Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Ιανουαρίου 20, 2025

Πώς μια διεστραμμένη φάρσα σε αλυσίδα fast food οδήγησε στην ταινία «Compliance»

Το «Compliance» βασίζεται σε μια φρικιαστική αληθινή ιστορία που συνέβη το 2004.

H ταινία του Κρεγκ Ζόμπελ «Compliance» κυκλοφόρησε το 2012, ωστόσο, σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν αρχίσει να σκαλίζουν εκ νέου την ιστορία στην οποία βασίζεται το θρίλερ -και αυτό δεν αποτελεί έκπληξη αν κρίνουμε από την συγκλονιστική πλοκή του.


Με πρωταγωνιστές τους Αν Ντάουντ, Ντράμα Γουόκερ και Πατ Χίλι, η ταινία «Compliance» παρακολουθεί μια ομάδα εργαζομένων που δουλεύουν σε ένα εστιατόριο fast-food να δέχονται ένα τηλεφώνημα από έναν άνδρα που προσποιείται ότι είναι αστυνομικός.


Αφού ο απατεώνας ισχυρίζεται ότι ένας από τους υπαλλήλους του μαγαζιού έχει κατηγορηθεί για κλοπή, η διευθύντρια του εστιατορίου, Σάντρα (Ντάουντ), έρχεται αντιμέτωπη με την υπάλληλό της, Μπέκι ( Γουόκερ). Με εντολή του καλούντος, η Σάντρα κλιμακώνει την κατάσταση και επιδίδεται σε σωματικό έλεγχο, ο οποίος γρήγορα εξελίσσεται σε έναν ανεμοστρόβιλο κακοποίησης.



Το «Compliance», που προβάλλεται στο Netflix, βασίζεται στην ακόμα πιο φρικιαστική αληθινή ιστορία μιας τηλεφωνικής φάρσας του 2004 με στόχο ένα McDonald’s στο Mount Washington, κατά τη διάρκεια της οποίας μια 18χρονη υπάλληλος εξαναγκάστηκε σε μια σειρά από αποτρόπαιες πράξεις που τελικά οδήγησαν σε πολλαπλές δίκες.

Η αληθινή ιστορία ενέπνευσε ακόμη και τη σειρά ντοκιμαντέρ του Netflix «Don’t Pick Up the Phone» (2022), η οποία παρακολουθεί την έρευνα για μια σειρά τηλεφωνικών κλήσεων φάρσας που είχαν ως στόχο αλυσίδες fast food σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000.


Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή

Οι πραγματικές υπάλληλοι που καταστήματος ονομάζονταν Ντόνα Τζιν Σάμερς (Σάντρα) και Λουίζ Όγκμπορν (Μπέκι). Η Σάμερς, η οποία ήταν 51 ετών εκείνη την εποχή, ήταν η βοηθός διευθυντή στο McDonald’s του Mount Washington και κατείχε παρόμοιο ρόλο με αυτόν της Σάντρα στην ταινία.

Στο μεταξύ, η Όγκμπορν ήταν το βασικό θύμα της τηλεφωνικής απάτης και ήταν τελειόφοιτη λυκείου που μόλις είχε κλείσει τα 18 της χρόνια. Πρώην προσκοπίνα, η Όγκμπορν εργαζόταν στα McDonald’s για τέσσερις μήνες και αναζήτησε τη θέση αφού η μητέρα της έχασε τη δουλειά της.

Άλλοι εργαζόμενοι που εμπλέκονται στο περιστατικό ήταν η βοηθός διευθυντή Κιμ Ντόκερι, η οποία ήταν 40 ετών εκείνη τη στιγμή, ο Τόμας Σιμς, ένας 58χρονος συντηρητής που βοηθούσε στο κατάστημα, ο Τζέισον Μπράντλεϊ, ένας 27χρονος μάγειρας, και η διευθύντρια Λίζα Σίντονς, για την οποία ο καλούντας επέμενε ότι βρισκόταν στην άλλη γραμμή την ώρα που γινόταν το τηλεφώνημα.




Φωτογραφία: Magnolia Pictures
«Αστυνόμος Σκοτ»

Στις 9 Απριλίου 2004, ένας άνδρας που αυτοπροσδιοριζόταν ως «Αστυνόμος Σκοτ» τηλεφώνησε στα McDonald’s του Mount Washington και είπε ότι ένας υπάλληλος είχε κατηγορηθεί για κλοπή μιας τσάντας.

«Μου έδωσε μια περιγραφή της κοπέλας και η Λουίζ ήταν εκείνη που ταίριαζε απόλυτα», δήλωσε η Σάμερς στα δικαστικά έγγραφα, σύμφωνα με την εφημερίδα The Courier Journal. Το άτομο που τηλεφώνησε απαίτησε να την ψάξουν στο κατάστημα για να μην οδηγηθεί στη φυλακή. Η Όγκμπορν οδηγήθηκε σε ένα μικρό γραφείο του εστιατορίου και ακολουθώντας τις οδηγίες του ψεύτικου αστυνομικού, διατάχθηκε να βγάλει ένα ρούχο τη φορά μέχρι να γίνει εντελώς γυμνή.

«Έκλαιγε», είπε η Ντόκερι, σύμφωνα με την εφημερίδα The Courier Journal. «Ένα μικρό νεαρό κορίτσι να στέκεται εκεί γυμνό δεν ήταν ωραίο θέαμα». Λόγω της επιμονής του καλούντος, η Σάμερς δεν είπε στην Ντόκερι τι συνέβαινε και αργότερα αποκάλυψε ότι ο «αστυνομικός Σκοτ» είπε ότι είχε στη γραμμή την «McDonald’s corporate» μαζί με την διευθύντρια του καταστήματος, Σίντονς.

Αργότερα η Σάμερς κάλεσε τον Μπράντλεϊ να προσέχει την Όγκμπορν. Ωστόσο, αρνήθηκε να ακολουθήσει τις οδηγίες του καλούντος, όταν του ζητήθηκε να αφαιρέσει μια ποδιά που της είχε δοθεί για να καλυφθεί και να περιγράψει πώς έμοιαζε.
Σεξουαλική και σωματική κακοποίηση

«Φοβήθηκα επειδή ήταν ανώτεροι από μένα», δήλωσε η Όγκμπορν σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα. «Φοβήθηκα για την ασφάλειά μου, επειδή νόμιζα ότι είχα προβλήματα με τον νόμο».

Από την πλευρά της η Σάμερς υποστήριξε: «Έκανα ακριβώς ό,τι μου είπε να κάνω», παίρνοντας τα ρούχα της Όγκμπορν και βάζοντάς τα σε μια τσάντα που ο καλών δήλωσε ότι θα παραλάμβανε σύντομα η αστυνομία. Η αστυνομία δεν εμφανίστηκε ποτέ παρά το γεγονός ότι το κτίριό της βρισκόταν λιγότερο από ένα μίλι μακριά από το εστιατόριο, αλλά η Σάμερς δήλωσε αργότερα σε κατάθεση ότι όποτε «του έκανε ερωτήσεις», ο καλών «είχε πάντα μια απάντηση».

Η κακοποίηση προχώρησε μετά από αυτό το σημείο, με τον αρραβωνιαστικό της Σάμερς, τον Νιξ, να καλείται στο γραφείο. Ο Νιξ δήλωσε αργότερα στην αστυνομία ότι ο άνδρας που τηλεφώνησε «μου είπε τι να κάνω» για τις επόμενες δύο ώρες, συμπεριλαμβανομένου του να του περιγράφει το γυμνό σώμα της Όγκμπορν, να την διατάζει να κάνει άλματα και να την αναγκάζει να κάθεται στα γόνατά του και να τον φιλάει (για να μυρίσει δήθεν την αναπνοή της).

Η Όγκμπορν κατέθεσε αργότερα ότι κάθε φορά που αρνιόταν να ακολουθήσει τις διεστραμμένες οδηγίες του καλούντος, ο Νιξ είχε διαταχθεί να τη χαστουκίσει. Τελικά, ο τηλεφωνητής διέταξε την Όγκμπορν να κάνει στοματικό σεξ στον Νιξ. Η ίδια αφηγήθηκε στην κατάθεσή της ότι άρχισε να κλαίει και είπε: «Όχι! Δεν έκανα τίποτα κακό. Αυτό είναι γελοίο».


Ισχυρίστηκε όμως ότι ο Νιξ της είπε ότι θα έπρεπε να τη χτυπήσει αν δεν το έκανε. Η κακοποίηση συνεχίστηκε έως ότου η Σάμερς επέστρεψε τελικά στο γραφείο και ο καλών διέταξε τον Νιξ να φύγει. Αφού έφτασε πίσω στο σπίτι του, ο καλύτερος φίλος του Νιξ, ο Τέρι Γκρίγκσμπι, θυμήθηκε ότι έλαβε ένα τηλεφώνημα από τον ίδιο κατά τη διάρκεια του οποίου είπε: «Έχω κάνει κάτι τρομερά κακό», σύμφωνα με την εφημερίδα The Courier Journal.

Η απάτη έληξε τελικά όταν ο Σίμς, ο συντηρητής, αρνήθηκε να ακολουθήσει τις οδηγίες του καλούντος. «Είπε: ‘κάτι δεν μου κολλάει σε όλο αυτό’», θυμήθηκε η Σάμερς στην κατάθεσή της.

Η Σάμερς αποφάσισε να καλέσει τη διευθύντριά της, για την οποία ο καλών είπε ότι ήταν στην άλλη γραμμή, αλλά ανακάλυψε ότι ήταν στο σπίτι και κοιμόταν κατά τη διάρκεια της κακοποίησης.

Στη συνέχεια, ο καλών έκλεισε τελικά το τηλέφωνο. «Τότε κατάλαβα ότι με είχαν ξεγελάσει», δήλωσε η Σάμερς. «Τα έχασα. Ικέτεψα τη Λουίζ για συγχώρεση. Ήμουν σχεδόν υστερική».

Όλες οι στιγμές της κακοποίησης είχαν καταγραφεί από κάμερα παρακολούθησης. «Κυριολεκτικά τους ικέτευα να με πάνε στο αστυνομικό τμήμα επειδή δεν έκανα τίποτα κακό», δήλωσε αργότερα η Όγκμπορν σε κατάθεσή της. «Δεν θα μπορούσα να κλέψω, είμαι πολύ τίμια. Μια φορά έκλεψα ένα μολύβι από έναν δάσκαλο και το επέστρεψα».
Ποιος ήταν ο ένοχος;

Όπως διαβάζουμε στο People, σε ένα άρθρο που υπογράφει η Yasmeen Hamadeh, οι ντετέκτιβ που ερευνούσαν την υπόθεση αναγνώρισαν ως ύποπτο τον Ντέιβιντ Στιούαρτ έναν 38χρονο τότε δεσμοφύλακα και κάτοικο Φλόριντα, σύμφωνα με την εφημερίδα The Courier Journal.

Ο Στιούαρτ συνελήφθη στην Πόλη του Παναμά στις 30 Ιουνίου 2004. Τελικά εκδόθηκε στο Κεντάκι, όπου αντιμετώπισε κατηγορίες για προσποίηση αστυνομικού, προτροπή σε σοδομισμό και προτροπή σε σεξουαλική κακοποίηση στο περιστατικό με τα McDonald’s του Mount Washington, σύμφωνα με την εφημερίδα The Courier Journal. Δήλωσε αθώος στις κατηγορίες.

Η δίκη του Στιούαρτ διήρκεσε περίπου μία εβδομάδα τον Οκτώβριο του 2006, κατά τη διάρκεια της οποίας οι εισαγγελείς ισχυρίστηκαν ότι αυτός έκανε το τηλεφώνημα στο McDonald’s του Mount Washington.

Ο Στιούαρτ αθωώθηκε από όλες τις κατηγορίες. Ωστόσο, ο συνήγορος υπεράσπισής του και η εισαγγελία πίστευαν ότι η έλλειψη άμεσων αποδεικτικών στοιχείων επηρέασε την απόφαση των ενόρκων. Συγκεκριμένα, δεν υπήρχαν μάρτυρες και δεν υπήρχε ηχογράφηση της φωνής του τηλεφωνήματος φάρσας για να συγκριθεί με την ομιλία του Στιούαρτ.

«Υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα σε αυτή την υπόθεση», δήλωσε ο δικηγόρος του Στιούαρτ, Στιβ Ρομίνες, σύμφωνα με το NBC News. «Το μόνο πράγμα που γνωρίζω με βεβαιότητα είναι ότι ο πελάτης μου δεν το έκανε».

Η αστυνομία θα ισχυριστεί αργότερα ότι μετά τη σύλληψη του Στιούαρτ, τα τηλεφωνήματα σταμάτησαν.

*Με πληροφορίες από: People

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου