Μελέτη επιβεβαιώνει ότι η Ελλάδα δεν βρίσκεται εκτός χάρτη κινδύνου
για τον αιμορραγικό πυρετό Κριμαίας–ΚονγκόΔύο εγχώρια κρούσματα αιμορραγικού πυρετού Κριμαίας–Κονγκό που καταγράφηκαν στη Θεσσαλία επαναφέρουν στο προσκήνιο έναν ιό που θεωρούνταν περιφερειακός κίνδυνος και όχι άμεση απειλή. Νέα μελέτη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, σε συνεργασία με το Γενικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας που δημοσιεύτηκε στο ευρωπαϊκό επιστημονικό περιοδικό Euro Surveillance στις 11 Δεκεμβρίου 2025, τεκμηριώνει ότι η νόσος δεν αποτελεί θεωρητικό σενάριο αλλά υπαρκτή πραγματικότητα, με θανατηφόρα κατάληξη στο πρώτο περιστατικό και ενδονοσοκομειακή μετάδοση στο δεύτερο. Πρόκειται μόλις για τα δεύτερα αυτοχθόνως καταγεγραμμένα περιστατικά στην Ελλάδα μετά το 2008, γεγονός που αιφνιδίασε τις αρχές και ενεργοποίησε μηχανισμούς έκτακτης δημόσιας υγείας.
Ο αιμορραγικός πυρετός Κριμαίας–Κονγκό είναι νόσος υψηλού κινδύνου. Ο ιός μπορεί να εξελιχθεί ραγδαία και, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, να αποβεί θανατηφόρος έως και στο 40% των περιπτώσεων. Μεταδίδεται κυρίως μέσω τσιμπημάτων από τσιμπούρια του γένους Hyalomma, τα οποία ευνοούνται από αγροτικά και ημιφυσικά περιβάλλοντα, και δευτερευόντως από άνθρωπο σε άνθρωπο μέσω επαφής με μολυσμένο αίμα ή σωματικά υγρά, κυρίως σε περιβάλλοντα υγειονομικής περίθαλψης. Τα συμπτώματα ξεκινούν συνήθως με υψηλό πυρετό, μυαλγίες, έντονο πονοκέφαλο, πόνο στον αυχένα και τη ράχη, ναυτία, εμετό και φωτοευαισθησία, ενώ στις βαριές μορφές εμφανίζονται αιμορραγίες από ούλα ή μύτη, νεφρική ανεπάρκεια και πολυοργανική ανεπάρκεια.
Το πρώτο κρούσμα της μελέτης αφορούσε ηλικιωμένο άνδρα άνω των 65 ετών από αγροτική περιοχή της Ελασσόνας στη Θεσσαλία, με συχνή παρουσία σε κτηνοτροφική μονάδα, που τον τσίμπησε τσιμπούρι. Ο ασθενής εισήχθη στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας, με υψηλό πυρετό και σοβαρή αιματολογική διαταραχή, η κλινική του εικόνα επιδεινώθηκε ταχύτατα και, παρά την εντατική υποστηρικτική θεραπεία, κατέληξε. Η εργαστηριακή επιβεβαίωση της λοίμωξης ενεργοποίησε άμεσα εκτεταμένη ιχνηλάτηση επαφών και αυστηρά μέτρα ελέγχου λοιμώξεων. Λίγες ημέρες αργότερα, γιατρός που είχε έρθει σε επαφή με τον πρώτο ασθενή μολύνθηκε ενδονοσοκομειακά. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία απέτρεψαν δεύτερο θάνατο, όμως το περιστατικό ανέδειξε ξεκάθαρα τον κίνδυνο μετάδοσης ακόμη και σε οργανωμένες δομές υγείας.
Παράλληλα με την κλινική διερεύνηση, οι ερευνητές προχώρησαν σε επιτόπιους ελέγχους σε ζώα και στο φυσικό περιβάλλον. Εντοπίστηκαν τσιμπούρια του γένους Hyalomma σε ζώα της κτηνοτροφικής μονάδας και στην ευρύτερη περιοχή, χωρίς όμως να ανιχνευθεί ενεργός ιός στα δείγματα. Το εύρημα αυτό δεν καθησυχάζει, καθώς επιβεβαιώνει ότι οι βασικοί φορείς του ιού υπάρχουν και οι συνθήκες για μετάδοση είναι παρούσες. Επιπλέον, οροεπιδημιολογική έρευνα σε κατοίκους κοντινών χωριών αποκάλυψε χαμηλό αλλά υπαρκτό ποσοστό προηγούμενης έκθεσης, κυρίως σε ηλικιωμένους, στοιχείο που δείχνει ότι ο ιός μπορεί να κυκλοφορεί σποραδικά και αθόρυβα.
Συμπεράσματα της μελέτης
Η κλιματική αλλαγή αναμένεται να επηρεάσει τον κύκλο ζωής των αρθρόποδων, συμπεριλαμβανομένων των κροτώνων, αυξάνοντας ενδεχομένως την αφθονία και τη γεωγραφική τους κατανομή. Η αυξημένη ευαισθητοποίηση σχετικά με τον CCHF μεταξύ των κλινικών ιατρών και των επαγγελματιών δημόσιας υγείας και υγείας των ζώων είναι κρίσιμης σημασίας. Οι κλινικοί ιατροί θα πρέπει να διατηρούν υψηλό δείκτη υποψίας κατά την υποδοχή εμπύρετων ασθενών με θρομβοπενία και αιμορραγικά σημάδια, ακόμη και σε μη ενδημικές περιοχές. Η αυστηρή IPC, συμπεριλαμβανομένου του πλήρους προστατευτικού εξοπλισμού φραγμού κατά τη διαχείριση ύποπτων κρουσμάτων, είναι ύψιστης σημασίας για τον μετριασμό της περαιτέρω νοσοκομειακής εξάπλωσης. Η αποτελεσματικότητα της ριμπαβιρίνης ως πιθανής θεραπείας ή/και προφύλαξης για τον CCHF, καθώς και της διαχείρισης του επακόλουθου HLS που προκαλείται από τον ιό, θα πρέπει να επικυρωθεί περαιτέρω, βάσει στοιχείων, ενώ υπάρχει επείγουσα ανάγκη για συγκεκριμένα φάρμακα και αποτελεσματικά εμβόλια. Η πρόσφατη καταγραφή αυτόχθονων κρουσμάτων CCHF στην Ελλάδα υπογραμμίζει την ανάγκη για διαρκή επαγρύπνηση και άμεση συντονισμένη αντίδραση σε όλους τους τομείς της δημόσιας υγείας, της υγείας των ζώων και του περιβάλλοντος. Σύμφωνα με την προσέγγιση «Μία Υγεία», η διαρκής διατομεακή συνεργασία, η ενισχυμένη επιτήρηση, η ευαισθητοποίηση των ομάδων υψηλού κινδύνου και οι άμεσες επιτόπιες έρευνες είναι κρίσιμες για την αξιολόγηση και τον μετριασμό του κινδύνου και τη διασφάλιση της ταχείας αντίδρασης σε τυχόν μελλοντικά συμβάντα.
Συστάσεις του ΕΟΔΥ
Η αποφυγή του τσιμπήματος παραμένει το βασικό μέτρο προστασίας. Ο ΕΟΔΥ τονίζει ότι δεν πρέπει να ενοχλείται το τσιμπούρι όταν είναι προσκολλημένο στο δέρμα και να μην χρησιμοποιούνται ουσίες όπως λάδι, οινόπνευμα ή βαζελίνη. Συνιστάται η αποφυγή περιοχών με πυκνή βλάστηση, δάση, λιβάδια και σωρούς φύλλων, ενώ όταν η παρουσία σε τέτοια περιβάλλοντα είναι αναπόφευκτη, πρέπει να επιλέγεται βάδισμα στο κέντρο των μονοπατιών και χρήση ανοιχτόχρωμων ρούχων με μακριά μανίκια και παντελόνια. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη χρήση κλειστών παπουτσιών, ψηλών καλτσών, γαντιών και εντομοαπωθητικών, καθώς και στο άμεσο ντους μετά την επιστροφή από την ύπαιθρο. Ο έλεγχος του σώματος και των ρούχων για τσιμπούρια είναι κρίσιμος, ενώ σε περίπτωση εντοπισμού τσιμπουριού στο δέρμα, αυτό πρέπει να αφαιρείται άμεσα και σωστά με ειδική λαβίδα ή από επαγγελματία υγείας, χωρίς επαφή με γυμνά χέρια και χωρίς πίεση ή σύνθλιψη του εντόμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου