Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Μαΐου 20, 2024

Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΠΟΡΦΥΡΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ

 Τα βήματα του ήταν αργά, σχεδόν σέρνονταν πάνω στο ξερό, χωμάτινο

μονοπάτι που οδηγούσε στην κορυφή του όρους Μίντλεον. Κοίταξε πίσω του ανήσυχος, δεν τον ακολουθούσε κανένας. Μάλλον είχαν χάσει τα ίχνη του. Ευτυχώς, γιατί το κορμί του ήταν εξαντλημένο και γεμάτο πληγές από τις συνεχείς μάχες. Δεν άντεχε ακόμα μια ξιφομαχία, είχε να κοιμηθεί σχεδόν τέσσερις μέρες…


Σε όλο το δρόμο από την Πορφυρή κοιλάδα μέχρι εδώ τον ακολουθούσε ο στρατηγός Έντμοντ, με τους άνδρες του. Ήθελε διακαώς το χρυσό έμβλημα του άρχοντα της Πορφυρής κοιλάδας, που είχε ο νεαρός άνδρας στην κατοχή του. Ο Κρίστιαν δεν είχε καμία πρόθεση να δώσει το πολυτιμότερο πράγμα που του έδωσε ο πατέρας του λίγο πριν ξεψυχήσει, σ’ αυτούς τους προδότες. Ο στρατηγός Έντμοντ είχε καταφέρει να εγείρει ολόκληρη εξέγερση με τη βοήθεια των υπολοίπων στρατηγών και αξιωματούχων. Για να πάρουν την εξουσία από τον πατέρα του και να την δώσουν στον πρίγκιπα Εδουάρδο. Αλλά χωρίς το έμβλημα, τίποτα από όσα έκαναν δεν είχε σημασία. Γιατί μόνο αυτός που έχει στην κατοχή του το έμβλημα είναι ο νόμιμος άρχοντας της Πορφυρής κοιλάδας…


Ο Κρίστιαν έριξε μια γρήγορη ματιά πάλι πίσω του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τώρα που ηρέμησαν λίγο τα πράγματα, ήθελε να ξαποστάσει. Είδε την σκιά ενός τεράστιου, γέρικου δέντρου, λίγα βήματα πιο πέρα και σύρθηκε ως εκεί. Έκατσε κάτω από το πλούσιο φύλλωμα του και ακούμπησε την πλάτη στον κορμό του δέντρου. Έκλεισε για λίγο τα μάτια, ίσα για να ηρεμήσει την ψυχή του που βρισκόταν σε συνεχή υπερένταση. Όμως οι αναμνήσεις των τελευταίων ημερών εισέβαλαν βίαια στο μυαλό του. Η εικόνα του πατέρα του να είναι πεσμένος στο ξύλινο πάτωμα του αρχοντικού, ενώ έξω συνεχιζόταν η σφαγή της προσωπικής του φρουράς από τον στρατό, ήταν το πρώτο πράγμα που θυμήθηκε. Και τα λόγια του, αυτές οι λέξεις που βγήκαν κόφτες και ξεψυχισμένες, ύστερα από πολύ κόπο, λόγω των πολλαπλών τραυμάτων που είχε σε όλο του το κορμί:



– “Κρίστιαν”, του είχε πει, “μπορεί να μην είσαι ο βιολογικός μου γιος, αλλά σε μεγάλωσα και σε βλέπω σαν παιδί μου”. Ένας δυνατός βήχας διέκοψε σ’ αυτό το σημείο τα λόγια του, πήρε μια κοφτή ανάσα και συνέχισε: “Ξέρεις ότι έχω μετανιώσει για το κακό που έκανα τότε στην οικογένεια σου, δεν ήθελα…οι διαταγές που είχα δώσει δεν ήταν να θανατωθούν…”


– “Τα ξέρω αυτά, γι’ αυτό και σε συγχώρεσα, μην κουράζεσαι άλλο”, τον είχε διακόψει ο Κρίστιαν. Όμως ο άρχοντας Ντάριον δεν είχε σκοπό να σταματήσει, όχι πριν πει όσα ήθελε. Με τρεμάμενα χέρια έβγαλε μέσα από το μανδύα του το χρυσό έμβλημα και το έδωσε στο γιο του.


– “Προστάτευσέ το, μην το αφήσεις να πέσει στα χέρια αυτών των αχρείων. Εσύ πρέπει να είσαι ο επόμενος άρχοντας, μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό!”, κατέληξε, λίγο πριν κλείσει οριστικά τα μάτια του.


Ο Κρίστιαν μπορούσε ακόμα να νιώσει την οργή και τη θλίψη που ένιωθε εκείνη την στιγμή. Ήθελε να κομματιάσει με τα ίδια του τα χέρια όλους όσους ευθύνονταν για το θάνατο του πατέρα του, όμως έπρεπε να συγκρατηθεί. Μόνο αν παρέμενε ζωντανός θα μπορούσε να εκδικηθεί και να πάρει πίσω όλα όσα του στέρησαν τόσο βάναυσα. Ξαφνικά το κορμί του παρέλυσε… Είχε βυθιστεί σε ένα βαθύ λήθαργο, λόγω της εξάντλησης και των τραυμάτων που υπήρχαν σχεδόν σε όλο το πάνω μέρος του σώματος του.


Όταν άνοιξε πάλι τα γαλανά μάτια του ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα αναπαυτικό κρεβάτι. Κοίταξε γύρω του, το μέρος που βρισκόταν ήταν άγνωστο. Έκανε να σηκωθεί, όμως μια έντονη ζαλάδα τον καθήλωσε ξανά στη θέση του.


– “Μην κουνιέσαι, πρέπει να ξεκουραστείς λίγο καιρό, για ν’ ανακάμψεις και να γιατρευτούν τα τραύματα σου”, άκουσε δίπλα του μια ανδρική φωνή. Γύρισε το βλέμμα του προς τα εκεί και είδε ένα νεαρό άντρα, ίσως δύο με τρία χρόνια μικρότερο του.


– “Που βρίσκομαι;” τον ρώτησε ο Κρίστιαν.


– “Άρχοντα της Πορφυρής κοιλάδας, είσαι στο σπίτι μου. Μην ανησυχείς, εδώ είσαι ασφαλής”, του απάντησε ο άγνωστος άντρας.


– “Με ξέρεις!”, αποκρίθηκε ο Κρίστιαν με φωνή που δήλωνε ξεκάθαρη δυσπιστία. “Εγώ όμως δεν γνωρίζω τ’ όνομα σου”, του είπε με το ίδιο δύσπιστο ύφος. Ο νεαρός άντρας πλησίασε λίγα βήματα πιο κοντά του. Ο Κρίστιαν μπορούσε τώρα να διακρίνει τα γκριζοπράσινα, μεγάλα μάτια του,  καθώς και τα καλοσχηματισμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του.



– “Αν απαραίτητα θες ένα όνομα, μπορείς να με φωνάζεις Σεμπάστιαν”, του είπε μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο να σχηματίζεται στις άκρες των χειλιών του.


– “Ποιος είσαι; Τι θέλεις από εμένα;” συνέχισε τις ερωτήσεις ο Κρίστιαν.


– “Θεώρησε με ως ένα φιλεύσπλαχνο άνθρωπο που βοήθησε έναν συνάνθρωπό του που βρισκόταν σε κίνδυνο”, του απάντησε αινιγματικά εκείνος.


Ο Κρίστιαν τίναξε πίσω τα ξανθά μαλλιά του και κοίταξε ακόμα πιο περίεργος αυτόν τον παράξενο άντρα. Κάτι δεν του ταίριαζε σ’ αυτά που έλεγε, ήταν σίγουρος πως η καλή πράξη που εκείνος επικαλούνταν είχε άλλα κίνητρα. Ανασήκωσε ξανά το κορμί του σε μια προσπάθεια να σταθεί όρθιος, έπρεπε να φύγει από εκεί, το ένστικτο του τον προειδοποιούσε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Όμως πριν προλάβει να σηκωθεί από το κρεβάτι ο καστανός άντρας με τα γκριζοπράσινα μάτια, τον εμπόδισε…


– “Σου είπα πως εδώ είσαι ασφαλής, δεν πρόκειται να σε βρουν οι διώκτες σου”, του είπε με κοφτό τόνο στην φωνή του. Ο Κρίστιαν δυσανασχέτησε, ήξερε πολύ καλά ότι πουθενά δεν ήταν ασφαλής.


– “Πρέπει να φύγω, έχω αφήσει μισοτελειωμένες υποθέσεις”, αποκρίθηκε με αποφασιστικό ύφος. Ο Σεμπάστιαν τον κοίταξε σκυθρωπός κι έκανε στην άκρη για να τον αφήσει να σηκωθεί. Όμως λίγο πριν φτάσει ο Κρίστιαν στην έξοδο άκουσε ξανά τη φωνή του:


– “Δεν πρόκειται να σε κρατήσω εδώ χωρίς τη θέληση σου, το μόνο που μπορώ να σου επισημάνω είναι ότι το σκοτάδι έχει πέσει από ώρα και έξω από αυτή την οικία οι εχθροί σου καραδοκούν. Γι’ αυτό είναι καλύτερα ν’ αναβάλλεις την αναχώρηση σου μέχρι το πρωί”. Ο Κρίστιαν γύρισε και τον κοίταξε ακόμα μια φορά δύσπιστα.


– “Πες μου το λόγο που με βοηθάς”, τον παρότρυνε γεμάτος περιέργεια.


– “Αν μείνεις μέχρι αύριο, σου υπόσχομαι πως θα λυθεί η απορία σου”, του απάντησε με σταθερή φωνή.


Ο Κρίστιαν έμεινε σκεφτικός μόνο για μερικά δευτερόλεπτα, πριν συμφωνήσει. Ο Σεμπάστιαν βγήκε από το δωμάτιο μ’ ένα χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπο του, όμως όταν μπήκε στο διπλανό δωμάτιο, αυτό το χαμόγελο χάθηκε ξαφνικά.


– “Πώς κι από εδώ, επιστάτη Βαλμόρ, τέτοια ώρα;” ρώτησε τον γκριζομάλλη άντρα που στεκόταν απέναντι του.


– “Νεαρέ αφέντη ήρθα για να μου δώσεις εξηγήσεις. Είχες στα χέρια το γιο του άρχοντα της Πορφυρής κοιλάδας, γιατί δεν τον σκότωσες; Γιατί αποφάσισες να τον προστατεύσεις φέρνοντας τον στο αρχοντικό σου;” τον βομβάρδισε με καταιγισμό ερωτήσεων που τις έθετε με οργισμένο ύφος.


– “Καταλαβαίνω πως οι πράξεις μου σου φαίνονται αλλόκοτες, όμως μην θαρρείς πως ξέχασα το μίσος και συγχώρεσα τον εχθρό μου. Χρειάζομαι από αυτόν τον άντρα κάποιες απαντήσεις που νομίζω πως μόνο αυτός τις έχει”, αποκρίθηκε ο Σεμπάστιαν με σθεναρή φωνή. Ο γκριζομάλλης άντρας έγειρε νευρικά το κεφάλι του προς τα κάτω.


– “Νεαρέ αφέντη, όλα αυτά είναι φτηνές δικαιολογίες. Το αίμα του στρατηγού Γιουέν ζητάει δικαίωση, εσύ…”



– “Επιστάτη Βαλμόρ, αναγνωρίζω πως σου οφείλω τη ζωή μου, αν δεν μ’ έσωζες εκείνη τη μέρα θα ήμουν νεκρός, όμως μην ξεχνάς πως εγώ είμαι ο αφέντης σου και δεν σου επιτρέπω να μου μιλάς μ’ αυτό τον τρόπο. Νομίζεις πως δεν θέλω να εκδικηθώ; Στην τελική η δική μου οικογένεια θανατώθηκε! Όμως πριν πάρω τις απαντήσεις που ζητάω, αυτός ο άντρας δεν πρέπει να πεθάνει”, τόνισε με αποφασιστικότητα κάθε λέξη που έλεγε.


– “Τώρα είναι πολύ αργά”, μουρμούρισε ο επιστάτης, την ώρα που από το διπλανό δωμάτιο, ακούστηκε ο μεταλλικός ήχος σπαθιών που συγκρούονταν.


– “Έβαλες να τον σκοτώσουν!”, αναφώνησε νευρικά ο Σεμπάστιαν κι έτρεξε στο δωμάτιο που βρισκόταν ο Κρίστιαν. Τον βρήκε να μονομαχεί μ’ έναν μαυροφορεμένο άντρα με καλυμμένο πρόσωπο. Δίχως να διστάσει, άρπαξε το ξίφος του και μπήκε ανάμεσα τους, βάζοντας το σώμα του ασπίδα για εκείνον. Ο μαυροφορεμένος άντρας αναγνώρισε αμέσως τον Σεμπάστιαν και οπισθοχώρησε μ’ ένα δειλό βήμα, προτού γυρίσει το σώμα του κι εξαφανιστεί.


– “Με κράτησες εδώ για να με δολοφονήσεις;” άκουσε εκνευρισμένη την φωνή του Κρίστιαν πίσω του. Ο Σεμπάστιαν γύρισε αργά προς το μέρος του.


– “Σε κράτησα εδώ γιατί θέλω κάποιες πληροφορίες”, του δήλωσε με αποφασιστική φωνή.


– “Τι πληροφορίες;” τον ρώτησε ο Κρίστιαν.


– “Ξέρεις την υπόθεση του στρατηγού Γιουέν πριν από δέκα χρόνια;”. Ο Κρίστιαν σάστισε για λίγο, δεκάδες ερωτήματα γεννήθηκαν στο μυαλό του. “Το βλέμμα σου μαρτυράει πως γνωρίζεις για ποιο πράγμα σου μιλάω”, του είπε ο Σεμπάστιαν με σταθερό ύφος. Ο Κρίστιαν δεν απάντησε, παρά μόνο έγνεψε θετικά. “Από την σφαγή εκείνης της μέρας, ο μόνος που γλίτωσε ήταν ο μεγάλος γιος του στρατηγού, ο άρχοντας της Πορφυρής κοιλάδας τον πήρε μαζί του. Ξέρεις αν εκείνο το παιδί ζει ακόμα;” τον ρώτησε με φανερή υπερένταση. Ο Κρίστιαν σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε επίμονα, αναρωτήθηκε γιατί αυτός ο άγνωστος άντρας ήθελε να μάθει κάτι τέτοιο.


– “Γιατί σε νοιάζει αν ζει ο γιος ενός προδότη;” του πέταξε με καυστικό τρόπο.


– “Ο στρατηγός Γιουέν ήταν πιστός στον άρχοντα, αυτοί που τον κατηγόρησαν ήταν αισχροί συκοφάντες που ζήλευαν τις ικανότητες του και την δύναμη του στρατού του”, σύριξε με θυμό ο Σεμπάστιαν.


– “Κι εσύ ποιός είσαι; Γιατί ενδιαφέρεσαι για το γιο του στρατηγού;” τον ρώτησε σχεδόν αμέσως ο Κρίστιαν.


– “Είναι αδερφός μου, είμαι ο δεύτερος γιος του στρατηγού Γιουέν”, του αποκάλυψε με φωνή που έτρεμε από την ένταση των συναισθημάτων του. Ο Κρίστιαν σοκαρίστηκε από αυτή την αποκάλυψη, το σώμα του έστεκε άκαμπτο, σαν ένα άψυχο κομμάτι βράχου. Κοιτούσε το νεαρό άντρα απέναντι του με πρόσωπο ανέκφραστο, αν και μες την ψυχή του επικρατούσε μια τεράστια αναταραχή.


– “Είσαι ο δεύτερος γιος του στρατηγού; Μπορείς ν’ αποδείξεις τα λεγόμενα σου;” τον ρώτησε με μια περίεργη χροιά στην φωνή του.


– “Είμαι ο δεύτερος νεαρός αφέντης Γιουέν, κι αυτό το αποδεικτικό πιστοποιεί την ταυτότητα μου”, του είπε δείχνοντας του ταυτόχρονα το ασημένιο έμβλημα του στρατηγού Γιουέν.


Ο Κρίστιαν είχε πια πειστεί ότι ο Σεμπάστιαν του έλεγε την αλήθεια. Το γνώριζε πολύ καλά αυτό το έμβλημα που στόλιζε πάντα την στρατιωτική στολή του πατέρα του. Μόνο τότε, μετά την αποκάλυψη αυτής της αλήθειας, το πρόσωπο του συσπάστηκε, ενώ τα γαλανά μάτια του υγράνθηκαν από ένα αίσθημα χαράς κι ευγνωμοσύνης προς τους ουρανούς. Πίστευε πως όλη η οικογένεια του είχε πεθάνει και τώρα αντίκριζε μετά από τόσα χρόνια τον μικρό του αδερφό.



– “Αυτό το παιδί που αναζητάς έχει γίνει τώρα ένας νεαρός άντρας και στέκεται ακριβώς μπροστά σου”, πληροφόρησε τον Σεμπάστιαν με φωνή που σιγανό έτρεμε σε κάθε λέξη. Τώρα ήταν η σειρά του Σεμπάστιαν να τον κοιτάζει σαν χαμένος.


– “Εσύ είσαι ο αδερφός μου;”


– “Ναι!”, του απάντησε μονολεκτικά ο Κρίστιαν και πήρε αγκαλιά τον αδερφό του. Τα δύο αδέρφια έμειναν πολύ ώρα να συζητούν το παρελθόν τους. Να θυμούνται παιδικές τους αναμνήσεις, αλλά και να μιλάνε για τα χρόνια που μεγάλωσαν χώρια.


– “Ο στρατός του πατέρα εξαφανίστηκε αλλά δεν διαλύθηκε ποτέ, είναι τώρα κάτω από τις δικές μου διαταγές”, του είπε ο Σεμπάστιαν, όταν τον ενημέρωσε ο Κρίστιαν για την ανταρσία των στρατηγών κι αξιωματούχων της Πορφυρής κοιλάδας.


– “Μου λες πως είσαι πρόθυμος να με βοηθήσεις;” τον ρώτησε με μια έκφραση ευγνωμοσύνης ο Κρίστιαν.


– “Είσαι ο αδερφός μου, εννοείται πως θα σε βοηθήσω να επανακτήσεις ότι σου ανήκει”, του απάντησε ο Σεμπάστιαν με απόλυτη σιγουριά να χρωματίζει την φωνή του.


Μερικές μέρες αργότερα, ο Κρίστιαν είχε ήδη γίνει ο άρχοντας της Πορφυρής κοιλάδας. Αφού μετά από δεκάδες μάχες ο στρατός Γιουέν είχε καταφέρει να νικήσει τους αντιπάλους του. Οι στρατηγοί και οι αξιωματούχοι που ευθύνονταν για την προδοσία και τον θάνατο του προηγούμενου άρχοντα φυλακίστηκαν με ισόβια ποινή. Τα δύο αδέρφια είχαν γίνει πια αχώριστοι, προσπαθώντας ν’ αναπληρώσουν όλο τον χαμένο χρόνο που ήταν χωριστά. Μαζί κατάφεραν να δώσουν ξανά στην Πορφυρή κοιλάδα την δόξα κι αίγλη που είχε κάποτε και να την κάνουν την πιο διάσημη περιφέρεια του βασιλείου.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου