Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Δεκεμβρίου 11, 2025

«Η Σύνοδος της Κρήτης 2016» διατύπωσε νέα δόγματα

Σύμφωνα με τον καθηγητή Δημήτριο Τσελεγγίδη, ομότιμο καθηγητή Δογματικής της

Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, η Εκκλησία αποτελεί

αλήθεια πίστεως.

 Όταν γίνεται λόγος για την Εκκλησία, γίνεται λόγος περί Αυτής με δογματικό

τρόπο.

Το έγγραφο «Οι Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με το   υπόλοιπο  χριστιανικού κόσμου» επιφέρει μεταβολή στην ορθόδοξη εκκλησιολογία, που αφορά την ταυτότητα και τη μοναδικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η αλλαγή αυτή καθορίζεται από την παράγραφο 19, η οποία καθιερώνει τη Διακήρυξη του Τορόντο (1950)3 ως συνταγματικό έγγραφο αναφοράς, με αποτέλεσμα το κείμενο να μην μπορεί πλέον να αντιμετωπίζεται ανεξάρτητα.

„19. Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι–μέλη [...] ἔχουν βαθεῖαν τήν πεποίθησιν ὅτι αἱ ἐκκλησιολογικαὶ προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης «Ἡ Ἐκκλησία, αἱ εκκλησίαι καὶ τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν», εἶναι κεφαλαιώδους

σημασίας διὰ τὴν Ὀρθόδοξον συμμετοχὴν εἰς τὸ Συμβούλιον.

”Αναλύοντας τα δύο έγγραφα από κοινού, παρατηρείται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία αποκτά διαφορετικό νόημα σε σχέση με το πώς μαρτυρείται από τους Αγίους Πατέρες στο Νικαο-Κωνσταντινουπολίτικο Σύμβολο της Πίστεως, μη ταυτιζόμενη (σε κανένα από τα δύο

έγγραφα) ως το Μοναδικό Σώμα του Χριστού5

. Αντιθέτως, εμφανίζεται μία διάκριση μεταξύ του

όρου «Ἐκκλησία» και του όρου «Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία»..

Ἀπὸ τὴν μία πλευρά, ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» λαμβάνει τὸ νόημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ μὴ ταυτιζομένης μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλὰ μὲ μία ἀόρατη παγκόσμια Ἐκκλησία, ἡ ὁποία περιλαμβάνει ὅλες τὶς χριστιανικὲς ὁμολογίες ποὺ ἔχουν ὡς ἀφετηρία τὴν πίστη ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς καὶ Σωτήρας· μία Ἐκκλησία ἐν κατασκευῇ, τῆς ὁποίας ἡ ἐνότητα φέρεται ὡς χαμένη καὶ ὀφείλει νὰ ἀποκατασταθεῖ, ἢ μία Ἐκκλησία τὴν ὁποία ὁ Θεὸς οἰκοδομεῖ, συναθροίζοντας τὰ τέκνα Του.

 Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἔχει τελεία ταυτότητα μὲ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἀλλὰ καθίσταται μία ἀπὸ τὶς πολλὲς χριστιανικὲς ὁμολογίες ποὺ περιλαμβάνονται σὲ αὐτὴν τὴν παγκόσμια Ἐκκλησία. Σύμφωνα μὲ τὶς ἐκκλησιολογικὲς προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Τορόντο, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ταυτίζεται ἔτσι μὲ ἕνα ἀπὸ τὰ «τέκνα» ποὺ ὁ Θεὸς συνάγει γιὰ νὰ οἰκοδομήσῃ τὴν Ἐκκλησία Του∙ δὲν κατέχει τὴν πλήρη ἀλήθεια, ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ χωρὶς νὰ ταυτίζεται πλήρως μὲ αὐτήν, παρότι εἶναι χωρισμένη ἀπὸ τὶς ἄλλες ὁμολογίες δύναται νὰ δίδῃ μαζί τους μία

κοινὴ μαρτυρία, διαθέτει ὁρισμένα στοιχεῖα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν ἔχει σαφῆ ὅρια, ἀφοῦ

περιλαμβάνεται στὴν «ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ»

.ἱ προϋποθέσεις ποὺ ὑιοθετήθηκαν ἀπὸ αὐτὴν τὴ Σύνοδο, ξένες πρὸς τὴν ὀρθόδοξη

ἐκκλησιολογία, ὅπως ἀναλύονται καὶ ἐξηγοῦνται στὸ ἔργο «Μία ἱστορικὴ προσέγγιση τοῦ πλαισίου

τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς ἑτεροδόξους. Ἡ Δήλωση τοῦ Τορόντο» εἶναι οἱ ἀκόλουθες: «ecclesia extra

ecclesiam» (Ἐκκλησία ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας)

,ἡ ἀμοιβαία ἀναγνώριση τοῦ Βαπτίσματος ἀνὰμεσα

στὰ μέλη τοῦ λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ὁ δογματικὸς μινιμαλισμός, ἡ

«θεωρία τῶν ἀτελῶν Ἐκκλησιῶν» καὶ ἡ διδασκαλία τῶν «vestigia ecclesiae», ἡ θεωρία τῆς «χαμένης ἐνότητας τῆς Ἐκκλησίας» , ἡ ἐκκλησιολογικὴ οὐδετερότητα καὶ ἡ ἔννοια τῆς «ἐνότητας ἐν ποικιλίᾳ τῆς εὐαγγελικῆς ἐκφράσεως»


 Αὐτὲς οἱ προϋποθέσεις ἐπηρεάζουν τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοποθετεῖται ἀπέναντι στὶς αἱρέσεις, χωρὶς νὰ καθορίζονται σαφῶς τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ποιοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκονται ἐκτὸς Αὐτῆς. Ἔτσι, στὰ ἔγγραφα τοῦ «Συνόδου τῆς Κρήτης» οἱ ὅροι «αἵρεση» καὶ «αἱρετικός» δὲν ἐμφανίζονται καθόλου, ὡς νὰ ἀμνηστεύονται ἐμμέσως· σε ἀντίθεση μὲ τοὺς προγενεστέρους Συνόδους ποὺ κατεδίκασαν τὶς αἱρέσεις καὶ τοὺς αἱρετικούς, αὐτὴ ἡ Σύνοδος ἀναγνωρίζει τὴν «ἱστορικὴ ὀνομασία» ἄλλων «Ἐκκλησιῶν καὶ ἑτεροδόξων ὁμολογιῶν»

(παρ. 6 καὶ 16) καὶ, μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς Δηλώσεως τοῦ Τορόντο, τοὺς ἀποδίδεται μάλιστα ἕνα ἐκκλησιαστικὸ καθεστώς, ἀποκαλούμενα «στοιχεῖα» καὶ «ἴχνη» τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας ἢ «ἰσχυρὰ μέσα δι

’ ὧν ἐνεργεῖ ὁ Θεός».

Ἐπιπλέον, ἡ διατύπωση τῆς παραγράφου 4, ἡ ὁποία δηλώνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (καὶ

οὐχὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ) «καλλιεργοῦσε ἀπὸ πάντοτε τὸν διάλογο μὲ ἐκείνους ποὺ ἀποσπάσθηκαν ἀπ’ αὐτήν», ἐκ τῶν ὁποίων ἄλλοι εἶναι «πλησιέστεροι» καὶ ἄλλοι «μακρύτεροι» ἀντανακλᾷ τὴ θεωρία τῶν «ἀτελῶν Ἐκκλησιῶν», ξένη πρὸς τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ σκέψη.

Ἐν κατακλείδι, τὸ νέο δόγμα συνίσταται στὴ νέα ἐκκλησιολογία ποὺ διατυπώνεται στὰ

δύο αὐτὰ κείμενα: τὸ ἔγγραφο «Οἱ Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὸ  υπόλοιπο χριστιανικοῦ κόσμου» καὶ ἡ Δήλωση τοῦ Τορόντο, ἡ ὁποία βρίσκεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὴν ἐκκλησιολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἡ ὁποία διακηρύσσει τὴν ταυτότητα, τὴ μοναδικότητα καὶ τὴν πληρότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.


Αυτό το απόσπασμα αποτελεί μέρος μιας πιο εκτενούς απάντησης που δημοσίευσα στον ιστότοπο orthodoxiacatholica.com.  Αυτό το κείμενο το έγραψα ως απάντηση στις δηλώσεις της επίσημης ιστοσελίδας basilica.ro του Ρουμανικού Πατριαρχείου.


            Πρωτοπρεσβύτερος Ματθαίος Βουλκανέσκου


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου