Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρὰ τῶν γερατειῶ μου,
ἥλιε τῆς βαρυχειμωνιᾶς, λιγνοκυπάρισσό μου,
Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ
Επιτάφιος, Γιάννης Ρίτσος
Η δεκαετία του ’30 ήταν μία χρονική περίοδος που εξαιτίας του οικονομικού κραχ του 1929 προκλήθηκαν καταστροφικές επιπτώσεις στην οικονομία σε όλο, σχεδόν, τον κόσμο. Στην Ελλάδα τον Μάιο του 1932, επί κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου, η δραχμή υποτιμήθηκε, η χώρα πτώχευσε και ακολούθησε πολιτική κρίση με έντονη την εμφάνιση του φασισμού και τελικά την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας από τον Ιωάννη Μεταξά το 1936.
Παράλληλα και η κοινωνία άρχισε να αλλάζει. Οι μαρξιστικές ιδέες διαδίδονται και οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στη χώρα μας, δημιουργούν το πρόσφορο έδαφος της εξάπλωσής τους. Οι κοινωνικές ανισότητες πυροδοτούν τα κινήματα.
Σε αυτό το πλαίσιο δεν άργησε να ξεσπάσει μία μεγάλη πανεργατική απεργία λόγω της φτώχειας, της ανεργίας και της ακρίβειας. Στη Θεσσαλονίκη οι καπνεργάτες κατέβηκαν σε απεργία, σε συμπαράστασή τους απήργησαν και κλάδοι όπως οι τυπογράφοι, οι εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες και άλλοι. Ο λαός της Θεσσαλονίκης εκδήλωνε με κάθε τρόπο την αλληλεγγύη του στους απεργούς.
Πώς φτάσαμε στους νεκρούς
Κάθε διεκδίκηση έπρεπε να καταπνιγεί, αυτή ήταν η νοοτροπία, δεν έπαιρναν υπόψη τους (ουσιαστικά δεν τους ενδιέφερε) πως υπήρχε εργατική δυσαρέσκεια και κάθε κινητοποίηση την απέδιδαν αποκλειστικά στην κομμουνιστική προπαγάνδα που έπρεπε να κατασταλεί. Στους εργαζόμενους της εποχής υπήρχε οικονομική αθλιότητα, οι μισθοί ήταν πολύ χαμηλοί, η υποτίμηση της δραχμής το 1932 εκτίναξε την ακρίβεια και χειροτέρεψε κατά πολύ την οικονομική τους κατάσταση.
Σε αυτό το σκηνικό οι εργαζόμενοι κήρυξαν, λοιπόν, απεργία στις 29 Απριλίου 1936. Οι μέρες περνούσαν χωρίς να βλέπουν αποτέλεσμα και φθάνει η Παρασκευή 8 Μαΐου όπου πραγματοποιείται μία μεγάλη διαδήλωση γύρω από τα καπνομάγαζα της Εγνατίας. Απαιτούσαν να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους, η αστυνομία, όμως, τους σταμάτησε με αντλίες και όπλα, οπότε έχουμε και τους πρώτους τραυματίες.
Εκείνη την περίοδο, την εξουσία στη χώρα είχε ο δικτάτορας Μεταξάς ο οποίος αποφάσισε, όπως ήταν φυσικό, να καταπνίξει την απεργία. Χρησιμοποίησε την προσφιλή μέθοδο της επιστράτευσης και όποιος απεργούσε κινδύνευε με φυλάκιση 4 ετών.
Το Σάββατο, 9 Μαΐου, η Εγνατία γεμίζει πάλι από απεργούς διαδηλωτές, μόνο που τώρα είναι πιο απειλητικοί λόγω της χθεσινής βίας και κατευθύνονται προς το διοικητήριο της Θεσσαλονίκης. Η αστυνομία παρατάσσει ένα τεθωρακισμένο και τους απαγορεύει να προχωρήσουν.
Η Θεσσαλονίκη είχε μετατραπεί σε φρούριο με τμήματα της χωροφυλακής, του πεζικού και του ιππικού.
Οι απεργοί ήταν περίπου 25 χιλιάδες και παρά την απαγόρευση των συγκεντρώσεων, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην Εγνατίας, συγκεντρώθηκαν, περίπου, 5 χιλιάδες απεργοί.
Ο στρατός και η χωροφυλακή τούς ζήτησαν να διαλυθούν, οι συγκεντρωμένοι, όμως, αρνήθηκαν και απάντησαν με συνθήματα. Θα πρέπει να σημειώσουμε πως οι κινήσεις του στρατού δεν ήταν απειλητικές σε αντίθεση με το σώμα των χωροφυλάκων.
Η χωροφυλακή προχώρησε σε συλλήψεις, το συγκεντρωμένο πλήθος εμπόδισε να φύγει η κλούβα με τους συλληφθέντες και ακολούθησε συμπλοκή. Στήθηκαν οδοφράγματα. Η ατμόσφαιρα ήταν εκρηκτική. Οι χωροφύλακες άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών, δύο απεργοί έπεσαν νεκροί και καμιά δεκαριά τραυματίστηκαν. Εξαγριωμένοι οι απεργοί φώναζαν “Κάτω οι δολοφόνοι” και οι χωροφύλακες πυροβόλησαν πάλι κατά του πλήθους με αρκετούς τραυματίες. Μία νέα κοπέλα νεκρή, ένας νεαρός βαριά τραυματισμένος κείτονταν στις ράγες του τραμ, άλλοι δύο επιτόπου νεκροί.
Οι πυροβολισμοί, το αίμα, οι νεκροί προκάλεσαν ταραχή και φόβο. Ο αρχικός πανικός, όμως, μετατράπηκε σε οργή. Άντρες και γυναίκες, δαγκώνοντας τα χείλη τους και σφίγγοντας τις γροθιές τους έψαχναν πέτρες, να τις πετάξουν στους χωροφύλακες.
Την ίδια στιγμή καμιόνια είχαν κλείσει τους κύριους δρόμους διαφυγής και τα πολυβόλα πήραν φωτιά. Κάποιοι μπόρεσαν και πιάστηκαν στα χέρια με χωροφύλακες, τα γκλοπ και οι υποκόπανοι των όπλων, όμως, τους τσάκισαν τα κόκκαλα. Η χωροφυλακή πυροβόλησε εν ψυχρώ τα πλήθη. Οι σφαίρες χτυπούσαν στο ψαχνό, όπου και να προφυλάσσονταν κινδύνευαν. Από πλαϊνές οδούς σκόρπισαν οι απεργοί, χώθηκαν σε καταστήματα, σε στοές τραβώντας μαζί τους όσους τραυματίες μπορούσαν.
Μόλις κόπασαν τα πολυβόλα οι χωροφύλακες συνέλαβαν περίπου 50 τραυματίες και μάζεψαν 12 νεκρούς. Τους στοίβαξαν όλους σε καμιόνια και έφυγαν, όχι όλοι. Κάποιοι έμειναν φρουροί της “τάξης”, μην ξαναμαζευτούν οι απεργοί.
Με το που ησύχασε η ατμόσφαιρα, δειλά δειλά έβγαιναν κάποιοι από τις κρυψώνες τους, γυρνούσαν κάποιοι άλλοι από πιο μακριά που είχαν τρέξει να σωθούν.
Έψαχναν! Έψαχναν φίλους, συγγενείς! Σώθηκαν, είναι τραυματίες, είναι νεκροί;
Μία γυναίκα ταραγμένη, αναστατωμένη, ντυμένη στα μαύρα τρέχει στο δρόμο, ψάχνει και τον εβρίσκει. Ο Τάσος Τούσης, ο γιος της, 25 χρονών, αυτοκινητιστής, κείτεται νεκρός. Διασταύρωση Βενιζέλου και Εγνατία.
Ο Τάσος Τούσης ήταν από τους πρώτους νεκρούς, ο θάνατός του επήλθε από πυροβολισμούς της χωροφυλακής. Οι διαδηλωτές παίρνουν μία πόρτα και βάζουν επάνω τον νεκρό και συνεχίζουν την πορεία. Μόλις ένα καμιόνι σταματά την πορεία, αφήνουν τον νεκρό στο έδαφος και εκεί γονατίζει η μητέρα του και αρχίζει το θρήνο, το μοιρολόι. Σε τούτη τη στιγμή του οδυρμού απαθανατίστηκε από τον φωτογράφο και είναι μία από τις πιο γνωστές φωτογραφίες εκείνης της εποχής. Αυτή η φωτογραφία δημοσιεύθηκε την επόμενη ημέρα στον Ριζοσπάστη.
Τα γεγονότα αυτά αλλά και η φωτογραφία κυρίως, τάραξαν τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο. Φορτισμένος από την συγκίνηση των γεγονότων κλείστηκε στην σοφίτα του για δύο ημέρες χωρίς να φάει και να κοιμηθεί. Άρχισε να γράφει τον “Επιτάφιο“, το αριστούργημα της ελληνικής ποίησης, σε ηλικία 27 ετών.
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,
τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;
Ο “Επιτάφιος” του Γιάννη Ρίτσου και τα 10.000 αντίτυπα που είχαν αρχικά εκδοθεί, εξαντλήθηκαν σε χρόνο ρεκόρ.
Την Κυριακή 10 Μαΐου η διαδήλωση έγινε ακόμη πιο μαζική ενώ την ίδια ημέρα έγινε η κηδεία των δολοφονημένων, ανδρών και γυναικών, που την παρακολούθησαν περίπου 15 χιλιάδες άτομα.
Φουσκωμένο ανθρώπινο ποτάμι ακολουθούσε την νεκρική πομπή. Από την αστυνομία παραδόθηκαν μόνο 9 σοροί σε μία προσπάθεια της μεταξικής κυβέρνησης να μην φανερωθεί ο ακριβής αριθμός των νεκρών. Πηγές αναφέρουν πως οι νεκροί ξεπέρασαν κατά πολύ τους 12 όπως αρχικά αναφέρθηκε και οι τραυματίες ήταν περίπου 100 από τους οποίους οι 30 σοβαρά.
Την Τρίτη 12 Μαΐου η Θεσσαλονίκη είχε βρει… κανονικά το ρυθμό της, προσπαθώντας να επουλώσει τις πληγές της.
Στην Αθήνα έγιναν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για τους νεκρούς της Θεσσαλονίκης, οι οποίες όμως διαλύθηκαν από την αστυνομία.
Μετά από τις πιέσεις επήλθε συμφωνία με τους απεργούς και έγιναν αυξήσεις στα μεροκάματα. Στους άντρες δόθηκαν 5 δραχμές αύξηση ενώ στις γυναίκες 2 δραχμές.
Έτσι οι μισθοί διαμορφώθηκαν ως ακολούθως:
Θεσσαλονίκη
Άντρες 100 δραχμές
Γυναίκες 41 δραχμές
Καβάλα
Άντρες 94 δραχμές
Γυναίκες 39 δραχμές
Έχει σημασία να επισημάνουμε, αν και δεν αφορά αυτό καθ΄ εαυτό το θέμα, τη μεγάλη μισθολογική διαφορά ανδρών και γυναικών.
Βιβλιογραφία
Μπερτ Μπερτλς, Εξόριστοι στο Αιγαίο. Αφήγημα πολιτικού και ταξιδιωτικού ενδιαφέροντος, Φιλίστωρ
*Η Ελένη Νικολαΐδου είναι Δρ Ιστορίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου