Περάσαν κιόλας δέκα μέρες που είχαν κλείσει τα σχολεία και ήταν αρκετές για την Έμυ να ξεκουραστεί. Άλλωστε η τετάρτη δημοτικού δεν της φάνηκε δύσκολη, αλλά τώρα ήταν κλεισμένη σπίτι. Μόνο κάποιες ζεστές μέρες πήγαινε στη θάλασσα, ενώ τα απογεύματα έβλεπε τα ίδια βαρετά προγράμματα στην τηλεόραση. Κάποιο πρωινό δεν άντεξε άλλο τη μονοτονία και ρώτησε τη μητέρα της αν θα μπορούσε να μείνει λίγες μέρες στο σπίτι του θείου της. Αυτή δεν έφερε αντίρρηση και το κανόνισε με ένα τηλεφώνημα.
Την επόμενη κιόλας μέρα, ο θείος της εμφανίστηκε στην πόρτα. Η Έμυ είχε ήδη έτοιμη την βαλίτσα. Φόρεσε το λουλουδάτο της φόρεμα, έβαλε το μενταγιόν της με την καταπράσινη πέτρα στο λαιμό, πήρε το τάμπλετ στα χέρια και σε λίγα λεπτά ήταν στο αμάξι. Με προορισμό φυσικά το σπίτι που θα την φιλοξενούσε για τις επόμενες μέρες. Ο θείος της το είχε νοικιάσει πρόσφατα και η Έμυ δεν το είχε επισκεφτεί ξανά. Έφτασαν σε μια ερημική περιοχή με πλούσια βλάστηση, λίγο πιο έξω από την πόλη.
– “Μα δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου αυτοκίνητα εδώ;”, αναρωτήθηκε κάπως δυνατά η Έμυ.
– “Υπάρχουν ελάχιστοι γείτονες εδώ κι έτσι έχω την ησυχία μου”, απάντησε ο θείος της, κάπως απότομα.
Έφτασαν σε ένα μεζονετάκι, άνετο και με ωραία επίπλωση. Πρόσφερε ξεχωριστό χώρο για τον επισκέπτη στον πάνω όροφο. Χαρούμενη πέταξε τα πράγματά της στον καναπέ και γυρνώντας προς το θείο της αναφώνησε:
– “Θα δούμε καμια ταινία; Άκουσα πως έχει βγει μία, να δεις πως λέγεται…”. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την κουβέντα της και αυτός την διέκοψε:
– “Όχι, δεν θα δούμε καμια ταινία! Είμαι κουρασμένος, θα ξαπλώσω λίγο”, απάντησε κοφτά και κατέβηκε στο υπνοδωμάτιό του. Έδειχνε λίγο άκεφος και αυτό παραξένεψε την Έμυ. Πήρε το τάμπλετ και άρχισε να παίζει, ελπίζοντας πως δεν θα έκανε κι εδώ τα ίδια βαρετά πράγματα.
Πρέπει να πέρασαν κάνα δυο ώρες και ο θείος της εμφανίστηκε στο σαλονάκι που έπαιζε η Έμυ. Έδειχνε το ίδιο ανόρεχτος και σοβαρός με πριν. Χωρίς να βγάλει λέξη, έκατσε κι αυτός στον καναπέ. Η Έμυ αποφάσισε να σπάσει λίγο την σιωπή και πρότεινε να παίξουν ένα επιτραπέζιο. Αυτός κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Η Έμυ άνοιξε το αγαπημένο της επιτραπέζιο, με κάτι κάρτες που απεικόνιζαν ανθρώπινες φιγούρες. Παρατήρησε πως δύο κάρτες ήταν έξω από το νάυλον σακουλάκι τους. Της έκανε εντύπωση, γιατί πάντα μάζευε σχολαστικά τις κάρτες. Τις κοίταξε και είδε πως ήταν η φιγούρα με τον ξανθό νεαρό άνδρα και τη μελαχρινή νεαρή γυναίκα.
Πέρασε ήδη μισή ώρα παίζοντας αμίλητα με το θείο της και η Έμυ σηκώθηκε να πάει στο ψυγείο γιατί διψούσε. Χάζεψε λίγες στιγμές τα μαγνητικά γράμματα που ήταν κολλημένα πάνω για διακόσμηση, που ο σχολαστικός θείος της τα είχε σε αλφαβητική σειρά. Βιαζόταν και άνοιξε κάπως απότομα την πόρτα του ψυγείου, ώστε όταν έρθει η σειρά της να παίξει, να βρίσκεται στην θέση της. Ένα πλαστικό μπουκαλάκι έπεσε από την πόρτα του ψυγείου. Ο θείος της συνήθιζε να έχει στο ψυγείο μικρά τέτοια μπουκαλάκια με έτοιμα κοκταίηλ, που μπορούσες να προσθέσεις απλά πάγο και τα έπινες. Η Έμυ το περιεργάστηκε λίγο, ήταν κοκταίηλ μαργαρίτα. Δεν ήξερε ότι υπάρχει ποτό με όνομα ένα λουλούδι.
Το έβαλε γρήγορα στη θέση του και επέστρεψε για να συνεχίσει το παιχνίδι, που ο θείος της με την συμπεριφορά του, το έκανε να μοιάζει βαρετό. Αργούσε να παίξει και δεν έδειχνε ενδιαφέρον, το αντιμετώπιζε περισσότερο σαν αγγαρεία. Περιμένοντας τη σειρά της, το βλέμμα της Έμυ έπεσε πάνω στο ξύλινο ημερολόγιο που είχε ο θείος της στο τραπεζάκι του σαλονιού. Οι κύβοι που το αποτελούσαν σχημάτιζαν την ημερομηνία 23 Ιουλίου του 2016. Απόρησε, αλλά δεν ρώτησε κάτι το θείο της. Άλλαξε στη σημερινή μέρα του Ιουνίου του 2023.
Η ώρα πέρασε, έξω σκοτείνιασε για τα καλά. Ο θείος της σαν προγραμματισμένος, χωρίς να περιμένει να τελειώσει το παιχνίδι, αναφώνησε:
– “Ήρθε το βράδυ, θα φτιάξω τοστάκια να φάμε και μετά να κοιμηθούμε.”
– “Μα.. Δεν τέλειωσε το παιχνίδι…”
– “Δεν θα το ξημερώσουμε για ένα παλιοπαίχνιδο…”, απάντησε χωρίς να αφήσει περιθώριο αμφισβήτησης.
Η Έμυ ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Δεν τον είχε ξαναδεί έτσι στο παρελθόν. Πήγε στο μπάνιο να πλύνει τα δόντια της, καθώς σκεφτόταν τον τρόπο που της είχε μιλήσει ο θείος της πριν. Γιατί άραγε της φώναξε έτσι;; Παρόλα αυτά ξάπλωσε χωρίς να διαμαρτυρηθεί. Ο θείος της έκλεισε τα φώτα και πήγε κι αυτός να κοιμηθεί.
Είχε πλέον περάσει μία ώρα, η Έμυ μόλις είχε αποκοιμηθεί, μέχρι που μια δυσάρεστη, πολύ έντονη οσμή την ξύπνησε… Ήξερε ότι ο θείος της έχει συσκευή υγραερίου για το μαγείρεμα κι αυτό την ανησύχησε. Πετάχτηκε από το κρεβάτι και κατευθείαν έτρεξε προς την κουζίνα. Οι φόβοι της επαληθεύτηκαν, καθώς ο διακόπτης ήταν τέρμα ανοικτός. Γρήγορα τον έκλεισε και άνοιξε το παράθυρο. Έμεινε με την απορία πώς θα μπορούσε να ήταν ανοιχτό το υγραέριο, αφού μόνο την τοστιέρα χρησιμοποίησαν το βράδυ.
Το πρωί η Έμυ του ανέφερε το περιστατικό με το υγραέριο, αλλά αυτός δεν ενδιαφέρθηκε, λες και ήταν κάτι συνηθισμένο και ακίνδυνο. Της ζήτησε να φορέσει την φόρμα της και να πάνε για περπάτημα. Αυτή, αν και ιδιαίτερα προβληματισμένη, δεν έφερε αντίρρηση. Σε μερικά λεπτά ήταν και οι δυο τους στην ήρεμη γειτονιά, περπατώντας προς τον κεντρικό δρόμο. Αμίλητοι, με γρήγορο ρυθμό περπατούσαν, ο καθένας απορροφημένος στις σκέψεις του. Για την Έμυ τίποτα δεν έβγαζε νόημα από τη χθεσινή μέρα. Δεν του άρεσε που ήταν εκεί; Αφού αυτός δέχτηκε. Μήπως κρύβει κάτι η συμπεριφορά του;
Τις σκέψεις της διέκοψε το συναπάντημα με έναν παλιό φίλο του θείου της. Δούλευε για μια μεταφορική εταιρεία και κυκλοφορούσε με το μηχανάκι:
– “Που είσαι παλιόφιλε; Η ανιψιά σου είναι αυτή;”, ρώτησε τον θείο της.
– “Καλά είμαι… Ε ναι ναι η ανιψιά μου”, απάντησε κάπως απρόθυμα αυτός.
– “Εδώ μένεις πλέον;”
– “Ναι, νοικιάζω το σπίτι της κυρίας Νταίζυ, ήταν αρκετά φτηνό και είχε ησυχ…”. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την κουβέντα του και ο φίλος του τον διέκοψε:
– “Σε αυτό το σπίτι που έγινε το ατύχημα μένεις; Ήταν ξενοίκιαστο πολλά χρόνια…”
– “Τι ατύχημα;”, μπήκε στην κουβέντα η Έμυ απότομα… Αμέσως μαζεύτηκε και μετάνιωσε που πετάχτηκε, χωρίς να της δώσει κάποιος το λόγο. Ο φίλος του θείου της όμως χαμογέλασε και απάντησε:
– “Ένα ζευγάρι είχε καεί πριν 7 χρόνια σε εκείνο το σπίτι. Ήταν ένα φοβερό ατύχημα, νέοι άνθρωποι απανθρακώθηκαν…”, απάντησε σα να μονολογούσε.
– “Καλά, δεν έχουμε θέμα, το σπίτι δεν φαίνεται να έχει ζημιές”, απάντησε ο θείος της διακόπτοντας το μονόλογο του φίλου του. “Θα συνεχίσουμε τη βόλτα, πριν μας πιάσει για τα καλά ο ήλιος. Χάρηκα που σε είδα ξανά μετά από τόσο καιρό.”. Έπιασε την Έμυ από το χέρι και την τράβηξε, κάπως βίαια, να προχωρήσουν…
Η Έμυ φοβήθηκε με αυτά που άκουσε για ένα σπίτι τόσο απομονωμένο αλλά δεν είπε τίποτα… Και με δεδομένο ότι δεν περνούσε καλά, σκεφτόταν πλέον ποια δικαιολογία να έβρισκε για να φύγει από εκεί.
Δεν άργησαν να επιστρέψουν σπίτι και η Έμυ έτρεξε στο τάμπλετ που είχε φέρει για να ψάξει για το ατύχημα. Δεν ήταν δύσκολο να το βρει. Ήταν όντως ένα φρικιαστικό ατύχημα με δύο νέους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους από εγκαύματα. Στο ίδιο σπίτι που βρισκόταν αυτή τώρα… Σε μια φωτογραφία είχε και το ζευγάρι. Αν και λίγο θολή, φαινόταν πως το αγόρι ήταν ξανθό και το κορίτσι μελαχρινό. Την έλουσε κρύος ιδρώτας καθώς σκέφτηκε τις κάρτες του παιχνιδιού, κι ας παρίστανε την ατρόμητη στους δικούς της ανθρώπους…
Συνέχισε όμως να διαβάζει τις λεπτομέρειες: Ένας άντρας 25 χρονών και μια κοπέλα 22 ήταν τα θύματα αυτής της τραγωδίας, που είχαν αποφασίσει να μείνουν μαζί μετά τα φοιτητικά τους χρόνια. Η πυροσβεστική δυστυχώς άργησε να φτάσει στο απομονωμένο σπίτι να σβήσει την φωτιά, ενώ οι ειδικοί κατέληξαν πως η φωτιά προήλθε από διαρροή υγραερίου. Η Έμυ θυμήθηκε τη διαρροή που την ξύπνησε χθες το βράδυ, όπως και την αδιάφορη αντίδραση του θείου της, και τρόμαξε για τα καλά. Πλέον τα πιο απίθανα σενάρια περνούσαν από το μυαλό της. Οι σκέψεις έρχονταν με καταιγιστικό ρυθμό στο μυαλό της, ενώ κοιτούσε συνεχώς το δημοσίευμα στην ηλεκτρονική εφημερίδα…
Η ματιά της δεν άργησε να πέσει και πάνω στην ημερομηνία του ατυχήματος… 23 Ιουλίου 2016… Το τάμπλετ της έφυγε από τα χέρια και έπεσε στον καναπέ, καθώς πετάχτηκε όρθια… Θυμόταν καλά πως η ημερομηνία που διόρθωσε χθες στο ημερολόγιο, ήταν η ίδια που είχε συμβεί το ατύχημα. Ήθελε να βάλει τις φωνές, άρχισε να περπατάει νευρικά στο μικρό σαλονάκι… Ίσως θα έπρεπε να μιλήσει για όλα αυτά στον θείο της, που για άλλη μια φορά είχε κλειστεί στο δωμάτιό του. Ή μήπως δεν θα έπρεπε να του μιλήσει; Μήπως κινδύνευε;
(Συνεχίζεται…)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου