«Φτιάχνω σοβαρές φωτογραφίες μεταμφιεσμένες σε ψυχαγωγία» έλεγε ο Μάρτιν Παρ, ο σπουδαίος φωτογράφος που σκανδάλισε τη Βρετανία με το φλέγμα, το χιούμορ και τη σκανδαλώδη ευφυία του σε κάδρα εμβληματικά.
Ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους μαέστρους της εικόνας, ο Μάρτιν Παρ, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 73 ετών. Ο Βρετανός ντοκιμαντερίστας, ο οποίος αιχμαλώτισε τις ιδιορρυθμίες του έθνους του με έναν μοναδικό συνδυασμό διαύγειας και χιούμορ, είχε διαγνωστεί με καρκίνο των οστών το 2021.
Η κληρονομιά του μένει ανεξίτηλη, καθώς μετέβαλε τον τρόπο που βλέπουμε τη βρετανική ταξική κοινωνία, αποδεικνύοντας ότι η πιο οξεία παρατήρηση κρύβεται πίσω από την πιο αστεία εικόνα.
Ο θάνατος του θρυλικού φωτογράφου αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό στον κόσμο της τέχνης, αλλά η ματιά του παραμένει επίκαιρη. Από τους εραστές της ηλιοθεραπείας έως τον παγκόσμιο καταναλωτισμό, ο Παρ υπήρξε ο οξυδερκής παρατηρητής που δεν φοβήθηκε να δείξει τη ζωή όπως ακριβώς ήταν, λουσμένη στο φως, πνιγμένη στις θηλιές-σκιές της.Η διάγνωση με μυέλωμα, έναν τύπο καρκίνου του μυελού των οστών, είχε γίνει τον Μάιο του 2021, βάζοντας τον μεγάλο καλλιτέχνη σε έναν αγώνα που, όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, «επιτάχυνε τα πράγματα» όπως και την επιθυμία του να ολοκληρώσει το έργο της ζωής του.
Ο Παρ ήταν γνωστός για τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του σχετικά με το αγγλικό ταξικό σύστημα. Απαθαντίζοντας τις ιδιορυθμίες και τις αντιπαλότητες με εκκεντρικό, απόλυτα αναγνωρίσιμο, τρόπο ο Παρ λάτρευε το χρώμα, συχνά στον υπερθετικό.
Το εμβληματικό του φωτογραφικό λεύκωμα του 1986, The Last Resort: Photographs of New Brighton, στο οποίο απαθανάτισε παραθεριστές της εργατικής τάξης στο Λίβερπουλ, σηματοδότησε μια κομβική αλλαγή στη βρετανική ντοκιμαντερίστικη φωτογραφία, απομακρύνοντας την από το «σκληρό», ασπρόμαυρο στπλ του παρελθόντος προς ένα πιο τολμηρό και έγχρωμο ύφος.
Ο Παρ γεννήθηκε το 1952 και μεγάλωσε στο Σάρεϊ, μια ζωή που ο ίδιος χαρακτηρίζει «βαρετή», περνώντας τα Σαββατοκύριακα παρατηρώντας μεταναστευτικά πουλιά.
Τις καλοκαιρινές διακοπές του τις περνούσε στο Γιορκσάιρ, όπου ανακάλυψε τη φωτογραφία – ο παππούς του τον έμαθε να χρησιμοποιεί τη φωτογραφική μηχανή – αλλά και την έντονη αίσθηση της κοινότητας, κάτι που του έλειπε στο Σάρεϊ.
Πιστεύει ότι το πρώτο του σοβαρό φωτογραφικό έργο, The Non-Conformists στο Χέμπντεν Μπριτζ, μια σειρά ασπρόμαυρων, πιο παραδοσιακών φωτογραφιών για τους Μεθοδιστές της περιοχής, ήταν μια αναζήτηση της «χαμένης παιδικής ηλικίας» του.
Δύο ακαδημαϊκές αποτυχίες καθόρισαν τη μετέπειτα ζωή του. Η αποτυχία στα A-levels της Ιστορίας και των Αγγλικών, τον οδήγησε στο Πολυτεχνείο του Μάντσεστερ.
Η δεύτερη αποτυχία ήταν η απόρριψή του στις εξετάσεις θεωρίας του πρώτου έτους, αλλά ο καθηγητής του, Άλαν Μάργκατροϊντ, επέμενε να τον κρατήσει στο πρόγραμμα. Αυτή η στήριξη αποτέλεσε ένα κομβικό σημείο στην πορεία του.
Αφού σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Μάντσεστερ, πέρασε κάποιες σεζόν φωτογραφίζοντας στο Μπάτλινς, όπου παρατήρησε τις ιδιαίτερα κορεσμένες, νοσταλγικές καρτ-ποστάλ του Τζον Χάιντ, οι οποίες επηρέασαν καθοριστικά το μεταγενέστερο έργο του.
Μετακομίζοντας στο Χέμπντεν Μπριτζ, ο Παρ φωτογράφισε τις εκκλησιαστικές κοινότητες της περιοχής, προτού γνωρίσει τη σύζυγό του, Σούζαν Μίτσελ.
Αργότερα, το ζευγάρι μετακόμισε στη δυτική ακτή της Ιρλανδίας, όπου δημοσίευσε αρκετά έργα, μεταξύ των οποίων και το Bad Weather του 1982, που τραβήχτηκε χρησιμοποιώντας υποβρύχια κάμερα.
Η κομβική στιγμή στη δουλειά του Παρ ήρθε όταν το ζευγάρι μετακόμισε στο Γουάλασι. Εκεί, εμπνευσμένος από φωτογράφους στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπως ο Τζόελ Μάγεροβιτς και ο Στίβεν Σορ, ο Παρ δημιούργησε το έργο που αργότερα δήλωσε ότι ήταν το σπουδαιότερό του, το The Last Resort.
Το προϊόν τριών καλοκαιριών που πέρασε στις παραλίες του Νιου Μπράιτον, φωτογραφίζοντας τα απορρίμματα από fish and chips, παιδιά που έκλαιγαν και παιχνίδια του λούνα παρκ.
Το λεύκωμα, αν και του έφερε αναγνωρισιμότητα, δεν έτυχε καθολικής αποδοχής. Ο Παρ αντιμετώπισε σημαντική κριτική για τον τρόπο που απεικόνιζε τις οικογένειες της εργατικής τάξης μέσα από το «προνομιούχο» βλέμμα του, με ορισμένους να καταγγέλλουν την εστίαση στα ηλιοκαμένα σώματα και τις «φτηνές» απολαύσεις των θεμάτων του.
YouTube thumbnail
Για τους θαυμαστές του, ωστόσο, αυτό ήταν το απόσταγμα της αταλάντευτης ματιάς και της ατόφιας μαγείας του. Ο Παρ είχε στόχο να αιχμαλωτίσει την κανονική ζωή όπως τη ζούσαν οι περισσότεροι Βρετανοί, χωρίς να την ωραιοποιεί.
Άλλωστε, ο Παρ μπορούσε να γίνει ακόμη πιο αιχμηρός, όταν επρόκειτο να τεκμηριώσει οπτικά τη μεσαία τάξης, στην οποία ανήκε και ο ίδιος.
Καθώς η Θάτσερ αναμόρφωνε τη χώρα τη δεκαετία του ’80, ο Παρ μετακόμισε στο Μπρίστολ με τη Σούζαν και τη νεογέννητη κόρη τους, Έλεν. Εκεί, έστρεψε την προσοχή του στο άλλο άκρο της κοινωνίας, έναν κόσμο από πάρτι σε κήπους, αγορές και ανοιχτές ημέρες ιδιωτικών σχολείων, που αποτέλεσε το φωτογραφικό του λεύκωμα του 1989, The Cost of Living. Για πολλούς, μια αυταπόδεικτη, ηχηρή ειρωνεία στην πάλη των τάξεων.
Χάρη στην οξεία, ανθρωπολογική του ματιά, το έργο του Παρ μπορούσε να προκαλέσει πολλαπλές αντιδράσεις – χιούμορ, ενσυναίσθηση, αηδία – συχνά μέσα στην ίδια εικόνα. Αυτό αντανακλούσε την δική του σχέση αγάπης/μίσους με την πατρίδα του.
Αυτοανακηρυγμένος επικριτής του Brexit, ο Παρ λάτρευε τη νοσταλγική εικόνα των χωριών και των τοπικών εκθέσεων και προσπαθούσε (μάλλον εις μάτην) να κρατήσει τη δουλειά του μακριά από την πολιτική.
Ωστόσο ο ίδιος είχε δηλώσει παλαιότερα ότι «όλοι οι φωτορεπόρτερ είναι αριστεροί, δεν μπορείς να κάνεις αυτή τη δουλειά αν δεν νοιάζεσαι για τους ανθρώπους».
Στη δεκαετία του 1990, το έργο του απέκτησε διεθνή χαρακτήρα με κριτικές για τη βιομηχανία του τουρισμού (Small World) και τον παγκόσμιο καταναλωτισμό (Common Sense). Περισσότερη διαμάχη προκλήθηκε το 1994, όταν εντάχθηκε στο εκλεκτικό πρακτορείο φωτογραφίας Magnum.
Ο ιδρυτής και καθοδηγητής του πρακτορείου, Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, είχε απορρίψει το έργο του Παρ ως «από άλλο πλανήτη» σε σύγκριση με τους καλλιτέχνες που ήταν μέλη εκείνη την εποχή.
Ο Φίλιπ Τζόουνς Γκρίφιθς, φωτογράφος του πολέμου του Βιετνάμ από την Ουαλία, είχε αγωνιστεί ενάντια στην εισδοχή του, λέγοντας: «Οποιοσδήποτε χαρακτηρίζεται ως ο αγαπημένος φωτογράφος της Μάργκαρετ Θάτσερ σίγουρα δεν ανήκει στη Magnum».
Τελικά, ο Παρ έγινε δεκτός με μία ψήφο διαφορά, σημάδι ότι το πρακτορείο εκσυγχρονιζόταν. Ο Παρ συνέχισε να υπηρετεί ως πρόεδρος της Magnum μεταξύ 2014 και 2017.
Το 2014 ίδρυσε το Ίδρυμα Μάρτιν Παρ, το οποίο φιλοξενεί το δικό του φωτογραφικό αρχείο, καθώς και την τεράστια συλλογή του από βρετανική και ιρλανδική φωτογραφία άλλων καλλιτεχνών.
Ο Παρ δεν ήταν μόνο φωτογράφος αλλά και συλλέκτης, τόσο φωτογραφικών βιβλίων όσο και καρτ-ποστάλ και περίεργων αναμνηστικών αντικειμένων.
Το βιβλίο του Space Dogs: The Story of the Celebrated Canine Cosmonauts (2019) αφορούσε τη συλλογή του από αντικείμενα αφιερωμένα στη Λάικα, την Μπέρλκα και τη Στρέλκα. Η συλλογή του από ρολόγια του Σαντάμ Χουσεΐν έγινε επίσης βιβλίο το 2004.
Ωστόσο, η ίδια η φωτογραφία παρέμεινε πάντα η μεγαλύτερη εμμονή του Παρ. «Πρέπει να είσαι άφοβος αν θέλεις να γίνεις φωτογράφος», είχε πει κάποτε. «Δεν υπάρχει χρόνος για εκφοβισμό».
Ο Μάρτιν Παρ θα λείψει, ακόμη και αν έχει αφήσει με διακριτές οδηγίες μια σχολή από νέους φωτογράφους που ακολουθούν τη σχολή του.
Ως συλλέκτης στιγμών με μια καριέρα που ξεδιπλώνεται σε περισσότερες από 145 φωτογραφικές εκδόσεις και εκατοντάδες εκθέσεις ανά τον κόσμο, ο Βρετανός θρύλος της ντοκιμαντερίστικης φωτογραφίας είχε το σπάνιο ως νεοδύμιο χάρισμα να μετατρέπει το οικείο σε κάτι εξωτικό, αναγκάζοντας τον θεατή να κοιτάξει πιο σκληρά το χιούμορ και την, ενίοτε, ασχήμια της καθημερινότητας.
Πριν από δύο δεκαετίες, η ετυμηγορία του Μάρτιν Παρ σε διαγωνισμό φωτογραφίας ήταν ανελέητη. Με ένα βλέμμα «αναμάρτητο» και πλήρη πεποίθηση για το τι είναι «καλό», ο Παρ έχει καθορίσει μια ολόκληρη γενιά φωτογράφων.
Μιλώντας στον The Guardian ένα χρόνο πίσω, γεμάτος επίγνωση του χρόνου που περνά, ο Παρ μίλησε για την εμμονή του με τη φωτογραφία, την κληρονομιά που αφήνει μέσω του Ιδρύματός του και τον ρόλο της τέχνης του ως «μια μορφή συλλογής».
Η έννοια της «πεποίθησης» είναι το κλειδί για την κατανόηση του Μάρτιν Παρ, του φωτογράφου που έκανε τη βρετανική ζωή – με τις ιδιορρυθμίες και το φαινομενικό χάος της – ένα παγκόσμιο καλλιτεχνικό θέμα.
Περίπου 20 χρόνια πριν, η συντάκτρια Μιράντα Σόγιερ τον συνάντησε ως κριτή σε διαγωνισμό φωτογραφίας. Τον περιέγραψε ως γοητευτικό και προσηνή, σχεδόν αρκουδίσιο, αλλά ταυτόχρονα «απολύτως αδίστακτο» στις αποφάσεις του. Ο ίδιος ο Παρ το επιβεβαιώνει με σιγουριά: «Ω, ναι. Ακριβώς από την αρχή. Απόλυτη πεποίθηση. Ήξερα ότι θα γίνω φωτογράφος από την ηλικία των 13, 14, και ήξερα τι ήταν καλό ακόμα και τότε. Ήμουν εμμονικός με τη φωτογραφία. Όλοι οι καλλιτέχνες είναι εμμονικοί, νομίζω».
Το έργο ζωής του, το επίτευγμα για το οποίο είναι πιο περήφανος από κάθε τι άλλο, ήταν το Ίδρυμα Μάρτιν Παρ, που εδρεύει στο Μπρίστολ και ιδρύθηκε το 2017.
«Ελπίζω να είναι κάποιου είδους όφελος», είχε πει. «Δεν πρόκειται να πω ότι σώζω τον κόσμο. Δεν περιμένω ποτέ η φωτογραφία να αλλάξει τίποτα». Ωστόσο, η πράξη του, η δημιουργία αυτού του πυρήνα πολιτισμού, δείχνει ξεκάθαρα την αξία της προσφοράς, ακόμη και αν ο ίδιος προσπαθούσε με επιμονή να την υποβαθμίσει.
Αφόρητα παραγωγικός ο Μάρτιν Παρ εργάστηκε από τη δεκαετία του 1980, πραγματοποίησε πάνω από 80 εκθέσεις παγκοσμίως και δημοσίευσε περισσότερα από 145 βιβλία. Το αρχείο του είναι τόσο εκτενές που μπορεί να ανακατηγοριοποιηθεί ατελείωτα. «Αν θέλετε να κάνω ένα βιβλίο για σκύλους, κανένα πρόβλημα», λέει. «Μπορώ να βρω 100 φωτογραφίες αμέσως. Ή για τσιγάρα».
Ο Παρ ήξερε ακριβώς ποιό είναι το δικό του οπτικό στιλ. «Είναι η παλέτα των φωτεινών χρωμάτων και το ότι πλησιάζω πολύ κοντά στο θέμα μου. Το χρώμα βοηθά να απομακρυνθείς ένα βήμα από την πραγματικότητα. Υποθέτω ότι αυτό είναι μέρος της ‘όρασης’ αν και ακούγεται λίγο επιτηδευμένο. Και το χιούμορ. Η ζωή είναι αστεία. Προσπαθώ να το μεταφέρω αυτό στις εικόνες».
Με εικόνες που ισορροπούν ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ, τη σάτιρα και τον σχολιασμό ο Παρ λάτρευε να φωτογραφίζει ανθρώπους ζητώντας τους, παραδόξως, να μην χαμογελούν.
«Οι άνθρωποι θέλουν πάντα να μου χαμογελούν, αλλά όταν κάνω ένα πορτρέτο θέλω να δείξω μια αίσθηση αξιοπρέπειας και τη σχέση τους με αυτό που βρίσκονται μπροστά» είχε πει.
«Δημιουργώ μυθοπλασία από την πραγματικότητα. Το μόνο που έχει σημασία είναι η σχέση σου με το θέμα. Αυτό είναι που ελέγχεις. Είναι όλα αλήθεια, αλλά είναι η δική μου αλήθεια. Η προσωπική μου αλήθεια» υπερασπίστηκε ο Παρ που πριν πεθάνει είχε πλάνα.
Ήθελε να κάνει τη βιογραφία του, να εγκαινιάσει περισσότερες εκθέσεις, να απαθανατίσει το μάταιο σε φωτογραφίσεις μόδας και να απαθανατίσει περισσότερα καλοκαίρια. «Είναι το καλύτερο μου, όλα συμβαίνουν τότε» έλεγε αυτός που ποτέ δεν συμπάθησε τον πόνο ή αυτούς που τον καλλιέργησαν.
«Όλοι μισούσαμε τη Θάτσερ» είχε υπενθυμίσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου