Τίνα Μανδηλαρά
Ημεγαλύτερη έκπληξη των τελευταίων ετών στα αγγλικά γράμματα προέρχεται από τη Σκωτία και είναι αναμφίβολα ο Ντάγκλας Στιούαρτ: γράφοντας με τρόπο τρυφερό για θέματα που πονάνε, όπως η εργατική τάξη της πατρίδας του, της Γλασκώβης, αλλά και ο έρωτας μεταξύ αγοριών που μεγαλώνουν σε προβληματικά περιβάλλοντα, με γονείς εξαρτημένους και με διαλυμένες οικογένειες, κατάφερε να μιλήσει στην καρδιά των αναγνωστών και των κριτικών.
Το πρώτο του κιόλας μυθιστόρημα, «Σάγκι Μπέιν» (μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου), κέρδισε το 2020 το βραβείο Μπούκερ, ενώ το δεύτερο, «Ο νεαρός Μάνγκο» (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος), έδειξε να ανταποκρίνεται πλήρως στις προσδοκίες.
Σ’ αυτό περιγράφονται οι περιπέτειες της οικογένειας Χάμιλτον, που αποτελείται από μια αλκοολική μάνα, τη Μο-Μόου, τη μεσαία κόρη, Τζόντι, που έχει αναλάβει τον ρόλο της προστάτιδος, τον μεγάλο αδελφό Χάμις, ο οποίος επιδίδεται σε διάφορους χουλιγκανισμούς και κόντρες με τις αντίπαλες ομάδες των καθολικών της Γλασκώβης, και φυσικά τον 15χρονο Μάνγκο, που το όνομά του ταυτίζεται με αυτό του προστάτη της πόλης και ο οποίος θα ερωτευτεί τον νεαρό Τζέιμς, από το αντίπαλο, εχθρικό «στρατόπεδο», ένα ιδιόμορφο παιδί που περνάει τις ώρες του φροντίζοντας έναν περιστεριώνα.
«Σκέφτηκα ότι ελάχιστοι μιλούν για το τι μπορεί να σκέφτεται ένας γκέι άνδρας σε αυτό το περιβάλλον και ότι είμαστε πολύ αδικημένοι όσον αφορά αυτή την προοπτική. Ακριβώς τότε αναλογίστηκα τη δική μου θέση ως νέου σε αυτή την κοινότητα, το ότι ένιωθα αόρατος και δεν μπορούσα καν να διεκδικήσω το δικαίωμά μου στην αγάπη, δεν μπορούσα να ερωτευτώ ένα αγόρι σε μια τέτοια γειτονιά, σε αυτό το περιβάλλον».
Πρόκειται για άλλη μια τρυφερή και ταυτόχρονα σκληρή ιστορία, γραμμένη με μαεστρία από τον βραβευμένο συγγραφέα, ο οποίος μίλησε στη LiFO μέσω Skype από το σπίτι του στη Νέα Υόρκη.
— Διαβάζοντας κανείς τον «Νεαρό Μάνγκο», έρχεται αντιμέτωπος με ένα πολύ σκληρό κοινωνικό περιβάλλον και με τραυματικές σκηνές, δοσμένες, ωστόσο, με μεγάλες δόσεις τρυφερότητας. Πόσο εύκολο ήταν να κρατήσετε αυτή την ισορροπία στο βιβλίο σας;
Όποιος έχει βρεθεί κάποιο βράδυ σε παμπ στη Γλασκώβη ξέρει καλά το κλίμα, τι σημαίνει να διασκεδάζουν όλοι μαζί και ξαφνικά η βραδιά να μετατρέπεται σε κάτι πολύ σκοτεινό και αποτρόπαιο. Πρόκειται για μια συνθήκη που δείχνει την ανάγκη να βρίσκεις μια χαραμάδα μέσα στον ζόφο μέσω του χιούμορ, ώστε να μην αφήσεις την τραγωδία να σε καταπιεί ολόκληρο − και σε αυτήν ακριβώς τη συνθήκη μεγάλωσα. Οι ακραίες αυτές αντιθέσεις, επίσης, αντιστοιχούν σε μια κοινωνία που διαθέτει ισχυρά στοιχεία αυθεντικότητας αλλά και ακραίας ανισορροπίας, πολύ μακριά από την τακτοποιημένη βιτρίνα της βικτοριανής σταθερότητας που συνήθως συναντάμε σε αντίστοιχα βιβλία.
Οπότε, αν δεν έχεις ζήσει, αν δεν έχεις νιώσει στο πετσί σου και στην καρδιά σου αυτές τις αντιθέσεις, δεν μπορείς καν να διανοηθείς ότι υπάρχουν: αλλά είναι αυτές οι ακραίες μετατοπίσεις που κάνουν τη ζωή σου μεστή εμπειριών. Δεν γινόταν, επομένως, όλα αυτά να μην επηρεάσουν τον τρόπο που γράφω και, όπως σωστά λέτε, έψαχνα να βρω την ισορροπία σε αυτές τις αντιθέσεις. Το χιούμορ και η τρυφερότητα δεν ήταν παρά οι δικοί μου συγγραφικοί τρόποι για να μπορέσει ο αναγνώστης να αντέξει τις πιο σκοτεινές όψεις του βιβλίου. Στη Σκωτία συνηθίζουμε να λέμε −δεδομένου ότι το Εδιμβούργο ήταν ανέκαθεν το μεσοαστικό κέντρο και η Γλασκώβη το εργατικό− ότι μπορεί κανείς να κάνει μεγαλύτερη πλάκα σε μια κηδεία στη Γλασκώβη παρά σε γάμο στο Εδιμβούργο. Είναι μια μεγάλη αλήθεια: με μια έννοια η Γλασκώβη είναι το πιο διασκεδαστικό μέρος του κόσμου.
Για να μιλήσω, όμως, ειλικρινά, το χιούμορ συνδέεται αναπόσπαστα με το τραύμα, δεν γίνεται αλλιώς. Απλώς τα αγόρια στη Γλασκώβη δεν αναλογίζονται τα τραύματά τους γιατί τους έμαθαν ότι δεν έχουν δικαίωμα να το κάνουν. Οπότε το χιούμορ είναι ο πιο αποτελεσματικός μηχανισμός για να δηλώσουν κάτι πολύ αληθινό και τόσο διαπεραστικό ψυχικά. Ας μην ξεχνάμε ότι οι πρωταγωνιστές του βιβλίου προέρχονται ακριβώς από ένα τέτοιο στωικό, ας το πούμε έτσι, μέρος, ως προς την έκφραση των συναισθημάτων, στον βαθμό που τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες έχουν μάθει να μην εκφράζουν τον βαθύτερο πόνο τους, ούτε να αυτοοικτίρονται: έχουν πάντα την τάση να λένε στον εαυτό τους «σήκω, μη δειλιάζεις, μην το βάζεις κάτω».
Εκεί όπου μεγάλωσα όλα αυτά ήταν απλώς καθημερινότητα. Μιλάμε για ανθρώπους που δεν μπορούσαν να εκφράσουν τον φόβο τους παρότι έπαιζαν καθημερινά με τον θάνατο, κάνοντας απερίγραπτα επικίνδυνα επαγγέλματα, σε ναυπηγεία, σε οικοδομές, θέτοντας ανά πάσα στιγμή τη ζωή τους σε κίνδυνο και παρ’ όλα αυτά τα έφερναν όλα αδιαμαρτύρητα εις πέρας. Όχι επειδή ήταν δυνατοί, αλλά επειδή δεν επιτρεπόταν να νιώσουν ευάλωτοι.
Αν δει κανείς τη Γλασκώβη από απόσταση, και όχι όπως τη βίωσα εγώ, είναι μια ωραία πόλη με ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια στον κόσμο. Μάλιστα, μεγάλωσα πολύ κοντά σε αυτό, σχεδόν σε απόσταση αναπνοής, αλλά δεν πέρασα την πύλη του παρά μόνο στα 22 μου χρόνια. Στο στιγμιότυπο ο Stuart παραλαμβάνει το τιμητικό πτυχίο του μαζί με την ολυμπιονίκη Laura Muir στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης. Φωτ.: Getty Images/ Ideal Image
— Ωστόσο, παρότι ο νεαρός ήρωάς σας, ο Μάνγκο, οικειοποιείται αυτά τα χαρακτηριστικά, δηλαδή ξέρει ότι δεν επιτρέπεται να δείξει δειλία, δείχνει μια βαθιά καλοσύνη ακόμα και όταν παρεκτρέπεται σε βίαιες πράξεις. Προτιμάει, όπως λέει και η αδελφή του, να επιστρέφει το καλό στους ανθρώπους.
Ναι, είναι αλήθεια αυτό. Είναι τρωτός σε σημείο που οι γύρω του το θεωρούν πολύ ύποπτο. Αν, όμως, το καλοσκεφτεί κανείς, η ευθραυστότητα και η καλοσύνη είναι τα πιο τολμηρά και γενναία στοιχεία που μπορεί να διαθέτει ένα αγόρι το οποίο μεγαλώνει σε αυτό το περιβάλλον, καθώς αυτομάτως τον μετατρέπουν σε αντικείμενο εκμετάλλευσης και τον καθιστούν θηλυπρεπή στα μάτια των γύρω. Και αυτό, για ένα αγόρι σαν τον Μάνγκο, μοιάζει επικίνδυνο.
Επομένως, όταν έγραφα το βιβλίο, συνειδητοποιώντας ότι προέρχομαι από μια μεγάλη λογοτεχνική παράδοση με αμέτρητα βιβλία που περιγράφουν όλα αυτά τα κοινωνικά ζητήματα ή μιλούν για το περιβάλλον του βιομηχανικού κέντρου της Γλασκώβης και τις εξεγέρσεις, αντιλήφθηκα ότι εστίαζαν πάντα στην πλευρά της ετεροφυλοφιλικής συνθήκης, μιλώντας από την πλευρά του στρέιτ άνδρα, για τις κρυφές του αγωνίες, την καταπίεση από τους γονείς και τον πατέρα. Σε έναν βαθμό είναι λογικό, αφού πρόκειται για μια πατριαρχική κοινωνία και όλα περιστρέφονται γύρω από τη στρέιτ συνθήκη: από τα κλειστά κλαμπ του ποδοσφαίρου και τα ανδρικά στέκια έως τις κουβέντες μεταξύ ανδρών.
Ωστόσο, σκέφτηκα ότι ελάχιστοι μιλούν για το τι μπορεί να σκέφτεται ένας γκέι άνδρας σε αυτό το περιβάλλον και ότι είμαστε πολύ αδικημένοι όσον αφορά αυτή την προοπτική. Ακριβώς τότε αναλογίστηκα τη δική μου θέση ως νέου σε αυτή την κοινότητα, το ότι ένιωθα αόρατος και δεν μπορούσα καν να διεκδικήσω το δικαίωμά μου στην αγάπη, δεν μπορούσα να ερωτευτώ ένα αγόρι σε μια τέτοια γειτονιά, σε αυτό το περιβάλλον. Οπότε ένιωσα την ανάγκη να γράψω για κάτι που δεν είχα, να μιλήσω για το τι σήμαινε να είσαι γκέι σε ένα μέρος όπου ακόμα και οι στρέιτ έπρεπε να δείχνουν δυνατότεροι κι από τα πρότυπα που επέβαλε αυτό το στενό περιβάλλον για αυτούς.
— Είναι σημαντικό γιατί με την ιστορία του Μάνγκο και του Τζέιμς ταυτίζονται πολλά αγόρια που νιώθουν, για αντίστοιχους λόγους, ότι δεν έχουν φωνή. Φαντάζομαι πολλά αγόρια σε απομακρυσμένα μέρη της Ελλάδας να βρίσκουν καταφύγιο στις σελίδες του βιβλίου.
Να σας μιλήσω ειλικρινά: πολλοί στρέιτ μού εξέφρασαν τον ενθουσιασμό τους γιατί έχει τύχει να μεγαλώσουν σε τέτοιο πατριαρχικό περιβάλλον και ταυτίζονται. Ο καθένας έχει τους δικούς του λόγους να νιώθει μειονότητα.
— Ωστόσο, το βιβλίο εστιάζει σε έναν πολύ ρομαντικό έρωτα μεταξύ δυο αγοριών που, για να είμαι ειλικρινής, μου έφερε στο νου την ιστορία του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» από πολλές απόψεις. Ακόμα και από την άποψη του ποιητικού στοιχείου που δείχνει να αντισταθμίζει τις πιο σκληρές περιγραφές.
Αυτό που προσπάθησα να κάνω είναι να ανιχνεύσω τη λανθάνουσα ποίηση ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες, με τρόπο έμμεσο, όχι τόσο κραυγαλέο. Μου αρέσει η ένταση των πραγμάτων και των συναισθημάτων και σίγουρα έχετε δίκιο όταν λέτε ότι η ιστορία σάς θύμισε «Ρωμαίο και Ιουλιέτα» από πολλές απόψεις, ακόμα και από το γεγονός ότι αυτά τα αγόρια ζουν σε υπερυψωμένες κατοικίες, οπότε πάντα υπάρχει ένα μπαλκόνι και ένα παράθυρο όπου βλέπουμε να εξελίσσονται αντίστοιχες σκηνές.
Επίσης, αμφότεροι μεγαλώνουν σε ένα ακραία διχασμένο περιβάλλον, με απόλυτο μίσος: μπορεί να μην προέρχονται από πλούσια σπίτια και από αστικό περιβάλλον, αλλά οι οικογένειές τους έχουν διαμορφώσει έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, ενώ οι ίδιοι πηγαίνουν σε συγκεκριμένα σχολεία και ζουν σε καθορισμένα θεσμικά πλαίσια, τα οποία προσπαθούν να τους χωρίσουν και να τους κρατήσουν με κάθε τρόπο μακριά τον έναν από τον άλλο. Αλλά και εδώ παρεισφρέει ένα παραμυθένιο και ποιητικό στοιχείο, και αυτό έχει να κάνει με την ίδια τη φύση του περιστεριώνα, όπου βρίσκεται ο Τζέιμς, καθώς εκτός από μαγικό μέρος και ιδανικό καταφύγιο, φαίνεται ταυτόχρονα να έχει πολλά από τα στοιχεία του ίδιου ως χαρακτήρα: απέξω μοιάζει απρόσιτος και πολύ στέρεος, ενώ ουσιαστικά πρόκειται για ένα εγκαταλελειμμένο οίκημα.
Ταυτόχρονα είναι μια καλή κατασκευή που μπορεί να κρύβεται από τα αδιάκριτα βλέμματα, αφού περιβάλλεται από το φυσικό στοιχείο και μοιάζει με προσωπικό κάστρο, αλλά ουσιαστικά είναι εκτεθειμένος ως δημόσιος χώρος. Επίσης, είναι ένα μέρος γεμάτο πουλιά, τα οποία κάποια στιγμή απελευθερώνονται και αφήνονται να πετάξουν στον ουρανό. Ουσιαστικά πρόκειται για μια μεταφορά για την ελευθερία αλλά και την αρρενωπότητα: μιλάει για τον ανδρικό χαρακτήρα, που σημαίνει ότι τέτοιου είδους αγόρια διαθέτουν αυτή την αδιαπέραστη, σκληρή συγκρότηση, αλλά στο εσωτερικό έχουν μια κρυμμένη τρυφερότητα. Μόνο και μόνο το γεγονός ότι ο ίδιος ο Τζέιμς ενδιαφέρεται για κάτι τόσο μικρό και πιο αδύναμο από εκείνον, όπως είναι τα πουλιά, δείχνει ότι διαθέτει το καλύτερο στοιχείο που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος.
Οπότε, επέλεξα συνειδητά αυτά τα χαρακτηριστικά για τον Τζέιμς γιατί σίγουρα ταιριάζουν με την ταυτότητα μιας ιστορίας που έχει αναλογίες με τους εφήβους του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», όπως πολύ σωστά επισημαίνετε. Αν το σκεφτείτε, και τα δυο μου βιβλία έχουν να κάνουν με αυτό το θέμα, με την ανάγκη και την επιθυμία των ανθρώπων να αγαπηθούν πάση θυσία και με κάθε τρόπο. Είτε πρόκειται για την αγάπη της μητέρας είτε των δυο αγοριών, αυτό που τελικά επιδιώκουν οι πρωταγωνιστές είναι η αγάπη που αντέχει παρά τις δυσκολίες. Γιατί η αγάπη αξίζει τα πάντα. Και αυτή είναι που τους μεταμορφώνει.Facebook Twitter Διάβασα όσο περισσότερα βιβλία μπορούσα και κάπου εκεί στα 32 κατάλαβα ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας. Φωτ.: Clive Smith
— Φαίνεται, όμως, να υπάρχει μια αντίθεση μεταξύ του περιστεριώνα, που είναι μέρος ελευθερίας, και των σπιτιών τους, που μοιάζουν φυλακές, όπως αντιθέσεις υπάρχουν και στους ίδιους. Εν ολίγοις, έχει κανείς την αίσθηση ότι μέσα στους πρωταγωνιστές σας συνυπάρχουν το καλό και το κακό, καθώς ακόμα και οι πιο σκληροί χαρακτήρες, όπως ο Χάμις, αποδεικνύονται διαφορετικοί και καλοί στο τέλος. Είναι ο δικός σας τρόπος να μείνετε μακριά από διδακτικού τύπου μηνύματα;
Η αλήθεια είναι ότι ο σκοπός της λογοτεχνίας δεν είναι να στέλνει μηνύματα ηθικής. Αυτό που ήθελα κατά κύριο λόγο να δείξω στον «Νεαρό Μάνγκο» είναι την πολυπλοκότητα της ζωής και των χαρακτήρων: δεν είναι τυχαίο ότι η Τζόντι, που φαινομενικά είναι ο πιο καλός χαρακτήρας στο βιβλίο, με την έννοια ότι αγαπάει βαθιά τον αδελφό της και τον συντρέχει στο τέλος, φαίνεται τελικά ότι είναι ικανή για ακραία προδοσία. Αλλά είναι άνθρωπος και άρα επιρρεπής στα πιο ετερόκλητα και αντιφατικά πράγματα.
Αντίστοιχα ο Χάμις, που είναι το κατεξοχήν σύμβολο της τοξικής αρρενωπότητας, που ασκεί βία και επιβάλλεται με τη βία και ουσιαστικά είναι το alpha male −αλλά και τόσο κοντός που μοιάζει με ένα είδος Ναπολέοντα που προσπαθεί να επιβληθεί στο πεδίο της μάχης−, στο τέλος του βιβλίου βλέπουμε να δείχνει την πιο καλή και ουσιαστική πλευρά της αρρενωπότητας και του ηρωισμού, που είναι η θυσία. Εν ολίγοις, επειδή κρίνει ότι έτσι πρέπει να συμπεριφέρονται οι άνδρες, τελικά αποδεικνύει στην πράξη πόσο πραγματικά και ουσιαστικά αγαπάει τον αδελφό του. Οπότε ναι, έχετε δίκιο, είναι όλα πολύπλοκα όσον αφορά την ανθρώπινη φύση.
Για να είμαι ειλικρινής, τρέφω μια αγάπη προς τον Χάμις, γιατί είναι προϊόν του περιβάλλοντος που τον ανέθρεψε: κανείς δεν του έδωσε την ευκαιρία να μορφωθεί, ούτε είχε πρόσβαση σε κάτι ανώτερο, ούτε πίστεψε ποτέ κανείς πραγματικά σε αυτόν. Μπορεί κατ’ ουσίαν να εκφράζει οποιονδήποτε τύπο άνδρα που μεγαλώνει σε τέτοια περιβάλλοντα. Και αυτή είναι η αντίθεση ανάμεσα στα δυο βιβλία μου, το «Σάγκι Μπέιν» και τον «Νεαρό Μάνγκο»: Ο Σάγκι μεγάλωσε σε μια κοινωνία που μοιάζει να είναι αιφνιδιασμένη από τον θατσερισμό, ο οποίος συνέτριψε τον κόσμο, αιφνιδιάζοντάς τον, ενώ ο Μάνγκο μεγαλώνει σε μια κοινωνία που είναι ήδη συντετριμμένη και που δεν έχει να ελπίζει σε τίποτα. Μοιάζει, μάλιστα, παραδομένη στο σκεπτικό της απόλυτης αναλγησίας, που έχει να κάνει με τη λογική που λέει «εφόσον κανείς δεν ενδιαφέρεται για τίποτα, γιατί να ενδιαφέρομαι εγώ να γίνω καλύτερος;».
Μοιάζει με το περιβάλλον που περιέγραψε πολύ εύστοχα ο Ίρβιν Γουέλς στα βιβλία του, αλλά έχει κάποιες διαφοροποιήσεις από γενιά σε γενιά. Σάμπως ο θατσερισμός να έχει καταστρέψει τα πάντα, κάνοντας τις αντιθέσεις ακόμα πιο έντονες. Είναι ειρωνικό αν αναλογιστεί κανείς ότι η Γλασκώβη είναι από τη μια η επιτομή της πολυτέλειας, καθώς μερικά από τα πιο πολυτελή κρουαζιερόπλοια, όπως το «Queen Elisabeth ΙΙ», έχουν κατασκευαστεί εκεί, και από την άλλη η εργατική της τάξη βιώνει τις πλέον ακραίες συνθήκες στο νησί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου