Ιανουαρίου 31, 2024
Ταξιδεύοντας στην Ουτοπία
Η ουτοπική λογοτεχνία είναι αρκετά διαδεδομένη ώστε να αποτελεί το δικό της υποείδος της μυθοπλασίας -και να περιέχει την δική της υποκατηγορία, την δυστοπική λογοτεχνία. Ο όρος “ουτοπία” προέρχεται από τον τίτλο του ουτοπικού έργου του Άγγλου πολιτικού, φιλόσοφου και αγίου της καθολικής εκκλησίας, Τόμας Μορ και προέρχεται από το ελληνικό οὐ τόπος, ή “μη τόπος”. Δηλαδή, οι ουτοπίες είναι πειράματα σκέψης, προϊόντα εικασιών για την απεικόνιση ενός ιδανικού, σαν να ήταν ενσαρκωμένο στην πραγματικότητα. Οι δυστοπίες, από το δυσ-τόπος, ή “κακός τόπος”, είναι μια αντί-ουτοπία, εξίσου φανταστική, αλλά αντίθετα οραματίζεται μια ενσάρκωση του κακού, συνήθως για να υποστηρίξει το αντίθετο ιδεώδες.
Στην λογοτεχνία, εξάλλου, συχνά περιγράφονται φανταστικές κοινωνίες εντελώς αντίθετες από τις ουτοπικές, κοινωνίες απάνθρωπες, που συνήθως τοποθετούνται στο μέλλον οι δυσ-τοπίες. Στον κινηματογράφο, από τις πιο διάσημες δυστοπικές ταινίες είναι η ταινία Blade Runner και η τριλογίες The Matrix και The Hunger Games. Εκτός από τις πολιτικές και τις λογοτεχνικές ουτοπίες, μπορούμε ακόμα να μιλήσουμε για ουτοπίες τεχνολογικές, οικονομικές, επιστημονικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές, οικολογικές κ.λπ… αλλά και για τις έμπρακτες ουτοπίες της εποχής μας, καθώς και των προηγούμενων ιστορικών εποχών.
Να επισημάνουμε ότι δεν πρέπει να συγχέουμε την ουτοπία με την χίμαιρα, όπως συχνά γινόταν κυρίως για λόγους σκοπιμοτήτων. Ειδικότερα στην πολιτική φιλοσοφία τα περιεχόμενα της ουτοπίας εμπεριέχουν κυρίως το στοιχείο της κατεύθυνσης. Δείχνουν προς τα που είναι αναγκαίο (ανθρωποκεντρικά) να κατευθυνθεί μια Πολιτεία, μια κοινότητα ανθρώπων, ένα κοινωνικό πλέγμα ανθρώπινων σχέσεων (και επάνω σε τι είδους βάσεις), κ.ά..
Αντίθετα, η χίμαιρα υποδηλώνει κάτι το ανέφικτο και το καταστροφικό. Η ελληνική έκφραση «κυνηγάω χίμαιρες», σημαίνει «επιδιώκω κάτι ανέφικτο». Επίσης και η γαλλική έκφραση “Se repaître de chimères” (χαίρεται, απολαμβάνει “τρέφεται” με χίμαιρες). Ο όρος «Χίμαιρα» χρησιμοποιείται σήμερα για να περιγράψει όντα ή αντικείμενα που δημιουργήθηκαν από το συνδυασμό ετερόκλητων στοιχείων. Για παράδειγμα, στην Γενετική περιγράφει ζωντανούς οργανισμούς που έχουν περισσότερους από έναν Γενετικούς κώδικες, ή κύτταρα από περισσότερους από έναν οργανισμούς.
Στην Ελληνική μυθολογία αναφέρεται η Χίμαιρα ως ένα φοβερό τέρας, ένα μυθολογικό ζώο,που εξέπνεε φωτιά, είχε σώμα κατσίκας, κεφάλι λιονταριού, και η ουρά του κατέληγε σε φίδι. Σύμφωνα με άλλες περιγραφές, είχε περισσότερα από ένα κεφάλια, συνηθέστερα τρικέφαλος (κεφαλή λέοντα, κατσίκας και δράκοντα). Η Χίμαιρα σύμφωνα με την ιστορία είχε με τον Όρθρο ένα παιδί την Σφίγγα.
Πλατωνική Ουτοπία.
Το 374 π.κ.ε. ο Πλάτωνας, ώριμος πια, γράφει την Πολιτεία του. Ο φιλόσοφος σχεδιάζει εκεί την Καλλίπολή του, μια πολιτική ουτοπία αρμονικής και δίκαιης συνύπαρξης. Ο Πλάτωνας χωρίζει τους ανθρώπους σε τάξεις (άρχοντες – φύλακες – δημιουργούς). Οι τάξεις που αποτυπώνουν την τριμερή διάκριση της ψυχής (λογιστικό – θυμοειδές – επιθυμητικό) και προσδιορίζονται από τις αντίστοιχες αρετές (σοφία – ανδρεία – σωφροσύνη). Η βασικότερη, αρετή, η δικαιοσύνη, συγκρατεί την αρμονία του συνόλου. Σκοπός είναι να εξασφαλιστεί η μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία για όλους. Στην πρώτη θέση της ιεραρχικής κλίμακας τοποθετείται ο φιλόσοφος/βασιλιάς. Εφαρμόζεται εδώ η θεωρία του Πλάτωνα ότι για να φτάσουν οι άνθρωποι στην ευτυχία μέσα στις οργανωμένες κοινότητες που ιδρύουν μία είναι η λύση: να κυβερνήσουν οι φιλόσοφοι ή να φιλοσοφήσουν οι κυβερνήτες.
Στο έργο του Πλάτωνα υπάρχει και μια δεύτερη ουτοπική πόλη, η Ατλαντίδα (στα Αρχαία Ελληνικά: Ἀτλαντὶς νῆσος). Είναι ένα μυθικό νησί που πρωτοαναφέρεται στους διαλόγους Τίμαιος και Κριτίας, οι οποίοι γράφτηκαν το 360 π.κ.ε. Στην περιγραφή του Πλάτωνα, η Ατλαντίδα, που βρίσκεται «πέρα από τις Ηράκλειες στήλες», ήταν μια ναυτική δύναμη που είχε κατακτήσει πολλά μέρη της δυτικής Ευρώπης και της Λυβικής, περίπου 9.000 χρόνια πριν από τον Σόλωνα. Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να εισβάλει στην Αθήνα, η Ατλαντίδα βυθίστηκε μυστηριωδώς στο πέλαγος «σε μια μόνο ημέρα και νύχτα ατυχίας».
Οι διάλογοι Τίμαιος και Κριτίας, που γράφτηκαν το 360 π.κ.ε. είναι οι πρώτες γνωστές αναφορές στην Ατλαντίδα. Για άγνωστους λόγους ο Πλάτωνας ποτέ δεν ολοκλήρωσε τον Κριτία, εντούτοις ο μελετητής Benjamin Jowett, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι αρχικά σκόπευε να γράψει και ένα τρίτο διάλογο με τον τίτλο «Ερμοκράτης». Ο John V. Luce υποθέτει ότι ο Πλάτωνας -αφού περιέγραψε την αρχή του κόσμου και της ανθρωπότητας στον Τίμαιο, καθώς επίσης και την αλληγορική τέλεια κοινωνία της αρχαίας Αθήνας και της επιτυχούς υπεράσπισης της ενάντια της εχθρικής Ατλαντίδας στον Κριτία- θα έκανε κύριο θέμα του Ερμοκράτη την στρατηγική του Ελληνιστικού πολιτισμού κατά την σύγκρουσή του με τους βάρβαρους.
Τα τέσσερα πρόσωπα που λαμβάνουν μέρος στους δυο αυτούς διαλόγους είναι οι πολιτικοί Κριτίας και Ερμοκράτης και οι φιλόσοφοι Σωκράτης και Τίμαιος, όμως ο μόνος που αναφέρει την Ατλαντίδα είναι ο Κριτίας. Ενώ πιθανόν όλοι αυτοί οι άνθρωποι να έζησαν πραγματικά, οι διάλογοι όπως καταγράφηκαν μπορεί να ήταν εφεύρεση του Πλάτωνα. Στις γραπτές του δουλειές, ο Πλάτωνας κάνει εκτενή χρήση των Σωκρατικών διαλόγων προκειμένου να συζητηθούν οι αντίθετες θέσεις μέσα στα πλαίσια μιας υπόθεσης. Ο Πλάτωνας έγραψε για την Ατλαντίδα στον Τίμαιο:
“Πολλές μεγάλες και θαυμάσιες πράξεις καταγράφονται στις ιστορίες μας για το κράτος σας. Αλλά μια από αυτές ξεπερνά όλες τις υπόλοιπες στο μεγαλείο και την ανδρεία. Οι ιστορίες μιλούν για μια τρανή δύναμη που απρόκλητη εκστράτευε έναντι Ευρώπης και Ασίας, και στην οποία η πόλη σας κατάφερε να θέσει τέλος. Αυτή η δύναμη ξεπρόβαλε από τον «Πέλαγος του Άτλαντα» και τότε ο πέλαγος αυτός ήταν πλεύσιμος, και είχε ένα νησί που βρισκόταν μπροστά από τα στενά που εσείς αποκαλείτε Ηράκλειες Στήλες. Το νησί ήταν μεγαλύτερο από την Λιβύη και την Ασία μαζί, και ήταν ο δρόμος προς άλλα νησιά, που αν από αυτά περνούσες μπορούσες να φτάσεις στην απέναντι ήπειρο που περιέβαλε τον αληθινό ωκεανό -γιατί η θάλασσα εντός των Ηράκλειων Στηλών είναι μόνο ένα λιμάνι με στενό λαιμό και η άλλη είναι αληθινή θάλασσα της οποίας η περιβάλλουσα γη μπορεί όντως να αποκαλεστεί άπειρη. Τώρα, σε αυτή την νήσο της Ατλαντίδας ήταν μια μεγάλη και απίστευτη αυτοκρατορία…”
Ο Τίμαιος αρχίζει με μια εισαγωγή, που ακολουθείται από μια περιγραφή της δημιουργίας και της δομής του σύμπαντος και των αρχαίων πολιτισμών. Στην εισαγωγή, ο Σωκράτης διαλογίζεται πάνω στην τέλεια κοινωνία, όπως περιγράφεται στην Πολιτεία του Πλάτωνα, και διερωτάται αν αυτός και οι φιλοξενούμενοί του μπορούν να θυμηθούν μια ιστορία που μιλά για μια τέτοια ακριβώς κοινωνία.
Ο Κριτίας αναφέρει μια πραγματική, τέτοια ιστορία και συνεχίζει την αφήγηση. Στην ιστορία του, η Αθήνα συμβολίζει την «τέλεια κοινωνία» και η Ατλαντίδα τον αντίπαλό της, που αντιπροσωπεύει την ίδια την αντίθεση των «τέλειων» γνωρισμάτων που περιγράφονται στην Πολιτεία. Ο Κριτίας λέει ότι η ιστορία του προέρχεται από μια επίσκεψη του Αθηναίου νομοθέτη Σόλωνα στην Σαΐδα της Αιγύπτου, όπου γνώρισε ένα ιερέα που του μετάφρασε την ιστορία στα Ελληνικά από Αιγυπτιακά ιερογλυφικά γραμμένα πάνω σε παπύρους. Κατά τον Πλούταρχο, ο ιερέας ονομαζόταν Σόνχις.
Σύμφωνα με τον Κριτία, οι παλιοί Ελληνικοί Θεοί διαίρεσαν την Γη ώστε ο καθένας να έχει το μέρισμα του. Ο Ποσειδώνας πήρε το νησί της Ατλαντίδας. Το νησί ήταν μεγαλύτερο από την Λιβύη και την Μικρά Ασία μαζί, αλλά κατόπιν βυθίστηκε από ένα σεισμό και δεν έμεινε τίποτε άλλο παρά αδιάβατο λασπόνερο, που εμπόδιζε το ταξίδι σε οποιοδήποτε μέρος του ωκεανού. Οι Αιγύπτιοι περιέγραψαν την Ατλαντίδα ως ένα νησί 700 χλμ. σε πλάτος, αποτελούμενο κυρίως από βουνά στο βόρειο μέρος και κατά μήκος της ακτής, και με μια μεγάλη στενόμακρη πεδιάδα στα νότια που «εκτείνεται σε μια κατεύθυνση 3.000 στάδια (600 χλμ.) και 2.000 στάδια (400 χλμ.) στην άλλη»
Πενήντα στάδια μέσα από την ακτή ήταν ένα «βουνό όχι πολύ υψηλό σε οποιαδήποτε πλευρά». Εδώ ζούσε μια ιθαγενής γυναίκα την οποία ερωτεύτηκε ο Ποσειδώνας και της έκανε πέντε ζευγάρια αρσενικών διδύμων. Ο Άτλαντας, που ήταν ο μεγαλύτερος τους, έγινε βασιλιάς ολόκληρου του νησιού και του ωκεανού (που ονομάστηκε Ατλαντικός σε τιμή του), και του δόθηκε το βουνό της γέννησής του και η περιβάλλουσα περιοχή. Επίσης μυθικός βασιλιάς της Ατλαντίδας αδελφός του Άτλαντα φέρεται ο Αζάης.
Ο Ποσειδώνας χάραξε το βουνό της αγαπημένης του σε παλάτι, και το εσώκλεισε με τρεις κυκλικές τάφρους αυξανόμενου πλάτους (1-3 στάδια) που είχαν δακτυλίους γης ανάλογους σε μέγεθος. Οι κάτοικοι του νησιού τότε έκτισαν γέφυρες προς τα βόρεια του βουνού για να το ενώσουν με το υπόλοιπο νησί. Τότε άνοιξαν ένα μεγάλο κανάλι προς την θάλασσα, έσκαψαν τούνελ παράλληλα με τις γέφυρες για να περνούν τα πλοία και χάραξαν αποβάθρες πάνω στους πέτρινους τοίχους των τάφρων. Κάθε πέρασμα προς την πόλη φρουρούνταν με πύλες και πύργους, και τείχη περιτριγύριζαν κάθε δακτύλιο γης. Τα τείχη ήταν κατασκευασμένα από κόκκινη, λευκή και μαύρη πέτρα που έβγαλαν από τις τάφρους, και ήταν επικαλυμμένα με μπρούντζο, κασσίτερο και ορείχαλκο αντίστοιχα.
Κατά τον Κριτία, 9.000 χρόνια πριν τον Πλάτωνα, ένας πόλεμος ξέσπασε μεταξύ αυτών εντός και εκτός των Ηράκλειων Στηλών. Η Ατλαντίδα είχε κατακτήσει μέρη της Λιβύης μέχρι και την Αίγυπτο, καθώς και ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης μέχρι την Τυρρηνία, και υπέβαλε τους ανθρώπους τους στην δουλεία. Οι Αθηναίοι οδήγησαν μια συμμαχία ενάντια στην αυτοκρατορία της Ατλαντίδας, και καθώς η συμμαχία αδυνατούσε, οι Αθηναίοι επικράτησαν μόνοι και ελευθέρωναν κατακτημένες περιοχές.
«Όμως αργότερα έγιναν δυνατοί σεισμοί και πλημμύρες, και σε μια μόνο δεινή ημέρα και νύχτα όλοι οι πολεμιστές βυθίστηκαν μέσα στην γη, και ομοίως η νήσος της Ατλαντίδας χάθηκε στα βάθη της θάλασσας».
Το σχόλιο του Πρόκλου για τον «Τίμαιο» δίνει μια περιγραφή της γεωγραφίας της Ατλαντίδας:
“Το ότι κάποτε υπήρχε ένα νησί τέτοιας φύσης και μεγέθους είναι προφανές από όσα λέγονται από ορισμένους συγγραφείς που ερεύνησαν τα πράγματα γύρω από την εξωτερική θάλασσα. Διότι σύμφωνα με αυτούς, υπήρχαν επτά νησιά σ’ εκείνη την θάλασσα στην εποχή τους, Ιερά για την Περσεφόνη, και άλλα τρία τεράστιας έκτασης, ένα από τα οποία ήταν Ιερό στον Άδη, ένα άλλο στον Άμμωνα και ένα άλλο ανάμεσά τους στον Ποσειδώνα, το οποίο ήταν χίλια στάδια [200 χιλιόμετρα] και οι κάτοικοί του διατήρησαν την ανάμνηση από τους προγόνους τους για το μεγάλο νησί της Ατλαντίδας που υπήρχε πραγματικά εκεί και που για πολλούς αιώνες βασίλευε σε όλα τα νησιά του Ατλαντικού. Αυτά τα έχει γράψει ο Μάρκελλος στα Αιθιοπικά του.”
Αριστοφανική Ουτοπία.
Η αριστοφανική ουτοπία, σύμφωνα με το έργο Όρνιθες (γράφτηκε το 414 π.κ.ε), μπορεί να θεωρηθεί και ευτοπική και δυστοπική συγχρόνως. Δυστοπικός είναι ο αρχαιοελληνικός κόσμος, γιατί ζει την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου, δηλαδή υπάρχει κλίμα τρόμου, απαισιοδοξίας και αγωνίας. Ευτοπικός κόσμος είναι αυτός που οι δύο Αθηναίοι αναζητούν στα σύννεφα.
Ο Πεισθέταιρος, ο ένας από τους δύο πρωταγωνιστές, επιθυμεί να αφήσει την Αθήνα και δημιουργήσει μια άλλη πόλη, την Νεφελοκοκκυγία (κατοικία των κούκων στα σύννεφα, την πόλη δηλαδή των πουλιών), στην οποία συνυπάρχουν οι Θεοί με τους ανθρώπους. Τελικά, μετά από πολλές περιπέτειες, η ένωση Θεών και ανθρώπων επιτυγχάνεται, αφού ο ήρωας παντρεύεται την Βασιλεία που έχει τον έλεγχο του κεραυνού και της εξουσίας του Δία.
Μέσω της ουτοπίας, ο Αριστοφάνης ακολουθεί στους Όρνιθες το μοτίβο «πλοκή της σωτηρίας». Ο ήρωας του, μπροστά στο πολιτικό, οικονομικό και πνευματικό αδιέξοδο (ο Πισθέταιρος απεχθάνεται περισσότερο την δικομανία των συμπολιτών του), μηχανεύεται έναν ευφάνταστο τρόπο για να σώσει την Αθήνα, ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο ή απλώς τον εαυτό του. Η πλοκή των Ορνίθων δεν στηρίζεται στην αληθοφάνεια, ούτε υπακούει στην λογική. Η τάξη ανατρέπεται, οι αξίες της κοινωνίας ευτελίζονται, πρόσωπα και θεσμοί γελοιοποιούνται, Θεοί και ήρωες συμμορφώνονται με το γεμάτο γοητευτικό ηδονισμό κωμικό ήθος.
Η Ουτοπία του Τόμας Μορ.
Το έργο του Τόμας Μορ Ουτοπία εκδόθηκε στην Λουβαίν των Κάτω Χωρών το 1516. Αργότερα, την έκδοση επιμελήθηκε ο Έρασμος, στενός φίλος του Μορ. Ο τίτλος που είχε δώσει ο Μορ στο έργο του ήταν Nusquam, αλλά με την παρέμβαση του Έρασμου εμφανίστηκε ως Utopia.
Η Ουτοπία είναι ένα φανταστικό νησί στο οποίο η ευδαιμονία έχει επιτευχθεί. Το νησί δεν έχει ακριβείς γεωγραφικές συντεταγμένες, αλλά δεν βρίσκεται μακριά από την Ευρώπη και σε αυτό ακμάζουν 54 καλά ρυμοτομημένες και ομοιόμορφες πόλεις. Ο Μορ φαντάζεται μια ιδανική κοινωνία ισότητας, κοινοκτημοσύνης, θρησκευτικής ανοχής, με εξάωρη εργασία, χωρίς χρήματα, δικηγόρους και εκμετάλλευση. Οι κάτοικοι ευημερούν χωρίς περιττές πολυτέλειες, δεν έχουν ιδιωτική περιουσία, φροντίζουν για την δίκαιη κατανομή των αγαθών, διασκεδάζουν σε δείπνα με την συνοδεία μουσικής, έχουν ένα άρτιο σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης.
Ωστόσο, ο ίδιος ο συγγραφέας διατυπώνει τις επιφυλάξεις του για το κατά πόσο είναι δυνατή η αφθονία αγαθών χωρίς την ύπαρξη κινήτρων και ανησυχεί για την αδιαφορία των οκνηρών που θα επιβαρύνει τους εργατικούς. Τελικά μεταθέτει την πραγμάτωση της ουτοπίας του στο απώτερο μέλλον «όταν όλοι οι άνθρωποι θα είναι καλοί».
Η «Ουτοπία» του Μουρ ενσωματώνει ηθικά αξιώματα της φιλοσοφίας των Στωικών και του Επίκουρου, αλλά επηρεάζεται κυρίως από την Πολιτεία και τους Νόμους του Πλάτωνα, τα Πολιτικά του Αριστοτέλη, καθώς και από τα έργα του Πλούταρχου και του Κικέρωνα.
Η αξία και οι κίνδυνοι της Ουτοπίας.
Η Ουτοπία ως ιδεώδες συμβάλλει σε πολλές πτυχές της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Αρχικά η ουτοπία συμβάλλει στην εξέλιξη του ανθρώπου ως πολιτικού και κοινωνικού όντος. Καθώς, όπως αναφέρει και ο Ανατόλ Φρανς:
«Δίχως τους ουτοπικούς των άλλων καιρών οι άνθρωποι θα εξακολουθούσαν να ζουν άθλιοι και γυμνοί σε σπήλαια. Ουτοπικοί χάραξαν τις γραμμές της πρώτης πόλης. Από γενναιόδωρα όνειρα έρχονται ευεργετικές πραγματικότητες. Η ουτοπία είναι η βασική αρχή κάθε προόδου και η απόπειρα για ένα καλύτερο μέλλον».
Ο Ερνστ Μπλοχ θεωρεί ότι η ουτοπία συμβάλλει στην εξέλιξη του ανθρώπου, στην ικανότητά του να επιτύχει το αδύνατο:
«Η Ουτοπία δεν είναι, και δεν πρέπει να είναι, ένα είδος ανέφικτης τελειότητας, το απόγειο μιας συμμετρίας που, εάν εφαρμοστεί, θα είναι κάτι συνώνυμο με τον εφιάλτη, αλλά η διηνεκής εκδίπλωση και πραγμάτωση της ουσίας του ανθρώπου, η ανεμπόδιστη εξέλιξη των δημιουργικών ικανοτήτων του, η υπέρβαση των συγκεκριμένων κοινωνικών συνθηκών που αποτελούν τροχοπέδη της εξέλιξης, το ανέφικτο που τείνει να γίνει εφικτό».
Την αισιόδοξη προοπτική της ανθρώπινης κοινωνίας χάρη στην ουτοπία τονίζει και ο Όσκαρ Ουάιλντ αναφέροντας:
«Αν ένας χάρτης του κόσμου δεν περιλαμβάνει την Ουτοπία, δεν αξίζει ούτε μια ματιά μας, γιατί αφήνει απ’ έξω την μοναδική χώρα στην οποία φτάνει πάντα η ανθρωπότητα. Κι όταν φτάνει εκεί η ανθρωπότητα, αγναντεύει πιο πέρα και, βλέποντας μια χώρα καλύτερη, σαλπάρει».
Συμπερασματικά, η Ουτοπία συμβάλλει στην εξέλιξη της κοινωνίας και στην αισιόδοξη θεώρηση του κόσμου από τον άνθρωπο. Ειδικότερα, αποτελεί κινητήριο δύναμη για την προσέγγιση ιδανικού προτύπου και συνεπώς για την δημιουργία καλύτερων συνθηκών ζωής. Ωστόσο, στην περίπτωση εφαρμογής της Ουτοπίας στην πραγματική ζωή ενδεχομένως να παρουσιαστούν ορισμένοι κίνδυνοι για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας.
Πρώτα-πρώτα, η υπέρμετρη αφοσίωση στο όραμα της ουτοπίας οδηγεί στην αδιαφορία για το παρόν και στην απόλυτη προσκόλληση στο μέλλον, με φυσικό επακόλουθο την εξασθένηση του ρόλου του ανθρώπου στην κοινωνία του σήμερα. Επίσης, είναι ορθό για τα άτομα που εξυπηρετούν μακροπρόθεσμα ένα τέτοιο όραμα να έχουν πλήρη επίγνωση ότι είναι αφελές και επικίνδυνο να επιδιώκεται η αναγκαστική και βίαιη συμμόρφωση των συνανθρώπων τους στις δικές τους ουτοπικές ιδέες, καθώς η πραγμάτωση ουτοπικών οραμάτων δεν πρέπει να επιδιώκεται με τρόπο που να υπονομεύει την συναινετική, δημοκρατική διακυβέρνηση των κοινωνιών. Τέλος, ορισμένα άτομα χρησιμοποιούν την Ουτοπία με σκοπό τις προσωπικές τους επιδιώξεις, εκμεταλλευόμενοι ευκολόπιστους και ανυποψίαστους πολίτες.
Σοσιαλιστική Ουτοπία.
Η αντίληψη του Ουτοπικού σοσιαλισμού ξεκινάει από τις απαρχές της Γαλλικής επανάστασης. Οι ιδέες του Διαφωτισμού περί ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης και ελευθερίας ήταν η κύρια πηγή έμπνευσης για τους ουτοπιστές. Η πρώτη απόπειρα κοινωνικής βελτίωσης έγινε από τον Ρόμπερτ Όουεν και ήταν αποτυχημένη, επειδή δεν ήταν ώριμες οι συνθήκες ώστε να εφαρμοστεί στον καπιταλισμό μία σοσιαλιστική θεωρία. Ο Robert Owen, (1771-1858) ήταν Ουαλός υφαντουργός, κοινωνικός μεταρρυθμιστής κι ένας από τους ιδρυτές του ουτοπικού σοσιαλισμού και του συνεταιριστικού κινήματος. Έγινε γνωστός για τις προσπάθειές του να βελτιώσει τις συνθήκες δουλειάς των εργαζομένων του εργοστασίου του, όπως επίσης και για την ίδρυση πειραματικών σοσιαλιστικών κοινοτήτων.
Ο Όουεν προσπάθησε να εφαρμόσει την θεωρία του στην βιομηχανία όπου ο ίδιος ήταν ιδιοκτήτης. Οι συνθήκες ωρίμασαν αργότερα, καθώς και της ιδεολογίας του ατομικισμού, οι οποίες ανέδειξαν και ανέλυσαν την πάλη των τάξεων που ήταν καθοριστική στην εξέλιξη του σοσιαλισμού. Αυτός ο σοσιαλισμός υιοθετεί επαναστατική προσέγγιση στις εργασιακές σχέσεις, αφού εναντιώνεται στον συντηρητισμό.
Ο Ανρί ντε Σαιν Σιμόν και ο Σαρλ Φουριέ ήσαν ουτοπιστές, πρόδρομοι του επιστημονικού σοσιαλισμού. Ο Σαιν Σιμόν ανέλυσε τηn Γαλλική Επανάσταση ως έναν αγώνα ανάμεσα στις τάξεις των ευγενών, των αστών και των ακτημόνων. Εισηγήθηκε μία βιομηχανική κοινωνία η οποία διευθύνεται από παραγωγούς. Η καλυτέρευση της εργατικής τάξης κατά τον Σαιν Σιμόν θα προέλθει από την κοινωνία και όχι από την ίδια την εργατική τάξη. Οι οπαδοί και συνεχιστές του Σαιν Σιμόν χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα, το πολιτικό και το θρησκευτικό.
Κατά το Σαιν Σιμόν η καλυτέρευση του ανθρώπου ήταν ουσιώδες στοιχείο και προϋπόθεση για την καλυτέρευση της εργατικής τάξης. Στο έργο του Σαιν Σιμόν συνδυάζεται η επιστήμη και η θρησκεία, μία θρησκεία όμως η οποία υπηρετεί κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο την παιδαγωγική. Ο Σαρλ Φουριέ ήταν σοσιαλιστής, φιλόσοφος και διανοητής. Υποστήριξε πως τα ένστικτα του ανθρώπου, σωστά διοχετευμένα, οδηγούν σε κοινωνική αρμονία. Κάνει λόγο για θελκτική εργασία και προτείνει μια μορφή μικρού κοινοβίου το «Φαλανστήριο» όπου θα ζουν όλοι και οι εργασίες θα κατανέμονται σύμφωνα με τις φυσικές τάσεις του κάθε μέλους.
Η θεωρία που συγκρότησε ο Φρίντριχ Ένγκελς αντιλαμβάνεται τον σοσιαλισμό ως κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού. Βασικό χαρακτηριστικό του σοσιαλισμού είναι η έναρξη μιας μακράς και δύσκολης διαδικασίας υπέρβασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Θεώρησε ότι ο ουτοπικός σοσιαλισμός, επηρεασμένος και από αστικές-μικροαστικές ροπές, αναζήτησε τα ιδανικά της νέας της κοινωνίας χωρίς σωστή διερεύνηση και κριτική για την υπόσταση της κοινωνίας, για τις κινητήριες δυνάμεις που επιφέρουν την αλλαγή της κοινωνικής πραγματικότητας και για τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιήσει η εργατική τάξη για να κατακτήσει την εξουσία και να δημιουργήσει πραγματικά την νέα κοινωνία, την ουτοπική/σοσιαλιστική.
Το βιβλίο του Aldous Huxley με το δυστοπικό ‘Brave New World’ άσκησε ιδιαίτερη επιρροή. Λιγότερο γνωστά, ωστόσο, είναι τόσο τα μεταγενέστερα έργα του Πλάτωνα όσο και του Χάξλεϋ, οι Νόμοι και το Νησί, αντίστοιχα. Τα δύο αυτά ύστερα έργα πραγματεύονται τα ίδια θέματα με τα προηγούμενα και πιο γνωστά αντίστοιχα έργα τους και αντιμετωπίζουν τα θέματα αυτά από μια αντίθετη οπτική γωνία.
Πλάτων: η Ιδανική Πολιτεία, η Δημοκρατία και οι Νόμοι.
Η Δημοκρατία του Πλάτωνα θεωρείται ένα από τα θεμελιώδη κείμενα της δυτικής φιλοσοφίας. Όπως και η συντριπτική πλειονότητα των διαλόγων του Πλάτωνα, την παρουσιάζει ως συνομιλία μεταξύ του μέντορά του Σωκράτη και των Γλαύκωνα, Πολεμάρχου, Θρασύμαχου και Αδείμαντου -όλοι μαθητές του- μαζί με τον πατέρα του Πολεμάρχου, τον Κέφαλο.
Ο διάλογος αρχίζει με τον Κέφαλο να συζητά για το πώς στα γηρατειά του μπορεί να αφιερωθεί στην δικαιοσύνη για να προετοιμαστεί για την μετά θάνατον ζωή. Ο Σωκράτης ζητά στην συνέχεια από τους συνομιλητές του να ορίσουν την δικαιοσύνη, στην οποία ο Θρασύμαχος απαντάει περιβόητα ότι, ουσιαστικά, “η ισχύς κάνει το δίκαιο”. Από εκεί και πέρα η συζήτηση στρέφεται προς την δικαιοσύνη και την αδικία σε ένα άτομο, και ο Σωκράτης προτείνει την πόλη (δηλαδή ένα έθνος) ως μεταφορά για να αναζητήσει πώς η δικαιοσύνη εισέρχεται στην ψυχή ενός ατόμου.
Έτσι ο Πλάτων ξεκινά το πείραμα σκέψης του για την κατασκευή μιας ιδανικής κοινωνίας. Χρειάζονται διαφορετικοί ρόλοι και το καθήκον της ηγεσίας και της υπεράσπισης ανατίθεται σε μια τάξη “κηδεμόνων”. Επειδή οι φύλακες πρέπει να έχουν γνώσεις για να διακρίνουν τον φίλο από τον εχθρό, αν πρόκειται να προστατεύσουν την πόλη, πρέπει να είναι φιλόσοφοι και επομένως να εκπαιδευτούν ως τέτοιοι.
Κατά την συζήτηση του ρόλου των κηδεμόνων, ο Πλάτων, πάντα με την μορφή του Σωκράτη, συζητά την εκπαίδευσή τους και τον ρόλο που πρέπει να διαδραματίσουν η τέχνη και η ποίηση. Επειδή ο Θεός είναι καλός και επομένως αιώνιος, οι παραδοσιακοί Ελληνικοί μύθοι δεν έχουν θέση στην πόλη του Πλάτωνα και η ποίηση πρέπει να αντιπροσωπεύει μόνο την αρετή για να ενθαρρύνει την μίμησή της.
Στην συνέχεια ο Πλάτωνας συζητά το “ευγενές ψεύδος” που θα αποτελέσει τον θεμελιώδη μύθο αυτής της ιδανικής κατάστασης: οι άνθρωποι διαθέτουν διαφορετικές ιδιότητες χαρακτήρα, οι οποίες παραλληλίζονται με τον χρυσό, το ασήμι και τον χαλκό. Επειδή αυτές οι “μεταλλικές” ιδιότητες δεν είναι κληρονομικές -ένα χρυσό παιδί μπορεί να γεννηθεί από χάλκινο γονέα και το αντίστροφο- ο Πλάτων διεκδικεί την περιβόητη εντολή του να έχει η τάξη των κηδεμόνων κοινή περιουσία, ακόμη και συζύγους, ώστε κανείς να μην βλέπει τον άλλον ως κύριο ή σκλάβο.
Ο Πλάτων προχωρά στην διάκριση ανάμεσα σε «ψεύδη στην ψυχή» και «ψεύδη στα λόγια» και στην ενσωμάτωση των δεύτερων στην Ιδανική Πολιτεία του μέσα από τρεις περιπτώσεις χρήσιμης απάτης. Διευκρινίζει ότι μόνο οι άρχοντες νομιμοποιούνται να κάνουν χρήση του ψεύδους, όταν πρόκειται για όφελος της πόλης, όπως στην περίπτωση του γενναίου ψεύδους. Η παραχώρηση του δικαιώματος στους άρχοντες να εφευρίσκουν ψεύδη προς όφελος των αρχομένων έχει φαρμακολογικό χαρακτήρα.
Ο Popper (1966) κατηγορεί τον Πλάτωνα για πολιτική ανηθικότητα εξαιτίας της χρήσης άνομων μέσων για την διατήρηση της εξουσίας, όπως το ψεύδος, η οποία είναι συγκεντρωμένη σε μια μικρή τάξη. Σε μια πρόσφατη μελέτη, ο Schofield (2006) αναφέρει οι περιπτώσεις ψεύδους δεν αντιφάσκουν με την προσπάθεια του Πλάτωνα να δημιουργήσει μια δίκαιη πόλη, αλλά αποτελούν μέρος της επιχειρηματολογίας του, ένα είδος πολιτικής ρητορικής, στην απόπειρά του να συστήσει την δίκαιη πόλη.
Το ψεύδος, ευγενές ή όχι, είναι ψυχολογική χειραγώγηση ένα είδος κοινωνικής επιρροής που αποσκοπεί στην αλλαγή της συμπεριφοράς ή της αντίληψης των άλλων μέσω υβριστικών, παραπλανητικών και ύπουλων τακτικών. Με την προώθηση των συμφερόντων του χειριστή, εις βάρος άλλων, τέτοιες τακτικές είναι καταχρηστικές, υβριστικές, δόλιες και παραπλανητικές. Η κοινωνική επιρροή δεν είναι απαραίτητα αρνητική. Για παράδειγμα, οι γιατροί μπορεί να προσπαθήσουν να πείσουν τους ασθενείς τους να αλλάξουν τις ανθυγιεινές συνήθειές τους. Αλλά η διαδικασία της χειραγώγησης περιλαμβάνει να πέσει το θύμα, εν αγνοία του, κάτω από την κυριαρχία του χειριστή, εξαπατώντας το και χρησιμοποιώντας το για να εξυπηρετήσει τους δικούς του σκοπούς.
Αφού παρουσιάζεται η Ιδανική Πολιτεία, ο Πλάτων, μέσω του Σωκράτη, θέτει το ερώτημα: “Είναι όλα αυτά πρακτικά;”. Δίνει την περίφημη απάντηση: “ναι, αν οι φιλόσοφοι γίνουν βασιλιάδες ή οι βασιλιάδες γίνουν φιλόσοφοι”. Φιλόσοφοι είναι εκείνοι που βλέπουν πέρα από τις μορφές και φτάνουν στα ιδανικά. Για να καταδείξει αυτή την αρχή, ο Πλάτων δίνει την περίφημη αναλογία του με το σπήλαιο, στο οποίο οι θεατές είναι αλυσοδεμένοι για να βλέπουν μόνο τις σκιές που ρίχνει στον τοίχο μπροστά τους το φως από τις φωτιές και τα είδωλα των δεσμωτών/θεοποιών, στο σπήλαιο.
Οι σκιές είναι το φυσικό πεδίο της καθημερινής αντίληψης- τα αόρατα αντικείμενα που τους δείχνουν οι δεσμώτες, είναι τα ιδανικά που δεν μπορούν να δουν οι αλυσοδεμένοι άνθρωποι. Ο φιλόσοφος είναι αυτός που γυρίζει και βλέπει τα ιδανικά και είναι καθήκον της εκπαίδευσης να “επιστρέψει στην σπηλιά” και να δείξει στους άλλους τα ιδανικά πίσω από τις μορφές και τους δεσμώτες που τους κρατούν φυλακισμένους.
Από αυτή την συζήτηση για το ιδανικό, και τις σκιές στον τοίχο, ο Πλάτων επιστρέφει πρώτα στην ιδανική πόλη, συγκρίνοντας τις μορφές διακυβέρνησης κατά φθίνουσα σειρά ευτυχίας: πρώτα ο φύλακας, μετά ο τιμεάρχης (αυτός που επιδιώκει την τιμή), μετά ο ολιγάρχης (αυτός που επιδιώκει τον πλούτο), μετά ο δημοκράτης (αυτός που επιδιώκει την δημόσια αποδοχή) και τέλος ο δικτάτορας (αυτός που επιδιώκει την εξουσία).
Για τον Πλάτωνα, ο άνθρωπος διαθέτει ένα τριμερές μυαλό, που αποτελείται από την λογική, το πάθος (ή πνεύμα) και την επιθυμία (ή όρεξη), και περιγράφει την λειτουργία του νόμου ως την τιθάσευση των παθών και των επιθυμιών εκείνων που δεν μπορούν να το κάνουν μόνοι τους. Επεκτείνοντας αυτή την τριμερή φύση, ο Πλάτων θεωρεί το ίδιο το ιδανικό ανώτερο από την ενσάρκωσή του, η οποία με την σειρά της είναι ανώτερη από μια αναπαράσταση αυτής της ενσάρκωσης. Επειδή οι ποιητές και οι ζωγράφοι ασχολούνται με αναπαραστάσεις, απέχουν δύο βήματα από την πραγματικότητα και απευθύνονται στα πάθη, την χειρότερη πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Έτσι, και η περαιτέρω διαβόητη εντολή του Πλάτωνα να “αποβάλει όλους τους ποιητές από την δημοκρατία”.
Από εκεί ο Πλάτων ολοκληρώνει τον διάλογο με μια συζήτηση για την ψυχή. Ο νους είναι αθάνατος και ένα ελάττωμα (ανηθικότητα) δεν τον καταστρέφει. Οι καλές και οι κακές ψυχές κρίνονται παρ’ όλα αυτά, κατόπιν, είτε ευλογούνται, είτε εξαγνίζονται, και στην συνέχεια μετενσαρκώνονται, καθώς η ψυχή είναι αθάνατη.
Η Δημοκρατία υπήρξε αγαπημένος στόχος των επικριτών του Πλατωνισμού, οι οποίοι επισημαίνουν τον αυστηρό κομμουνισμό μεταξύ της τάξης των κηδεμόνων και την περιβόητη “αποπομπή των ποιητών” ως απάνθρωπη. Οι επικρίσεις αυτές, ωστόσο, αποτυγχάνουν να λάβουν υπόψη τους τον πρωταρχικό σκοπό της συζήτησης του Πλάτωνα. Ο σκοπός του Πλάτωνα δεν είναι να συζητήσει πώς να κυβερνήσει μια πραγματική πόλη, αλλά πώς να κυβερνήσει μια ατομική ψυχή. Η πόλη χρησιμεύει μόνο ως μια εκτεταμένη μεταφορά για την ηθική καθοδήγηση της ψυχής.
Η κεντρική συζήτηση της Δημοκρατίας είναι η έκθεση της έννοιας του ιδανικού ως αλήθειας πέρα από τις παραστάσεις που γίνονται αντιληπτές από τις αισθήσεις. Όπως το ιδανικό υπάρχει ανεξάρτητα από τις αναπαραστάσεις του, έτσι και η ‘Ιδανική Πόλη’ του Πλάτωνα υπάρχει ανεξάρτητα από τις πραγματικές πόλεις. Ο Πλάτων δεν προσφέρει συμβουλές για το πώς να κυβερνά κανείς μια πόλη, αλλά παρουσιάζει την Ιδανική του Πόλη ως μεταφορά για να συζητήσει πώς να κυβερνά κανείς μια ψυχή.
Αλλά ο Πλάτων δεν άφησε την πραγματική διακυβέρνηση μιας πόλης χωρίς συζήτηση. Ασχολείται εκτενώς με το θέμα αυτό στους Νόμους του. Οι Νόμοι είναι ο τελευταίος και ο μεγαλύτερος διάλογος του Πλάτωνα και ο μόνος που δεν περιλαμβάνει τον Σωκράτη. Προέρχεται από ένα πολύ διαφορετικό σημείο και επιτυγχάνει έναν πολύ διαφορετικό στόχο από την Δημοκρατία. Αποτελείται από δώδεκα βιβλία με τρεις συνδιαλεγόμενους ηλικιωμένους άνδρες. Τον διάλογο που εξελίσσεται στην Κρήτη, κατευθύνει και μονοπωλεί ένας ανώνυμος Αθηναίος ξένος. Τα άλλα δύο πρόσωπα είναι ο κρητικός Κλεινίας και ο Σπαρτιάτης Μέγιλλος.
Οι τρεις διαλεγόμενοι περιπατητικοί συζητητές κατευθύνονται από την Κνωσσό στο σπήλαιο και το ναό του Δία, κάνοντας την πορεία του βασιλιά και νομοθέτη της Κρήτης Μίνωα, που συναντά τον πατέρα του Δία, σύμβουλο στο νομοθετικό του έργο. Με την συγγραφή των Νόμων ο Πλάτων καθώς η ψυχική του διάθεση τον έστρεφε προς την πολιτική πράξη, θέλησε κάπως να γεφυρώσει το χάσμα, που χωρίζει την Ιδεατή Πολιτεία του από την πραγματική Ελληνική πολιτεία. Αυτό είναι το βαθύτερο νόημα του διαλόγου «Νόμοι» κι από αυτό προσδιορίζεται το περιεχόμενό του. Σημαντική είναι η αναφορά στην εντελώς απομυθοποιημένη ερμηνεία της θεολογίας, αλλά και στην αιτιολόγηση των κανόνων θέσπισης του θετού δικαίου.
Η Έβδομη Επιστολή του Πλάτωνα παρέχει κάποιο αυτοβιογραφικό υπόβαθρο για τα χρόνια που οδήγησαν στους Νόμους. Σε μια επίσκεψή του στις Συρακούσες της Σικελίας, ο Πλάτων έγινε φίλος με τον Δίωνα, τον αδελφό του κυβερνώντος τυράννου. Όταν ο ανιψιός του Δίωνα, ο Διονύσιος Β’, έγινε τύραννος το 367 π.κ.ε. ήταν εντελώς άπειρος στις δημόσιες υποθέσεις και ο Δίων κάλεσε τον Πλάτωνα για να καθοδηγήσει τον ανιψιό του. Ο Δίων, ωστόσο, απεχθανόταν όλο και περισσότερο τον πολυτελή τρόπο ζωής του ανιψιού του και ο Διονύσιος άρχισε να αντιμετωπίζει τον θείο του με καχυποψία.
Ο Πλάτων βρέθηκε στην μέση αυτής της διαμάχης και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις Συρακούσες όταν ο Διονύσιος τον υποπτεύθηκε για απιστία. Παρόλα αυτά, επέστρεψε στις Συρακούσες για μια τρίτη επίσκεψη για να ελέγξει αν ο πρώην μαθητής του είχε μάθει κάτι. Απογοητευμένος, επέστρεψε στην Ελλάδα. Στην Ολυμπία, βρήκε τον Δίωνα, εξόριστο πλέον, να ετοιμάζει εκστρατεία για να ανατρέψει τον ανιψιό του. Ο Δίων ζήτησε την υποστήριξη του Πλάτωνα, αλλά ο Πλάτωνας αρνήθηκε, καθώς είχε λάβει την φιλοξενία του Διονύσιου. Η εισβολή του Δίωνα θα αποδειχθεί επιτυχής- το 357 π.κ.ε. ανέτρεψε τον Διονύσιο και εγκατέστησε τον εαυτό του ως τύραννο, για να δολοφονηθεί τρία χρόνια αργότερα από τον Κάλλιππο, έναν άλλο μαθητή του Πλάτωνα.
Οι Νόμοι πηγάζουν από την οπτική γωνία του Πλάτωνα, ο οποίος συμμετείχε στην πολιτική της εξουσίας – και πιθανότατα έχει κουραστεί από αυτήν. Μακριά από την “καθαρή” φιλοσοφία για ατομική οικοδόμηση της Δημοκρατίας, οι Νόμοι είναι πρακτικά προσανατολισμένοι.
Ο διάλογος αρχίζει με την συζήτηση των διαφορών μεταξύ του αθηναϊκού και του σπαρτιατικού συστήματος ως υπόβαθρο για την επιλογή των νόμων. Ο Πλάτωνας, Αθηναίος, προτιμά το σπαρτιατικό πολίτευμα, καθώς διατηρεί την ισορροπία μεταξύ των βασιλέων, των εφόρων (εκλεγμένοι επόπτες) και της γερουσίας (συνέλευση των πρεσβυτέρων). Αντίθετα, ο Πλάτων θεωρεί ότι το αθηναϊκό σύνταγμα έχει εξελιχθεί σε οχλοκρατία.
Ενώ ο Σπαρτιάτης και ο Κρητικός υποστηρίζουν ότι οι νόμοι πρέπει να διατάσσονται στον πόλεμο, ο Αθηναίος πιστεύει ότι οι νόμοι πρέπει να διατάσσονται στην αρετή, τόσο στις ανθρώπινες αρετές της υγείας, της ομορφιάς, της δύναμης και του πλούτου, όσο και στις θεϊκές αρετές της ορθής κρίσης, του αυτοελέγχου, της δικαιοσύνης και του θάρρους. Στην συνέχεια ο Αθηναίος του Πλάτωνα δηλώνει τον σκοπό του διαλόγου: “Η πραγματική δυσκολία είναι να κάνουμε τα πολιτικά συστήματα να αντανακλούν στην πράξη την απροβλημάτιστη τελειότητα της θεωρίας”.
Στην συνέχεια, ο Πλάτων αρχίζει μια γενική συζήτηση για την πολιτική θεωρία: για την ανάγκη να αποκλείονται οι αδαείς από τα αξιώματα, ακόμη και αν είναι πετυχημένοι και έξυπνοι, και να ανατίθενται αξιώματα στους σοφούς, ακόμη και αν είναι αγράμματοι- για τα δύο “μητρικά πολιτεύματα”, την μοναρχία, που έφτασε στα άκρα στην Περσία, και την δημοκρατία, που έφτασε στα άκρα στην Αθήνα- και για την αναλογία ως την αναγκαία αρετή για την προστασία από την αλαζονεία και την αδικία. Ο νομοθέτης θα πρέπει επομένως να διαμορφώνει τον κώδικά του με γνώμονα την ελευθερία, την ενότητα και την σοφία.
Στην συνέχεια, ο Κλεινίας ο Κρητικός ισχυρίζεται ότι το έθνος του κατασκευάζει μια νέα αποικία και ότι είναι μέλος μιας επιτροπής επιφορτισμένης με την σύνταξη ενός νομικού κώδικα, και προτείνει στους τρεις χαρακτήρες να κατασκευάσουν μια φανταστική κοινότητα για την Κρήτη, την οποία θα χρησιμοποιήσουν ως πλαίσιο. Και πάλι η συζήτηση στρέφεται σε γενικότητες, αυτή την φορά σχετικά με την νομοθεσία. Ο καλύτερος νομοθέτης είναι ένας δικτάτορας που επιδεικνύει αυτοέλεγχο και ηγείται με το παράδειγμά του, με την επιφύλαξη μιας παραίνεσης:
“Θα πρέπει να διευθύνουμε την δημόσια και την ιδιωτική μας ζωή, τα σπίτια και τις πόλεις μας, υπακούοντας σε όποια μικρή σπίθα αθανασίας υπάρχει μέσα μας, και να αποδώσουμε σ’ αυτή την διανομή της λογικής το όνομα “Νόμος”. Αλλά πάρτε έναν μεμονωμένο άνθρωπο ή μια ολιγαρχία, ή ακόμα και μια δημοκρατία, που λαχταρά στην καρδιά του την ηδονή και απαιτεί να χορτάσει από ό,τι θέλει -το μονίμως ανικανοποίητο θύμα μιας σατανικής απληστίας που το προσβάλλει σαν πανούκλα- λοιπόν, αν μια τέτοια δύναμη ελέγχει ένα κράτος ή ένα άτομο και καταπατά τους Νόμους, είναι αδύνατον να αποφύγουμε την καταστροφή”.
Ο Νόμος πρέπει να είναι υπέρτατος. Δηλαδή, οι νικητές δεν στερούν από τους ηττημένους και τους απογόνους τους την εξουσία. Οι Νόμοι πρέπει να ευνοούν το καλό του κράτους και όχι κάποιο συγκεκριμένο τμήμα της κοινότητας. Οι πολιτικοί/πολίτες πρέπει να είναι υπηρέτες του Νόμου και η κυβέρνηση δούλος του Νόμου.
Στην ιδανική κατάσταση των Νόμων, ο νόμος προστατεύει από την υπερβολική συσσώρευση πλούτου. Η γη μοιράζεται αρχικά ισομερώς και τα αγροτεμάχια είναι αναπαλλοτρίωτα – δεν μπορούν να πωληθούν, να διαιρεθούν ή να συγχωνευθούν. Απαγορεύεται επίσης η κατοχή υπερβολικού χρυσού, αργύρου ή ξένου χρήματος, ενώ κάθε πλεόνασμα κατάσχεται από το κράτος. Το σύστημα αυτό, ωστόσο, δεν είναι κομμουνιστικό. Ο Πλάτωνας επιτάσσει ρητά:
“Η αδιάκριτη ισότητα για όλους ισοδυναμεί με ανισότητα, και τα δύο γεμίζουν ένα κράτος με διαμάχες μεταξύ των πολιτών του. Επομένως, η ισότητα συνίσταται στην δικαιοσύνη: την παραχώρηση της ισότητας που αξίζει να έχουν οι άνισοι”.
Οι Νόμοι, όπως και η Δημοκρατία, έχουν μια τάξη “φρουρών του Νόμου” – εκλεγμένων αυτή την φορά – και ένα ξεχωριστό συμβούλιο για την εξισορρόπηση του μοναρχικού και του δημοκρατικού συστήματος. Όσον αφορά τους ίδιους τους Νόμους, θα πρέπει να αποτελούνται από ένα κείμενο και ένα προοίμιο για να πείσουν για την αναγκαιότητά τους. Τα δικαστήρια θα πρέπει να έχουν τρεις βαθμίδες δικαστηρίων:
“Αν ένας διάδικος δεν είναι ικανοποιημένος με την απόφαση αυτού του δικαστηρίου, μπορεί να προσφύγει σε ένα δεύτερο, αλλά αν και τα δύο πρώτα δικαστήρια δεν είναι σε θέση να διευθετήσουν την διαφωνία, η ετυμηγορία του τρίτου πρέπει να κλείσει την υπόθεση”.
Η εκπαίδευση πρέπει να είναι δημόσια και καθολική (και για τα κορίτσια) και να περιλαμβάνει όχι μόνο μουσική, σωματική άσκηση (συμπεριλαμβανομένου του χορού) και μαθηματικά, αλλά και λογοτεχνία.
Όσον αφορά τα εγκλήματα, ο Πλάτων ασχολείται πρώτα με τα εγκλήματα κατά του κράτους -πολιτικά εγκλήματα, όπως θα τα λέγαμε σήμερα- και αναφέρει:
“Η πρώτη ανάγκη είναι να αφήσουμε τον άνθρωπο στο δρόμο να παίξει τον ρόλο του κατά την κρίση του. Ένα αδίκημα που γίνεται στο κράτος είναι αδίκημα που γίνεται σε όλους τους πολίτες του.”
Για τον Πλάτωνα, το έγκλημα είναι “ακούσιο”: ο συνδυασμός μιας “εκούσιας” πράξης και μιας “ακούσιας” ψυχικής κατάστασης- η τιμωρία (συμπεριλαμβανομένης της θανατικής ποινής) αποσκοπεί στην “θεραπεία” του εγκληματία. Οι αιτίες του εγκλήματος κυμαίνονται από την συναισθηματική έως την διανοητική (άγνοια), ενώ η επιθυμία για ηδονή βρίσκεται ανάμεσα σε αυτές.
Ο ποινικός κώδικας του Πλάτωνα δεν προβλέπει πολλές ποινές φυλάκισης- οι κύριες ποινές είναι ο θάνατος, η εξορία, η αποκατάσταση, η καταβολή προστίμου σε ναό και η δημόσια δυσφήμιση. Ο Πλάτων ποινικοποιεί επίσης τρεις “αιρέσεις”: ότι οι θεοί δεν υπάρχουν, ότι υπάρχουν αλλά δεν ενδιαφέρονται για τις ανθρώπινες υποθέσεις, και ότι υπάρχουν και ενδιαφέρονται αλλά δεν μπορούν να επηρεαστούν από θυσίες και ικεσίες. Ο Πλάτων έχει πολύ λιγότερα να πει για την ιδιοκτησία και το εμπορικό δίκαιο, αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι προϋποθέτει την ύπαρξη της δουλείας στην πολιτεία του.
Στην συνέχεια, ο Πλάτωνας κλείνει τον διάλογό του, όπως και στην Δημοκρατία, με μια συζήτηση για την ψυχή:
“Κανένας θνητός δεν μπορεί ποτέ να αποκτήσει μια πραγματικά θρησκευτική προοπτική, αν δεν κατανοήσει δύο δόγματα: (1) ότι η ψυχή είναι αθάνατη και ελέγχει ολόκληρο τον κόσμο της ύλης- και (2) ότι ο λόγος είναι η υπέρτατη δύναμη ανάμεσα στα ουράνια σώματα. Επομένως, είναι απαραίτητο να διαμορφώσουμε συνεπείς κανόνες ηθικής δράσης και να τους δώσουμε μια αιτιολογημένη εξήγηση. Κανείς που δεν είναι σε θέση να αποκτήσει αυτές τις γνώσεις και να ανέλθει πάνω από το επίπεδο των συνηθισμένων αρετών δεν θα είναι ποτέ αρκετά καλός για να κυβερνήσει ένα ολόκληρο κράτος, αλλά μόνο για να βοηθήσει στην διακυβέρνηση που ασκείται από άλλους”.
Οι Νόμοι του Πλάτωνα διαφέρουν σημαντικά από την Δημοκρατία του -όχι επειδή είναι ασυνεπείς ή επειδή οι απόψεις του Πλάτωνα άλλαξαν με την πάροδο του χρόνου, αλλά μάλλον επειδή τα δύο έργα εξυπηρετούν πολύ διαφορετικούς σκοπούς. Η Ιδανική Πολιτεία της Δημοκρατίας είναι ένα πείραμα σκέψης που χρησιμεύει ως όχημα για μια ευρύτερη συζήτηση σχετικά με την ατομική αρετή. Οι Νόμοι θεσπίζουν ρητά ένα σύνταγμα και νόμους για την διακυβέρνηση ενός κράτους: ενός κράτους που κατασκευάζεται “από το μηδέν” ως νέα αποικία, όχι ένα νέο σύστημα για την μεταρρύθμιση ενός υπάρχοντος κράτους.
Οι Νόμοι είναι κατεξοχήν πρακτικοί, η εφαρμογή των φιλοσοφικών αρχών του Πλάτωνα στις ανθρώπινες συνθήκες όπως αυτές υπάρχουν στην πραγματικότητα. Οι κυρίαρχες ανησυχίες είναι η ισορροπία και η αναλογία: το ιδανικό κράτος ως ισορροπία μεταξύ των άκρων της μοναρχίας και της δημοκρατίας, και η ίδια η δικαιοσύνη ως ισορροπία των ανθρώπινων και των θεϊκών αρετών.
Το σύστημα του Πλάτωνα έχει σχεδιαστεί για να αποτρέψει την συσσώρευση πλούτου και εξουσίας σε πολύ λίγα χέρια, από την διαίρεση της γης σε αναπαλλοτρίωτα οικόπεδα μέχρι την απαγόρευση της συσσώρευσης χρημάτων και το σύστημά του με τα διάφορα συμβούλια που χρησιμεύουν ως έλεγχος το ένα του άλλου. Ολόκληρο το σύστημα είναι σχεδιασμένο όχι μόνο για την επίτευξη ισορροπίας, αλλά και για την διατήρησή της. Πίσω από όλα αυτά, όμως, κρύβεται η αναγνώριση από τον Πλάτωνα ότι από την στιγμή που οποιαδήποτε κοινωνία θέτει τα ατομικά ή κομματικά συμφέροντα πάνω από το κράτος, είναι καταδικασμένη.
Είναι σημαντικό ότι πολλές ιδέες που πρότεινε ο Πλάτωνας έχουν γίνει συνήθης πρακτική στον σύγχρονο δυτικό κόσμο: νόμοι που περιλαμβάνουν ένα επεξηγηματικό προοίμιο, ένα δικαστικό σύστημα τριών βαθμίδων, δημόσια εκπαίδευση και μια αναμορφωτική θεωρία για την τιμωρία των εγκλημάτων. Στην πράξη ο κόσμος μας μοιάζει αρκετά διαφορετικός από αυτόν που οραματίστηκε ο Πλάτων, αλλά από αυτή την άποψη ακόμη και το πρακτικό σύνταγμα του Πλάτωνα εξακολουθεί να είναι ένα Ιδανικό, και τα κυβερνητικά συστήματα σήμερα είναι απλώς αναπαραστάσεις (έστω και ελλείπείς) του Ιδανικού.
***
@Ηώ Αναγνώστου /terrapapers.com / 2018-2024
Αρχική φωτογραφία: Η Χρυσή Εποχή (περίπου 1530) – Lucas Cranach ο Πρεσβύτερος.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου