Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Μαρτίου 26, 2023

Η μυστηριώδης δολοφονία στη Θεσσαλονίκη που πήρε παγκόσμιες διαστάσεις



Η υπόθεση με τον Αμερικανό ανταποκριτή θυμίζει αστυνομικό θρίλερ

Θεσσαλονίκη, πρωινό Κυριακής 16 Μαΐου 1948. Δύο βαρκάρηδες περπατούν αμέριμνοι στην παραλιακή λεωφόρο Νίκης. Μιλούν και παρατηρούν τη θάλασσα. Λίγα βήματα πριν φτάσουν στον Λευκό Πύργο, απέναντι από το κέντρο «Τριανόν» (μετέπειτα «Αχίλλειον») ένας από αυτούς γουρλώνει τα μάτια με το αποτρόπαιο θέαμα να αντικρίζει «Θεέ και Κύριε, ένα πτώμα…»!

Για να βεβαιωθεί ότι δεν έχει άδικο, τρέχει στην άκρη της προκυμαίας για να δει καλύτερα. Έχει δίκιο ο καημένος ο ψαράς Λάμπρος Αντώναρος. Ένα ανθρώπινο σώμα επιπλέει περίπου 150 με 200 μέτρα από την προκυμαία.



Πυροβολήθηκε στο λαιμό και πετάχτηκε στη θάλασσα, με αποτέλεσμα να βρεθεί μισοφαγωμένος από τα ψάρια. «Τρέχα να ειδοποιήσεις όποιον βρεις, χωροφύλακα ή ναύτη», έλεγε στον φίλο του. Όταν πλησιάζει το άψυχο σώμα, σοκάρεται. Το πτώμα φοράει σκούρο κοστούμι και παπούτσια, τα χέρια και τα πόδια του είναι δεμένα με σχοινί και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του έχουν αλλοιωθεί. Καθώς προσπαθεί να τον σηκώσει με δυσκολία στο σκάφος βιώνει μια ακόμη πιο οδυνηρή έκπληξη. Ο άγνωστος δέχθηκε μια σφαίρα στο πίσω μέρος του κρανίου. Είναι προφανές ότι κάποιοι τον έχουν σκοτώσει. Μέχρι να επιστρέψει στην παραλία έχουν φτάσει άνδρες της Χωροφυλακής αλλά και πλήθος κόσμου που παρακολουθεί με περιέργεια τι συμβαίνει.
Το πτώμα ανήκε στον Αμερικανό δημοσιογράφο, Τζωρτζ Πολκ



Τις επόμενες ώρες θα ανακοινωθεί από το ραδιόφωνο ότι η σορός ανήκει στον 35χρονο Αμερικανό ανταποκριτή του ειδησεογραφικού δικτύου CBS, Τζωρτζ Πολκ, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την Ελληνίδα αεροσυνοδό, Ρέα Κοκκώνη και ήθελε να πάρει συνέντευξη από το Μάρκο Βαφειάδη.

Κάποιοι όμως προφανώς δεν ήθελαν να πάρει αυτή τη συνέντευξη και θεώρησαν σκόπιμο να τον σκοτώσουν. Έτσι, όταν τον είδαν να βγαίνει από το ξενοδοχείο «Astoria» όπου διέμενε (στη συμβολή των οδών Τσιμισκή και Αγίας Σοφίας), τον παρακολούθησαν και την κατάλληλη στιγμή τον σταμάτησαν, όπως αποφάσισε ο ιατροδικαστής, του έδεσαν τα χέρια και τα πόδια, τον πυροβόλησαν στο λαιμό, η σφαίρα βγήκε από τη μύτη του αφού πρώτα πέρασε και κατέστρεψε τον εγκέφαλο και στη συνέχεια τον πέταξαν στη θάλασσα. Σύμφωνα με τη νεκροψία, ο θάνατός του προήλθε από πνιγμό, κάτι που σημαίνει ότι όταν έπεσε στο νερό ήταν ακόμα ζωντανός.



Η εξέταση θα δείξει επίσης ότι ο Πολκ είχε δολοφονηθεί 8 με 9 ημέρες νωρίτερα, το βράδυ σε μια βάρκα και ότι οι δράστες ήταν τουλάχιστον δύο.


Επιδίωξαν να καταγγείλουν το έγκλημα



Ποιος ή ποιοι ήταν όμως οι δράστες του εγκλήματος; Γιατί το έκαναν και τι είχαν να κερδίσουν; Όπως έγραψε ο αείμνηστος δημοσιογράφος, συγγραφέας και μακροχρόνιος βουλευτής των Φιλελευθέρων, Γιώργος Μόδης το 1959 στο βιβλίο του «Τέσσερις δίκες στη Θεσσαλονίκη», το έγκλημα «ήταν πραγματικά παράξενο, σκοτεινό, μυστηριώδες, σαν το πιο περίπλοκο αστυνομικό μυθιστόρημα […] με μια περίεργη και ανήκουστη ιδιοσυγκρασία. Οι εγκληματίες ήθελαν να αποκαλυφθεί το έγκλημά τους και να μην αγνοηθεί.«Γιατί επέλεξαν να πετάξουν το πτώμα στην καρδιά του λιμανιού σαν τρόπαιο αντί να το πετάξουν στον πάτο της θάλασσας;

Η υπόθεση θυμίζει ένα πολύπλοκο αστυνομικό μυθιστόρημα που δεν έχει ακόμη ερευνηθεί και δεν φαίνεται να συμβαίνει στο εγγύς μέλλον.



Η υπόθεση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι ο δημοσιογράφος Γιώργος Λεονταρίτης στο βιβλίο του «Ο Γιάννης Μαρής για την υπόθεση Πολκ» (εκδόσεις Άγρα), αποκαλύπτει ότι σε συνάντηση που είχε με τον αρχηγό του Δημοκρατικού Στρατού Μάρκο Βαφειάδη, είχε εξομολογηθεί ότι ήταν μια περίεργη ιστορία καθώς "δεν ειδοποιηθήκαμε ποτέ στο Γενικό Επιτελείο ότι ο Πολκ ήθελε να επικοινωνήσει μαζί μας. Αν ξέραμε, θα τον διευκολύναμε - όπως κάθε δημοσιογράφος που θα είχε την ίδια επιθυμία. Θα μπορούσαμε εύκολα να πάρουμε τους δημοσιογράφους στο βουνό. Είχαμε τρόπο. Εξάλλου, αναζητούσαμε τέτοιες επισκέψεις. Μας ενδιέφερε ο κόσμος να μάθει για τον αγώνα και τους στόχους μας. Μάθαμε για τη δολοφονία στο ραδιόφωνο."

Πρώτα απ 'όλα, έχει σημασία ο τόπος όπου έγινε το έγκλημα. Βρισκόμαστε στη μέση του Εμφυλίου Πολέμου και η Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή είναι η πόλη που ενώνει την ανταρτοκρατούμενη βόρεια περιοχή του Γράμμου και του Βίτσι με την υπόλοιπη Ελλάδα.



Τράβηξε το ενδιαφέρον των Άγγλων, των Αμερικανών, της αναγνωρισμένης κυβέρνησης του Θεμιστοκλή Σοφούλη, του παρακράτους και των θυλάκων της Αριστεράς. Μας θυμίζει την Καζαμπλάνκα ή το Βερολίνο σε μικρογραφία. Όπως είπε εύστοχα ο Αμερικανός δημοσιογράφος Ουίνστον Μπερντ, «είτε οι κομμουνιστές σκότωσαν τον Πολκ είτε οι ακροδεξιοί, επιλέγοντας το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, η κάθε πλευρά άφησε το έγκλημα στην πύλη της άλλης".


Η σύλληψη και η δίκη Στακτόπουλου



Στις 14 Αυγούστου 1948 η Χωροφυλακή συλλαμβάνει τον φιλοκομμουνιστή δημοσιογράφο της εφημερίδας «Μακεδονία» Γρηγόρη Στακτόπουλο (38 ετών), ο οποίος ομολογεί ότι βοήθησε του Μουζενίδη και Βασβανά να σκοτώσουν τον Πολκ.

Όπως υποστήριξε και το υποστήριζε μέχρι το τέλος της ζωής του, η ομολογία του ελήφθη κατόπιν σκληρών βασανιστηρίων. Οι αρχές παρουσιάζουν ως στοιχείο της ενοχής τους την ταυτότητα του Πολκ, η οποία ταχυδρομήθηκε στο Γ’ Αστυνομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης τρεις μέρες πριν από την ανακάλυψη του πτώματός του. Ο ταχυδρομικός φάκελλος ήταν γραμμένος δια χειρός της μητέρας του Στακτόπουλου, σύμφωνα με τη γραφολογική εξέταση. Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος και η χήρα μητέρα του Άννα προσήχθησαν σε δίκη στις 12 Απριλίου 1949 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης. Ο Βασβανάς και ο Μουζενίδης δικάσθηκαν με τη διαδικασία κατ’ απόντων και φυγοδίκων. Η δίκη διήρκεσε 10 μέρες και η απόφαση εκδόθηκε στις 22 Απριλίου. Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος καταδικάσθηκε σε ισόβιο κάθειρξη για συνέργεια σε ανθρωποκτονία, οι Μουζενίδης και Βασβανάς στην ποινή του θανάτου ως φυσικοί αυτουργοί, ενώ η Άννα Στακτοπούλου αθωώθηκε.Η δίκη διήρκεσε 10 μέρες και η απόφαση εκδόθηκε στις 22 Απριλίου. Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος καταδικάσθηκε σε ισόβιο κάθειρξη για συνέργεια σε ανθρωποκτονία, οι Μουζενίδης και Βασβανάς στην ποινή του θανάτου ως φυσικοί αυτουργοί, ενώ η Άννα Στακτοπούλου αθωώθηκε.


Ένας νεκρός και ένας απών ήταν οι …. δολοφόνοι!



Αργότερα, θα αποκαλυφθεί ότι ο Μουζενίδης το διάστημα της δολοφονίας του Πολκ ήταν νεκρός και ο Βασβανάς εκτός Ελλάδος. Η δικαστική απόφαση ξεθωριάζει και γίνεται λόγος για σκευωρία. Πρόθεση της κυβέρνησης ήταν να καταδικάσει τους κομμουνιστές και τον Δημοκρατικό Στρατό για να καταδείξει στο εσωτερικό και διεθνώς ότι οι μαχητές και οι οπαδοί τους δεν ήταν παρά απλοί δολοφόνοι. Παράλληλα και οι Αμερικανοί κάνουν τις δικές τους έρευνες για τον δολοφόνο του Πολκ. Ο Τζέιμς Κέλις που ερευνά την υπόθεση για λογαριασμό του δικηγορικού γραφείου της Νέας Υόρκης Ντόνοβαν, γνωστού για τις διασυνδέσεις του με την αμερικανική κυβέρνηση, αποφαίνεται ότι οι αντάρτες δεν είχαν τη δυνατότητα να διαπράξουν το έγκλημα και επιρρίπτει τις ευθύνες σε δεξιούς παρακρατικούς κύκλους. Αμέσως, η έρευνά του διακόπτεται και ο Κέλις ανακαλείται στις ΗΠΑ. Προφανώς, τους επίσημους αμερικανικούς κύκλους, που χρηματοδοτούσαν αφειδώς την ελληνική κυβέρνηση για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου, τους βόλευε όπως κυλούσαν τα πράγματα με την καταδίκη του Στακτόπουλου. Ο Εντμουντ Κίλι στο βιβλίο του «The Salonica Bay Murder» υπογραμμίζει ότι μετά τη δολοφονία του Πολκ και τη δίκη που ακολούθησε περιορίστηκε και τελικώς σίγησε στην Αμερική κάθε κριτική εναντίον του «διεφθαρμένου βασιλικού καθεστώτος στην Ελλάδα» και της υποστήριξης που του παρείχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Παρά την καταδίκη Στακτόπουλου, διάχυτη είναι η πεποίθηση μέχρι και στις μέρες μας στην ελληνική κοινή γνώμη, αλλά και σε Αμερικανούς ερευνητές, ότι ο θεσαλονικιός δημοσιογράφος δεν είχε την παραμικρή ανάμιξη στη δολοφονία Πολκ και ότι ήταν θύμα μιας καλοστημένης σκευωρίας. Πολλά βιβλία γράφτηκαν, αλλά κανένα δεν έφτασε στην αλήθεια. Όλοι, όμως, οι συγγραφείς συγκλίνουν στη διαπίστωση μιας συνωμοσίας μεταξύ μυστικών υπηρεσιών (ελληνικών, βρετανικών και αμερικανικών) για να αποδοθεί το έγκλημα στους κομμουνιστές.
Ιντέλιτζενς και CIA πίσω από τη δολοφονία


Σύμφωνα με μια θεωρία, τον Πολκ δολοφόνησε ο Άγγλος πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις, Ράνταλ Κόουτς, για να εκδικηθεί την παράδοση της Ελλάδας στους Αμερικανούς. Στην εισαγωγή του βιβλίου του «Πόλεμος, διείσδυση και προπαγάνδα», ο δημοσιογράφος Φοίβος Οικονομίδης σημειώνει σχετικά ότι«κύριος οργανωτής της συνωμοσίας εναντίον του Πολκ ήταν ο στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, συνταγματάρχης Χάρβι Σμιθ».




Ο Ελίας Βλάντον και ο Ζακ Μέτγκερ στο βιβλίο τους «Ποιος σκότωσε τον Τζορτζ Πολκ» υποστηρίζουν την εκδοχή του οργανωμένου εγκλήματος. Ο Πολκ, αναφέρουν οι συγγραφείς, δεν βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη για να συναντήσει τους ηγέτες του ΔΣΕ, αλλά για να ερευνήσει την κακοδιαχείριση της αμερικανικής βοήθειας προς την Ελλάδα. Οι μαυραγορίτες που είχαν την ανοχή στελεχών της Χωροφυλακής έναντι ανταλλαγμάτων και οι Αμερικανοί συνεργάτες τους αποφάσισαν να του κλείσουν το στόμα.


Το δράμα ενός αθώου

Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος παρέμεινε στις φυλακές μέχρι τον Αύγουστο του 1960, οπότε του δόθηκε χάρη από την κυβέρνηση Καραμανλή. Από τότε και μέχρι το 1998 που πέθανε διακήρυσσε σε όλους τους τόνους την αθωότητά του. Τέσσερις αιτήσεις προς τον Άρειο Πάγο για επανάληψη της δίκης (αναψηλάφηση) δεν ευδοκίμησαν.

Τέσσερις αιτήσεις προς τον Άρειο Πάγο για επανάληψη της δίκης (αναψηλάφηση) δεν ευδοκίμησαν. Την πρώτη φορά το αίτημα είχε υποβληθεί το 1977 από τον ίδιο τον Γρ. Στακτόπουλο και τη δεύτερη φορά το 2001 από τη σύζυγό του, καθώς ο ίδιος είχε πεθάνει το 1988 με το στίγμα του δολοφόνου. Και τις δύο φορές, όμως, το αίτημα είχε απορριφθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου