χορευτικής μουσικής της Ανατολικής Ευρώπης αλλά και της κοσμικής μουσικής των Ρωμανιωτών των Ιωαννίνων, της Πρέβεζας και της Άρτας; Η υποβολή τέτοιων ερωτήσεων και η διερεύνηση αυτών των δυνατοτήτων είναι ζωτικής σημασίας για εμάς προκειμένου να κατανοήσουμε την πρώιμη σύγχρονη ιστορία του ελληνικού έθνους. Αν αγνοήσουμε αυτές τις προφανείς επιρροές, τους Ρομά και τους εβραϊκούς πληθυσμούς, μπορεί να δημιουργήσουμε έναν τύπο πολιτιστικής μυωπίας που μπορεί επίσης να οδηγήσει σε ιστορική αμνησία.
— Ποιοι είναι οι παράγοντες που εξηγούν γιατί το κλαρίνο έφτασε να κυριαρχεί στους ήχους της Ηπείρου; Ποια ήταν τα πλεονεκτήματα του κλαρίνου έναντι του βιολιού ή της φλογέρας;
Κατά τη διάρκεια της παρουσίασης και της παράστασης στις 30/11, ο Κώστας και ο Aurel θα απαντήσουν σε αυτά τα ερωτήματα πιο ολοκληρωμένα. Αλλά νομίζω ότι κυρίως το κλαρίνο κυριάρχησε σιγά σιγά στη μουσική σκηνή της Ηπείρου λόγω της έντασής του. Προτού εμφανιστούν οι ενισχυτές, ένα βιολί δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί το επίπεδο της έντασης ενός κλαρίνου. Ένα κλαρίνο θα μπορούσε εύκολα να επισκιάσει τον ήχο τριών βιολιών. Επίσης, ένα κλαρίνο έχει το εύρος τεσσάρων οκτάβων, όπως ένα βιολί, αλλά η φλογέρα του βοσκού έχει μόνο δύο οκτάβες και επίσης δεν είναι πολύ δυνατή. Έτσι, το κλαρίνο κέρδισε λόγω της έντασής του.
Από την άλλη, οι περισσότεροι ηχογραφημένοι κλαριντζήδες, με αξιοσημείωτη εξαίρεση τον Κίτσο Χαρισιάδη και τους αντικαταστάτες του, περιορίστηκαν σε δύο οκτάβες πάνω-κάτω. Έτσι, κατά κάποιον τρόπο το βιολί, στα αυτιά μου τουλάχιστον, είναι και πιο δυναμικό και σίγουρα πιο εκφραστικό από το κλαρίνο. Τελικά, όμως, αυτές οι προτιμήσεις είναι απλώς θέμα γούστου. Στα αυτιά μου τίποτα δεν είναι πιο λυπητερό και γεμάτο ανθρώπινο πόνο από το «Ηπειρώτικο Μοιρολόγι» του Αλέξη Ζούμπα.
— Ποιο είναι το παλαιότερο ηχογραφημένο ηπειρώτικο κομμάτι με βιολί που έχετε στη συλλογή σας;
Οι παλαιότερες ηχογραφήσεις βιολιού που έχω από την Ήπειρο είναι τρεις δίσκοι που ηχογραφήθηκαν στο Βουκουρέστι μεταξύ 1911 και 1912. Είναι επίσης οι παλαιότερες ηχογραφήσεις από την Ήπειρο, καθώς και οι πρώτες μαζικές ηχογραφήσεις πολυφωνικού τραγουδιού. Δημοσίευσα ένα άρθρο σχετικά με αυτά το 2022 στο περιοδικό «Association of recorded sound collections journal» στην Αμερική. Είναι τα μόνα γνωστά σωζόμενα αντίγραφα αυτών των απίστευτα σημαντικών ιστορικών ηχογραφήσεων από την Ήπειρο.
Ο Αλέξης Ζούμπας.
— Μιλήστε μου για τα κομμάτια «Ντόινα» και «Σέλφω».
Και οι δύο αυτές μελωδίες φτιάχτηκαν με σκοπό να επιδείξουν την ισχυρή μουσικότητα του βιολονίστα. Φυσικά, το «Σέλφω» παίζεται σε όλη την Ήπειρο στις μέρες μας, αλλά πολύ πιο γρήγορα από την αρχική ηχογράφηση του Μήτσου Χαλκιά, που είναι σχεδόν εκατό ετών. Το «Σέλφω» είναι ένα χορευτικό κομμάτι που παίζεται σε κλίμακα χιτζάζ, αλλά παλιότερα είχε σκοπό να μιμηθεί ήχους πουλιών, ειδικά το αηδόνι.
Το «Ντόινα» είναι ένα πολύ συναρπαστικό κομμάτι. Πρακτικά δεν παίζεται πια στην Ήπειρο, αλλά ήταν μια πολύ κοινή μελωδία, ειδικά γύρω από τα Ιωάννινα. Ηχογραφήθηκε το 1927 στη Νέα Υόρκη από τον Αλέξη Ζούμπα που ήταν από το Γραμμένο, λίγο έξω από τα Ιωάννινα. Αλλά είναι ένα από αυτά τα κομμάτια που περιέγραψα και έχουν μια ασαφή, «μυστική» ιστορία. Το «Ντόινα» είναι μια μελωδία που ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά στο Βουκουρέστι γύρω στο 1908 με φλογέρα, από Ρομά μουσικούς.
Την ίδια περίπου χρονική περίοδο ηχογραφήθηκε και στην Ουκρανία καθώς και στη Νέα Υόρκη από μουσικούς Εβραίους Ασκενάζι. Στην εβραϊκή παράδοση είναι ένα μουσικό κομμάτι που παίζεται πριν χορέψει η νύφη με τον γαμπρό, ένα είδος στοχαστικής μουσικής. Αλλά σίγουρα είναι «κοσμική μουσική» παρά «θρησκευτική».
Στη ρουμανική παράδοση θεωρείται ποιμενική μελωδία, όπως ο «Σκάρος». Και τα δύο κομμάτια, το «Ντόινα» και το «Σέλφω», χρησιμοποιούν την τέταρτη οκτάβα με τον υψηλότερο τόνο για να παράγουν αρμονικές που μοιάζουν με τραγούδια πουλιών. Όμως η «Ντόινα» λίγο πολύ εξαφανίστηκε από το ηπειρώτικο ρεπερτόριο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Πιστεύω ότι ήταν μέρος της κοσμικής μουσικής των Ρωμανιωτών των Ιωαννίνων.
— Ποιοι είναι οι πιο δημοφιλείς βιολιστές της παραδοσιακής μουσικής στην Ελλάδα και στον βαλκανικό χώρο στις μέρες μας;
Δεν ξέρω για τους δημοφιλέστερους, αλλά σίγουρα οι δύο αγαπημένοι μου βιολιστές τυχαίνει να είναι και οι φίλοι μου, ο Κώστας Καροπάνος και ο Aurel Qirjo. Και το κοινό της Αθήνας θα έχει την τύχη να τους δουν εδώ το βράδυ της 30ής Νοεμβρίου!
— Μιλήστε μου για τα κομμάτια «Ντόινα» και «Σέλφω».
Και οι δύο αυτές μελωδίες φτιάχτηκαν με σκοπό να επιδείξουν την ισχυρή μουσικότητα του βιολονίστα. Φυσικά, το «Σέλφω» παίζεται σε όλη την Ήπειρο στις μέρες μας, αλλά πολύ πιο γρήγορα από την αρχική ηχογράφηση του Μήτσου Χαλκιά, που είναι σχεδόν εκατό ετών. Το «Σέλφω» είναι ένα χορευτικό κομμάτι που παίζεται σε κλίμακα χιτζάζ, αλλά παλιότερα είχε σκοπό να μιμηθεί ήχους πουλιών, ειδικά το αηδόνι.
Το «Ντόινα» είναι ένα πολύ συναρπαστικό κομμάτι. Πρακτικά δεν παίζεται πια στην Ήπειρο, αλλά ήταν μια πολύ κοινή μελωδία, ειδικά γύρω από τα Ιωάννινα. Ηχογραφήθηκε το 1927 στη Νέα Υόρκη από τον Αλέξη Ζούμπα που ήταν από το Γραμμένο, λίγο έξω από τα Ιωάννινα. Αλλά είναι ένα από αυτά τα κομμάτια που περιέγραψα και έχουν μια ασαφή, «μυστική» ιστορία. Το «Ντόινα» είναι μια μελωδία που ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά στο Βουκουρέστι γύρω στο 1908 με φλογέρα, από Ρομά μουσικούς.
Την ίδια περίπου χρονική περίοδο ηχογραφήθηκε και στην Ουκρανία καθώς και στη Νέα Υόρκη από μουσικούς Εβραίους Ασκενάζι. Στην εβραϊκή παράδοση είναι ένα μουσικό κομμάτι που παίζεται πριν χορέψει η νύφη με τον γαμπρό, ένα είδος στοχαστικής μουσικής. Αλλά σίγουρα είναι «κοσμική μουσική» παρά «θρησκευτική».
Στη ρουμανική παράδοση θεωρείται ποιμενική μελωδία, όπως ο «Σκάρος». Και τα δύο κομμάτια, το «Ντόινα» και το «Σέλφω», χρησιμοποιούν την τέταρτη οκτάβα με τον υψηλότερο τόνο για να παράγουν αρμονικές που μοιάζουν με τραγούδια πουλιών. Όμως η «Ντόινα» λίγο πολύ εξαφανίστηκε από το ηπειρώτικο ρεπερτόριο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Πιστεύω ότι ήταν μέρος της κοσμικής μουσικής των Ρωμανιωτών των Ιωαννίνων.
— Ποιοι είναι οι πιο δημοφιλείς βιολιστές της παραδοσιακής μουσικής στην Ελλάδα και στον βαλκανικό χώρο στις μέρες μας;
Δεν ξέρω για τους δημοφιλέστερους, αλλά σίγουρα οι δύο αγαπημένοι μου βιολιστές τυχαίνει να είναι και οι φίλοι μου, ο Κώστας Καροπάνος και ο Aurel Qirjo. Και το κοινό της Αθήνας θα έχει την τύχη να τους δουν εδώ το βράδυ της 30ής Νοεμβρίου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου