Μελέτη με τίτλο “Αποτελούν τα υπολείμματα αφλατοξίνης στα προϊόντα κοτόπουλου πραγματικό ή αντιληπτό διατροφικό κίνδυνο για τον άνθρωπο;” που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Toxins, εξετάζει αν τα υπολείμματα αφλατοξινών στα προϊόντα κοτόπουλου αποτελούν πραγματικό ή υπερβολικά αντιληπτό διατροφικό κίνδυνο για τον άνθρωπο. Οι ερευνητές συνέλεξαν και ανέλυσαν δεδομένα από 33 μελέτες που κάλυψαν την περίοδο 1984–2023 και αφορούσαν περίπου 8100 κοτόπουλα σε 334 πειραματικές δοκιμές. Οι όρνιθες είχαν τραφεί με ζωοτροφές που περιείχαν από 0,1 έως 6400 μικρογραμμάρια αφλατοξινών ανά κιλό, για χρονικά διαστήματα 7 έως 180 ημερών.
Στη μελέτη εξετάστηκαν συνολικά 58 πειραματικές δοκιμές που αφορούσαν την παρουσία αφλατοξινών στα αυγά κοτόπουλων τα οποία τράφηκαν με μολυσμένες ζωοτροφές. Όταν η τροφή περιείχε λιγότερα από 300 μικρογραμμάρια αφλατοξίνης ανά κιλό, όλα τα αυγά είχαν υπολείμματα κάτω από 1 μικρογραμμάριο ανά κιλό, ενώ ακόμη και στις περιπτώσεις όπου η περιεκτικότητα της ζωοτροφής ξεπερνούσε τα 300 μικρογραμμάρια, το 93% των δειγμάτων αυγών παρέμεινε κάτω από το ίδιο όριο. Σε καμία περίπτωση δεν ανιχνεύτηκαν υπολείμματα άνω των 5 μικρογραμμαρίων ανά κιλό. Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τα αυγά παρουσιάζουν εξαιρετικά χαμηλή ικανότητα συσσώρευσης αφλατοξινών, γεγονός που τα καθιστά ένα από τα ασφαλέστερα προϊόντα του κοτόπουλου ως προς αυτόν τον κίνδυνο.
Από τη συγκεντρωτική ανάλυση των δεδομένων προέκυψε επίσης, ότι λιγότερο από 1% της αφλατοξίνης που υπήρχε στην τροφή ανιχνεύεται τελικά στα βρώσιμα μέρη του κοτόπουλου. Η σχέση ανάμεσα στη συγκέντρωση της αφλατοξίνης στην τροφή και στα υπολείμματα στους ιστούς ήταν θετική, αλλά ασθενής. Όταν η τροφή περιείχε μέχρι 300 μικρογραμμάρια αφλατοξίνης ανά κιλό, τα υπολείμματα στους ιστούς ήταν σχεδόν πάντα κάτω από 1 μικρογραμμάριο ανά κιλό. Ακόμη και όταν οι συγκεντρώσεις στην τροφή ξεπερνούσαν τα 300 μικρογραμμάρια – πάνω από το ανώτατο επιτρεπτό όριο της FDA – οι ιστοί περιείχαν σε ποσοστό 74% λιγότερο από 1 μικρογραμμάριο και μόλις 0,6% των δειγμάτων ξεπέρασαν τα 20 μικρογραμμάρια ανά κιλό.
Η αφλατοξίνη συσσωρεύεται περισσότερο σε μεταβολικά ενεργούς ιστούς όπως το ήπαρ και οι νεφροί, ενώ οι μύες, το δέρμα, η καρδιά και τα αυγά δείχνουν μεγαλύτερη ικανότητα «απορρόφησης» ή αδρανοποίησης της τοξίνης. Οι γίζζες (στομάχι) και το ήπαρ συγκρατούν υψηλότερα ποσοστά, όμως ακόμη και εκεί οι τιμές είναι πολύ χαμηλές σε σχέση με τις αρχικές συγκεντρώσεις στη ζωοτροφή. Η προέλευση της μόλυνσης παίζει ρόλο: όταν η τροφή είχε μολυνθεί φυσικά, οι ιστοί εμφάνιζαν ελαφρώς περισσότερα υπολείμματα από ό,τι στις περιπτώσεις που η μόλυνση έγινε με τεχνητή προσθήκη καθαρής αφλατοξίνης. Παρ’ όλα αυτά, οι συγκεντρώσεις στα βρώσιμα προϊόντα παρέμεναν χαμηλές, κάτω από τα διεθνή όρια ασφαλείας.
Τα δεδομένα δείχνουν ότι τα κοτόπουλα λειτουργούν ως «βιολογικό φίλτρο» για τις αφλατοξίνες: κατακρατούν και μεταβολίζουν το μεγαλύτερο μέρος τους, μειώνοντας τον κίνδυνο για τον άνθρωπο. Έτσι, σιτηρά με υψηλή περιεκτικότητα σε αφλατοξίνες, που δεν είναι κατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ασφάλεια στην πτηνοτροφία, εφόσον δεν επηρεάζουν την ανάπτυξη και την υγεία των ζώων.
Η διάρκεια έκθεσης επηρεάζει την ποσότητα που συσσωρεύεται στους ιστούς· ωστόσο, τα εμπορικά κοτόπουλα σφάζονται συνήθως στις 35–50 ημέρες, διάστημα μικρό για σημαντική βιοσυσσώρευση. Επίσης, έρευνες δείχνουν ότι οι αφλατοξίνες απομακρύνονται από τους ιστούς μέσα σε λίγες ημέρες εφόσον τα πουλερικά τραφούν ξανά με καθαρή τροφή. Πειραματικά, έχει αποδειχθεί ότι διάφορα πρόσθετα τροφών, όπως κουρκουμίνη, σπιρουλίνα, σιλυμαρίνη, μπεντονίτης ή ορυκτά ιχνοστοιχεία, μειώνουν περαιτέρω τα υπολείμματα αφλατοξίνης στο ήπαρ και στους μύες, υποβοηθώντας τον αποτοξινωτικό μηχανισμό του οργανισμού του πτηνού.
Συμπερασματικά, σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, τα υπολείμματα αφλατοξίνης στα προϊόντα κοτόπουλου ήταν γενικά χαμηλά, γεγονός που υποδηλώνει περιορισμένο κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία από την κατανάλωση τους. Η ικανότητα των κοτόπουλων να λειτουργούν ως «βιολογικό φίλτρο» για την απομάκρυνση των αφλατοξινών από την τροφοδοσία τροφίμων παρέχει μια πιθανή εναλλακτική χρήση για τα μολυσμένα σιτηρά. Η συμπερίληψη πρόσθετων προσθέτων στην τροφή έχει τη δυνατότητα να μειώσει ακόμη περισσότερο αυτά τα επίπεδα υπολειμμάτων. Η χρονική διάρκεια κατανάλωσης μολυσμένων σιτηρών από τα κοτόπουλα εκτιμάται ότι αντιπροσωπεύει περίπου το 33% της παρατηρούμενης διακύμανσης και υπάρχει σημαντική πιθανότητα τα πτηνά που καταναλώνουν μολυσμένη τροφή για μεγάλο χρονικό διάστημα, >100 ημερών, να έχουν υψηλότερα υπολείμματα αφλατοξίνης στους καταναλώσιμους ιστούς τους. Αυτά τα συμπεράσματα δείχνουν ότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα για τον καθορισμό του μέγιστου ανεκτού επιπέδου αφλατοξίνης στις ζωοτροφές των κοτόπουλων, όπως και η αξιολόγηση άλλων πτηνών, όπως πάπιες, χήνες και γαλοπούλες, για να διαπιστωθεί εάν και αυτά θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως «βιολογικά φίλτρα» για τις αφλατοξίνες στην τροφή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου