από Μάγισσα Κίρκη
Τα βράδια όταν κλείνω τα μάτια μου, ονειρεύομαι πως είμαι 7. Περπατάω στη Μιχαήλ Βόδα με τη μεγάλη τσάντα-φάκελο κάτω απ' τη μασχάλη για να πάω Αγγλικά κι η μάνα μου έχει βγεί στο μπαλκόνι να δεί οτι φοράω το μπουφάν μου. Κάνω μια στάση στον κύριο Κώστα τον βιβλιοπώλη για να πάρω μηχανικό μολύβι κι ένα σετ αλληλογραφίας που δεν χρειάζομαι αλλά μ’ αρέσει όπως μυρίζει. Βγάζω απ’ τη χούφτα μου ένα τσαλακωμένο κατοστάρικο κολλημένο με σελοτέιπ, παίρνω τα ρέστα και τρέχω μην αργήσω. Στο σχόλασμα κατεβαίνουμε τα σκαλιά σπρώχνοντας τρέχοντας κι
ουρλιάζοντας και οι μανάδες μας που περιμένουν απ’ έξω νομίζουν πως θα σκοτωθούμε. Έχω μάθει να λέω “Orange” και “Umbrella” κι είμαι πολλή χαρούμενη γιατί πήρα άριστα στην έκθεση και αυτοκόλλητο κάτω απ’ το κόκκινο στυλό.
Είμαι 14 και με την κολλητή μου κανονίζουμε κοπάνα απ’ τα Αγγλικά για να πάμε για καφέ στα Εξάρχεια. Συναντιόμαστε έξω απ’ το φροντιστήριο και τρέχουμε πρίν βγεί έξω η δασκάλα και μας δεί. Τον λένε Γιάννη. Έχει πράσινα μάτια ξανθά μαλλιά και πηγαίνει τεχνικό λύκειο στην Πλατεία Θεάτρου. Το πρώτο του φιλί μυρίζει πικροδάφνη και στο πρώτο μας ραντεβού πηγαίνουμε βόλτα στο Πεδίον του Άρεως. 11 Νοεμβρίου 1994, κάνει ψύχρα και με σκεπάζει με το μπουφάν του. Νιώθω αμήχανα, είναι πολύ μεγαλύτερός μου κι αυτό κάνει τα πράγματα «απαγορευμένα». Τον ερωτεύομαι τρελλά. Δεν έχουμε ούτε μια φωτογραφία μαζί, τον βλέπω μόνο όταν βραδιάζει. Τα Χριστούγεννα μου κάνει δώρο μια ασημένια αλυσίδα με μισή καρδιά. Δυο μήνες μετά χωρίζουμε και κάνω 6 χρόνια να τον ξεπεράσω. Την αλυσίδα την έχω ακόμη…..
8 χρόνια μετά, κρατώ σφιχτά έναν άλλον κι ανεβαίνουμε το Μαίναλο. Είναι ο έρωτας της ζωής μου και θέλω σαν τρελλή να τον παντρευτώ. Παίζουμε χιονοπόλεμο, γλιστράω στον πάγο και γελάμε. Πίνουμε κρασάκια μπροστά απ’ το τζάκι μιας ξεχασμένης ταβέρνας, φιλιόμαστε ασταμάτητα και οι ανάσες μας κάνουν αχνό στους μείον ένα. Καλοκαιριάζει κι είμαστε μαζί. Σ’ ένα τζετ σκί που σκίζει τη θάλασσα, τον αγκαλιάζω σφιχτά, του φωνάζω «Σ αγαπάααααωωωω» και πέφτω στο νερό ευτυχισμένη. Κάνουμε έρωτα όλη μέρα κι όλη νύχτα, μου φέρνει παγωτό ενώ κοιμάμαι στην ξαπλώστρα και με τραβάει μέσα σ’ ένα κοσμηματοπωλείο αλλά-δεν ξέρω γιατί-κάνω πίσω, φοβάμαι. Την άλλη στιγμή το σώμα μου σκιά σ’ ένα κατάλευκο κρεβάτι που δεν είν’ το νυφικό μου, κλαίει ξυπνώντας απ’ τη νάρκωση. Κοιτάζω το ρολόι στον τοίχο, είναι 10.00, το σεντόνι μου είναι κόκκινο κι όλα έχουν τελειώσει. Στο ασανσέρ ένας μπαμπάς κρατάει ένα μωρό με ρόζ πλεκτό σκουφί και πίσω απ’ τα καφέ γυαλιά ηλίου, οι τύψεις τρέχουν απ’ τα μάτια μου.
Δεν δουλεύω, δεν κοιμάμαι, δεν βγαίνω , δεν γελώ, δεν αισθάνομαι. Ξαγρυπνώ καπνίζοντας και τρέμω μη νυστάξω και δω πάλι το μικρό ξανθό αγόρι. Το κρατάω απ’ το χέρι και το πάω σχολείο. Τέσσερα χρόνια ξημερώματα το πάω σχολείο και τέσσερα χρόνια χαράματα πετάγομαι κλαίγοντας παρακαλώντας να πεθάνω. Κάνω δυο πακέτα την ημέρα. Παίρνω το αμάξι στις 03.00 κάθε πρωί κι ανεβοκατεβαίνω την Εθνική οδό με ανοιχτό παράθυρο μα δεν με χωράνε οι δρόμοι. Παρκάρω έξω απ’ το σπίτι του, βλέπω το φως του αναμμένο και φοβάμαι να χτυπήσω μην τυχόν και ξαναπληγωθώ. Άλλες φορές τολμώ να μπώ και μόλις κάνουμε έρωτα φεύγω τρέχοντας μέσα στη νύχτα κι αλλάζω νούμερο να μην με ξαναβρεί. Αρχίζω να ψωνίζω πολύ. Ψωνίζω αλόγιστα, ψωνίζω επικίνδυνα, ψωνίζω τα πάντα χωρίς δεύτερη σκέψη κι όταν γυρίζω σπίτι, γεμίζω τη ντουλάπα μήπως γεμίσω την ψυχή μου. Έχω χρεώσει 10.000 ευρώ στην πιστωτική μου για να μη θυμάμαι, να μη πονάω να μην παραδέχομαι και να μην βλέπω το ξανθό αγόρι. Θέλω να αυτοκτονήσω αλλά δεν έχω καν τη δύναμη να ζήσω.
Μια στάλα ήλιου με ξυπνά. Είναι 07.00 κι είμαι 31. Στο διπλανό δωμάτιο κοιμάται ένα μικρό ξανθό αγόρι, ο γιός μου. Σηκώνομαι να φτιάξω το γάλα του και μόλις ακούει την πόρτα πετάγεται όρθιος κι ανοίγει τα χέρια του να τον πάρω αγκαλιά. Τον κοιτάζω γελώντας να προσπαθεί να σκαρφαλώσει πάνω μου. Με τον έρωτα της ζωής μου, μας πάντρεψε ένας μεθυσμένος αντιδήμαρχος μια βροχερή Τετάρτη που το γλεντήσαμε στο καφενείο της πλατείας με πρωινό φραπέ και τόστ ζαμπόν-τυρί. Ο αγαπημένος άνθρωπος των παιδικών μου χρόνων για «ευχαριστώ», μου γύρισε την πλάτη κι ο πιο αγαπημένος των εφηβικών έγινε δυο φορές κουμπάρα μου και οικογένειά μου. Πληρώνω ακόμη τις δόσεις εκείνης της πιστωτικής και τα «άχρηστα» ρούχα τα χάρισα, τα μοίρασα, τα πέταξα. Για το δικό μου χάπι έντ άγγιξα την τρέλλα, γι’ αυτό δεν με τρομάζει καμία κρίση, καμία απόλυση, καμία φτώχια, κανένα μέτρο. Κοιμάμαι κι ονειρεύομαι πως είμαι 7 κι αν κάτι με τρομάζει είναι που ίσως ο γιός μου πάψει απ’ τα 7 του να ονειρεύεται!
Υ.Γ.1 Ναι στη φωτό είμαι εγώ.
Υ.Γ.2 Το μικρό ξανθό αγόρι δεν μου μοιάζει καθόλου
Τσάμπα η σαμπάνια, τσάμπα το πήδημα τσάμπα και το ωάριο! :P:P
Ευχαριστώ την Kylee για την έμπνευση του τίτλου!
από Μάγισσα Κίρκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου