Ο Leatherman στις 9 Ιουνίου 1885
Στη δεκαετία του 1800, ένας εκκεντρικός άνδρας -η ταυτότητα του οποίου παραμένει μυστήριο- περιπλανιόταν επί δεκαετίες στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Κονέκτικατ και Χάντσον.
Στα τέλη του 1800, σχεδόν κάθε μήνα κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, οι μαθητές στο Μπράνφορντ του Κονέκτικατ έκαναν ένα απροσδόκητο διάλειμμα. Με την παρότρυνση του δασκάλου τους, έβγαιναν από τις τάξεις και άρχιζαν να ψάχνουν για κάποιο σημάδι του.
Σύντομα, σαν να ήταν προγραμματισμένο, εμφανιζόταν ένας άντρας που ήταν ντυμένος από την κορυφή μέχρι τα νύχια με δερμάτινα -βαρύ δερμάτινο παλτό, δερμάτινο παντελόνι και πουκάμισο, δερμάτινο καπέλο, δερμάτινες μπότες και κουβαλούσε μια δερμάτινη τσάντα.
Κανείς δεν ήξερε από που είχε έρθει, ή τι μπορεί να ήθελε. Ούτε εκείνος όμως μπορούσε να μιλήσει. Για τους περισσότερους, απλώς γρύλιζε ή έλεγε κάτι φράσεις στα γαλλικά, προτού συνεχίσει το δρόμο του.
Έκανε ένα συνεχές ταξίδι στο Κονέκτικατ και σε μέρη της Νέας Υόρκης, ένα ταξίδι 365 μιλίων που μπορούσε να ολοκληρώσει σε περίπου 35 ημέρες, και το οποίο επανέλαβε σε έναν φαινομενικά ατελείωτο κύκλο. Όπως οι μαθητές, έτσι και οι κάτοικοι των πόλεων από τις οποίες περνούσε γοητεύτηκαν από τον αινιγματικό επισκέπτη. Και αφού δεν αποκάλυψε ο ίδιος το όνομά του, έπρεπε κάπως να τον φωνάζουν: ο Old Leatherman (Γέρος με τα Δερμάτινα).
Οι θεάσεις
Μια από τις σπηλιές που έμενε ο Leatherman - πηγή
Από τον τρόπο ντυσίματος του μέχρι το παρατσούκλι του, ο παράξενος επισκέπτης εμφανίζεται ως ένα είδος αστικού θρύλου ή τοπικού μπαμπούλα. Ωστόσο, οι σύγχρονες αφηγήσεις για αυτόν είναι πολλές, όπως και οι φωτογραφίες και οι αυτόπτες μάρτυρες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Old Leatherman ήταν πραγματικός. Αυτό που παραμένει μυστήριο είναι ο άνθρωπος πίσω από τη λαογραφία.
Ο Leatherman εντοπίστηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1850 -υπάρχουν αναφορές για το 1852 ή το 1857- μέσα και γύρω από το Κονέκτικατ. Εμφανίστηκε σε πόλεις όπως το Πόρτλαντ, το Μπέρλινγκτον και το Γκρίνουιτς, ντυμένος με τα χαρακτηριστικά ρούχα του από δέρμα αγελάδας -με εξαίρεση τις ξύλινες σόλες των παπουτσιών του. Υπολογίστηκε ότι είχε ύψος περίπου 170 εκατοστά (5 πόδια και 7 ίντσες) και είχε σκούρα μαλλιά. Λέγεται ότι, τον καταλάβαιναν ότι πλησίαζε από το θόρυβο που έκαναν τα δερμάτινα ρούχα του.
"Ο Leatherman είχε ανοιχτόχρωμο δέρμα και αν είχε ξυρίσει τα μουστάκια του, θα ήταν ένας πολύ ωραίος άντρας και αν ντυνόταν όπως όλοι οι άλλοι", είπε μια ντόπια, η Anna Church, που τον είδε όταν ήταν παιδί και μίλησε γι' αυτόν το 1948.
Δεν έδειχνε επιθετικότητα, δεν αναφέρθηκε ποτέ ότι έκλεψε και ήταν μόνος του. Αν κάποιοι κάτοικοι ήταν αρχικά επιφυλακτικοί μαζί του, η μισανθρωπία του έβαλε τέλος σε αυτό, καθώς, δεν ήθελε να τον ενοχλούν και, επομένως, δεν τους ενοχλούσε.
"Δεν τον είδαν ποτέ να περπατάει στο δρόμο", είπε η Church, "πάντα στο πλάι. Ποτέ δεν κοίταζε τους άλλους. Τα παιδιά δεν τον φοβόντουσαν, απλώς τον παρακολουθούσαν. Μερικές φορές, τα αγόρια του άφηναν καπνό στο φράχτη, αλλά εκείνος δεν τον έπαιρνε. Μάζευε όμως όσα περισσότερα αποτσίγαρα έβρισκε".
Δεχόταν όμως ένα άλλου είδους φιλοξενία. Μόλις οι ντόπιοι εξοικειώθηκαν μαζί του, του πρόσφεραν φρέσκο ψωμί, στιφάδο και άλλα γεύματα, τα οποία ευχαρίστως έτρωγε. Άλλες φορές, έτρωγε στη φυλακή της κομητείας Middlesex, η οποία είχε κήπο και φάρμα γαλακτοπαραγωγής. Αν οι άνθρωποι ήταν πολύ περίεργοι να μάθουν από πού ήταν ή πού πήγαινε, δεν τους επισκεπτόταν ξανά.
"Μπορούσαμε να τον δούμε να έρχεται", έγραψε μια αυτόπτης μάρτυρας, η Mary Reynolds. "Η μητέρα έφτιαχνε ένα πιάτο και ένα φλιτζάνι καφέ και του το έδινε, το άφηνε στη στέρνα. Εκείνος, αφού έτρωγε, χτυπούσε την πόρτα, έδινε το πιάτο, κουνούσε το κεφάλι του σαν χαιρετισμό και έφευγε".
Είχε όμως και λεφτά. Στο παντοπωλείο στο Μπράντφορντ, είχε μια τυπική παραγγελία: ένα καρβέλι ψωμί, ένα κουτί σαρδέλες, καφέ, κράκερ, πίτα, μπύρα και κονιάκ. Στην τσάντα του είχε ένα τηγάνι για μαγείρεμα.
Το καταφύγιο δεν ήταν επίσης πρόβλημα. Με την πάροδο του χρόνου, ο Leatherman έστησε καταλύματα σε σπηλιές, εφοδιάζοντάς τες με καυσόξυλα και άλλες προμήθειες, ώστε να μπορεί να κοιμηθεί πριν συνεχίσει το ταξίδι του την επόμενη μέρα. Μερικές φορές, τα καταλύματα ήταν χειροποίητα, από βράχους με κοντάρια για στέγη.
Επίσης, φρόντιζε και την υγιεινή του και πλενόταν στα ρέματα, αν και η εμφάνισή του έκανε -τουλάχιστον- ένα πρακτορείο -τους New York Times- να τον περιγράψει ως "άξεστο, απωθητικό και εντελώς ανεξήγητο".
Συχνά, η περιπλάνησή του ήταν αντικείμενο περιέργειας. Κάποια στιγμή, ένας κάτοικος έκρυψε μια κάμερα κάτω από κουβέρτες σε ένα σκοινί για άπλωμα και τον φωτογράφησε. Μια άλλη φωτογραφία του προκάλεσε τέτοιο ενδιαφέρον που εκτέθηκε σε ένα παράθυρο.
Ο Leatherman συνέχιζε το ταξίδι του για δεκαετίες, ανεξάρτητα από τον καιρό, χειμώνα καλοκαίρι, με χιονοθύελλες και αφόρητες ζέστες. Ήταν γνωστό ότι ήταν τόσο ακριβής στη διαδρομή του που, το 1886, όταν δεν είχε σταματήσει στα συνηθισμένα του στέκια, κάποιοι φοβήθηκαν ότι είχε πεθάνει από τις κακές καιρικές συνθήκες.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, έγινε σαφές ότι είχε αυξήσει τη διαδρομή του και πλέον κάλυπτε 365 μίλια, περπατώντας λίγο περισσότερο από 10 μίλια την ημέρα. Έγινε τόσο μέρος του τοπικού ιστού που κυκλοφόρησε μια φήμη ότι, 10 χωριά του Κονέκτικατ φρόντισαν να εξαιρεθεί από τον λεγόμενο "νόμο για τους αλήτες" που απαγόρευε την αλητεία. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν στοιχεία ότι είχε απαλλαχθεί από το νόμο, αν και ίσως η αστυνομία απέφευγε να τον ενοχλήσει. Παρά την τρομερή παρουσία του, ήταν ακίνδυνος.
Όλα αυτό όμως δεν εξηγούσαν ποιος ήταν ή γιατί ένιωθε υποχρεωμένος να συνεχίσει να περπατά σε έναν ατελείωτο κύκλο.
Αγνοούμενος
Ο τάφος του 2011 με νέα ταφόπλακα που γράφει "The Leatherman" - πηγή
Το 1888, ο Leatherman τέθηκε υπό κράτηση, ίσως τη μοναδική φορά. Οι πράκτορες της Humane Society του Κονέκτικατ (ασχολούνταν με την ευημερία ανθρώπων και ζώων) τον συνάντησαν σε ένα σπίτι στο οποίο ήταν γνωστό ότι σταματούσε για γεύματα. Ένας γιατρός τον διέγνωσε με καρκίνο στο στόμα, πιθανότατα από τη συνήθειά του να καπνίζει και τέθηκε το θέμα να τον δουν σε κάποιο νοσοκομείο. Οι πράκτορες προειδοποίησαν το προσωπικό του νοσοκομείου ότι, ίσως, ο Leatherman γινόταν μη συνεργάσιμος εάν γίνονταν προσπάθειες να του βγάλουν τα ρούχα και ότι θα έπρεπε να τον παρακολουθούν στενά γιατί πιθανότατα θα προσπαθούσε να δραπετεύσει. Όπως είναι αναμενόμενο, έφυγε λίγα λεπτά αφότου τον άφησαν.
"Πιθανότατα, τώρα θα αλλάξει πορεία, αλλά φαίνεται πιθανό να συνεχίσει τη ζωή του αλήτη μέχρι να χτυπηθεί από την ασθένειά του", έγραψε η The Meriden Daily Republican.
Ήταν μια προφητική δήλωση.
Τον Μάρτιο του 1889, το σώμα του Leatherman ανακαλύφθηκε στη σπηλιά Saw Mill Woods στο Mount Pleasant της Νέας Υόρκης. Μια αυτοψία αποκάλυψε ότι ήταν 50 χρονών και ότι είχε πεθάνει λόγω δηλητηρίασης του αίματος από καρκίνο του στόματος. Εξέτασαν τα πράγματα του και έτσι ανακάλυψαν ότι ζύγιζε μόλις 27 κιλά.
Ο Leatherman κουβαλούσε ένα βιβλίο προσευχής στα γαλλικά. Αυτό, μαζί με τις περιστασιακές μουρμούρες στα γαλλικά, οδήγησε στην πεποίθηση ότι ήταν Γάλλος ή ίσως Γαλλοκαναδός. Κανένα όμως από τα προσωπικά του αντικείμενα δεν αποκάλυψε το όνομά του ή τον τόπο γέννησής του, κάτι που έκανε τον κόσμο να φτιάξει τη δική του μυθολογία.
Μια θεωρία έλεγε ότι είχε παντρευτεί κάποια που είχε περιουσία χάρη στα δέρμα και είχε σκοτώσει τον πεθερό του βάζοντας κατά λάθος φωτιά στο σπίτι τους. Μια άλλη ιστορία έλεγε ότι ήταν ο Jules Bourglay από τη Λυών της Γαλλίας, ο οποίος, εξαιτίας της φτωχής επιχειρηματικής οξυδέρκειά του, είχε χάσει την περιουσία που είχε φτιάξει από τα δέρματα, με αποτέλεσμα η σύζυγός του να τον εγκαταλείψει και να φύγει ντροπιασμένος. Ο περίπατος έγινε ένα είδος μετάνοιας που έβαλε στον εαυτό του. Τελικά, το όνομα Jules Bourglay χαράχθηκε στην ταφόπλακά του, παρόλο που η ιστορία αποδείχθηκε ότι ήταν απλά η εικασία μιας εφημερίδας μετά το θάνατό του το 1889.
Η πιο ενδιαφέρουσα ιστορία προήλθε από έναν δημοσιογράφο που ισχυρίστηκε ότι είχε καταφέρει να εμπλέξει τον Leatherman σε εκτεταμένη συζήτηση. Ο περιπλανώμενος, είπε, ήταν ο Rudoph Mossey, ένας τσαγκάρης από τη Γαλλία που ακολούθησε την εν διαστάσει γυναίκα του στο Κονέκτικατ. Ενώ ήταν εκεί, έμαθε ότι είχε πεθάνει. Ταραγμένος, άρχισε να ακολουθεί τα βήματά της στην περιοχή. Τίποτα από αυτά δεν θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι είναι κάτι άλλο από απόκρυφο.
Το μέρος ταφής του Leatherman βρισκόταν στο νεκροταφείο στο Ossining της Νέας Υόρκης και, με τον καιρό, εξελίχθηκε σε δημοφιλή τουριστικό προορισμό.
Το 2011 όμως, η περιέργεια μετατράπηκε σε κάτι επικίνδυνο. Το μέρος ήταν κοντά σε έναν αυτοκινητόδρομο και οι αξιωματούχοι της πόλης ανησυχούσαν ότι κάποιος που επισκέπτονταν τον τάφο θα μπορούσε να χτυπηθεί από κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο. Έτσι, έγιναν σχέδια για τη μεταφορά του σε ασφαλέστερο μέρος του νεκροταφείου. Αφορμής δοθείσης, οι αξιωματούχοι της Ιστορικής Εταιρείας Ossining σκέφτηκαν ότι ήταν καλή στιγμή να τον εκταφιάσουν και να δουν αν το DNA του θα μπορούσε να αποκαλύψει στοιχεία της πραγματικής του κληρονομιάς.
Το σχέδιο ήταν καλό, αλλά ο τάφος του Leatherman ήταν άδειος. Είχαν μείνει μόνο κάτι λίγα καρφιά από το φέρετρο. Σκέφτηκαν ότι, επειδή το οδόστρωμα είχε επεκταθεί πάνω από τον τάφο, η κίνηση έκανε το σώμα να αποσυντεθεί. Ήταν επίσης πιθανό κάποιο έργο στον δρόμο να κατέστρεψε και να πέταξε μέρους του τάφου.
Τα καρφιά και χώμα από τον αρχικό τάφο του Leatherman μεταφέρθηκαν από τον αυτοκινητόδρομο. Μέχρι σήμερα, κανείς δεν έχει καταλήξει ακόμη σε οριστικές απαντήσεις σχετικά με την καταγωγή του, τι τον ώθησε να περιπλανηθεί ή γιατί ο τάφος του ήταν άδειος.
Σε κάποιους, αυτή η ασάφεια είναι η ιστορία του Leatherman, του ανθρώπου που δεν μπορούσε ποτέ να μείνει σε ένα μέρος για πολύ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου