Ο Ανδρέας Σ. Λόντος ήταν προεστός (Κοτσάμπασης) της Βοστίτσας (Αιγίου), με πολιτική και στρατιωτική δράση, τόσο στα χρόνια της Επανάστασης όσο και μετά την απελευθέρωση.
Ο Ανδρέας Λόντος γεννήθηκε το 1784 στη Βοστίτσα (Αίγιο) και ήταν ο μεγαλύτερος γιος του κοτσάμπαση της περιοχής Σωτηράκη Λόντου (1750-1812).
Μετά τον αποκεφαλισμό του πατέρα του από τους Τούρκους πήγε στην Κωνσταντινούπολη και χάρη στο όνομα της οικογένειάς του και τον χαρακτήρα του απέκτησε πολλές γνωριμίες. Το 1818 επέστρεψε στη Βοστίτσα και ανέλαβε τη θέση του κοτσάμπαση, αναγνωρισμένος από την Υψηλή Πύλη. Στις 17 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Αντώνιο Πελοπίδα.
Στα τέλη Ιανουαρίου του 1821 φιλοξένησε στην οικία του τη σύναξη των προκρίτων (Διάσκεψη της Βοστίτσας) και παρά την κοινωνική θέση του υποστήριξε τις απόψεις του Παπαφλέσσα για άμεση έναρξη της Επανάστασης. Στις 24 Μαρτίου, επικεφαλής σώματος 400 αγωνιστών, πήγε στην Πάτρα, που είχε ήδη απελευθερωθεί από τον Παναγιώτη Καρατζά και άλλους οπλαρχηγούς. Εκεί διορίστηκε μέλος τού Αχαϊκού ή Επαναστατικού Διευθυντηρίου, αλλά οι διαφωνίες ανάμεσα στους αρχηγούς είχαν ως συνέπεια τη διάλυση της πολιορκίας του φρουρίου της Πάτρας και στη συνέχεια την κατάληψη της πόλης από τον Γιουσούφ πασά.
Ο Λόντος εξακολούθησε να ασχολείται με στρατιωτικά ζητήματα – παρ’ ότι δεν ήταν ο ίδιος στρατιωτικός – επικεφαλής αγωνιστών που συντηρούσε με δικά του
χρηματικά μέσα. Αναμίχθηκε στη δολοφονία του Αντώνη Οικονόμου στην Ύδρα και συντάχθηκε πολιτικά με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Τον Οκτώβριο του 1822 πήγε στο Μεσολόγγι και τον ενίσχυσε, κατά το διάστημα της πρώτης πολιορκίας της πόλης, με 700 περίπου αγωνιστές. Επιστρέφοντας στην Πελοπόννησο πήρε μέρος στην εξόντωση των υπολειμμάτων της στρατιάς του Δράμαλη.
Κατά τις εμφύλιες διαμάχες, συντάχθηκε αρχικά με τους κυβερνητικούς. Όταν όμως διαπίστωσε ότι ο Γεώργιος Κουντουριώτης απέκτησε υπερβολική δύναμη, προσχώρησε στην παράταξη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και πήρε μέρος στις ένοπλες συγκρούσεις μαζί με τους οπαδούς του. Μετά τη μάχη στην Κερπινή (Δεκέμβριος 1824), κατά την οποία υπερίσχυσαν οι κυβερνητικοί, αναγκάστηκε, μαζί με τον εξάδελφό του Ανδρέα Ζαΐμη να καταφύγει στη Δυτική Στερεά και στη συνέχεια στον αγγλοκρατούμενο Κάλαμο της Λευκάδας.
Ο Ανδρέας Λόντος με τους Ανδρέα Ζαΐμη και Οδυσσέα Ανδρούτσο καταλαμβάνουν τη Βοστίτσα (λιθογραφία του Πέτερ φον Ες)
Ο Ανδρέας Λόντος με τους Ανδρέα Ζαΐμη και Οδυσσέα Ανδρούτσο καταλαμβάνουν τη Βοστίτσα (λιθογραφία του Πέτερ φον Ες)
Μετά την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο επέστρεψε μαζί με τον Ζαΐμη στην Αχαΐα (Απρίλιος 1825) και με δικά του έξοδα στρατολόγησε πολλούς
αγωνιστές για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των εισβολέων. Επειδή
όμως η κυβέρνηση Κουντουριώτη εξακολουθούσε να τους καταδιώκει,
κρύφτηκαν στο χωριό Σπάθαρι Γορτυνίας έως τα μέσα Μαΐου του 1825.
Αργότερα, όταν χορηγήθηκε γενική αμνηστία και ο Κολοκοτρώνης διορίστηκε
γενικός αρχηγός του στρατού της Πελοποννήσου, συνέπραξε μαζί του,
με περιορισμένα όμως αποτελέσματα, επειδή οι μεταξύ τους σχέσεις δεν ήταν πάντοτε καλές. Επειδή ενεργούσε αυθαίρετα σε βάρος των κατοίκων της Κορινθίας, η Γ’ Εθνοσυνέλευση, της οποίας υπήρξε μέλος, του αφαίρεσε την αρχηγία των στρατιωτικών δυνάμεων της Βοστίτσας.
Κατά το διάστημα της διακυβέρνησης του Καποδίστρια συνέπραξε με την αντιπολίτευση και μετά την άφιξη του Όθωνα ονομάστηκε συνταγματάρχης και αργότερα προήχθη σε υποστράτηγο. Συμμετείχε ενεργά στη συνταγματική εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και αμέσως κατόπιν ανέλαβε το Υπουργείο
των Στρατιωτικών. Επίσης υπηρέτησε ως πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης,
που είχε συσταθεί για τη σύνταξη του Συντάγματος, ενώ τον Μάρτιο του
1844 χρημάτισε υπουργός των Εσωτερικών.
Καθώς όμως ήταν σπάταλος κι έκανε άστατη ζωή δεν μπορούσε να συντηρηθεί με το μισθό που έπαιρνε και χρεωνόταν. Την οικογενειακή περιουσία την είχε ξοδέψει ή χάσει κατά τη διάρκεια του Αγώνα. Κάποτε μάλιστα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος βλέποντάς τον να σκορπάει αλόγιστα χρήματα, του είχε πει: «Λόντο, Λόντο, κράτα και παραπίσω τα χρήματά σου, να μην ψωμοζητήσει το σπίτι σου!». Ό Λόντος τότε του είχε απαντήσει: «Πλούτη μου είναι η πατρίδα, χωράφια μου είναι η Ελλάδα».
Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές του Μακρυγιάννη στ’ απομνημονεύματά του για την άστατη ζωή του Λόντου. «Και τα παιδιά όπου τα στέλνουν να φωτιστούν γράμματα κι αρετή, από μέσα το κράτος κι άπ’ όξω, φωτίζονται την τραγουδική και ηθική του θεάτρου· και πουλούνε τα βιβλία τους οι μαθηταί να πάνε ν’ ακούσουνε την Ρίτα Βάσω την τραγουδίστρια του θεάτρου· ότι παλαβώσανε οι γέροντες, όχι τα παιδάκια, να μην πουλήσουνε τα βιβλία τους. Τό γέρο Λόντο, όπου δεν έχει ούτε ένα δόντι, τον παλάβωσε η Ρίτα Μπάσσο του θεάτρου και τον αφάνισε τόσα τάλαρα δίνοντας κι’ άλλα πισκέσια».
Τα μεγάλα χρέη που είχε δημιουργήσει, ίσως να συνέβαλαν στην αυτοκτονία του Ανδρέα Λόντου στις 24 Σεπτεμβρίου 1846. Γράφει σχετικά στα απομνημονέυματά του ο Μακρυγιάννης: « …έπεσε σε μεγάλον χρέος, ότι δεν έβαινε ποτές πήχη εις τα πράματά του. Ένας άνθρωπος, μόνος του, έπαιρνε τον μιστόν του υποστρατήγου, όπου μπορούσε να ζήση καλά· ότι φαμελιά δεν είχε. Εκείνο όπου φάνη, εμπήκε σε μια μεγάλη ποσότη χρέος. Από αυτό ήταν, από άλλο — μίαν αυγή ευρέθη σκοτωμένος, όλο του το κεφάλι σκόρπιον και η πιστιόλα του άδεια. ·Αυτό μόνον ο θεός το ξέρει — μόνος του σκοτώθη, άλλος τον σκότωσε. Ζοϋσε κι’ ο Κωλέτης τότε. Δεν άφησαν να τον θάψουν με παπάδες και με παράταξιν.Αυτό τό φιλονίκησαν καμόσες ημέρες,κι’ αφού δεν άφηναν να τον θάψουν με παράταξιν τον μπαλσάμωσαν και τον πήραν οι συγγενείς του και τον πήγαν εις την Βοστίτζα, την πατρίδα του...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου