Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Μαΐου 22, 2024

Ρίχαρντ Βάγκνερ

Κορυφαίος Γερμανός συνθέτης, ο οποίος με το έργο του άλλαξε την

πορεία της λόγιας μουσικής και η επιρροή του εξακολουθεί ακόμη και στις μέρες μας να είναι έντονη στο έργο πολλών συνθετών.


Διακρίθηκε κυρίως για τις όπερες που έγραψε, «μουσικά δράματα», όπως τις ονόμαζε, και για τα οποία ανέπτυξε μία ολοκληρωμένη φιλοσοφική και αισθητική θεωρία, μέσα από το συγγραφικό του έργο. Μείζον έργο του, η τετραλογία Το δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν, βασισμένη σε μεσαιωνικούς σκανδιναβικούς θρύλους.


Ο αντισημιτισμός που ανέπτυξε τα τελευταία χρόνια της ζωής του και η αγάπη τού Χίτλερ για τη μουσική του τον ταύτισε, άδικα είναι αλήθεια, με τον ναζισμό. Η ζωή του υπήρξε πολυτάραχη και για πολλούς σκανδαλώδης...


Νεανικά χρόνια


Ο Βίλχελμ Ρίχαρντ Βάγκνερ (Wilhelm Richard Wagner) γεννήθηκε στη Λειψία στις 22 Μαΐου 1813. Σε ηλικία έξι μηνών έχασε τον πατέρα του Καρλ Φρίντριχ Βάγκνερ, υπάλληλο της δημοτικής αστυνομίας της Λειψίας, από τύφο. Η μητέρα του, Γιοχάνα Ροζίνε Βάγκνερ (το γένος Πετς), εννέα μήνες μετά τον θάνατο του συζύγου της, ξαναπαντρεύτηκε με τον οικογενειακό φίλο Λούντβιχ Γκάγερ (1780-1821), γνωστό ηθοποιό, αξιόλογο ζωγράφο και ποιητή. Ο ίδιος ο Ρίχαρντ υποψιαζόταν ότι πραγματικός του πατέρας ήταν ο Γκάγερ και όχι ο Καρλ Φρίντριχ Βάγκνερ.

Αμέσως μετά τον γάμο της μητέρας του με τον Γκέγερ, η οικογένεια αφήνει τη Λειψία και εγκαθίσταται στη Δρέσδη. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, ο Ριχάρδος έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική. Παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα μαθήματα του κάντορα του βασιλικού παρεκκλησίου Καρλ Φρίντριχ Σμιτ, προς απογοήτευση του πατριού του, που προσπαθούσε να του εμφυσήσει την αγάπη για τη ζωγραφική. Όμως, το νεαρό παιδί αποδείχθηκε αδέξιο και χωρίς κανένα ταλέντο στη ζωγραφική.



Το 1820 ο Βάγκνερ πηγαίνει στο Πόσεντορφ, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Δρέσδη, όπου διδάσκεται τα πρώτα γράμματα και παίρνει μαθήματα πιάνου από τον ιερωμένο παιδαγωγό Βέντσελ, ο οποίος του αποκαλύπτει τον κόσμο του Μότσαρτ και του μιλάει για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Υπήρξε ο άνθρωπος, που ξύπνησε στην ψυχή του Βάγκνερ τον θαυμασμό και την αγάπη για την Ελλάδα. Το 1821 ο πατριός του πεθαίνει και τον επόμενο χρόνο ο Βάγκνερ εγγράφεται στο περίφημο κολέγιο Κρόιτσερσούλε της Δρέσδης. Αμέσως δείχνει ιδιαίτερη έφεση στη μουσική και την ελληνική μυθολογία. Το 1826 μεταφράζει στα γερμανικά μερικές ραψωδίες από την Οδύσσεια του Ομήρου, υπό την ενθάρρυνση του καθηγητή του Σίλινγκ.


Το 1827 η οικογένειά του επιστρέφει στη Λειψία, το ίδιο και ο Βάγκνερ, που εγκαταλείπει το κολλέγιο. Στις 26 Μαρτίου ο Μπετόβεν αφήνει την τελευταίο του πνοή και ο θάνατος του μεγάλου μουσουργού τον συγκλονίζει. Τον επόμενο χρόνο συνεχίζει τις σπουδές του στο κολλέγιο Νικολάι της Λειψίας. Μελετά στη βιβλιοθήκη του θείου του Άντολφ Βάγκνερ και γοητεύεται από τον μύθο του Ταχγόιζερ. Τελειώνει το πρώτο δραματικό του έργο με τίτλο Λόιμπαλντ, μία πεντάπρακτη τραγωδία, επηρεασμένη από τα έργα των Σαίξπηρ, Γκαίτε και Σίλερ. Την ίδια περίοδο παίρνει μαθήματα αρμονίας και αντίστιξης από τον καθηγητή μουσικής Γκότλιμπ Μίλερ. Το 1829 συνθέτει τις πρώτες του σονάτες για πιάνο κι ένα κουαρτέτο για έγχορδα. Ο Μπετόβεν εξακολουθεί να τον γοητεύει και αποφασίζει να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική, όταν παρακολουθεί μια παράσταση της όπερας Φιντέλιο. Τον επόμενο χρόνο εγγράφεται στο κολλέγιο Τόμας και παίρνει μαθήματα πιάνου και βιολιού.


Οι λαϊκές εξεγέρσεις που συμβαίνουν σε διάφορα σημεία της Ευρώπης τραβούν την προσοχή του νεαρού μουσικού, ο οποίος αρχίζει να ενδιαφέρεται για την πολιτική. Τον Οκτώβριο του 1830 η Λειψία γίνεται θέατρο επαναστατικών εκδηλώσεων. Οι φοιτητές κατεβαίνουν στους δρόμους και ο Βάγκνερ διαδηλώνει μαζί τους. Τον Φεβρουάριο του 1831 εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας για να παρακολουθήσει ανώτερα μαθήματα μουσικής. Την ίδια περίοδο συνθέτει τα επτά κομμάτια για φωνή και πιάνο, εμπνευσμένα από τον Φάουστ του Γκαίτε. Στις 23 Φεβρουαρίου 1832 με ιδιαίτερη χαρά βλέπει να εκτελείται δημόσια το πρώτο έργο Εισαγωγή Κοντσέρτου σε ντο μείζονα από την περίφημη ορχήστρα της γενέτειράς του Γκεβάντχάους.


Τα πρώτα επαγγελματικά βήματα


Τον Ιανουάριο του 1833 μετακομίζει στο Βίρτζμπουργκ και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της χορωδίας και του θεάτρου της πόλης. Στις 6 Ιανουαρίου 1834 ολοκληρώνει την πρώτη του όπερα με τίτλο Οι Νεράιδες, βασισμένο σ’ ένα παραμύθι του βενετσιάνου Κάρλο Γκότσι (1720-1806), αλλά θα πρέπει να περιμένει 55 χρόνια ακόμα για να δει την πρεμιέρα του έργου του αυτού. Στις 10 Ιουνίου δημοσιεύει το πρώτο του άρθρο με τίτλο Η Γερμανική Όπερα. Στα μέσα Ιουλίου πηγαίνει στο Μαγδεμβούργο για να αναλάβει τη διεύθυνση του τοπικού λυρικού θιάσου. Εκεί θα γράψει την όπερα Απαγορευμένη Αγάπη, βασισμένη στο σεξπιρικό Με το ίδιο μέτρο (1835-1836), της οποίας το ανέβασμα θα σημειώσει παταγώδη αποτυχία, εξαιτίας της ανεπάρκειας των ερμηνευτών της.

Στο Μαγδεμβούργο θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί σφοδρά την κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του ηθοποιό, Μίνα Πλάνερ (1809-1866), την οποία θα νυμφευθεί στις 24 Νοεμβρίου 1836. Το 1837 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του θεάτρου του Κένιξμπεργκ, το οποίο γρήγορα θα χρεοκοπήσει. Ο Βάγκνερ δεν έχει εισοδήματα από άλλη πηγή και τα χρέη του γίνονται δυσβάστακτα, καθώς ξοδεύει ασυλλόγιστα. Η Μίνα εγκαταλείπει προσωρινά τη συζυγική εστία, έχοντας ερωτεύεται ένα πλούσιο έμπορο από τη Δρέσδη. Ο Βάγκνερ σπεύδει να τη συναντήσει και αυτή του ζητά διαζύγιο. Περί τα τέλη Ιουλίου του 1837, ο Βάγκνερ διαβάζει το μυθιστόρημα του Άγγλου συγγραφέα Έντουαρντ Μπάλγουερ - Λίτον Ριέντσι, εντυπωσιάζεται και αποφασίζει να το μεταφέρει στην όπερα.


Στις 21 Αυγούστου μετακομίζει στη Ρίγα, όπου βρίσκει την ηρεμία του. Οι δανειστές του δεν μπορεί να τον βρουν εκεί και επιπλέον αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Δημοτικού Θεάτρου της πόλης. Το 1838, έχοντας συμφιλιωθεί με τη γυναίκα του, αρχίζει τη σύνθεση της όπερας Ριέντσι, την οποία θα ολοκληρώσει στα τέλη του 1839. Εν τω μεταξύ, τον Μάρτιο του 1839 χάνει τη δουλειά του στη Ρίγα, αλλά δεν σκοπεύει να γυρίσει στη Γερμανία, όπου τον καταδιώκουν οι δανειστές του. Παίρνει το δρόμο για την Κοπεγχάγη, αλλά μετά από μια περιπετειώδη διαδρομή δια ξηράς και θαλάσσης θα βρεθεί αρχικά στο Λονδίνο και στη συνέχεια στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, η άμαξα που τους μετέφερε ανατράπηκε και η γυναίκα του τραυματίστηκε ελαφρά, ενώ το πλοίο με αρχικό προορισμό την Κοπεγχάγη έπεσε σε τρικυμία και παραλίγο να βυθισθεί. Από τις διηγήσεις των μελών του πληρώματος, ο Βάγκνερ θα εμπνευστεί την κατοπινή του όπερα Ο Ιπτάμενος Ολλανδός.



Κατά την τριετή παραμονή του στο Παρίσι δεν μπόρεσε να ανεβάσει κάποιο έργο του, παρά τις συστάσεις του γερμανικής καταγωγής συνθέτη Τζιάκομο Μέγερμπερ, που μεσουρανούσε εκείνη την περίοδο στο γαλλικό μουσικό στερέωμα. Τα οικονομικά του ζεύγους παρέμεναν σε άθλια κατάσταση και ο Βάγκνερ αναγκάστηκε να καταφύγει σε ενεχυροδανειστήριο της πόλης, καταθέτοντας όλα τα τιμαλφή του. Την ίδια περίοδο γράφει μία σειρά άρθρων για τον Μότσαρτ και τον Μπετόβεν. Σ’ ένα από αυτά ομολογεί: «Πιστεύω στο Θεό, στον Μότσαρτ και τον Μπετόβεν». Από τον Ιούλιο έως τον Οκτώβριο του 1841 συνθέτει την όπερα Ο Ιπτάμενος Ολλανδός.


Στις αρχές του 1842 το ζεύγος Βάγκνερ εγκαταλείπει το Παρίσι και μετά από αρκετές περιπλανήσεις στα γερμανικά κρατίδια, εγκαθίσταται στη Δρέσδη, όπου επιβλέπει ανέβασμα του Ριέντσι, ενώ ξεκινά να γράφει το λιμπρέτο του Ταγχόιζερ. Η θριαμβευτική υποδοχή του Ριέντσι από κοινό και τύπο τον ανακουφίζει, τόσο συναισθηματικά, όσο και οικονομικά. Η καλλιτεχνική του διαδρομή είναι ανοδική και οι διακρίσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Το 1842 ονομάζεται αρχιμουσικός της Αυλής της Βαϊμάρης και το 1843 αρχιμουσικός του  παρεκκλησίου της βασιλικής Αυλής της Σαξονίας. Στις 19 Οκτωβρίου 1845 δίνεται η πρεμιέρα του Ταγχόιζερ στη Δρέσδη, με διευθυντή τον ίδιο τον Βάγκνερ. Οι κριτικές δεν είναι οι καλύτερες δυνατές, αλλά δεν πτοείται. Απαντά με το λιμπρέτο της όπερας Λόενγκριν. Τα χρέη του βρίσκονται στο κόκκινο, καθώς η δανείστριά του Βιλελμίνε Σρέντερ - Ντεβρίντ (δραματική σοπράνο και πρωταγωνίστρια σε έργα του) εγείρει αγωγή εναντίον του Βάγκνερ, απαιτώντας το ποσό των 5.000 ταλίρων, που της οφείλει.


Το Φεβρουάριο του 1848 σοβαρά γεγονότα σημαδεύουν την πολιτική ιστορία της Ευρώπης. Πτώση της μοναρχίας στη Γαλλία, βίαιες συγκρούσεις στα γερμανικά κρατίδια. Στη Δρέσδη, ο λαός κατεβαίνει στους δρόμους και απαιτεί από τον μονάρχη της Σαξονίας, δικαιοσύνη, καλύτερους όρους ζωής, λιγότερους φόρους και ελευθερία του λόγου. Στις διαδηλώσεις παίρνει ενεργό μέρος και ο Βάγκνερ, που αδιαφορεί για τις τυχόν επιπτώσεις στην καριέρα του. Στα μέσα Αυγούστου ασχολείται με τη μελέτη της Γερμανικής Μυθολογίας και ιδιαίτερα με τον μύθο των Νιμπελούγκεν, που θα αποτελέσει το υλικό για το αριστούργημά του, την τετραλογία Το δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν.


Τα χρόνια της εξορίας

Στις 30 Απριλίου 1849 ο βασιλιάς της Σαξονίας Φρειδερίκος - Αύγουστος Β' διαλύει τη Βουλή και καταργεί το Σύνταγμα. Ο λαός εξαγριώνεται και η επανάσταση ξεσπά. Ο Βάγκνερ παίρνει μέρος στην εξέγερση και καταδιωκόμενος από τις αρχές καταφεύγει στο σπίτι του Φραντς Λιστ στη Βαϊμάρη. Οι αρχές τον εντοπίζουν και αυτός εξαναγκάζεται να εκπατρισθεί στην Ελβετία, όπου γράφει την πραγματεία Τέχνη, Επανάσταση, Μέλλον.

Το 1850 βρίσκεται στη Γαλλία, μαζί με τη γυναίκα του. Προσκεκλημένος στο Μπορντό του πλούσιου οινέμπορου της περιοχής Εζέν Λοσό, θα ερωτευτεί παράφορα τη νεαρή αγγλίδα σύζυγό του Τζέσι (1829-1905). Θα της προτείνει ένα ταξίδι στην Ελλάδα, αλλά το σχέδιό του ματαιώνεται από τον απατημένο σύζυγο. Ο Βάγκνερ τα ξαναβρίσκει με τη γυναίκα του και το ζευγάρι επιστρέφει στην Ελβετία.


Στις 22 Αυγούστου 1850 δημοσιεύει το άρθρο Ο Ιουδαϊσμός στη Μουσική, το πρώτο από τα γραπτά του με αντισημιτικό περιεχόμενο. Ο Βάγκνερ υποστηρίζει ότι οι Εβραίοι δεν έχουν σχέση με το Γερμανικό πνεύμα και ότι είναι ανίκανοι να παράγουν υψηλή μουσική, παρά μόνο ρηχά και εύπεπτα έργα για το χρήμα και τη δόξα, όπως ο Μέγερμπερ και ο Μέντελσον. Έξι ημέρες αργότερα δίνεται η πρεμιέρα του Λόεγκριν στη Βαϊμάρη, με διευθυντή τον Φραντς Λιστ.


Στις αρχές της δεκαετίας του '50 γράφει ορισμένα από τα πιο σημαντικά μουσικά δοκίμια, στα οποία προδιαγράφει τις απόψεις του για τη μουσική και ιδιαίτερα για το μέλλον της όπερας ως έργο τέχνης (Έργο Τέχνης του Μέλλοντος, Μια ανακοίνωση στους φίλους μου, Όπερα και Δράμα). Προφήτευε την εξαφάνιση της όπερας ως επίπλαστης ψυχαγωγίας μιας ελίτ και οραματιζόταν ένα νέο, επαναστατικό τύπο μουσικού - σκηνικού έργου για το λαό, ενός έργου που θα εξέφραζε την αυτό-ολοκλήρωση μιας ελεύθερης ανθρωπότητας. Αυτό το νέο είδος έργου θα ονομαζόταν αργότερα μουσικό δράμα, ο Βάγκνερ το ονόμαζε απλά δράμα. Πρόθεσή του ήταν μία επιστροφή στο αρχαίο ελληνικό δράμα, όπως το αντιλαμβανόταν ο ίδιος, ως μία ανθρώπινη έκφραση των εθνικών και ανθρώπινων πόθων και θα χρησιμοποιούσε τη μουσική για την πλήρη και ολοκληρωμένη έκφραση της θεατρικής δράσης. Το όραμά του αυτό θα βρει την πραγμάτωσή του στην τετραλογία Το δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν, που αποτελεί το αριστούργημά του.


Το 1852 γνωρίζεται με την ποιήτρια Ματίλντε Βέζεντονκ (1828-1902), σύζυγο του πλούσιου υφασματέμπορου Ότο Βέσεντονκ. Το ζευγάρι είναι θαυμαστές του έργου και τον διευκολύνουν οικονομικά. Ο συνθέτης ερωτεύεται παθιασμένα τη νεαρή Ματίλντε και συνθέτει πέντε τραγούδια για γυναικεία φωνή και πιάνο, βασισμένα σε ποιήματά της (Wesendonck Lieder). Η σχέση τους, περισσότερο πλατωνική, θα λάβει τέλος το 1858, όταν η Μίνα θα ανακαλύψει ένα φλογερό γράμμα του άντρα της προς την ερωμένη του.


Το 1854 ο Βάγκνερ ολοκληρώνει το Χρυσό του Ρήνου, το πρώτο μέρος της τετραλογίας Το δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν του πιο φιλόδοξου έργου του. Οι αρχές της Σαξονίας εξακολουθούν να τον έχουν στη μαύρη λίστα και να τον καταδιώκουν για τη συμμετοχή στην εξέγερση του 1849. Οι επανειλημμένες ικεσίες, τόσο του ίδιου, όσο και επιφανών φίλων, για τη χορήγηση αμνηστίας, πέφτουν στο κενό.


Στις 22 Ιουνίου 1860 ο βασιλιάς της Σαξονίας υποκύπτει και του επιτρέπει να επισκεφθεί την επικράτειά του, εκτός από τη Δρέσδη. Στις 28 Μαρτίου 1862 υπογράφεται το διάταγμα, με το οποίο του δίνεται άδεια για όλη τη γερμανική επικράτεια. Η επεισοδιακή σχέση του με τη σύζυγό του Μίνα Πλάνερ, παίρνει τέλος στις 7 Νοεμβρίου, όταν εγκαταλείπει οριστικά τη συζυγική εστία και φεύγει για τη Λειψία, συνοδευόμενος από τη νέα ερωμένη του Ματίλντα Μάιερ (1833-1910), με την οποία είχε μία σύντομη σχέση.


Η επιστροφή από την εξορία

Το 1863 πραγματοποιεί μία θριαμβευτική περιοδεία στη Ρωσία, που του αποφέρει 7.000 τάλιρα. Παρόλα αυτά, τα χρέη εξακολουθούν να τον πνίγουν. Υπογράφει σωρηδόν συναλλαγματικές και οι πλούσιοι φίλοι του αρνούνται να τον συνδράμουν. Ως από μηχανής θεός έρχεται ο νεαρός βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος Β', ανιψιός του πρώτου βασιλιά των Ελλήνων Όθωνα. Δηλώνει θαυμαστής του και αναλαμβάνει να εξοφλήσει όλα τα χρέη του.

Στις 10 Ιουνίου 1865 παρουσιάζεται στο Μόναχο η νέα του όπερα Τριστάνος και Ιζόλδη, η πρώτη πρεμιέρα του Βάγκνερ τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Ο μαέστρος της παράστασης ήταν ο σπουδαίος Χανς φον Μπίλοφ, η σύζυγος του οποίου Κόζιμα είχε φέρει στον κόσμο ένα παιδί δύο μήνες νωρίτερα (10 Απριλίου 1865). Το κοριτσάκι, που ονομάστηκε Ιζόλδη, δεν ήταν του Μπίλοφ, αλλά του Βάγκνερ, η σχέση του οποίου με την κατά 28 χρόνια μικρότερή του Κόζιμα (νόθο τέκνο του συνθέτη Φραντς Λιστ) είχε σκανδαλίσει το συντηρητικό Μόναχο.


Στις αρχές του 1866, ο Βάγκνερ πληροφορείται τον θάνατο της πρώτης του γυναίκας, αλλά δεν πηγαίνει στην κηδεία της Μίνας Πλάνερ, επειδή βρίσκεται στη Νότιο Γαλλία. Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, δαπάναις του Λουδοβίκου της Βαυαρίας, εγκαθίσταται στη Βίλα Τρίμπσεν με θέα στη λίμνη της Λουκέρνης, μαζί με την Κόζιμα, τις δύο κόρες της και τη μικρή Ιζόλδη, καρπό του έρωτά τους. Στις 17 Φεβρουαρίου 1867 η Κόζιμα φέρνει στον κόσμο το δεύτερο παιδί τους, την Εύα. Στις 21 Ιουνίου 1868 ανεβαίνει στο Μόναχο η νέα όπερα του Βάγκνερ Οι αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης, το μοναδικό κωμικό έργο της ωριμότητάς του, με διευθυντή ορχήστρας τον απατημένο σύζυγο Χανς φον Μπίλοφ, ο οποίος μετά από πολλούς ενδοιασμούς δίνει το πολυπόθητο διαζύγιο στην Κόζιμα δύο χρόνια αργότερα.


Στις 25 Αυγούστου 1870 γίνεται ο γάμος του Βάγκνερ με την Κόζιμα στην προτεσταντική εκκλησία της Λουκέρνης. Ο Βάγκνερ κάνει λόγο στον φίλο του Φρίντριχ Νίτσε ότι σκοπεύει να δημιουργήσει ένα ειδικό λυρικό θέατρο στο Μπαϊρόιτ, κατάλληλο να ανεβάζονται τα έργα του. Νωρίτερα και συγκεκριμένα στις 26 Ιουνίου 1870 είχε δοθεί με μεγάλη επιτυχία στο Μόναχο Η Βαλκυρία, το δεύτερο μέρος της τετραλογίας Το δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν. Στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα των γενεθλίων της Κόζιμα, ο Βάγκνερ ερμηνεύει το Ειδύλλιο του Ζίγκφριντ με μία μικρή ορχήστρα, που είχε εγκατασταθεί στις σκάλες του σπιτιού τους στο Τρίμπσεν και δημιούργησε μία πρωτόγνωρη συγκίνηση στην Κόζιμα.


Η εποχή του Μπαϊρόιτ


Στις 18 Ιανουαρίου 1871 ο Γουλιέλμος Α' της Πρωσίας στέφεται αυτοκράτορας της ενωμένης πλέον Γερμανίας. Ο Βάγκνερ συνθέτει για την περίσταση το Αυτοκρατορικό Εμβατήριο. Τον Απρίλιο του 1871 επισκέπτεται το Μπαϊρόιτ και βάζει μπροστά το σχέδιό του για τη δημιουργία του θεατρικού χώρου που θα παίζονται τα έργα του, αφού το τοπικό θέατρο δεν τον ικανοποιεί. Στις 7 Νοεμβρίου η κοινότητα του Μπαϊρόιτ εγκρίνει τη δημιουργία του θεάτρου και του προσφέρει δωρεάν το οικόπεδο. Αυτός δεν αποδέχεται την προσφορά και αγοράζει ένα οικόπεδο σε άλλη τοποθεσία της κοινότητας. Στα τέλη του 1872 διαπιστώνει συνεχείς ενοχλήσεις και πόνους στο στήθος. Οι γιατροί υποψιάζονται καρδιοπάθεια.


Το 1873 περνά πολύ χρόνο στο Μπαϊρόιτ, όπου οι εργασίες κατασκευής του θεάτρου προχωρούν μετ' εμποδίων, λόγω ελλείψεως οικονομικών πόρων. Ο Βάγκνερ κάνει έκκληση προς το βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο Β', αλλά οι αυλικοί του φέρνουν αντιρρήσεις. Στις αρχές του 1874 ο Βάγκνερ βρίσκεται για μία ακόμη φορά στα πρόθυρα χρεωκοπίας. Στις 20 Φεβρουαρίου, όμως, ο Λουδοβίκος καταβάλλει στον Βάγκνερ 100.000 τάλιρα για την αποπεράτωση του έργου. Ο συνθέτης ενθουσιάζεται και τον αποκαλεί «μοναδικό Γερμανό πρίγκιπα με πνεύμα γερμανικό».


Στις 13 Αυγούστου 1876 ανοίγει τις πύλες του θέατρο του Μπαϊρόιτ, όπου διεξάγεται το πρώτο φεστιβάλ με έργα Βάγκνερ. Για πρώτη φορά παρουσιάζεται ολοκληρωμένη τετραλογία Το δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν από τις 13 έως τις 17 Αυγούστου, δηλαδή ένα έργο κάθε ημέρα. Την εναρκτήρια παράσταση παρακολουθούν προσωπικότητες από τον πολιτικό και καλλιτεχνικό χώρο, όπως ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Γουλιέλμος, ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος, ο αυτοκράτορας της Βραζιλίας Πέδρο, ο φιλόσοφος Νίτσε, που υποφέρει από φοβερούς πονοκεφάλους, και οι συνθέτες Μπρούκνερ, Σεν Σανς και Τσαϊκόφσκι. Ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή για τον Βάγκνερ, το αποκορύφωμα αναμφισβήτητα της καριέρας του, καθώς ένα όραμα ζωής έγινε πραγματικότητα. Με την πάροδο του χρόνων, το Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ θα καταστεί σημείο αναφοράς για τα καλοκαιρινά μουσικά φεστιβάλ της Ευρώπης.


Τα τελευταία χρόνια


Τα επόμενα χρόνια κυλούν για τον Βάγκνερ με περιοδείες στην Ευρώπη, όπου ανεβάζει έργα του. Στις 26 Ιουλίου παρουσιάζει στο Μπαϊρόιτ το κύκνειο άσμα του, την όπερα Πάρσιφαλ, βασισμένο σ' ένα μεσαιωνικό επικό ποίημα του Βόλφραμ φον Έσενμπαχ. Οι γιατροί του συνιστούν ανάπαυση, καθώς η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται από τις κρίσεις στηθάγχης που τον ταλαιπωρούν. Πάντως, στις 26 Αυγούστου 1882, στην τελευταία παράσταση του έργου, ο Βάγκνερ θα ανέβει στη σκηνή του Μπαϊρόιτ, θα πάρει την μπαγκέτα από τον μαέστρο Χέρμαν Λέβι και θα διευθύνει ο ίδιος την τρίτη πράξη του Πάρσιφαλ.

Στις αρχές του 1883 θα επισκεφθεί με τη σύζυγό του τη Βενετία για ανάπαυση. Στις 3:30 μ.μ. της 13ης Φεβρουαρίου 1883 νιώθει τον κόσμο να χάνεται από τις αισθήσεις του. Η καρδιά του παύει να χτυπά και πεθαίνει στην αγκαλιά της Κόζιμα. Η σορός του μεταφέρεται στο Μπαϊρόιτ, όπου γίνεται η ταφή του στις 18 Φεβρουαρίου 1883.


Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ με το έργο του επηρέασε σημαντικά τη μουσική του 20ου αιώνα. Δεν ήταν ένας απλός συνθέτης, αλλά μουσικός δραματουργός με έργα μεγάλης πνοής. Είναι ο μόνος από τους μεγάλους συνθέτες όπερας, που δημιουργούσε εξ ολοκλήρου τα έργα του. Έγραφε το λιμπρέτο, διαμόρφωνε την πλοκή και τους χαρακτήρες, συνέθετε τη μουσική.


Τα έργα του, ένα είδος θρησκευτικής τελετουργίας, συνδύαζαν τη μουσική με τις τέχνες της ποίησης και του θεάτρου και εκφράζουν τη «συλλογική συνείδηση του γερμανικού λαού». Οι συνθέσεις του, ιδιαίτερα αυτές της ωριμότητάς του, διακρίνονται για τις πολύπλοκες δομές τους, τις πλούσιες αρμονίες και ενορχηστρώσεις, καθώς και τα επεξεργασμένα εξαγγελτικά μοτίβα (leitmotiv) που εισήγαγε στη μουσική, δηλαδή τις επαναλαμβανόμενες μουσικές φράσεις, που ταυτίζονται με χαρακτήρες του έργου, τοποθεσίες, ιδέες και στοιχεία της πλοκής του έργου.


Η σταδιακή απομάκρυνση του Βάγκνερ από τη συμβατική αρμονία και την τονικότητα, ιδίως μετά την όπερα Τριστάνος και Ιζόλδη (1865), θα οδηγήσουν τη λόγια μουσική προς την ατονική μουσική του 20ού αιώνα. Γι' αυτό και ο Τριστάνος και Ιζόλδη θεωρείται από πολλούς ως η απαρχή της μοντέρνας μουσικής. Ο Βάγκνερ επηρέασε συνθέτες, όπως οι Άντον Μπρούκνερ, Γκούσταφ Μάλερ, Ρίχαρντ Στράους, Άρνολντ Σένμπεργκ, Άλμπαν Μπεργκ και Μανώλης Καλομοίρης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου