Η Άβα Γκάρντνερ (Ava Gardner) ήταν αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου, που έλαμψε τις
δεκαετίες του ‘40 και του ‘50. Παρά την ομορφιά και τον αισθησιασμό που εξέπεμπε, απέφυγε να τυποποιηθεί ως σύμβολο του σεξ. Η «γήινη θηλυκότητα» είναι ένας χαρακτηρισμός που της αποδόθηκε και οφείλεται εν μέρει στην αγροτική ανατροφή της.
Η Άβα Λαβίνια Γκάρντνερ γεννήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 1922 στο χωριό Γκραμπτάουν της Βόρειας Καρολίνας.
Κόρη ενός φτωχού καπνοκαλλιεργητή μεγάλωσε σαν αγοροκόριτσο και ούτε που της είχε περάσει από το μυαλό η παραμικρή σκέψη για καριέρα ηθοποιού. Στα 18 της, οι κυνηγοί ταλέντων της Metro Goldwyn Mayer (MGM) εντόπισαν φωτογραφίες της στη βιτρίνα του φωτογραφείου του γαμπρού της στη Νέα Υόρκη, την αναζήτησαν και την έπεισαν να κάνει ένα δοκιμαστικό. Απορρίφθηκε μετ’ επαίνων, αλλά τελικά μέτρησε η γνώμη του αφεντικού της MGM Λούις Μάγιερ: «Δεν μπορεί να παίξει. Δεν μπορεί να μιλήσει. Είναι όμως καταπληκτική. Υπογράψτε συμβόλαιο μαζί της» πρόσταξε τους υφισταμένους του.
Η πρώτη εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη
Αμέσως οι άνθρωποι της MGM βάλθηκαν να την κάνουν ηθοποιό. Για τέσσερα χρόνια έκανε τη «γλάστρα» σε διάφορες ταινίες της εταιρείας, μέχρις ότου τη δάνεισαν στην Universal για το νουάρ του Ρόμπερτ Σιόντμακ «Οι Δολοφόνοι» («The Killers», 1946), βασισμένο στο ομώνυμο διήγημα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Η Γκάρντνερ έπεισε ως μοιραία γυναίκα δίπλα στον νεοσσό Μπαρτ Λάνκαστερ και γρήγορα έγινε μία από τις πιο περιζήτητες ηθοποιούς του Χόλιγουντ.
Η Άβα Γκάρντνερ με τον Κλαρκ Γκέιμπλ στην ταινία του Τζον Φορντ «Μογκάμπο» (1953)
Οι υποκριτικές δυνατότητες της Γκάρντνερ αποκαλύφθηκαν καλύτερα σε ταινίες που έκανε για κορυφαίους σκηνοθέτες, όπως ο Τζορτζ Κιούκορ, ο Τζον Φορντ, ο Τζόζεφ Μάνκιεβιτς και Τζον Χιούστον. «Έχω μόνο έναν κανόνα ως ηθοποιός», είπε κάποτε, «εμπιστευτείτε το σκηνοθέτη ψυχή τε και σώματι». Ο δυναμικός ρόλος της στην εξωτική ρομαντική περιπέτεια του Τζον Φορντ «Μογκάμπο» («Mogambo», 1953), της χάρισε τη μοναδική της υποψηφιότητα για Όσκαρ. Αξίζει να επισημανθεί και η ξεκαρδιστική σκηνή της ταινίας στην οποία η Γκάρντνερ προσπαθεί να ταΐσει έναν μικρό ελέφαντα κι ένα μικρό ρινόκερο.
Πολλοί πιστεύουν ότι η Γκάρντνερ αξιοποίησε καλύτερα το ταλέντο και την ομορφιά της στο ρομαντικό δράμα του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς «Η Ξυπόλητη Κόμισσα» («The Barefoot Contessa», 1954), με συμπρωταγωνιστή τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, όπως και η ερμηνεία της στην ταινία του Τζορτζ Κιούκορ «Το Σταυροδρόμι του Πεπρωμένου» («Bhowani Junction», 1956), ως μια αγγλο-ινδή διχασμένη μεταξύ δύο πολιτισμών και πολλών εραστών.
«Ο Ήλιος ανατέλλει ξανά»
Τα επόμενα χρόνια πρωταγωνίστησε σε ορισμένες καλές ταινίες, όπως το ρομαντικό δράμα του Χένρι Κινγκ «Ο Ήλιος ανατέλλει ξανά» («The Sun Also Rises», 1957), βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, την ταινία επιστημονικής φαντασίας του Στάνλεϊ Κρέιμερ «Όσο θα υπάρχει ο Κόσμος» («On the Beach», 1959), το πολιτικό θρίλερ του Τζον Φρανκενχάιμερ «Επτά Ημέρες του Μαίου» («Seven Days in May», 1964) και το ρομαντικό δράμα του Τζον Χιούστον «Οι Νύχτες της Ιγκουάνα» («The Night of the Iguana», 1964), βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Τένεσι Ουίλιαμς. Παρόλο που παρέμεινε δραστήρια μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘80, είχε δυσκολία να βρει ρόλους, καθώς μεγάλωνε και, με τη δική της παραδοχή, πολλές από τις μετέπειτα ταινίες της έγιναν «για τα χρήματα».
Ο γάμος με τον Φρανκ Σινάτρα
Η Άβα Γκάρντνερ είχε δύο σύντομους γάμους με τον ηθοποιό Μίκι Ρούνεϊ (1942-1943) και τον τζαζίστα Άρτι Σόου (1945-1946). Ο τρίτος γάμος της με τον Φρανκ Σινάτρα (1951-1957), μία σχέση που χαρακτηριζόταν από πάθος και ζήλια, ήταν ένας από τους πιο πολυθρύλητους στην ιστορία του Χόλιγουντ. Πολλοί, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας, πίστευαν ότι δεν είχε καριέρα ανάλογη του ταλέντου της. Όπως εξήγησε ένας κριτικός: «Η εμφάνισή της την έκανε αναπόφευκτη».
Από το 1968 η Άβα Γκάρντνερ ζούσε στο Λονδίνο, όπου άφησε την τελευταία της πνοή στις 25 Ιανουαρίου 1990, έχοντας όλα αυτά τα χρόνια αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα υγείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου