«Χθες το απόγευμα εις το τραμ συνέβη μία σκηνή, την οποίαν θα διηγηθώ όπως την ήκουσα και όπως την είδα.
Ο εισπράκτωρ του τραμ, αφού έδωσεν όλα τα εισιτήρια, επέρασε το χέρι του εις ένα από τους στύλους εις το πλάι των καθισμάτων και εστάθη εκεί. Όταν ένας εισπράκτωρ περνά το χέρι του εις ένα στύλον και στέκεται, σημαίνει ότι οι εξώσται είνε πλήρεις και δεν υπάρχει θέσις να σταθή ο υπάλληλος.
Μόλις όμως εστάθη εις την θέσιν εκείνην ο επιβάτης που εκάθητο εις την γωνίαν, έδειξε σημεία ανησυχίας, αγανακτήσεως και επί τέλους ανετινάχθη και είπε εις τον υπάλληλον.
-Πήγαινε σε παρακαλώ πάρα πέρα.
Ο τόνος με τον οποίον εδόθη η συμβουλή έπερνε ερώτησιν.
-Και γιατί παρακαλώ;
-Γιατί;... Μ' ερωτάς γιατί; Γιατί έχεις φάη σκόρδο!
Ο υπάλληλος έμεινε μίαν στιγμήν αναπολόγητος. Δεν ήξευρε τι να ειπή και αν έπρεπε να θυμώση ή να δεχθή την αγανάκτησιν του επιβάτου άνευ διαμαρτυρίας.
-Δεν έχω το δικαίωμα να κάμω την όρεξί μου; είπεν επί τέλους.
Τώρα πλέον ο επιβάτης εξεμάνη.
-Την όρεξί σου; είπε. Την όρεξί σου να την κάνης στο σπήτι σου.
-Μα στο σπήτι μου έφαγα σκόρδο, απάντησεν ο υπάλληλος. Μήπως νομίζετε πως έφαγα στο ξενοδοχείον της Μεγάλης Βρεττανίας;
Η απάντησις έφερε κάποιαν ευθυμίαν. Όσοι δεν ήσαν εις την ακτίνα εις την οποίαν έφθανεν η οσμή του σκόρδου, έλεγαν ήδη μισοκλείοντες το μάτι:
-Ωραία!
Αλλά ο κύριος του οποίου εταλαιπωρούντο τα οσφραντικά νεύρα, εξηγριώθη περισσότερον.
-Βλέπω ότι είσαι και αυθάδης, είπε. Όταν πρόκειται να έχης υπηρεσίαν, δεν πρέπει να τρως σκόρδο, κύριε. Γιατί δεν σου χρωστούμε τίποτε εμείς να κινδυνεύωμε να βγάλωμε τ' άντερά μας.
Ο υπάλληλος τώρα προσέλαβεν ύφος σχεδόν περίλυπον.
-Α, είπε. Όταν πρόκειται να έχω υπηρεσίαν. Ωραία. Και δεν μου λέτε, πότε δεν πρόκειται να έχω υπηρεσίαν; Μήπως δεν δουλεύω από το πρωί ως το βράδυ;
Ό,τι δεν είχε κάμει η εξυπνάδα και η ολίγη αυθάδεια, το έκαμεν αυτή η συγκινητική παρατήρησις. Ο επιβάτης εμαλάκωσεν ολίγον και είπε τώρα εις ύφος παραινέσεως μάλλον:
-Δεν σου λέω, αδελφέ, έχεις και συ το δίκηο σου. Αλλά καταλαβαίνεις...
-Το καταλαβαίνω, κύριε, διέκοψεν ο υπάλληλος. Το καταλαβαίνω. Και επειδή το καταλαβαίνω έχω ένα χρόνο να το βάλω στο στόμα μου. Μα χθες το βράδυ το τράβηξε η όρεξί μου. Βρήκα μια σκορδαλιά...
Εκείνην την στιγμήν νέος επιβάτης ανέβη εις το τραμ και ο υπάλληλος απεμακρύνθη. Ο διαμαρτυρηθείς εκύτταξε πλέον με συμπάθειαν τον βιοπαλαιστήν. Έπειτα εστράφη προς τον πλαγινόν του.
-Τι να σου κάμη; Άνθρωπος δεν είνε και αυτός; Δεν έχει όρεξιν ένα βράδυ στο σπήτι του με την γυναίκα του να φάη κάτι τι που του αρέσει; Του εφέρθηκα άσχημα, το ομολογώ. Τώρα τον λυπούμαι. Μερικές φορές ο άνθρωπος είνε τόσον εγωιστής.
Ο υπάλληλος εις το μεταξύ, τελειώσας τας εργασίας του, επερνούσε πάλιν πλησίον μας και αύρα σκόρδου διεχύθη. Ο επιβάτης που είχε συγκινηθή, ανετινάχθη ως να τον εδάγκασε φείδι:
-Ας είνε, είπε. Δεν υποφέρεται... ».
(«Καιροί», 1910, «Φιλέας Φογγ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου