Ήταν 21 Φεβρουαρίου του 2014 όταν ο αγαπημένος ηθοποιός και ερμηνευτής Σάκης Μπουλάς «έφυγε» από τη ζωή νικημένος από τον καρκίνο.
O Σάκης Μπουλάς άφησε το δικό του στίγμα στον ελληνικό καλλιτεχνικό χώρο μέσα. Πριν μερικούς μήνες φίλοι και συνεργάτες του καλλιτέχνη βρέθηκαν στην κάμερα του ΜΕGA και διηγήθηκαν άγνωστες ιστορίες του αδερφού τους όπως οι ίδιοι τον αποκαλούν.
«Τι να πω για τον Σάκη Μπουλά… είναι αδερφός μου. Μια ζωή γεμάτη αγάπη, ενδιαφέρον, φλερτ. Μιλάγαμε για την τέχνη, για τη ζωγραφική. Πολλές Κυριακές τρώγαμε μαζί με τις οικογένειες μας. Ήταν και είναι ακόμη αδερφός μου. Συνυπάρχω ακόμη μαζί του», είπε αρχικά ο Γιάννης Ζουγανέλης.
Από την πλευρά του ο Διονύσης Σαββόπουλος ανέφερε: «Ο Σάκης Μπουλάς δεν έμοιαζε με τίποτα. Μου έκανε εντύπωση όταν τον γνώρισα πόσο σπασίκλας ήταν με την τάξη και την καθαριότητα. Τον είχαμε πάρει στους Αχαρνείς και φορούσε μια περικεφαλαία φτιαγμένη από εφημερίδα. Έβγαινε και έκλεβε την παράσταση. Δεν έμοιαζε με κανέναν. Τόσο συμπαθητικός, τόσο φιλικός. Παίξαμε μαζί μετά από χρόνια στην Ακτή Πειραιώς».
«Ήταν άρρωστος αλλά δεν μας επέτρεψε να καταλάβουμε τίποτα από αυτά. Μετά την κηδεία του πήγαμε σε μια ταβέρνα που ο ίδιος μας είχε υποδείξει να πάμε. Όταν πήγαμε στην ταβέρνα μετά την κηδεία ρώτησα τον Γιάννη Ζουγανέλη πως θα πληρώσουμε το γεύμα και μάθαμε ότι το είχε πληρώσει ο μακαρίτης για όλους. Ο Σάκης μου φαινόταν σαν ένα μεγάλο παιδί που θέλει να το αγαπάμε αλλά ντρέπεται να το πει. Αυτή την αίσθηση μου άφηνε», πρόσθεσε.
Ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης ανέφερε: «Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος και φίλος. Όποτε ήμουν κακοδιάθετος ή είχαμε πολύ πρωί γύρισμα ερχόταν κι εκείνος αγουροξυπνημένος και με το που τον πείραζα ξεκίναγε. Αν του έλεγες ότι σου αρέσει κάτι που φοράει, την άλλη μέρα μπορεί και να στο έδινε. Ήταν από τους λίγους ανθρώπους που μπορούσε να με κάνει να διαλυθώ από τα γέλια. Η σύνδεση μας ήταν κάτι μοναδικό και πολλές φορές ακόμη και τώρα σκέφτομαι κάποια πράγματα και γελάω πολύ. Ο Σάκης ήταν γενναιόδωρος, καλόψυχος, μια υπεροχή καρδιά για όλο τον κόσμο».
Τέλος, ο Δημήτρης Σταρόβας είπε: «Τον Σάκη Μπουλά τον αγαπούσα πολύ. Τον γνώρισα στα γυρίσματα του «Τετράγωνα των αστέρων» και μέσα σε 8 ώρες είχε καπνίσει 13 πούρα και ήπιε 17 εσπρέσο. Είχε ένα ανικανοποίητο. Πήγε στην Τουρκία και τον ρώτησα πως πέρασε, εκείνος μου απάντησε “καλά” του έλεγα “τι καλά ρε συ” και τον έβριζα. Τις απολαύσεις του τις έκανε με κάποια αναστολή».
Γεννήθηκε στο Κιλκίς στις 11 Μαρτίου 1954, αλλά πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στον Πειραιά, απ’ όπου καταγόταν η οικογένειά του. Πνεύμα ανήσυχο από τα μικράτα του, επέλεξε τον καλλιτεχνικό δρόμο, αντί τη δικηγορία, όπως ήταν ο διακαής πόθος της οικογένειάς του.
Μπήκε στον καλλιτεχνικό κόσμο τη δεκαετία του ‘70 από τα εναλλακτικά μουσικά στέκια. Μαζί με τους Γιάννη Ζουγανέλη, Νικόλα Άσιμο, Θάνο Αδριανό και Περικλή Χαρβά, δημιούργησαν το πρώτο μουσικό καφενείο στην Ελλάδα με το όνομα «Σούσουρο», χρησιμοποιώντας τη φόρμα του γερμανικού πολιτικού καμπαρέ, όπου για πρώτη φορά συνδυάστηκε μουσική με θέατρο και διάφορα δρώμενα. Συνέχισε στο «Αχ Μαρία» στα Εξάρχεια, τη θρυλική σκηνή όπου για δέκα χρόνια (1980-1990) λειτούργησε μια τρελή και ανατρεπτική παρέα με τον ίδιο, τον Γιάννη Ζουγανέλη, την Ισιδώρα Σιδέρη, τον Λάκη Παπαδόπουλο, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τη Σοφία Βόσσου.
Το 1976 είχε την πρώτη του επαφή με τον κινηματογράφο, ως αφηγητής στο ιστορικό ντοκιμαντέρ του Συμεών Καπετανάκη «Αρκάδι 1866» κι ένα χρόνο αργότερα πρωτοεμφανίστηκε στην τηλεόραση, στην κωμική σειρά της ΕΡΤ «Μια υπέροχη γλωσσού», σε σκηνοθεσία Μήτσου Λυγίζου και σενάριο Δημήτρη Ψαθά. Άτομο με ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, ο Σάκης Μπουλάς διακρίθηκε κυρίως σε κωμικούς ρόλους ως ηθοποιός. Στο θέατρο δεν πρόλαβε να παίξει, γιατί, όπως έλεγε χαριτολογώντας, «θα το κάνω όταν μεγαλώσω»!
Στον κινηματογράφο έπαιξε σε ταινίες όπως: «Ο Δράκουλας των Εξαρχείων» (1983), «Ντελίριο» (1983), «Η Αγάπη είναι ελέφαντας» (2000), «Λουκουμάδες με Μέλι» (2004) και «Ηθικόν Ακμαιότατον» (2005). Στην τηλεόραση αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το μεγάλο κοινό για τις ερμηνείες του σε τηλεοπτικές σειρές, όπως: «Κουφώματα» (ΕΡΤ, 1988), «Δέκα λεπτά κήρυγμα» (Mega, 2000), «Σαββατογεννημένες» (Mega, 2003) και «Πενήντα – Πενήντα» (Mega, 2005). Διακρίθηκε, επίσης, στην παρουσίαση τηλεπαιγνιδιών στη χρυσή εποχή τους, τη δεκαετία του ‘90 («Κάνε ό,τι Κάνω», «Πάρτα Όλα»).
Μάλιστα ο Σάκης Μπουλάς ασχολήθηκε με επιτυχία και με το τραγούδι. Η προσωπική του δισκογραφία περιλαμβάνει πέντε δίσκους: «Μπουλάς – Ελλάς» με τις μεγάλες επιτυχίες «Μπανάκι Μανάκι» και «Το Φλασάκι» (1986), «Ας πρόσεχες (1987), «Ζαμανφού», (1992), «Έκθεση ιδεών» με τον Γιάννη Ζουγανέλη (2000), ενώ συνεργάστηκε με συνθέτες, όπως ο Μιχάλης Γρηγορίου «Ανεπίδοτα γράμματα», ο Θάνος Μικρούτσικος («Καντάτα για τη Μακρόνησο»), ο Μίμης Πλέσσας («Λουκιανού διάλογοι») και ο Διονύσης Σαββόπουλος «Αχαρνής».
Γεννήθηκε και πέθανε στο «σανίδι»
Λάτρης του «ωραίου φύλου», δήλωνε κατ’ επανάληψη ότι δεν έκανε για σύζυγος, καθώς θεωρούσε τον εαυτό του «γεννημένο εργένη». Αν και ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησίας δύο φορές, οι γάμοι του κατέληξαν σε διαζύγια.
Τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα με τον καρκίνο, αλλά δεν το έβαζε κάτω. Μέχρι και λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του εμφανιζόταν στην «Ακτή Πειραιώς», συμμετέχοντας στη μουσική παράσταση «ΓκαΓκαΝτίν: Οι γενναίοι της νύχτας», πλάι στους Διονύση Σαββόπουλο, Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και Γιάννη Ζουγανέλη. Διέκοψε τις εμφανίσεις του, όταν η υγεία του επιδεινώθηκε. Εισήχθη στο νοσοκομείο «Υγεία», όπου άφησε την τελευταία του πνοή στις 21 Φεβρουαρίου 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου