Ο Τζορτζ Σόντερ μάζεψε τους μπόγους του ένα πρωινό, σκούπισε την αρμύρα της Μεσογείου από τα χείλη του κι άφησε πίσω του τη Σαρδηνία με όνειρο να ξημερώσει με ένα καλύτερο «αύριο» στη Γη της Επαγγελίας· μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1908 έχοντας πλάι του τον μεγαλύτερο αδερφό του.
Ο Σόντερ εγκαταστάθηκε στην περιοχή γύρω από το Φαγιέτβιλ, στη Δυτική Βιρτζίνια, στην οποία, τότε, διαβιούσε μια ακμάζουσα ιταλική κοινότητα.
Ο Σόντερ άνοιξε τη δική του επιχείρηση, η οποία γρήγορα άρχισε να αποδίδει κέρδη και να ευημερεί. Πολύ σύντομα η Σαρδηνία είχε γίνει ξέθωρη εικόνα στο νου και τον τοίχο του σπιτιού του Σόντερ κι ο ίδιος απολάμβανε του σεβασμού των συμπολιτών του ως εξέχων επιχειρηματίας της μεσαίας τάξης.
Ο Τζορτζ παντρεύτηκε τη Τζένη και μαζί απέκτησαν, ούτε ένα, ούτε δύο, ούτε τρία, αλλά δέκα παιδιά από το 1923 μέχρι και το 1943. Οι εποχές του χαμόγελου όμως έδωσαν τη θέση τους στην κατήφεια, όταν ξεπήδησε, σαν πνιγηρός καπνός από πυρκαγιά, η Μεγάλη Ύφεση του 1929 και μετά ήρθε η καταιγίδα του πολέμου.
Οι φανατικοί τον στοχοποίησαν
Ο Τζορτζ Σόντερ ήταν φανατικός επικριτής του Μπενίτο Μουσολίνι, του Ιταλού δικτάτορα που κόμπαζε στα μπαλκόνια και σκοτείνιαζε η Ευρώπη. Ο Τζορτζ, μάλιστα, διαπληκτίστηκε με πολλούς συντοπίτες του, που είχαν ρίζες στην Ιταλία, κατακρίνοντας τον Ντούτσε!
Να ‘ταν η ρίζα του κακού που θα ακολουθούσε; Ουδείς μπορεί να το πει με βεβαιότητα, όμως αρκετοί εικάζουν ότι οι απόψεις του Σόντερ μπορεί να προκάλεσαν τους στενοκέφαλους φανατικούς φασίστες να κάψουν το σπίτι του, απ’ όπου εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς τα πέντε από τα δέκα παιδιά του, τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων του 1945!
Ήταν περασμένα Μεσάνυχτα της Παραμονής των Χριστουγέννων, όταν η Τζένη Σόντερ άκουσε το τηλέφωνο να χτυπάει· απάντησε, αλλά δεν αναγνώρισε τη φωνή της γυναίκας που ακουγόταν στην άλλη άκρη της γραμμής, όμως ένα περίεργο, ανατριχιαστικό γέλιο την έκανε να τρομάξει. Ίσως το τηλεφώνημα να μην ήταν παρά ένα λάθος, αλλά πολλοί ήταν εκείνοι που πίστευαν ότι εκείνο το τηλεφώνημα ήταν το προσάναμμα της φωτιάς που ξέσπασε μια ώρα αργότερα.
Η Τζένη ισχυρίστηκε ότι, μια ώρα αργότερα, άκουσε κάτι να χτυπά στην οροφή του σπιτιού και στη συνέχεια να κατρακυλάει. Λίγα λεπτά μετά το σπίτι άρπαξε φωτιά. Η Τζένη ξύπνησε τον σύζυγό της κι εκείνος τρομαγμένος έσπευσε να ξυπνήσει τα παιδιά· όλοι τους βγήκαν στην αυλή, ταραγμένοι. Κι εκεί έξω, στον παγωμένο αέρα, ενώ κοιτούσαν τις φλόγες να τυλίγουν το βιός τους, κατάλαβαν ότι μόνο πέντε από τα παιδιά είχαν εγκαταλείψει το φλεγόμενο σπίτι!
Περιμένοντας την Πυροσβεστική, ο Τζορτζ προσπαθούσεμε κάθε τρόπο να ξαναμπεί στο σπίτι για να σώσει τα παιδιά που είχαν μείνει μέσα. Όμως, μόλις το κατόρθωσε, δεν μπορούσε να δει τίποτα από τους πυκνούς καπνούς και τις φλόγες που κατέκαιγαν τα πάντα.
Ένα κομμάτι ζωής καμμένο, σε χιονισμένο φόντο
Ο Τζορτζ Σόντερ δεν είχε άλλη επιλογή από το βγει ξανά έξω και να σωριαστεί αποκαμωμένος και συντετριμμένος, έχοντας μπροστά στα μάτια του το σπίτι του να καίγεται με πέντε από τα παιδιά του παγιδευμένα μέσα.
Όταν τελικά έφτασε η Πυροσβεστική, η ώρα είχε πάει οκτώ το πρωί, ανήμερα Χριστούγεννα. Το διώροφο σπίτι με τα ξύλινα δοκάρια είχε απομείνει ένα τρομακτικό καμένο κουφάρι· στάχτη και θρήνος πλάι σε ένα απέραντο λευκό χιονισμένο τοπίο...
Όταν οι άνδρες της Πυροσβεστικής μπήκαν στο καρβουνιασμένο σπίτι, δεν κατάφεραν να εντοπίσουν τα λείψανα των πέντε παιδιών. Το συμπέρασμα τους ήταν ότι, η δυνατή φωτιά είχε αποτεφρώσει και εξαφανίσει τα κορμάκια τους. Ο Τζορτζ και η σύζυγός του δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι τα πέντε παιδιά τους είχαν απλώς εξαφανιστεί σε μια πυρκαγιά χωρίς να αφήσουν το παραμικρό ίχνος.
Για την αιτία της πυρκαγιάς ειπώθηκε ότι προκλήθηκε από ελαττωματική καλωδίωση. Οι φίλοι του Τζορτζ και ο ίδιος συγκέντρωσαν έναν σωρό από στάχτες και αποφάσισαν να τις θάψουν θεωρώντας ότι ανάμεσά τους θα υπήρχε και κάτι από τα παιδιά που χάθηκαν. Η κηδεία έγινε δύο εβδομάδες αργότερα, αλλά οι γονείς ήταν συντετριμμένοι για να παρευρεθούν.
Και μετά άναψε η αμφιβολία
Δεν πέρασε πολύς καιρός όταν οι βαρυπενθούντες γονείς άρχισαν να αμφισβητούν τα δεδομένα και να εξετάζουν την πιθανότητα τα παιδιά τους να ζούσαν ακόμα κάπου αλλού. Και ήταν σχεδόν σίγουροι πια και για κάτι άλλο: η φωτιά- πιθανότατα- δεν είχε προκληθεί από ελαττωματική καλωδίωση, όπως ισχυρίστηκε ο πυροσβέστης, αλλά από κάποιο αντικείμενο που θύμιζε χειροβομβίδα και που βρέθηκε στον κήπο· προφανώς ήταν αυτό που ακούστηκε να χτυπάει στη στέγη πριν ξεσπάσει η φωτιά.
Αν λοιπόν, η φωτιά είχε προκληθεί από εμπρησμό, τότε ίσως κάποιος να είχε απαγάγει τα παιδιά. Και εκείνο που έδινε μια σπίθα ελπίδας στους γονείς, ήταν το γεγονός ότι δεν υπήρχαν σοροί. Τα ανθρώπινα σώματα αποτεφρώνονται περίπου στους 1.000° Κελσίου και απαιτούνται τουλάχιστον δύο ώρες για να γίνουν στάχτη, κάτι που δεν συνέβη στο σπίτι των Σόντερ: ούτε τόσο ισχυρή ήταν η φωτιά, ούτε κράτησε πάνω από δυο ώρες. Και οι χαροκαμένοι γονείς, φορτώθηκαν τις σκοτεινιασμένες αμφιβολίες και το πένθος τους και κλείστηκαν στην πεποίθησή τους, ότι κάτι άλλο από το προφανές είχε συμβεί…
Ο Τζορτζ και η Τζένη μπροστά από την πινακίδα τους
Και τον επόμενο χρόνο, το 1946, κάποια γεγονότα ενίσχυσαν τη βεβαιότητα του Τζορτζ και της Τζένης ότι τα παιδιά τους ήταν ακόμα ζωντανά: ένας γείτονας ισχυρίστηκε ότι είχε δει τα παιδιά μέσα σε ένα αυτοκίνητο που απομακρυνόταν, ενώ το σπίτι των Σόντερ καιγόταν. Άλλοι πάλι διέδιδαν ότι είχαν δει τα παιδιά σε διάφορα μέρη. Οι Σόντερ άρχισαν τότε- σίγουροι πλέον ότι τα παιδιά ζούσαν- συντονισμένη αναζήτηση για να ανακαλύψουν τι είχε συμβεί.
Το 1949, ο Τζορτζ είδε τη φωτογραφία μιας νεαρής χορεύτριας σε ένα περιοδικό· πιστεύοντας ότι το κορίτσι έμοιαζε με την κόρη του τη Μπέτι, οδήγησε (περίπου 350 χιλιόμετρα) από τη Δυτική Βιρτζίνια στη Νέα Υόρκη· δεν του επέτρεψαν να τη δει. Ζήτησε την αρωγή του FBI, αλλά και εκεί βρήκε «κλειστές πόρτες». Εκείνη τη χρονιά, ένας γιατρός από την Ουάσιγκτον έκανε μια λεπτομερή έρευνα στο σπίτι και ανακάλυψε κομμάτια σπονδύλων, αλλά η ανάλυση τους αποκάλυψε ότι δεν ανήκαν στα παιδιά.
Οι τοπικές Αρχές συνέχισαν να επιμένουν στην επίσημη εκδοχή που είχε εκφράσει και ο διοικητής της Πυροσβεστικής, ότι δηλαδή η φωτιά προκλήθηκε από ελαττωματική καλωδίωση και τα σώματα των παιδιών είχαν αποτεφρωθεί.
Μια περιουσία ως αμοιβή
Ο Τζορτζ και η Τζένη δεν πείστηκαν ποτέ και συνέχισαν την αναζήτηση των παιδιών τους· προσέλαβαν ιδιωτικό αστυνομικό ερευνητή, για να ψάξει διεξοδικά την υπόθεση· πρόσφεραν, μάλιστα και αμοιβή 5000 δολαρίων (μια περιουσία για τη μεταπολεμική Αμερική του 1945), για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στην ανακάλυψη έστω και ενός από τα εξαφανισμένα παιδιά τους· γρήγορα διπλασίασαν το ποσό!
Και οι αναφορές για θεάσεις των παιδιών έπεφταν σαν βροχή, όμως καμιά τους δεν ήταν αξιόπιστη. Και τα χρόνια περνούσαν και ο καημός των γονιών μεγάλωνε και το παραμικρό δεν βρισκόταν. Και φθάσαμε στο 1967 και σε μια πραγματικά σημαντική ανακάλυψη: μια επιστολή χωρίς διεύθυνση αποστολέα από το Σέντραλ Σίτι του Κεντάκι. Μέσα υπήρχε η φωτογραφία ενός 30χρονου άνδρα και ένα σημείωμα από κάποιον που ισχυριζόταν ότι ήταν ο Λούις Σόντερ, ένα από τα παιδιά που θα ήταν στα 30 του εκείνη τη χρονιά. Ο Τζορτζ και η Τζένη προσέλαβαν ξανά ιδιωτικό ντετέκτιβ για να προσπαθήσει να βρει τον Λούις, ή τουλάχιστον το ποιος είχε στείλει το γράμμα. Ωστόσο, ο ντετέκτιβ εξαφανίστηκε! Τίποτα δεν βρέθηκε και τότε.
Και ολόκληρη η υπόλοιπη ζωή του Τζορτζ και της Τζένης κύλησε με την αναζήτηση των πέντε εξαφανισμένων παιδιών τους, που χάθηκαν την παραμονή των Χριστουγέννων του 1945. Ο Τζορτζ πέθανε το 1969 και η Τζένη το 1989, δίχως ποτέ να βγάλει τα μαύρα ρούχα από πάνω της. Τότε τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας αποκαθήλωσαν τη φθαρμένη και σκουριασμένη πινακίδα μπροστά από το σπίτι τους, που «κραύγαζε» την απώλεια.
Σήμερα, οι απόγονοί του Τζορτζ και της Τζένης συνεχίζουν να αναζητούν πληροφορίες που μπορεί να τους βοηθήσουν να ανακαλύψουν τι απέγιναν τα πέντε εξαφανισμένα παιδιά: ο Μόρις 14 χρονών, η Μάρθα 12, ο Λούις 10, η Τζένη 8 και η Μπέτι 6 χρονών.
Ένας συγγραφέας της Βιρτζίνια, ο Τζορτζ Μπραγκ είπε κάποτε με νόημα: «Η λογική λέει ότι τα παιδιά μάλλον κάηκαν στη φωτιά, αλλά δεν μπορείς πάντα να κινήσαι με τη λογική»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου