Ένα στρέμμα ήταν από πάνω,
αυτό ήταν προικώο τής μάνας μου.
Άλλα δυο από κάτω ούτε ξέρω πώς και με τι τρόπο ηταν φουνταίικα,
αγορά,ανταλλαγή με κάνα άλλο ;
Δεν έμαθα ποτέ.
Κάναν ανταλλαγές οι συνορίτες,
να μαζέψουν όλο και περισσότερο κλήρο σ’ ένα σημείο.
Όπως και να ‘χε γίνει,
μετά τα 10 στρέμματα στην “Αμμούτσα”,
αυτά τα ‘χαμε ξεμπερδέψει υπό το πένθος της Μεγάλης Βδομάδας,
ήταν και μπρος στη αγροικία μας,
πηγαίναμε “τρένο”,
η φυντανίστρα κοντά ,
και τα κρεβάτια για να ξεκλέψουμε λίγη ανάπαυση,
το τραπέζι,
τα νηστίσιμα.
Η “Διμανιού” ηταν πιο δύσκολη υπόθεση καλλιεργητικά, αλλά είχε φως καινό.
Το Μεγαλοβδόμαδο το χώμα ήταν σκούρο και τα φυτώρια του καπνού βαθυπράσινα, παίρνω όρκο γι αυτο, εκατοντάδες ριζούλες έριχνα με τα χεράκια μου και τις έχωνα με σουβλί.
Την Τετάρτη της Διακαινησίμου κι όλες τις μέρες μέχρι την Κυριακή του Θωμά,
το χώμα ήταν ανοιχτόχρωμο και τα φυτώρια πιο ανοιχτοπρασινα, φυτρί το έλεγε αυτό το χρώμα η μάνα μου, δεν την ξαναβρήκα σε κανένα χρωματολόγιο αυτή τη λέξη.
“Διαφορετική σύσταση εδάφους “, θα έλεγε ο Γεωλόγος .
“Έχετε αφαιρέσει τα ώριμα φυντάνια κι έμειναν τ’ ανώριμα,
γι αυτό έχουν αγένωτο χρώμα “, θα έλεγε ο γεωπόνος ,
αν κατέβαινε απ’ το τζιπ της Αγροτικής Τράπεζας που πέρασε δίπλα μας,
στο δρόμο για το χωριό.
Αυτόν το δρόμο φοβόμουν σήμερα,
δεν τον ήθελα ,
δεν ήθελα να τον περπατήσω.
-Τελευταίο “κατεβατό “, τελειώνουμε , μαζεύουμε και φεύγεις για το χωριό Στέλιο ,
να μας συγχωρέσει ο Απόστολος Θωμάς μέχρι το γιόμα να ξεμπερδεύουμε.
Καλή σοδειά!
Η “Διμανιού” έφτανε μέχρι το πέλαγος .
“Λάδι” η επιφάνεια του μέχρι το μεσημέρι, λιβελούλες τάραζαν την επιφάνεια του, αντικατοπτρίζονταν μέσα τα μπροστινά πεύκα απ’ το δασύλιο τ’ Αη Γιώργη της Παπαδάτου , του χωριού.
Οι περισσότερες αργατιές είχαν τηρήσει την αργία της Κυριακής,
μόνο απέναντι στα “Μνήματα” έβλεπα μια τριάδα , μπρος το σουβλί ,
πίσω ένα παιδάκι να ρίχνει ρίζες
και μια γυναίκα με εμπριμέ ρόμπα να ποτίζει ενισχυτικά την αυλακιά.
Κι εμείς “κατ’ οικονομίαν ” πήγαμε σήμερα για φύτεμα , μιας και θα τελείωναμε,
το “βόδι το’ χαμε φάει ” ,
η ουρά ήταν σήμερα μέχρι το γιόμα.
Όλα τα ‘χαμε φάει,
και τ’ αρνί και τις διακοπές του Πάσχα.
Και τα δολώματα σε δυο καλάμια που’ χα ρίξει το πρωί στο πέλαγος τα είχαν φάει ,
βρήκα μαύρα γυμνά αγκίστρια
και ένα ρετάλι δίχτυ δυο μέτρων που ‘χα απλώσει την Παρασκευή ,
κι αυτα σχισμένα, τα είχαν φάει.
Ξέρω γω; Τα κυπρίνια ; Τα καβούρια; Το
θηρίο της Λάσπης; Τα στοιχειά;
Οι σκιές, το σκούρο που με κυνηγούσε εσωτερικά,
η θλίψη φάνηκε απ’ το πρωί της Κυριακής του Θωμά.
Στις βραγιές με το φυντάνι μετά από ένα μήνα απωλειών και αφαίμαξης ριζών κυριαρχούσε η μαύρη κοπριά,
σ’ ένα παλιοτήγανο χωρίς χερούλι που το ‘χαμε για μεταφορά φυντανιού,
μετά τα τελευταία φυτώρια που μπήκαν στο χωμα φάνηκε ο μαύρος πάτος του.
Το τίναξα να φύγει το χώμα και κάτι απωλεσθέντα τριχοειδή ριζίδια,
το ξέπλυνα με νερό απ ‘την ποτίστρα,
τίποτα,
μαύρο μ ‘αναμνήσεις γκαζιέρας κι αυγών “μάτια”.
Μαύρες οι σκιές μας έστριψαν προς την Ανατολή , στ’ Μενέλαου τ’ γείτονα το χωράφι .
-Πλυσ’ και φεύγα για το χωριό, για τ’ Αγρινιο για την Αθήνα , έχεις σχολείο, σχολή αύριο !
Μ’ ένα ραβδί στο χέρι ,
σούρουπο κι οι ίσκιοι απ’ τη Βίγλα να πέφτουν κι όλα να σκουραίνουν και τα πουρνάρια,
κι οι ελιές σκοτείνιασαν κι οι παπαρούνες ακόμη,
βυσσίνιζαν κι αυτές,
έχασαν το κόκκινο της μέρας.
Μ’ ενα λεωφορείο Αμφιλοχία – Αγρίνιο εφτά πάρα τέταρτο,
μια σακούλα νάιλον με πλυμένα ρούχα και τα νερά τ’ Αχελωου σκούρα,
στη γέφυρα κοιταξα αριστερά το ποτάμι.
Με ωτοστόπ, ένα σακίδιο κι οι αμπελώνες στην Αιγιαλεία γίνονταν στο μυαλό μου μαυροδάφνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου