Τον Ιανουάριο του 1726, το πλοίο της Βρετανικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών James and Mary άραξε στο νησί της Αναλήψεως στον νότιο Ατλαντικό ωκεανό, περίπου 1.600 χλμ. από τις ακτές της Αφρικής. Το πλήρωμα, ενώ εξερευνούσε το νησί, βρήκε μια σκηνή που περιείχε αντικείμενα που υποδήλωναν την παρουσία ενός ναυαγού που πιθανότατα είχε επιζήσει στο νησί για αρκετό καιρό. Αν και δεν βρέθηκε πτώμα ή σκελετός, το πλήρωμα υπέθεσε ότι ο άνδρας είχε πεθάνει από την δίψα.
Μέσα στη σκηνή, οι ναυτικοί βρήκαν το ημερολόγιο του ναυαγού, στο οποίο εξηγούσε πώς είχε βρεθεί στο νησί. Το ημερολόγιο αποκάλυψε ότι ήταν Ολλανδός ναύτης που είχε κριθεί ένοχος για σοδομισμό και είχε αφεθεί στο νησί ως τιμωρία. Την ίδια χρονιά, το μεταφρασμένο ημερολόγιο εκδόθηκε με τον τίτλο "Sodomy Punish'd" -σήμερα, σώζεται μόνο ένα αντίγραφο στη Βρετανική Βιβλιοθήκη. Το ημερολόγιο προσφέρει μια σπάνια, και από πρώτο χέρι, περιγραφή των προκλήσεων και των εμπειριών που υπέστη ένας ομοφυλόφιλος άνδρας σε μια εποχή που οι σχέσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου τιμωρούνταν με θάνατο.
Για σχεδόν τρεις αιώνες, η ταυτότητα του Ολλανδού ναύτη παρέμενε μυστήριο. Στην έκδοση του μεταφρασμένου ημερολογίου του 1726 αναφερόταν ως "Leondert Hussenlosch". Ωστόσο, σε μια άλλη έκδοση με τίτλο "An Authentick Relation", αναφέρθηκε ότι δεν ήταν γνωστό το όνομά του. Το 2002 όμως, ο Ολλανδός ιστορικός Michiel Koolbergen αναγνώρισε τον ναύτη ως τον Leendert Hasenbosch.
Ο Hasenbosch είχε γεννηθεί στη Χάγη της Ολλανδίας το 1695. Στα 18 του, έγινε στρατιώτης της Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών (Vereenigde Oostindische Compagnie, VOC) και στάλθηκε στην Μπατάβια (σημερινή Τζακάρτα, πρωτεύουσα της Ινδονησίας, τότε πρωτεύουσα των Ολλανδικών Ανατολικών Ινδιών), όπου τοποθετήθηκε φρουρούς στο κάστρο της πόλης. Η ζωή ενός στρατιώτη ήταν σκληρή και κουραστική, αλλά ο Hasenbosch στάθηκε τυχερός καθώς, ο πατέρας του και οι τρεις αδερφές του είχαν μετακομίσει στην πόλη λίγα χρόνια πριν, μετά το θάνατο της μητέρας του. Ο πατέρας του ήταν νεωκόρος σε μια μικρή εκκλησία και οι τρεις αδερφές του ήταν παντρεμένες, έτσι, τους επισκεπτόταν συχνά.
Ένα χρόνο μετά την άφιξή του στην Μπατάβια, ο Hasenbosch στάλθηκε στο Φρούριο Kochi (Cochin στα αγγλικά) στην Ινδία, για να πολεμήσει τον ηγεμόνα του βασιλείου Kozhikode (γνωστό και ως Calicut), Samoothiri (Zamorin στα αγγλικά) του οποίου οι δυνάμεις είχαν εξαπολύσει επίθεση στην περιοχή του Kochi που ήταν σύμμαχος των Ολλανδών. Ο Hasenbosch έμεινε στο φρούριο για σχεδόν πέντε χρόνια, μετά από τα οποία επέστρεψε στην Μπατάβια όπου πήρε προαγωγή και ήταν υπεύθυνος για την τήρηση των βιβλίων της VOC.
Τον Δεκέμβριο του 1724, ένας στόλος πλοίων με επικεφαλής τον Ewout van Dishoeck ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής πίσω στην πατρίδα. Μεταξύ του πληρώματος ήταν και ο Hasenbosch, ο οποίος εξασφάλισε μια θέση ως λογιστής σε ένα από τα πλοία -το Prattenburg. Τον Μάρτιο του 1725, ο στόλος έφτασε στο Κέιπ Τάουν και μετά από παραμονή αρκετών εβδομάδων, τον Απρίλιο, το Prattenburg ξανάρχισε το ταξίδι του. Λίγο μετά την αναχώρηση από το λιμάνι, ο διοικητής και οι καπετάνιοι του στόλου έκριναν τον Leendert ένοχο για σοδομισμό.
Εκείνη την εποχή, ο σοδομισμός θεωρούνταν ένα από τα πιο σοβαρά αμαρτήματα σε ολόκληρη τη χριστιανική Ευρώπη. Όλες οι μορφές ομοφυλοφιλικών δραστηριοτήτων χαρακτηρίζονταν ως σοδομισμός και επιβάλλονταν αυστηρές ποινές, συχνά συμπεριλαμβανομένου του θανάτου. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα στην Καλβινιστική Ολλανδία, όπου οι τιμωρίες επιβάλλονταν πιο αυστηρά από ό,τι στην Αγγλία. Τα αρχεία του δικαστηρίου του Κέιπ Τάουν για τα πλοία της VOC δείχνουν ότι, από το 1700 έως το 1794, έλαβαν χώρα 44 δίκες για σοδομισμό, στις οποίες συμμετείχαν 150 άτομα, τα περισσότερα από τα οποία ρίχτηκαν στη θάλασσα. Ο Hasenbosch την "γλύτωσε" με την εξορία στο νησί της Αναλήψεως. Από την άλλη, πιθανότατα, ο εραστής του θανατώθηκε.
Ο Hasenbosch είχε γεννηθεί στη Χάγη της Ολλανδίας το 1695. Στα 18 του, έγινε στρατιώτης της Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών (Vereenigde Oostindische Compagnie, VOC) και στάλθηκε στην Μπατάβια (σημερινή Τζακάρτα, πρωτεύουσα της Ινδονησίας, τότε πρωτεύουσα των Ολλανδικών Ανατολικών Ινδιών), όπου τοποθετήθηκε φρουρούς στο κάστρο της πόλης. Η ζωή ενός στρατιώτη ήταν σκληρή και κουραστική, αλλά ο Hasenbosch στάθηκε τυχερός καθώς, ο πατέρας του και οι τρεις αδερφές του είχαν μετακομίσει στην πόλη λίγα χρόνια πριν, μετά το θάνατο της μητέρας του. Ο πατέρας του ήταν νεωκόρος σε μια μικρή εκκλησία και οι τρεις αδερφές του ήταν παντρεμένες, έτσι, τους επισκεπτόταν συχνά.
Ένα χρόνο μετά την άφιξή του στην Μπατάβια, ο Hasenbosch στάλθηκε στο Φρούριο Kochi (Cochin στα αγγλικά) στην Ινδία, για να πολεμήσει τον ηγεμόνα του βασιλείου Kozhikode (γνωστό και ως Calicut), Samoothiri (Zamorin στα αγγλικά) του οποίου οι δυνάμεις είχαν εξαπολύσει επίθεση στην περιοχή του Kochi που ήταν σύμμαχος των Ολλανδών. Ο Hasenbosch έμεινε στο φρούριο για σχεδόν πέντε χρόνια, μετά από τα οποία επέστρεψε στην Μπατάβια όπου πήρε προαγωγή και ήταν υπεύθυνος για την τήρηση των βιβλίων της VOC.
Τον Δεκέμβριο του 1724, ένας στόλος πλοίων με επικεφαλής τον Ewout van Dishoeck ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής πίσω στην πατρίδα. Μεταξύ του πληρώματος ήταν και ο Hasenbosch, ο οποίος εξασφάλισε μια θέση ως λογιστής σε ένα από τα πλοία -το Prattenburg. Τον Μάρτιο του 1725, ο στόλος έφτασε στο Κέιπ Τάουν και μετά από παραμονή αρκετών εβδομάδων, τον Απρίλιο, το Prattenburg ξανάρχισε το ταξίδι του. Λίγο μετά την αναχώρηση από το λιμάνι, ο διοικητής και οι καπετάνιοι του στόλου έκριναν τον Leendert ένοχο για σοδομισμό.
Εκείνη την εποχή, ο σοδομισμός θεωρούνταν ένα από τα πιο σοβαρά αμαρτήματα σε ολόκληρη τη χριστιανική Ευρώπη. Όλες οι μορφές ομοφυλοφιλικών δραστηριοτήτων χαρακτηρίζονταν ως σοδομισμός και επιβάλλονταν αυστηρές ποινές, συχνά συμπεριλαμβανομένου του θανάτου. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα στην Καλβινιστική Ολλανδία, όπου οι τιμωρίες επιβάλλονταν πιο αυστηρά από ό,τι στην Αγγλία. Τα αρχεία του δικαστηρίου του Κέιπ Τάουν για τα πλοία της VOC δείχνουν ότι, από το 1700 έως το 1794, έλαβαν χώρα 44 δίκες για σοδομισμό, στις οποίες συμμετείχαν 150 άτομα, τα περισσότερα από τα οποία ρίχτηκαν στη θάλασσα. Ο Hasenbosch την "γλύτωσε" με την εξορία στο νησί της Αναλήψεως. Από την άλλη, πιθανότατα, ο εραστής του θανατώθηκε.
Ο Hasenbosch στάλθηκε στο νησί της Αναλήψεως στις 5 Μαΐου 1725. "Μου άφησαν ένα βαρέλι με νερό, δύο κουβάδες και ένα παλιό τηγάνι. Έστησα τη σκηνή μου στην παραλία κοντά σε έναν βράχο, όπου έβαλα μερικά από τα ρούχα μου", έγραψε στο ημερολόγιό του.
Ο Hasenbosch άρχισε να εξερευνά το νησί και αμέσως βρέθηκε σε απόγνωση καθώς διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να του προσφέρει και πολλά για να επιβιώσει. "Ειλικρινά, ευχόμουν να συμβεί κάποιο ατύχημα, για να τελειώσουν αυτές οι άθλιες μέρες", έγραψε. Στο ημερολόγιό του, περιέγραψε επανειλημμένα τη μελαγχολική του κατάσταση και την επιθυμία του να πεθάνει. Για να τραφεί, κατάφερε να βρει μερικά αργοκίνητα πουλιά και χελώνες. Στην προσπάθειά του να μεταφέρει το βαρέλι με το νερό στη σκηνή, άθελά του το έριξε, με αποτέλεσμα να χάσει πολύτιμη ποσότητα, κάτι που ήταν καταστροφικό καθώς το νησί διέθετε ελάχιστες πηγές νερού.
Ο Hasenbosch έβλεπε τα διερχόμενα πλοία και ήλπιζε σε μια διάσωση, αλλά κανένα δεν εμφανίστηκε στον ορίζοντα. Για να μην είναι μόνος, προσπάθησε να κρατήσει για κατοικίδιο ένα από τα πουλιά, αλλά εκείνο πέθανε μέσα σε λίγες μέρες. Προσπάθησε επίσης να φυτέψει κρεμμύδια και μπιζέλια, τα οποία όμως καταβρόχθισαν τα τρωκτικά. Όσο παρέμεινε στο νησί, στράφηκε στην ανάγνωση της Βίβλου και στην προσευχή.
Το νερό έγινε σπάνιο και, στα μέσα Ιουνίου, δεν του είχε μείνει ούτε σταγόνα. Απεγνωσμένος, άρχισε να σκάβει για νερό, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, ακολούθησε μερικές κατσίκες σε μια πηγή νερού που κυλούσε σε άλλο μέρος του νησιού. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η πηγή στέρεψε όταν το καλοκαίρι έφτασε στο αποκορύφωμά του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, το μυαλό του άρχισε να τον εμπαίζει και άρχισε να έχει παραισθήσεις πνευμάτων και φαντασμάτων. Ένα βράδυ, "είδε" έναν στρατιώτη που γνώριζε στην Μπαταβία. "Μίλησε μαζί μου σαν ανθρώπινο πλάσμα και με άγγιξε τόσο λογικά για τις αμαρτίες της προηγούμενης ζωής μου (για τις οποίες έχω ειλικρινή και εγκάρδια μετάνοια)", έγραψε.
Τις επόμενες ημέρες, η οπτασία συνέχισε να τον επισκέπτεται και, παρά την αναστάτωση του, ο Hasenbosch συνήθισε την παρουσία του. Για να μην αγχώνεται κατά τις νυχτερινές επισκέψεις, προσπάθησε να κρατήσει μια λάμπα αναμμένη καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας, αλλά, κατά λάθος, αναποδογύρισε και έσπασε. Τον βασάνιζε ένα αίσθημα ενοχής, "Ελπίζω ότι αυτή η τιμωρία μου σε αυτόν τον κόσμο να είναι αρκετή για το πιο αποτρόπαιο έγκλημά μου να χρησιμοποιήσω το συνάδελφό μου για να ικανοποιήσω τον πόθο μου, για τον οποίο ο Παντοδύναμος δημιουργός είχε ορίσει άλλο σεξ".
Δεν σταμάτησε να ελπίζει για βροχές, αλλά αυτές δεν ήρθαν. Μέχρι τα τέλη Αυγούστου, έπινε το αίμα από τις χελώνες και τα πουλιά, αλλά και τα ίδια του τα ούρα. Στις 31 Αυγούστου έγραψε, "Περπατούσα, ή, πιο σωστά, σερνόμουν στην άμμο, γιατί δεν μπορούσα να κάνω τρία συνεχόμενα βήματα".
Τότε είδε μια χελώνα. "Της έκοψα το κεφάλι με το ξυράφι μου και ξάπλωσα και ρουφούσα το αίμα της... πήρα μερικά από τα αυγά της, τα πήγα στην σκηνή, τα τηγάνισα και μετά ήπια λίγα βραστά ούρα ανακατεμένα με τσάι, που, αν και μου προκάλεσαν ναυτία, με αναζωογόνησαν πολύ".
Καθώς περνούσαν οι μέρες, γινόταν όλο και πιο αδύναμος. "Έχω χειροτερέψει, είμαι σκελετός και δεν μπορώ να γράψω, το χέρι μου τρέμει". Συνέχισε να ενημερώνει το ημερολόγιο, αλλά οι καταχωρίσεις του έγιναν πιο σύντομες.
Στις 7 Οκτωβρίου, υπάρχει μια σύντομη σημείωση. "Τέλειωσαν τα ξύλα, οπότε αναγκάζομαι να φάω ωμή σάρκα και παστά πουλερικά. Δε θα ζήσω για πολύ ακόμα και ελπίζω ο Κύριος να ελεήσει την ψυχή μου".
Από τις 8 Οκτωβρίου έως τις 14 Οκτωβρίου, οι καταχωρίσεις ήταν μόνο μία λέξη, "ditto" (παρομοίως).
Πιθανότατα, πέθανε εκείνη την μέρα ή την επόμενη. Το ημερολόγιό του ανακτήθηκε από το πλήρωμα του βρετανικού πλοίου τρεις μήνες αργότερα, χωρίς όμως να βρεθεί το σώμα του. Ίσως, με τα τελευταία κομμάτια της δύναμής του, ο Hasenbosch να σύρθηκε στη θάλασσα. Ή, υπάρχει και η ελάχιστη ελπίδα ότι διασώθηκε από κάποιο διερχόμενο πλοίο και επέζησε. Δε θα μάθουμε ποτέ.
Το νερό έγινε σπάνιο και, στα μέσα Ιουνίου, δεν του είχε μείνει ούτε σταγόνα. Απεγνωσμένος, άρχισε να σκάβει για νερό, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, ακολούθησε μερικές κατσίκες σε μια πηγή νερού που κυλούσε σε άλλο μέρος του νησιού. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η πηγή στέρεψε όταν το καλοκαίρι έφτασε στο αποκορύφωμά του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, το μυαλό του άρχισε να τον εμπαίζει και άρχισε να έχει παραισθήσεις πνευμάτων και φαντασμάτων. Ένα βράδυ, "είδε" έναν στρατιώτη που γνώριζε στην Μπαταβία. "Μίλησε μαζί μου σαν ανθρώπινο πλάσμα και με άγγιξε τόσο λογικά για τις αμαρτίες της προηγούμενης ζωής μου (για τις οποίες έχω ειλικρινή και εγκάρδια μετάνοια)", έγραψε.
Τις επόμενες ημέρες, η οπτασία συνέχισε να τον επισκέπτεται και, παρά την αναστάτωση του, ο Hasenbosch συνήθισε την παρουσία του. Για να μην αγχώνεται κατά τις νυχτερινές επισκέψεις, προσπάθησε να κρατήσει μια λάμπα αναμμένη καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας, αλλά, κατά λάθος, αναποδογύρισε και έσπασε. Τον βασάνιζε ένα αίσθημα ενοχής, "Ελπίζω ότι αυτή η τιμωρία μου σε αυτόν τον κόσμο να είναι αρκετή για το πιο αποτρόπαιο έγκλημά μου να χρησιμοποιήσω το συνάδελφό μου για να ικανοποιήσω τον πόθο μου, για τον οποίο ο Παντοδύναμος δημιουργός είχε ορίσει άλλο σεξ".
Δεν σταμάτησε να ελπίζει για βροχές, αλλά αυτές δεν ήρθαν. Μέχρι τα τέλη Αυγούστου, έπινε το αίμα από τις χελώνες και τα πουλιά, αλλά και τα ίδια του τα ούρα. Στις 31 Αυγούστου έγραψε, "Περπατούσα, ή, πιο σωστά, σερνόμουν στην άμμο, γιατί δεν μπορούσα να κάνω τρία συνεχόμενα βήματα".
Τότε είδε μια χελώνα. "Της έκοψα το κεφάλι με το ξυράφι μου και ξάπλωσα και ρουφούσα το αίμα της... πήρα μερικά από τα αυγά της, τα πήγα στην σκηνή, τα τηγάνισα και μετά ήπια λίγα βραστά ούρα ανακατεμένα με τσάι, που, αν και μου προκάλεσαν ναυτία, με αναζωογόνησαν πολύ".
Καθώς περνούσαν οι μέρες, γινόταν όλο και πιο αδύναμος. "Έχω χειροτερέψει, είμαι σκελετός και δεν μπορώ να γράψω, το χέρι μου τρέμει". Συνέχισε να ενημερώνει το ημερολόγιο, αλλά οι καταχωρίσεις του έγιναν πιο σύντομες.
Στις 7 Οκτωβρίου, υπάρχει μια σύντομη σημείωση. "Τέλειωσαν τα ξύλα, οπότε αναγκάζομαι να φάω ωμή σάρκα και παστά πουλερικά. Δε θα ζήσω για πολύ ακόμα και ελπίζω ο Κύριος να ελεήσει την ψυχή μου".
Από τις 8 Οκτωβρίου έως τις 14 Οκτωβρίου, οι καταχωρίσεις ήταν μόνο μία λέξη, "ditto" (παρομοίως).
Πιθανότατα, πέθανε εκείνη την μέρα ή την επόμενη. Το ημερολόγιό του ανακτήθηκε από το πλήρωμα του βρετανικού πλοίου τρεις μήνες αργότερα, χωρίς όμως να βρεθεί το σώμα του. Ίσως, με τα τελευταία κομμάτια της δύναμής του, ο Hasenbosch να σύρθηκε στη θάλασσα. Ή, υπάρχει και η ελάχιστη ελπίδα ότι διασώθηκε από κάποιο διερχόμενο πλοίο και επέζησε. Δε θα μάθουμε ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου