Μέρος (Β) – Το πρώτο μέρος εδώ
Η Έμυ όλο το απόγευμα προσπαθούσε να ηρεμήσει και να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά.
Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν να καλέσει τη μητέρα της και να φύγει, αλλά έπρεπε να βρει μια καλή δικαιολογία. Δεν είχε περάσει ούτε ένα εικοσιτετράωρο από τότε που ήρθε. Προφανώς δεν μπορούσε να αναφέρει όλα τα παράξενα, γιατί δεν θα την πίστευε κανένας και όλοι θα την έλεγαν φοβιτσιάρα. Ούτε είχε τσακωθεί με το θείο της για να το επικαλεστεί. Αφού τα ζύγισε όλα μες στο μυαλό της, αποφάσισε να μείνει στο σπίτι. Τουλάχιστον όσο άντεχε ακόμα…Σκέφτηκε να καταγράψει όλα τα περίεργα γεγονότα που συνέβαιναν στο σπίτι και να δει αν συνδέονταν με την παράξενη και ύποπτη συμπεριφορά του θείου της. Πήρε το τάμπλετ της, ξάπλωσε στον καναπέ και ξεκίνησε να τα γράφει με πρώτο και …χειρότερο τη συμπεριφορά του θείου της. Έπειτα, το υγραέριο που άνοιξε μόνο του και μετά την ημερομηνία στο ξύλινο ημερολόγιο που ήταν ίδια με την ημερομηνία του δυστυχήματος. Προσπάθησε να θυμηθεί και κάτι άλλο κοιτώντας πότε το ταβάνι, πότε το πάτωμα. Ώσπου η ματιά της έπεσε κάτω από το τραπεζάκι του σαλονιού και είδε δύο κάρτες από το επιτραπέζιο παιχνίδι. Σαν από διαίσθηση, ήταν σίγουρη ποιες κάρτες θα ήταν. Οι φόβοι της επαληθεύτηκαν, καθώς τις μάζεψε και τις είδε: Ο ξανθός νεαρός και η μελαχρινή δεσποινίδα. Ξανά…
Αυτά δεν είναι απλές συμπτώσεις σκέφτηκε και προφανώς κάποιος ή κάποιοι της έστελναν ένα μήνυμα. Άνοιξε το στόμα της και με τρεμάμενη φωνή φώναξε κάπως δυνατά, αλλά όχι τόσο ώστε να την ακούσει ο θείος της από το δωμάτιό του και την περάσει για τρελή: “Είναι κανείς εδώ;;;”. Καμιά απάντηση δεν πήρε. Άρχισε να φοβάται, όχι αυτή τη φορά για πνεύματα, αλλά μήπως αρχίζει και τα χάνει και αντί για σχολείο το Σεπτέμβρη βρεθεί σε καμια κλινική.
Ίσως θα έπρεπε να σταματήσει να τα σκέφτεται και να της γίνονται εμμονή όλα αυτά τα παράξενα. Θα έβρισκε ίσως λίγη ηρεμία στο Ρόμπλοξ, ένα παιχνίδι διαδικτυακό που συνήθιζε να παίζει στο τάμπλετ της. Με τους παίκτες να χειρίζονται άβαταρς που έχτιζαν σπίτια και συνομιλούσαν μεταξύ τους. Δεν είχε όμως καμία τύχη και με αυτό… Όχι μόνο επειδή το μυαλό της δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από τα μυστήρια του σπιτιού. Το χειρότερο ήταν ένα ζευγάρι από άβαταρ που την ακολουθούσαν παντού όπου κι αν πήγαινε ή έκανε στο παιχνίδι. Η σύνδεση με το ζευγάρι των καρτών του επιτραπέζιου ήταν αναπόφευκτη. Δεν μπορούσε να αγνοεί άλλο τα μηνύματα. Κάτι έπρεπε να κάνει, αλλά τι;
Τις σκέψεις της διέκοψε η απότομη φωνή του θείου της, που εντωμεταξύ είχε πάει στην κουζίνα, για να ετοιμάσει το βραδινό τους γεύμα:
– “Έμυ, εσύ πείραξες τα μαγνητάκια στο ψυγείο;”
– “Όχι, δεν πήγα καθόλου στην κουζίνα”, απάντησε αυτή.
Από περιέργεια σηκώθηκε να πάει στην κουζίνα να δει τι εννοούσε ο θείος της. Έμεινε με το στόμα ανοικτό, καθώς τα μαγνητάκια αντί να είναι σε αλφαβητική σειρά, όπως συνήθως, ήταν ανακατεμένα. Και τρία από αυτά σχημάτιζαν τη λέξη ‘ναι’. Πάγωσε γιατί θυμήθηκε την ερώτηση που είχε κάνει πριν μόνη της. Κι ενώ της έκανε κήρυγμα ο θείος για κάτι τόσο ασήμαντο, η Έμυ δεν άκουγε τίποτα, παρά μόνο έγνεφε καταφατικά. Ώστε λοιπόν δεν ήταν μόνο αυτή και ο θείος της στο σπίτι. Πλέον δεν χωρά καμιά αμφιβολία…
Αφού άκουσε την κατσάδα, η Έμυ πήγε στο σαλόνι και μπήκε στο διαδίκτυο, που έγινε το μοναδικό της καταφύγιο, ψάχνοντας πράγματα που κάποτε θεωρούσε αστεία και υπερβολικά: Πνεύματα, φαντάσματα, μηνύματα από το υπερπέραν… Φυσικά υπήρχαν πολλά δημοσιεύματα διφορούμενα και ακατανόητα, αλλά τα περισσότερα συμφωνούσαν σε ένα πράγμα: Αν υπάρχει άδικος θάνατος, απότομος και έχει προκληθεί από κακόβουλη ενέργεια, τα πνεύματα παραμένουν στο χώρο και απαιτούν δικαιοσύνη.
Δηλαδή η πυρκαγιά σε αυτό το σπίτι δεν ήταν ατύχημα; Όσο για τα πνεύματα προφανώς πρόκειται για το νεαρό ζευγάρι που κάηκε σε αυτό το σπίτι 7 χρόνια πριν. Οι κάρτες από το παιχνίδι, η ημερομηνία στο ξύλινο ημερολόγιο, τα άβαταρ στο Ρόμπλοξ… Όλα έδειχναν προς αυτή την κατεύθυνση. Το θέμα είναι αν προσπαθούσαν να πουν και κάτι άλλο, εκτός από το να δηλώσουν την ύπαρξή τους. Συνέχισε να ψάχνει σε όλο και πιο περίεργες ιστοσελίδες και με αυτά που έβλεπε ανατρίχιαζε. Έπρεπε όμως να βρεθεί μια άκρη και όπως φαίνεται ο κλήρος έπεσε σε ένα κορίτσι του δημοτικού…
Ανάμεσα σε όλα τα ανατριχιαστικά που διάβαζε και έβλεπε, η ματιά της έπεσε σε κάτι κρυστάλλους και την επίδρασή τους στα πνεύματα. Ασυναίσθητα άγγιξε το μενταγιόν της, που από την στιγμή που έφτασε στο σπίτι του θείου της, δεν το έβγαλε από το λαιμό της. Δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι υπάρχουν τόσοι διαφορετικοί κρύσταλλοι, με το δικό του χρώμα ο καθένας, ούτε φυσικά ότι είχαν επίδραση στα πνεύματα.Ένας από αυτούς είχε το ίδιο έντονο πράσινο χρώμα και έτσι έμαθε και το όνομά του: Μολδαβίτης. Διάβασε τις ιδιότητες που είχε και έμεινε με το στόμα ανοιχτό: “Δυνατό μέσο για επικοινωνία με πνεύματα, παράγει ισχυρή ενέργεια!”
Αν υπήρχαν λοιπόν πνεύματα σε αυτό το σπίτι, που μάλλον υπήρχαν, το πιθανότερο να εκδηλώθηκαν λόγω της ύπαρξης του κρυστάλλου που φορούσε στο λαιμό. Τίποτα βέβαια από αυτά που συνέβαιναν δεν αποδείκνυε τίποτα, για να το αναφέρει με σιγουριά κάπου. Όλα θα μπορούσαν να θεωρηθούν απλές συμπτώσεις. Ίσως αν το μενταγιόν είχε μεγαλύτερο κρύσταλλο να μπορούσαν τα πνεύματα να επικοινωνήσουν με πιο άμεσο τρόπο. Αλλά το μενταγιόν ήταν κάτι διακριτικό και έπρεπε να έχει όλες τις αισθήσεις της σε εγρήγορση, ώστε να λαμβάνει τα μηνύματα που της έστελναν. Ή Έμυ πάντως ήταν πεπεισμένη πως δεν κινδύνευε από αυτά, αλλά μόνο από ανθρώπους που ήταν εν ζωή. Όπως ίσως ο θείος της;
Τις αρνητικές αυτές σκέψεις της διέκοψε το κουδούνι της πόρτας που χτυπούσε. Λογικά θα το άκουσε ο θείος της από την κουζίνα και περίμενε. Πράγματι, άκουσε τα βιαστικά του βήματα αλλά λίγο πριν φτάσει στην πόρτα, έπεσε ένα κουτάκι σπίρτα από την τσέπη του.
– “Άλλο πάλι και τούτο, πως έπεσαν μέσα από την τσέπη;”, μονολόγησε αυτός και έσκυψε να τα πιάσει. Ύστερα γύρισε το βλέμμα του στην Έμυ και τη μάλωσε: “Το κουδούνι δεν το άκουσες;”
– “Μα… δεν είμαι στο δικό μου σπίτι, δεν ήξερα…”, απάντησε απολογητικά αυτή ενώ το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στο κουτί με τα σπίρτα.
Κι ενώ αυτός πήγε να ανοίξει την πόρτα, η Έμυ σκεφτόταν αν ήταν τυχαίο το ότι έπεσαν τα σπίρτα. Άραγε σχετίζονται με την φωτιά και το ατύχημα και τα πνεύματα θέλουν να της το δείξουν; Μήπως επειδή έπεσαν από την τσέπη του θείου της ήταν και ξεκάθαρη ένδειξη ότι έχει εμπλοκή στο δήθεν ατύχημα που έγινε πριν χρόνια σε αυτό το σπίτι;
Εντωμεταξύ ο θείος της είχε ανοίξει την πόρτα και συζητούσε με μια ηλικιωμένη κυρία. Από αυτά που έλεγαν κατάλαβε ότι ήταν η κυρία Νταίζυ, η σπιτονοικοκυρά, και είχε έρθει να γυρέψει το ενοίκιο. Μόλις είδε την Έμυ την χαιρέτησε:
– “Αχ, κοριτσάκι μου, εσύ είσαι η Έμυ; Χάρηκα πολύ… Σε άκουσα απέξω να την μαλώνεις”, γύρισε αμέσως προς τον θείο της με επικριτικό ύφος. “Για να σας πω κάτι και στους δύο…”
Η Έμυ πλησίασε κι αυτή στην πόρτα από ευγένεια και από περιέργεια, ενώ η κυρία Νταίζυ συνέχισε:
– “Εγώ έχω χάσει το μονάκριβο παιδί μου σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα… Η ζωή είναι μικρή και δεν αξίζει να την σπαταλάς σε καυγάδες, ούτε να κακοκαρδίζεσαι με κανέναν”.
– “Πως έγινε το ατύχημα;” ρώτησε η Έμυ, κάνοντας το θείο της να ενοχληθεί που συνέχιζε την κουβέντα.
– “Μεθυσμένοι νεαροί οδηγούσαν αυτοκίνητο τη νύχτα και το σκότωσαν το παιδί μου. Οι δολοφόνοι… Ήταν η μόνη μου έγνοια και χαρά σε αυτή τη ζωή. Αλλά αυτή είναι η μοίρα μου εμένα… Και δύο χρόνια μετά, ήρθε να με αποτελειώσει το ατύχημα με την φωτιά στο σπίτι που μένετε. Χωρίς εισοδήματα, χωρίς παρέα, χωρίς αγάπη…”. Τα μάτια της ηλικιωμένης κυρίας βούρκωσαν.
– “Ίσως και να μην ήταν ατύχημα”, τόλμησε να εκστομίσει η Έμυ κάνοντας την ηλικιωμένη γυναίκα να την κοιτάξει με απορία και τον θείο της να την διακόπτει απότομα:
– “Τι βλακείες είναι αυτές που λες; Χάζεψες τελείως;”
– “Μην την αποπαίρνεις την κοπελίτσα”, έσπευσε να την υπερασπιστεί η κυρία Νταίζυ. “Γνωρίζεις κάτι για το ατύχημα κοριτσάκι μου;”
– “Εμ… εννοώ… θέλω να πω ότι με το υγραέριο στην κουζίνα και ένα σπίρτο θα αρκούσε για να… Αν είχε ανοίξει πριν το υγραέριο… εμμ…”, απάντησε κομπιάζοντας η Έμυ.
– “Μην της δίνεις σημασία, μου έπεσαν εμένα πριν τα σπίρτα και το συνδύασε. Προφανώς είναι φαντασιόπληκτη. Θα σας φέρω εγώ το ενοίκιο αύριο το πρωί στο σπίτι. Βλέπετε έχουμε αργήσει και πρέπει να ετοιμάσουμε το δείπνο. Πάμε μέσα” απάντησε με αποφασιστικότητα ο θείος της, που είχε αρχίσει να χάνει την ψυχραιμία του…
Δεν άφησε άλλα περιθώρια, χαιρέτησε βιαστικά και έκλεισε την πόρτα. Αυτή την φορά ο θείος της δεν είπε τίποτα, μόνο την αγριοκοίταξε απειλητικά και εξαφανίστηκε στην κουζίνα. Η Έμυ πλέον φοβόταν πραγματικά… Ήταν σίγουρη πως η πυρκαγιά σ’ αυτό το σπίτι δεν ήταν ατύχημα. Θυμήθηκε και κάτι που είχε ακούσει: Ότι ο δολοφόνος γυρίζει πάντα στον τόπο του εγκλήματος. Μήπως τώρα ο δολοφόνος νοίκιασε απλά το σπίτι που έμενε το ζευγάρι; Αλλά με ποιο κίνητρο τους σκότωσε; Προφανώς δεν χρειαζόταν να κάτσει να το βρει κι αυτό. Με αυτά που πήγε να αποκαλύψει κινδύνευε πλέον η ζωή της…
Σκέφτηκε να ανοίξει την πόρτα και να φύγει από το σπίτι… Αλλά σε μια τόσο έρημη περιοχή πού θα μπορούσε να πάει βραδιάτικα ένα μικρό κορίτσι; Να ζητούσε άραγε καταφύγιο στην κυρία Νταίζυ, που έμενε λίγο πιο πέρα; Αλλά με ποια δικαιολογία θα χτυπούσε την πόρτα μιας ξένης γυναίκας; Μπορεί να την θεωρούσε φαντασιόπληκτη, όπως την χαρακτήρισε ο θείος της και θα είχε και δίκιο. Δεν είχε τίποτα χειροπιαστό που να δικαιολογεί τις φοβίες της. Ούτε είχε γίνει κάτι έκτακτο για να απαιτήσει από τους γονείς της να την απομακρύνουν τέτοια ώρα από το σπίτι των πνευμάτων, όπως το χαρακτήρισε.
Κάποια στιγμή η πόρτα της κουζίνας άνοιξε και ο θείος της φώναξε στην Έμυ να πάει στην κουζίνα για να φάνε. Ο ίδιος πήγε στην τουαλέτα και μια ιδέα ήρθε τότε αστραπιαία στην Έμυ. Πετάχτηκε αθόρυβα μέχρι την κουζίνα, άνοιξε το συρτάρι, πήρε ένα μαχαίρι και έτρεξε να το τακτοποιήσει κάτω από το μαξιλάρι της. Το έβαλε έτσι ώστε να μην προεξέχει και τραβήξει την προσοχή του θείου της. Έπειτα επέστρεψε στην κουζίνα και κάθισε στο τραπέζι περιμένοντας τον θείο της για να φάνε. Καθ’ όλη την διάρκεια του δείπνου δεν αντάλλαξαν ούτε κουβέντα, ενώ η Έμυ δεν τόλμησε ούτε ματιά να του ρίξει…
Κι όταν ήρθε η ώρα του ύπνου, είχε τέτοια υπερένταση που δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια της. Συνήθισε και στο σκοτάδι και μπορούσε να διακρίνει όλα τα έπιπλα του χώρου. Τα παρατηρούσε, κοιτούσε πότε το φωτιστικό, πότε το κομοδίνο αλλά όσο και να σκεφτόταν, λύση δεν μπορούσε να βρει για το θέμα που την απασχολούσε. Αν και θεωρούσε δεδομένο ότι με το πρώτο χάραμα, θα άνοιγε την πόρτα και θα έφευγε τρέχοντας… Την διαδρομή για τον κεντρικό δρόμο τη θυμόταν, όλο και κάποιος περαστικός θα την μάζευε από εκεί. Είχε αποφασίσει ότι θα τα πει όλα στους γονείς της κι ας μην την πίστευαν, αρκεί που θα ήταν ασφαλής. Οι σκέψεις της αυτές την καθησύχασαν λίγο και άρχισε να μισοκλείνει τα μάτια της.
Ξαφνικά μέσα από τα μισόκλειστα μάτια της, είδε μια σκιά να την πλησιάζει. Στην αρχή νόμισε ότι είναι η φαντασία της ή ότι αποκοιμήθηκε και το έβλεπε στον ύπνο της. Γρήγορα συνειδητοποίησε όμως ότι συνέβαινε στην πραγματικότητα και ένιωσε το αίμα της να παγώνει. Όμως διατήρησε την ψυχραιμία της και κράτησε τα μάτια της μισάνοιχτα, ενώ με το μυαλό της σχεδίαζε την ταχύτατη κίνηση που θα έπρεπε να κάνει για να πιάσει το μαχαίρι που είχε κρύψει κάτω από το μαξιλάρι της.
Η σκιά κοντοστάθηκε στα δύο μέτρα από την Έμυ, πήρε ένα μαξιλάρι από τη διπλανή πολυθρόνα, το σήκωσε και με αθόρυβα βήματα άρχισε να την πλησιάζει. Πλησίασε το μαξιλάρι τόσο κοντά που πλέον δεν μπορούσε να δει την σκιά αλλά έτσι μπόρεσε και άνοιξε διάπλατα τα μάτια της χωρίς να γίνει αντιληπτή. Με μια αστραπιαία κίνηση με το δεξί της χέρι, τραβάει το μαχαίρι κάτω από το μαξιλάρι και το μπήγει με ορμή στο μηρό. Μια κραυγή πόνου ακούστηκε και η σκιά σωριάστηκε στο έδαφος… Η Έμυ πετάγεται από το κρεβάτι και απομακρύνεται, ανοίγοντας το φως…
Μια ανθρώπινη φιγούρα με μαύρο παντελόνι και μπλούζα, φορώντας μαύρη κουκούλα, σφαδάζει από τους πόνους στο πάτωμα. Ενώ μια λίμνη αίματος έχει αρχίσει να σχηματίζεται γύρω από το τραύμα που έκανε το μαχαίρι. Δεν θύμιζε όμως σε τίποτα το σωματότυπο του θείου της. Αυτό της αναπτέρωσε το ηθικό και έβγαλε μια κραυγή για βοήθεια. Ο θείος της ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά και όρμησε πάνω στον παραλίγο δολοφόνο. Τον ακινητοποίησε σχετικά εύκολα και φώναξε στην Έμυ να του βγάλει την κουκούλα. Η κοπέλα ανέκτησε το θάρρος της, πλησίασε και με μια κίνηση βγάζει την μαύρη κουκούλα. Σχεδόν ταυτόχρονα και οι δυό τους βγάζουν έκπληκτοι μία φωνή:
– “Η κυρία Νταίζυ!!!”
Μία εβδομάδα μετά, η Έμυ βρισκόταν στο σπίτι της διαβάζοντας στο τάμπλετ το δημοσίευμα μιας ηλεκτρονικής εφημερίδας για την υπόθεση. Οι δημοσιογράφοι την είχαν ονομάσει “η κυρία με τα σπίρτα”, παραφράζοντας τον τίτλο του γνωστού διηγήματος. Η κυρία Νταίζυ, έχοντας χάσει το παιδί της από μεθυσμένους οδηγούς είχε νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική.
Αργότερα, όταν νοίκιασε το σπίτι στο ζευγάρι, είδε στα πρόσωπά του αγοριού και του κοριτσιού τους φονιάδες του παιδιού της. Κι αυτό, γιατί σύμφωνα με την ίδια, αλλά και από κάποιες καταγραφές της τροχαίας, κάθε βράδυ γυρνούσαν μεθυσμένοι οδηγώντας προς το σπίτι. Δεν άργησε να της σαλέψει εντελώς… Άνοιξε με το αντικλείδι την πόρτα όταν έλειπε το ζευγάρι, κόλλησε σπίρτα στην πόρτα της κουζίνας και άνοιξε το υγραέριο! Η δήλωση της Έμυ ότι δεν ήταν ατύχημα και η ήδη κλονισμένη ψυχολογική της κατάσταση, όπλισαν το χέρι της για δεύτερη φορά. Όχι με σπίρτα, αλλά με ένα μαξιλάρι…
Την τελευταία εβδομάδα, κάθε μέρα όλο και κάποιος δημοσιογράφος ήθελε να μιλήσει με την Έμυ, η οποία όμως δεν είπε ποτέ για τα σημάδια που της έδειχναν τα πνεύματα. Στην κατάθεσή της στους αστυνομικούς είπε πως το είδε στον ύπνο της ότι ήταν έγκλημα. Ευτυχώς για το νεαρό κορίτσι, γλύτωσε τα χειρότερα αποκαλύπτοντας το έγκλημα με τη βοήθεια των πνευμάτων. Τα οποία, σύμφωνα με τα όσα είχε διαβάσει, δεν έφυγαν, περιμένοντας τη δικαίωση και δημιουργώντας αρνητικές ψυχολογικές επιδράσεις στο θείο της που έμενε εκεί. Αλλά μόλις εμφανίστηκε στο σπίτι η Έμυ, που είχε το μενταγιόν με το Μολδαβίτη, μπόρεσαν και έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Προσπάθησαν να της δείξουν ποιοι είναι και πώς δολοφονήθηκαν. Το μόνο που δεν της έδειξαν ήταν το ποιος ήταν ο δολοφόνος. Ή μήπως το φανέρωσαν και δεν το κατάλαβε η ίδια;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου