Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Απριλίου 24, 2024

Τα όμορφα σινεμά όμορφα χάνονται



Μια λαίλαπα κακώς εννοούμενου εκσυγχρονισμού, έλλειψης παιδείας και απληστίας, σε συνδυασμό με την αδιαφορία από την πολιτεία, μοιάζει να σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της.
 



Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΒΔΟΜΑΔΑ για το κλείσιμο του Σινέ Αλεξάνδρα, του τελευταίου χειμερινού κινηματογράφου της Καλλιθέας, από τους διαχειριστές του, επειδή ο ιδιοκτήτης του χώρου αποφάσισε να μην τους ανανεώσει τη σύμβαση, σκόρπισε θλίψη στους κατοίκους της περιοχής και στους σινεφίλ. Αν δεν αλλάξει κάτι, ένα ακόμα όνομα θα προστεθεί στη μακρά λίστα των ιστορικών κινηματογράφων της Αθήνας που έχουν αναστείλει τη λειτουργία τους τα τελευταία χρόνια.

Ακούγεται παράλογο ένας από τους μεγαλύτερους δήμους της Αττικής και ο πιο πυκνοκατοικημένος στη χώρα να διαθέτει μόνο ένα κλειστό σινεμά και τώρα να κινδυνεύει να μείνει χωρίς κανένα. «Μαργαρίτα», «Ετουάλ», «Τροπικάλ», «Αφαία», «Νεράιδα», «Σινάν», «Παλλάδιον», «Κρυστάλ ή Μαξίμ» είναι μόνο μερικά από τα πολλά σινεμά που διέθετε κάποτε η Καλλιθέα και που κατέληξαν σούπερ μάρκετ, πολυκατοικίες, πάρκινγκ, γκαράζ ή εμπορικά καταστήματα.

Πριν από λίγες μέρες κυκλοφόρησε, επίσης, η είδηση πως το χειμερινό Σινέ Παλάς στο Παγκράτι, που σε έναν χρόνο θα κλείσει τα 100 χρόνια ιστορίας του, κινδυνεύει να αλλάξει χρήση και όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά. Το «Όσκαρ» στα Κάτω Πατήσια και το «Έμπασσυ» στο Κολωνάκι έκλεισαν το 2022, το «Τιτάνια» στην Ομόνοια παλιότερα, ενώ πέρυσι έκλεισε οριστικά το σινεμά-ορόσημο της Πανεπιστημίου, το «Ιντεάλ», με ιστορία επίσης 100 χρόνων λειτουργίας, παρά τη μεγάλη κινητοποίηση που υπήρξε και τις πολλές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, ενώ παρά τρίχα σώθηκαν τελικά και το «Άστορ» της στοάς Κοραή και η «Ίριδα».


Τα σινεμά που γκρεμίστηκαν και που έγιναν βορά αρπακτικών, μεγαλοεργολάβων και επιχειρηματιών, τα σινεμά που αφανίστηκαν για να αντικατασταθούν από πολύ πιο επικερδείς επιχειρήσεις πληγώνουν βαθιά μια πόλη που συλλαμβάνει το τραύμα και την απώλεια πολύ αργότερα.

Σε αυτήν τη μελαγχολική χορεία των σινεμά που κατέβασαν ρολά ξεχωρίζει η περίπτωση του «Αττικόν» και του «Απόλλων» που υπέστησαν μεγάλες καταστροφές από πυρκαγιά το 2012, μετά από ρίψη μολότοφ στα βίαια επεισόδια της μνημονιακής περιόδου, και που για 12 χρόνια ακούμε συνεχώς πως επίκειται σύντομα η αποκατάσταση και η επαναλειτουργία τους. Από πόλοι πολιτισμού και κινηματογραφικής αίγλης κατάντησαν καταθλιπτικά κουφάρια, θλιβερές υπενθυμίσεις μιας σκοτεινής δεκαετίας αλλά και του πώς αντιμετωπίζουμε τον πολιτισμό στην πράξη.



Οι λόγοι που ένα-ένα τα ιστορικά σινεμά της Αθήνας οδεύουν προς κλείσιμο είναι πολλοί, αλλά δεν είναι μόνο επειδή τα πήραν φαλάγγι τα multiplex, οι πλατφόρμες και το downloading κι επειδή ο κόσμος δεν συχνάζει πια στις κινηματογραφικές αίθουσες. Δεν είναι απλώς συνέπεια μιας αναπόφευκτης τεχνολογικής εξέλιξης, αυτού που οδήγησε, δηλαδή, τα βιντεοκλάμπ σε αχρηστία. Μπορεί οι σκοτεινές αίθουσες να δέχτηκαν μεγάλο πλήγμα από το home cinema και αργότερα από την πανδημία και τα lockdowns, αλλά τον τελευταίο χρόνο είχαν δείξει ενθαρρυντικά σημάδια ανάκαμψης, ενώ δεν ήταν λίγες και οι φορές που βλέπαμε ουρές από κόσμο και αίθουσες όπου δεν έπεφτε καρφίτσα. Το μέγαρο Σλήμαν-Μελλά, του οποίου ήταν μέρος το «Ιντεάλ», αποκτήθηκε από ξενοδοχειακό όμιλο για να μετατραπεί σε πολυτελή ξενοδοχειακή μονάδα, ενώ και το «Αλεξάνδρα» δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα βιωσιμότητας. Η αλματώδης τουριστικοποίηση της Αθήνας, που οδηγεί ολοταχώς την πόλη στο να γίνει ένα απέραντο ξενοδοχείο, προμηνύει ακόμα πιο ζοφερό το μέλλον των arthouse αιθουσών και των συνοικιακών κινηματογράφων.

Το μέγαρο Σλήμαν-Μελλά, του οποίου ήταν μέρος το «Ιντεάλ», αποκτήθηκε από ξενοδοχειακό όμιλο για να μετατραπεί σε πολυτελή ξενοδοχειακή μονάδα. Φωτ.: Eurokinissi

Τα σινεμά δεν είναι απλώς χώροι αναψυχής, φέρουν το βάρος μιας σημαίνουσας συλλογικής εμπειρίας, άρρηκτα συνδεδεμένα με την ιστορία μιας πόλης, ενώ όταν χάνονται αφήνουν ένα δυσαναπλήρωτο κενό σε όσους τα έχουμε συνδέσει με τις προσωπικές αναμνήσεις μιας ζωής.



Σε ένα συγκινητικό σχόλιό του στο Facebook, με αφορμή το πιθανό λουκέτο στον κινηματογράφο «Αλεξάνδρα», ο σκηνοθέτης Αλέξης Χατζηγιάννης σημειώνει: «Στην "Αλεξάνδρα", εκεί που πήγα για πρώτη φορά στο σινεμά να δω τα "101 σκυλάκια της Δαλματίας", εκεί που μας πήγαιναν εκδρομή με το σχολείο να δούμε το "Φλάμπερ" με τον Ρόμπιν Γουίλιαμς, εκεί που πηγαίναμε να δούμε ταινίες με την οικογένειά μου, με φίλους και με κορίτσια. Εκεί που βλέπαμε τα παλιά και τα νέα μπλοκμπάστερ, τα "Star Wars", τον "Μπάτμαν" και τους υπόλοιπους, splatter και horror "φωτισμένοι κι αγνοί", εκεί που βλέπαμε και Γούντι Άλλεν και Χίτσκοκ και Κάρπεντερ και άλλους μεγάλους. Η Καλλιθέα είναι σχεδόν ο πιο μεγάλος δήμος της Αθήνας, πού θα πηγαίνουν και τι θα κάνουν τώρα όλοι αυτοί; Η κατρακύλα δεν φαίνεται να σταματάει και παίρνει σβάρνα ό,τι μας φωτίζει. Λοιπόν, συγγνώμη και αντίο, μακρινό "Ετουάλ" και "Τροπικάλ", αντίο, "Μαργαρίτα", αντίο, "Ιντεάλ" και "Παλάς". Αντίο, Αλεξάνδρα».

«Βλέποντας σπλάτερ φωτισμένοι κι αγνοί» είναι ένας στίχος του Φοίβου Δεληβοριά και ένα ακόμα τραγούδι του, το «Ερημιά στην Καλλιθέα» ταιριάζει γάντι εδώ. Ερημιά στην πόλη και όχι μόνο στην Καλλιθέα. Με κάθε νέα είδηση για μία ακόμα κινηματογραφική αίθουσα που εξαφανίζεται και την οποία συνδέσαμε άρρηκτα με περιστατικά του βίου μας, ενώ την είχαμε πάντα καταφύγιο και φωτεινό σηματωρό, νιώθουμε ακόμα πιο μόνοι.

Μόνο που όσους θρήνους και αποχαιρετισμούς και να επαναλάβουμε από καιρού εις καιρόν, με κάθε νέο σινεμά που κατεβάζει ρολά, όσες κινήσεις πολιτών και να πραγματοποιηθούν (ήδη έχει οργανωθεί κίνηση κατοίκων της περιοχής για τη διάσωση του «Αλεξάνδρα» και κάλεσμα συγκέντρωσης υπογραφών) και όσες διαμαρτυρίες και να γίνουν, συνήθως μικρό αποτέλεσμα έχουν. Το «Ιντεάλ» δεν σώθηκε παρά τη μεγάλη κινητοποίηση του κόσμου και τις προσπάθειες της κινηματογραφικής κοινότητας αλλά και της αντιπολίτευσης και παρά τις παρεμβάσεις πολλών επωνύμων, μέχρι και του Γιώργου Λάνθιμου, και παρότι γέμισε ασφυκτικά σε όλες τις αποχαιρετιστήριες προβολές που έγιναν.


 Αν κανείς αναζητήσει ευθύνες, σε πολλές περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα με το «Αττικόν» και το «Απόλλων», θα βρει ένα γαϊτανάκι ευθυνών, ιδιωτικών συμφερόντων και επενδύσεων, κωλυσιεργιών, δικαστικών διενέξεων, νομικών κωλυμάτων και γραφειοκρατικών διαδικασιών. Φωτ.: Eurokinissi

Η πολιτεία, από την άλλη, παρακολουθεί αμέτοχη και νίπτει τας χείρας της μπροστά στην πολιτισμική καταστροφή που συντελείται. Αν κανείς αναζητήσει ευθύνες, σε πολλές περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα με το «Αττικόν» και το «Απόλλων», θα βρει ένα γαϊτανάκι ευθυνών, ιδιωτικών συμφερόντων και επενδύσεων, κωλυσιεργιών, δικαστικών διενέξεων, νομικών κωλυμάτων και γραφειοκρατικών διαδικασιών. Αν δεν υπήρχε στη δεκαετία του ’90 το όραμα της Μελίνας Μερκούρη για τα θερινά σινεμά που κινδύνευαν με αφανισμό και ο τότε νόμος του ΥΠΕΧΩΔΕ δεν τα είχε κηρύξει διατηρητέα, τρομάζουμε στην ιδέα τού τι θα είχαν απογίνει.

Τα σινεμά που γκρεμίστηκαν και που έγιναν βορά αρπακτικών, μεγαλοεργολάβων και επιχειρηματιών, τα σινεμά που αφανίστηκαν για να αντικατασταθούν από πολύ πιο επικερδείς επιχειρήσεις πληγώνουν βαθιά μια πόλη που συλλαμβάνει το τραύμα και την απώλεια πολύ αργότερα. Κάθε νέο λουκέτο τοποθετεί ένα ακόμα καρφί στο σώμα της Αθήνας και αφαιρεί κάτι από την ιστορική μνήμη της.

Και τα σινεμά που αρχίζουν να εκλείπουν δεν είναι παρά μόνο ένα τμήμα ενός γενικότερου εξοστρακισμού της νεότερης ιστορίας από την πόλη. Πόσα ιστορικά καφενεία, εστιατόρια και στέκια επιβιώνουν στην Αθήνα, όπως αντίστοιχα με μακραίωνη ιστορία σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες; Δίπλα στο σινεμά «Ιντεάλ», για παράδειγμα, το ιστορικό εστιατόριο «Ιντεάλ» έχει κλείσει από χρόνια, όπως κι οι «Λουκουμάδες Αιγαίον» λίγο πιο κάτω στην Πανεπιστημίου. Κι αν η ίδρυση του ελληνικού κράτους και η ανακήρυξη της Αθήνας ως πρωτεύουσας μόλις τον 19ο αιώνα είναι μια προφανής απάντηση για την έλλειψή τους, γιατί άραγε δεν διασώθηκαν εμβληματικά στέκια διανοουμένων και καλλιτεχνών, από τον περασμένο αιώνα έστω, όπως το Πατάρι του Λουμίδη και ο Απότσος ή το Brazilian της Βουκουρεστίου; Μπορούμε να φανταστούμε το Παρίσι χωρίς το «Café de Flore» ή το «Les Deux Magots»; Ή να κλείνει ο κινηματογράφος «Panthéon» στο Καρτιέ Λατέν για να γίνει mall;

Μια λαίλαπα κακώς εννοούμενου εκσυγχρονισμού, έλλειψης παιδείας και απληστίας, σε συνδυασμό με την αδιαφορία από την πολιτεία, μοιάζει να σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της. Ένα αίσθημα ανημπόριας δεν θα μπορούσε παρά να διαπερνά τους κατοίκους αυτής της πόλης που βλέπουν να χάνονται σιγά-σιγά και οι τελευταίες οάσεις διαφυγής και ανάτασης αλλά και ιστορικά πολιτιστικά μνημεία, αν είχαμε τη δυνατότητα να το διακρίνουμε.

Πρέπει να γίνει αντιληπτό πως η ανάγκη διατήρησης των ιστορικών κινηματογράφων δεν είναι παρελθοντολαγνεία κάποιων ρομαντικών, αλλά ότι είναι απαραίτητο να γίνουν προσπάθειες για να κηρυχθούν διατηρητέες οι εναπομείνασες αίθουσες ή να υπάρξει ένα σχετικό κανονιστικό πλαίσιο ώστε να διασωθούν.

Η συναισθηματολογία και η άγονη νοσταλγία δεν είναι το ζητούμενο. Όχι, δεν χρειάζεται κανένας νέος Κηλαηδόνης για να τραγουδήσει την ορφάνια μας. Τα σινεμά δεν είναι μόνο «αγιόκλημα και γιασεμί», ούτε αναμνήσεις ηλικιωμένων για την ανεπιστρεπτί χαμένη τους νιότη, και δεν είναι μόνο οι παιδικές μας αναμνήσεις ή οι πρώτοι έρωτες, είναι και ζωτικής σημασίας τοπόσημα για το παρόν αλλά και για τη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης της πόλης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου