Όθων Κουμαρέλλας
Περί ανεμογεννητριών ο λόγος
Μια ανεμογεννήτρια από την κατασκευή, τη μεταφορά και την εγκατάστασή της στο χώρο για να ξεκινήσει την παραγωγή ρεύματος κοστίζει από 1,2 εκατομμύρια ευρώ και φτάνει και πάνω από 2,5 εκατομμύρια ευρώ ανά μεγαβάτ (Mw) ονομαστικής εγκατεστημένης ισχύος. Σε δύσβατα μάλιστα ορεινά εδάφη, όπως στην ηπειρωτική Ελλάδα, χωρίς οδικές υποδομές που πρέπει να κατασκευαστούν εξ αρχής, χωρίς γειτνιάζοντα δίκτυα υψηλής τάσης, υποσταθμούς κτλ, το κόστος ανά Mw εγκατεστημένης ισχύος μπορεί και να ξεπερνά τα προαναφερόμενα ποσά κατά πολύ.
Το κόστος αυτό αντιπροσωπεύει επί της ουσίας δαπάνη ενέργειας η οποία παρήχθη από «βρώμικα» ορυκτά καύσιμα. Πρόκειται για «βρώμικη» ενέργεια που καταναλίσκεται για να παραχθεί αργότερα «καθαρή».
Συνεπώς, εάν επιτυγχάνεται ο σκοπός των ΑΠΕ, έχει να κάνει με το ισοζύγιο της «βρώμικης» ενέργειας που θα δαπανηθεί για την κατασκευή, μεταφορά και εγκατάστασή τους, με την «καθαρή» ενέργεια που θα παράξουν στη διάρκεια της ζωής τους και πόσο πλεονασματική θα είναι αυτή σε σχέση με την πρώτη.
Σύμφωνα με τους ίδιους τους κατασκευαστές των ανεμογεννητριών ο συντελεστής απόδοσής τους ξεκινά από 22 και φτάνει κάτω από ιδανικές συνθήκες το 30%. Άρα εάν υπολογίσουμε μεσοσταθμικά έναν συντελεστή απόδοσης της τάξης του 26% θα είμαστε πολύ κοντά στην πραγματικότητα. Ωστόσο, γνωστός για τη... γενναιοδωρία μου, υπολογίζω με συντελεστή 28%, για να μη βρεθεί κάποιος να μου πει ότι κλέβω.
Επίσης, σύμφωνα πάντα με τους κατασκευαστές ανεμογεννητριών, ο μέσος χρόνος ζωής μιας τέτοιας είναι γύρω στα 20 χρόνια.
Έχουμε λοιπόν για κάθε εγκατεστημένο Mw ανεμογεννήτριας παραγωγή 1 Χ 0,28 = 0,28Mwh Χ 24 ώρες Χ 365 ημέρες = 2.452,8 Mwh τον χρόνο Χ 20 χρόνια = 49.056 Mwh. Από αυτό θα πρέπει, πάντα σύμφωνα με τους κατασκευαστές, να αφαιρεθεί ένα 10% ως κόστος συντήρησης κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τους. Συνεπώς η καθαρή ενέργεια που μπορούμε να προσδοκούμε ότι θα λάβουμε ανά εγκατεστημένο Mw ανεμογεννήτριας είναι μάξιμουμ 45.000 Mwh, ανεξάρτητα εάν οι εργολάβοι τύπου ΤΕΡΝΑ φουσκώνουν για ευνόητους λόγους τις αποδόσεις.
Εάν διαιρέσουμε το κόστος κατασκευής, μεταφοράς και εγκατάστασης, μαζί με τον συμπαρομαρτούντα εξοπλισμό, δίκτυα υψηλής, ή υπερυψηλής τάσης, υποσταθμούς κτλ της τάξης μεσοσταθμικά των 2 εκατομμυρίων ευρώ ανά Mw, στους ορεινούς όγκους της χώρας μας, με την προσδοκώμενη να παραχθεί ενέργεια έχουμε 2.000.000/45.000 = 44,44 ευρώ ανά μεγαβατώρα μέσο κόστος παραγωγής προκειμένου να υπάρξει απόσβεση του αρχικού κόστους κατασκευής, μεταφοράς κι εγκατάστασης στην 20ετία. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε τα λειτουργικά έξοδα των εταιρειών, τους φόρους και τα κέρδη τους. Άρα το κόστος της αιολικής ενέργειας για τον τελικό καταναλωτή δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 75 έως 80 ευρώ ανά Mwh.
Πρώτη παρατήρηση: Το τζάμπα πέθανε αγαπητοί και μην εξανίστασθε όταν παραλαμβάνετε τους λογαριασμούς του ρεύματος.
Η αιολική ενέργεια κοστίζει και μάλιστα πιο ακριβά από την παραγόμενη από λιγνίτη περίπου 40%, ή 80% παραπάνω από υδροηλεκτρικά, ή τη γεωθερμία. Είναι βέβαια ελαφρώς φθηνότερη από την πετρελαιοπαραγωγή και εκείνη του φυσικού αερίου, αλλά κι αυτό εξαρτάται κάθε φορά από τις τρέχουσες τιμές πετρελαίου και κυρίως του φυσικού αερίου (αφού η παραγωγή ηλεκτρισμού με ντίζελ εγκαταλείπεται σταδιακά και μόνον σε ακριτικά νησιά χρησιμοποιείται ακόμη, αν χρησιμοποιείται).
Είναι όμως όντως πιο φθηνή η βιομηχανικού τύπου παραγωγή αιολικής ενέργειας από εκείνη του φυσικού αερίου;
Για έναν προσεκτικό παρατηρητή και γνώστη των θεμάτων, ΟΧΙ!!!
Κι αυτό διότι η παραγόμενη αιολική ενέργεια είναι στοχαστική. Αυτό σημαίνει ότι πάντα θα πρέπει να βρίσκονται σε λειτουργία μονάδες βάσης άμεσης απόκρισης προκειμένου να διατηρείται το δίκτυο σταθερό και να αποφεύγονται τα black outs, λόγω αστάθειας στην παραγωγή. Τέτοιες «εφεδρικές» μονάδες βάσης συνεχούς λειτουργίας για άμεση απόκριση, είναι μονάδες παραγωγής που λειτουργούν με φυσικό αέριο. Δεν προσφέρονται ούτε οι λιγνιτικές, ούτε τα υδροηλεκτρικά που έχουν μεγάλους χρόνους αδρανείας πριν καταφέρουν να τεθούν σε λειτουργία.
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι δεν υπάρχει, ακόμη τουλάχιστον, αξιόπιστος τρόπος αποθήκευσης της ενέργειας με τις αντίστοιχες τεχνολογίες να είναι στα σπάργανα και πανάκριβες, η παράλληλη χρήση μονάδων φυσικού αερίου, αντίστοιχης εγκατεστημένης ισχύος, είναι αναγκαστική. Συνεπώς στο καθαρό κόστος παραγωγής της αιολικής ενέργειας, θα πρέπει να προστεθεί και το κόστος κατασκευής και λειτουργίας των αντίστοιχων μονάδων βάσης φυσικού αερίου.
Παρατήρηση δεύτερη: Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι σε σχέση με το αρχικό ερώτημα, δηλαδή το ισοζύγιο μεταξύ της «βρώμικης» ενέργειας που καταναλώθηκε από τα ορυχεία, τα εργοστάσια κατασκευής μέχρι τη μεταφορά, την κατασκευή των δικτύων και λοιπών υποδομών και τέλος την εγκατάσταση της ανεμογεννήτριας, με την «καθαρή» ενέργεια που θα παράξει τελικά στη διάρκεια της ζωής της, δεν προκύπτει καθόλου πλεονασματικό. Εάν προσθέσουμε και την αναγκαστική παραγωγή με φυσικό αέριο για την ευστάθεια του συστήματος, τότε η «βρώμικη» ενέργεια που καταναλώνεται είναι πολλαπλάσια της «καθαρής» που θα παράξει η ανεμογεννήτρια.
Και αυτό αφορά μόνον στην ενέργεια, όχι στην καταστροφή του περιβάλλοντος στις περιοχές εγκατάστασης των ανεμογεννητριών, με τους χιλιάδες τόνους μπετόν για τις θεμελιώσεις, τις αρνητικές επιδράσεις στις υπόγειες υδροφορίες, την αποξήλωση πολύτιμων δασών, την αισθητική υποβάθμιση κτλ κτλ. Ούτε βέβαια στο ότι μεγάλο μέρος από τα υλικά κατασκευής των ανεμογεννητριών δεν είναι καν ανακυκλώσιμα και ήδη δημιουργούν ένα νέο τεράστιο πρόβλημα μόλυνσης στο περιβάλλον.
Τζίφος η ιστορία, αλλά και τα κέρδη των «πράσινων» εταιρειών κέρδη και μάλιστα τεράστια. Όσο για τους χαζοχαρούμενους ευαίσθητους για το κλίμα, δυστυχώς τις περισσότερες φορές η πάθησή τους είναι ανίατη. Η επιστήμη προσώρας δεν έχει καταφέρει να θεραπεύει τη βλακεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου