«Καθόμουν στο γραφείο μου πίσω από το γκισέ. Άκουσα μια έκρηξη, ένα θόρυβο που με άφησε άναυδο. Μέσα από τον καπνό είδα ένα σώμα να πετάγεται από τον χώρο του κοινού πάνω και πίσω από τον πάγκο, και να πέφτει περίπου ένα μέτρο μακριά μου. Είχα σοκαριστεί, δεν μπορούσα να κουνηθώ», δήλωνε ο 27χρονος Μικέλε Καρλότο, ταμίας στην Αγροτική Τράπεζα. Η αστυνομία, η οποία επενέβη άμεσα, εντόπισε ένα αλουμινένιο κιβώτιο το οποίο περιείχε περίπου 8 κιλά εκρηκτικών. Ο απολογισμός ήταν θλιβερός: 17 νεκροί και 88 τραυματίες.
Ωστόσο, η έκρηξη ή η σφαγή της Πιάτσα Φοντάνα, όπως έμεινε γνωστή, έμελλε να είναι μόνο η αρχή. Την ίδια ώρα στη Ρώμη, εξερράγη μια βόμβα στο υπόγειο πέρασμα που συνέδεε την είσοδο της Εργατικής Τράπεζας επί της οδού Βένετο με την οδό Σαν Μπαζίλιο, τραυματίζοντας 14 εργαζόμενους. Στις 17:22, μιία ακόμη βόμβα εξερράγη στον Βωμό της Πατρίδας (μνημείο Βιτόριο Εμανουέλε Β’), ενώ στις 17:30 ακολούθησε άλλη μία έκρηξη στην είσοδο του μουσείου του Risorgimento στην Πιάτσα Βενέτσια, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό άλλων τεσσάρων ανθρώπων. Επίσης, λίγες ώρες αργότερα ανακαλύφθηκε ένας ακόμη εκρηκτικός μηχανισμός σε μια άλλη τράπεζα του Μιλάνου, δίπλα στη Σκάλα, τον οποίο όμως εξουδετέρωσαν οι πυροτεχνουργοί της αστυνομίας με ελεγχόμενη έκρηξη.
Τόσο ο πρόεδρος της χώρας Τζουζέπε Σάραγκατ όσο και ο πρωθυπουργός Μαριάνο Ρουμόρ έσπευσαν να δηλώσουν ότι θα επέβαλλαν αυστηρότατες ποινές στους υπαίτιους. Η κατάσταση, όμως, ήταν πολύ πιο σύνθετη και δεν αφορούσε μόνο την εύρεση και καταδίκη των ενόχων. Οι τρομοκρατικές αυτές επιθέσεις έρχονταν σε μια περίοδο ιδιαιτέρως τεταμένη για την Ιταλία. Επονομαζόμενη ως «Μολυβένια Χρόνια» (Anni di piombo), η περίοδος εκείνη, η οποία διήρκεσε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, χαρακτηριζόταν από μεγάλες αναταραχές, έντονη παρουσία του εργατικού και του φοιτητικού κινήματος, πολιτική βία και τρομοκρατία. Το φθινόπωρο που είχε προηγηθεί της σφαγής της Πιάτσα Φοντάνα έμεινε γνωστό ως «Θερμό Φθινόπωρο» (Autunno Caldo) και σημαδεύτηκε από εκτεταμένες απεργιακές κινητοποιήσεις, κυρίως των εργαζομένων στον κλάδο της μεταλλοτεχνίας. Υπολογίζεται ότι μέχρι το 1970, οι απεργίες αντιστοιχούσαν σε πάνω από 440 εργατοώρες.
Έτσι, η κατάσταση ήταν ιδιαιτέρως φορτισμένη και η πολιτική ηγεσία φαινόταν να μην μπορεί να την ελέγξει. Δεν άργησε βέβαια να εστιάσει τις έρευνές της σε πυρήνες αναρχικών και αριστερών. Σε έναν από εκείνους τους πυρήνες ανήκε ο αναρχικός συνδικαλιστής και σιδηροδρομικός υπάλληλος Τζουζέπε Πινέλι, ο οποίος είχε υπάρξει ύποπτος στα μάτια της ιταλικής αστυνομίας για άλλες τέτοιου τύπου επιθέσεις (για τις οποίες τελικά δεν ευθυνόταν). Στις 12 Δεκεμβρίου, μετά τα γεγονότα στην Πιάτσα Φοντάνα, οι αστυνομικές δυνάμεις προχώρησαν σε πάνω από 80 στοχευμένες συλλήψεις – μεταξύ αυτών και του Πινέλι. Την τρίτη ημέρα από τη σύλληψή του, κατά την οποία βάσει του νόμου ή θα έπρεπε να ελευθερωθεί ή να του απαγγελθούν συγκεκριμένες κατηγορίες, ο Πινέλι βρισκόταν ακόμα στο αστυνομικό τμήμα και ανακρινόταν. Η υπόθεση θα έπαιρνε νέα, απότομη τροπή, όταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 15ης Δεκεμβρίου περαστικοί έξω από το αστυνομικό τμήμα του Μιλάνου θα έβλεπαν τον Πινέλι να πέφτει στο κενό από το παράθυρο του τέταρτου ορόφου και να τραυματίζεται θανάσιμα.
Ένα νέο σκάνδαλο είχε δημιουργηθεί, καθώς μέσα στο δωμάτιο που βρισκόταν ο Πινέλι, ήταν επίσης παρόντες πέντε αστυνομικοί, μεταξύ των οποίων και ο επιθεωρητής Λουίτζι Καλαμπρέζε. Γρήγορα η μιλανέζικη αστυνομία οργάνωσε συνέντευξη Τύπου στην οποία ανακοίνωνε ότι ο θάνατος του Πινέλι ήταν αυτοκτονία, καθώς εκείνος κατάλαβε ότι οι αστυνομικοί θα ανακάλυπταν ότι το άλλοθι που τους είχε δώσει δεν ίσχυε. Στην πραγματικότητα όμως, το άλλοθί του θα επιβεβαιωνόταν λίγο αργότερα.
Ακολούθησαν πολύκροτες δίκες αναρχικών αλλά και των αστυνομικών που εμπλέκονταν στην υπόθεση Πινέλι. Ο Καλαμπρέζε απαλλάχθηκε λόγω έλλειψης στοιχείων, αλλά τελικά δολοφονήθηκε τον Μάιο του 1972 μπροστά στο σπίτι του από μέλη της ακροαριστερής οργάνωσης Lotta Continua. Στο μεταξύ, ένας άλλος αναρχικός, ο Πιέτρο Βαλπρέντα, ο οποίος κατηγορήθηκε για τις επιθέσεις, τελικά αθωώθηκε.
Η υπόθεση έμελλε να διαλευκανθεί δεκαετίες αργότερα, όταν ένας Μιλανέζος, τότε εισαγγελέας, ονόματι Γκουίντο Σαλβίνι άνοιξε εκ νέου την υπόθεση, έχοντας βρει καινούργια στοιχεία. Εν τέλει, υπεύθυνοι για τις 5 επιθέσεις ήταν οι Ντέλφο Τζόρτζι, Κάρλο Μαρία Μάτζι και Τζιανκάρλο Ρονιόνι, μέλη της φασιστικής οργάνωσης «Νέα Τάξη» (Nuova Ordine), οι οποίοι καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη. Ωστόσο, το 2004 η δικαστική απόφαση ανετράπη κατόπιν έφεσης.
Πάντως, η σφαγή της Πιάτσα Φοντάνα εγκαινίασε μια νέα, ταραχώδη περίοδο στην Ιταλία κατά την οποία εφαρμοζόταν η λεγόμενη «στρατηγική της έντασης» (strategia della tensione): οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας καθοδηγούσαν κάποιες τρομοκρατικές ενέργειες με τη βοήθεια ακροδεξιών-φασιστικών οργανώσεων με στόχο την ενοχοποίηση της αριστεράς. Άλλωστε, όπως φάνηκε από τις σχετικές έρευνες, τα μέλη της «Νέας Τάξης» είχαν διασυνδέσεις με τις ιταλικές μυστικές υπηρεσίες. Τα γεγονότα της Πιάτσα Φοντάνα και ο ρόλος της κρατικής μηχανής σε αυτά διχάζουν τους Ιταλούς ακόμα και σήμερα.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου