Το πρωινό μετά τη γυναικοκτονία της Άννας, μια φίλη τρανς προσφύγισσα μου έστειλε ένα μήνυμα, έγραφε «φοβάμαι». Απάντησα «το καταλαβαίνω». Συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις βάζεις κι ένα «αλλά» ως μια αντιθετική επεξήγηση που αντισταθμίζει, ελαφραίνει, εξορθολογίζει ενίοτε έναν κίνδυνο που δεν είναι αρκετά πιθανός ή ισχυρός σε σχέση με την υποκειμενική πρόσληψη του φόβου που πυροδοτεί.
Σ’ εκείνη τη συνομιλία δεν υπήρχε «αλλά». Υπήρχε κυρίως μια πολιτική δήλωση συμπαράστασης παρά μια κυριολεκτική, ενσώματη και βιωμένη κατανόηση της επωδυνότητας. Μοιραζόμασταν την κοινή, γενική εμπειρία καταπίεσης και άλγους που συνεπάγεται το να είσαι θηλυκότητα στην πατριαρχία αλλά στο συγκερασμό της πατριαρχίας με τον εθνοφυλετισμό, την ετεροκανονικότητα, το καθεστώς του έμφυλου δυισμού, τη φτώχεια, σαφώς μια λευκή cis γυναίκα με ελληνικό διαβατήριο είναι λιγότερο ευάλωτη.
Γιατί το να είσαι τρανς προσφύγισσα δεν είναι μόνο μια συγκόλληση ταυτοτήτων, σηματοδοτεί έναν συγκεκριμένο, μειωτικό και περιοριστικό τρόπο που αναγνωρίζεσαι από τους άλλους, στενεύει απελπιστικά το χώρο που μπορείς να υπάρχεις στη δημόσια σφαίρα, τις θέσεις εργασίας που μπορείς να δουλέψεις, τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις που μπορείς να συμμετέχεις, σημαίνει στο πεδίο της ορατότητας και της ισότητας να είσαι διαρκώς ένα ερωτηματικό κι όχι αδιαπραγμάτευτο κομμάτι του.
Η τιμωρητικότητα του ηγεμονικού συμπλέγματος απέναντι στα άτομα που αμφισβητούν τους σεξουαλικούς και έμφυλους κανόνες, τα καθιστά ευάλωτα. Δεν είναι οντολογική η διάσταση της ευαλωτότητας, με την έννοια ότι είμαστε φθαρτά και θνητά πλάσματα. Είναι το αποτέλεσμα της βιοπολιτικής που ταξινομεί, διαβαθμίζει και αξιολογεί ορισμένες ζωές ως ανάξιες να βιωθούν. «Οι μηχανισμοί εξουσίας, επιδρώντας σε ταξικά εκμεταλλεύσιμα, εμφυλοποιημένα και φυλετικοποιημένα σώματα που δε συμμορφώνονται με τα κανονιστικά ιδεώδη, τα μετατρέπουν συστηματικά σε αναλώσιμη, απαλλοτριώσιμη και απορριπτέα σωματική ύλη εγκλωβίζοντας σε αυτό που ο κριτικός της μετααποικιακής σκέψης Φραντς Φανόν περιγράφει ως ατμόσφαιρα βίας» σημειώνει η Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Ελενα Τζελέπη στο βιβλίο «Κουήρ Πολιτική και Δημόσια Μνήμη». Είναι ένα συνεχές βίας που σημαδεύει τις ζωές των ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπων, περιλαμβάνοντας όλες τις μορφές της βίας, τις δολοφονίες, τις θανάσιμες επιθέσεις, τη σωματική, λεκτική και ψυχολογική βία, τα microaggressions της καθημερινότητας αλλά και τη συμβολική βία της απομόνωσης, του εξοστρακισμού, της υποτίμησης, της έγκλησης για καταναγκαστικές επιτελέσεις της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας στη βάση της παγιωμένης νόρμας.
Κι αν τα τελευταία χρόνια καταγράφηκε μια σημαντική πρόοδος στο επίπεδο των θεσμικών κατοχυρώσεων με τη νομοθεσία για το Σύμφωνο Συμβίωσης και τη Νομική Αναγνώριση για την Ταυτότητα Φύλου – ως απόρροια μακροχρόνιων αγώνων, αυτά δε συνδυάστηκαν με πλήρη νομική ισότητα, δηλαδή με τη θέσπιση γάμου και παιδοθεσίας για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, ούτε με τολμηρές και αποτελεσματικές πολιτικές πολύπλευρής παρέμβασης και στήριξης των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων ώστε να κοπούν οι ιμάντες από το πλέγμα της βίας.
Ενδεικτικά αναφέρω πως η Ελλάδα δεν έχει προνοήσει για την ίδρυση και τη λειτουργία ΛΟΑΤΚΙ+ ξενώνων στις μεγάλες πόλεις, ώστε να έχουν ασφαλές και αξιοπρεπές καταφύγιο ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα σε εφηβεία/ μετεφηβεία που εκδιώχνονται από τα σπίτια τους, ΛΟΑΤΚΙ+ πρόσφυγες/ισσες, ΛΟΑΤΚΙ+ ηλικιωμένοι/ες που μπορεί να ζουν σε συνθήκες μοναξιάς κι ένδειας. Δεν υπάρχει μέριμνα για την ένταξη των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων στην εργασία. Τα τρανς άτομα δεν έχουν πρόσβαση σε δωρεάν ιατρικές και άλλες πράξεις που είναι σημαντικές για το transition. Στο εκπαιδευτικό σύστημα δεν έχουν ενταχθεί μαθήματα που θα είχαν μια προοδευτική και ανοιχτόμυαλη προσέγγιση για ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας.
Οι μιντιακές αναπαραστάσεις ελάχιστα έχουν τροποποιηθεί προς το καλύτερο, αφήνοντας ακόμα μεγάλο περιθώριο για την άρθρωση ομοφοβικού και τρανσφοβικού λόγου. Το τι κάνει η Πολιτεία πάντα έχει αντανάκλαση και στην κοινωνική συνείδηση. Όταν δε φτιάχνονται ασπίδες θωράκισης των ΛΟΑΤΚΙ+ ζωών και δεν εκπέμπονται βροντερά μηνύματα σεβασμού και δικαιοσύνης, η βία δε βρίσκει αναχώματα. Η βάναυση δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου στο κέντρο της Αθήνας, η εγκατάλειψη και ο χαμός της Δήμητρας της Λέσβου και τώρα η γυναικοκτονία της Άννας ήταν οι πιο άγριες εκφάνσεις της ομοτρανσφοβικής βίας στην πρόσφατη περίοδο και λειτουργούν ως συλλογικά τραύματα που επικάθονται πάνω σε ατομικές πληγές, προσθέτοντας στρώματα οδύνης.
Η Σοφία Ζαχαριάδη από την οργάνωση Emantes που ασχολείται με ΛΟΑΤΚΙ+ πρόσφυγες/ισσες, γνώρισε την Άννα μέσα από αυτό το δίκτυο και διηγείται πως βίωσε το συνταρακτικό γεγονός της δολοφονίας της, φωτίζοντας όψεις της συστημικής απαξίωσης που ανοίγουν διάπλατα την ευθραυστότητα του ΛΟΑΤΚΙ+ προσφυγικού πληθυσμού:
«Είδα μια ανάρτηση που δεν έλεγε όνομα, αναφερόταν σε μια τρανς γυναίκα Κουβανή που βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της. Με έπιασε ταχυπαλμία, ένιωθα ότι θα σπάσει η καρδιά μου. Έστειλα αμέσως μήνυμα στην Άννα. Σε εκείνη πήγαινε το μυαλό μου αλλά δεν ήθελα να το πιστέψω. Μέχρι που επιβεβαιώθηκε πως ήταν η Άννα. Μου είναι πολύ συγκεχυμένες εκείνες οι στιγμές. Έκανα διάφορα πράγματα που δεν έβγαζαν απαραίτητα νόημα γιατί δε μπορούσα να το διαχειριστώ. Έψαχνα φωτογραφίες, σηκωνόμουν, ενημέρωσα την κοινωνική μας λειτουργό, μίλησα στο τηλέφωνο με έναν καλό φίλο της Άννας, άρχισα να σκέφτομαι πώς θα διεκπεραιωθούν τα διαδικαστικά θέματα όπως η κηδεία. Με βοηθούσε να μπω σε κάτι πρακτικό γιατί το υπόλοιπο ήταν δυσβάσταχτο. Μετά έστειλα μήνυμα στις τρανς φίλες της Άννας που ήξερα ότι είχαν μαζευτεί όλες μαζί. Τις ρώτησα πώς είναι. «Πονάμε» μου απάντησαν.
Υπάρχουν τρανς πρόσφυγες/ισσες που δεν έχουν καν χαρτιά. Ένας από τους λόγους που δεν αποφασίζουν να παρουσιαστούν μπροστά στις αρχές και να αιτηθούν άσυλο είναι πως δεν νιώθουν ασφάλεια με τις ελληνικές αρχές. Όντας , όμως, άτομα χωρίς χαρτιά, δεν υπάρχουν πουθενά. Τώρα ο φόβος οξύνθηκε. Τους ανθρώπους που φέρουν τις πολλαπλές ταυτότητες της Άννας, το ελληνικό κράτος τους ωθεί στο περιθώριο, εκεί τους επιτρέπεται να κινηθούν, εκεί προσπαθούν να επιβιώσουν κι αυτό σημαίνει ότι αναμετριούνται και με τη βία του περιθωρίου. Επειδή δεν υπάρχουν πολιτικές συμπερίληψης και προστασίας οι πιο ευάλωτοι άνθρωποι δουλεύουν στη μαύρη αγορά, συμπεριλαμβανομένης και της σεξεργασίας και εκτείθενται σε (νέους) κινδύνους. Η Άννα, ήρθε στη χώρα μας ως επιζήσασα από τους κινδύνους που αντιμετώπισε στη χώρα της, αναγνωρίστηκε ως προσφύγισσα , δηλαδή έλαβε διεθνή προστασία. Πώς προστάτεψε το ελληνικό κράτος την Άννα; Πάλευε για δύο ζωές, για την ίδια και για τον πατέρα της που είναι καρκινοπαθής και ζει στην Κούβα. Είναι σαν η Ελλάδα να την έστειλε σε μια μαύρη τρύπα, όπως και τις υπόλοιπες τρανς προσφύγισσες. Κι όποια βγει.
Παρά τις ευρωπαϊκές οδηγίες σύμφωνα με τις οποίες οι ΛΟΑΤΚΙΑ+ πρόσφυγες θεωρούνται -και είναι- ευάλωτοι, στην Ελλάδα δεν αναγνωρίζονται ως ευάλωτοι, με αποτέλεσμα καθόλη τη διάρκεια του ασύλου τους να είναι σε επαφή με τον γενικό προσφυγικό πληθυσμό που ως γενικός πληθυσμός δε διαφέρει σε ομοφοβία, τρανσφοβία και μίσος εναντίον της διαφορετικότητας και άρα σπάνια δεν είναι εχθρικός απέναντι τους. Έτσι, από την εθνική ομοφοβική κοινωνία στη χώρα καταγωγής και διαμονής τους, από την οποία έφυγαν για να σωθούν, βρίσκονται και πάλι εκτεθειμένοι/-ες σε δύο πρόσθετους κινδύνους: Την μικροκοινωνία των προσφύγων και την ελληνική κοινωνία, που επίσης σε μεγάλο βαθμό είναι ομοτρανσφοβικές, χωρίς κρατικό δίχτυ ασφάλειας. Δεν υπάρχει καν μέριμνα για στέγαση. Μένουν σε camps. Αφού πάρουν άσυλο πρέπει να εγκαταλείψουν και τα campsκαι να τα βγάλουν πέρα μόνες/-οι τους.
Γενικότερα, τα πλέον ευάλωτα άτομα μένουν απροστάτευτα. Η διαδικασία νομικής αναγνώρισης ταυτότητας φύλου προϋποθέτει κάποια χρήματα, που οι πιο φτωχές/οι δε μπορούν να τα δώσουν. Τελευταία, όλο και συχνότερα, βλέπουμε να γίνονται crowdfunding για ιατρικά έξοδα, για φαγητό, για ενοίκιο. Αυτά θα έπρεπε να είναι εξασφαλισμένα. Ολες οι απαιτούμενες ιατρικές πράξεις θα έπρεπε να είναι δωρεάν, να υπάρχουν καταφύγια για να στεγαστούν ΛΟΑΤΚΙΑ+ με αξιοπρέπεια και ασφάλεια, να υπάρχουν προγράμματα εργασιακής απασχόλησης και κατάρτισης. Δε γίνεται να δεχόμαστε ότι η μόνη «διέξοδος» για εργασία στα τρανς άτομα είναι η σεξεργασία. Το ζήτημα είναι να σου δίνονται ισότιμες επιλογές και ευκαιρίες στην εργασία κι αν επιλέγεις τη σεξεργασία, κανένα πρόβλημα. Η Άννα, ας πούμε, είχε σπουδάσει κλασικό μπαλέτο, ήταν επαγγελματίας χορεύτρια και δασκάλα χορού στη Κούβα, αλλά δεν της δόθηκε η δυνατότητα να εργαστεί ως δασκάλα χορού. Είχαμε παλιότερα ένα πρόγραμμα, στο οποίο είχε πάρει μέρος και η Άννα, όπου μπορούσαν τρανς άτομα να κάνουν δωρεάν αποτρίχωση με λειζερ. Είναι ουσιώδες, δεν είναι δευτερεύον, γιατί βοηθάει στην ασφάλεια στο δημόσιο χώρο και είναι σημαντικό όσον αφορά την έκφραση φύλου πολλών τρανς γυναικών. Αν υπήρχαν πολιτικές που θα υποστήριζαν τα τρανς άτομα να δουλεύουν, να στεγάζονται σε αξιοπρεπή σπίτια και γειτονιές, να κυκλοφορούν και όχι να βγαίνουν μόνο τη νύχτα σαν τις νυχτερίδες, τα βίαια περιστατικά θα ήταν λιγότερα. Ζούμε γενικά σ’ ένα σύστημα που ασκεί θανατοπολιτική, πεθαίνει κόσμος στο τρένο, πεθαίνει κόσμος περιμένοντας ασθενοφόρο, πεθαίνει κόσμος από σφαίρες αστυνομικών, πνίγονται πρόσφυγες, όπως στην Πύλο.
Εμείς προτρέπουμε τους ανθρώπους μας να μη μένουν μόνοι και όταν δεν αισθάνονται καλά, να επικοινωνούν μαζί μας. Οι Εmantes από την ίδρυση τους το 2018, λειτουργούν τη γραμμή υποστήριξης Emantes’ supportline που είναι σε άμεση επαφή με ΛΟΑΤΚΙΑ+ αιτούσες/-ντες άσυλο και πρόσφυγισσες/-ες που χρειάζονται υποστήριξη. Είναι σίγουρο πως κάποια άτομα θα πέσουν ψυχολογικά, γι’ αυτό χρειάζονται εργαλεία συλλογικής φροντίδας. Και ένα τέτοιο εργαλείο είναι η γραμμή υποστήριξης. Όντας η διαχειρίστρια της γραμμής αρκετές φορές καλούμαι να διαχειριστώ τα συναισθήματα μου ώστε να μπορώ να υποστηρίξω, χωρίς να τα καταφέρνω πάντα. Σε αυτές τις περιπτώσεις έχει σημασία να αναγνωρίσεις το τραύμα σου, να το αγκαλιάσεις, να το αποδεχτείς και να το νοιαστείς.
Η Άννα ήταν ένα πλάσμα με τρομερή δύναμη και ενέργεια, ένας σπάνιος άνθρωπος. Με τσακίζει η ιδέα ότι μαζί με αυτά, θα υπάρχει δίπλα κι ένα τέτοιο τέλος. Το ίδιο ισχύει και για τη Zackie. Θεωρώ πως είναι κρίσιμο πλέον η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα να βρεθεί συσπειρωμένη και ενωμένη για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της κοινότητάς μας αλλά και των ακόμη πιο ευάλωτων ομάδων, όπως είναι αυτή των ΛΟΑΤΚΙΑ+ προσφύγων»\
Τα πλήγματα που προκαλεί η βία τη στιγμή που ασκείται πολλαπλασιάζονται στο διηνεκές όταν το κοινωνικό περιβάλλον όχι μόνο δεν την αποδοκιμάζει αλλά συχνά την ανέχεται, την κανονικοποιεί ή ακόμα και την επικροτεί. Η περιφρόνηση απέναντι στα πληγωμένα, βασανισμένα, δολοφονημένα ΛΟΑΤΚΙ+ θύματα εκφράζεται και από την εξουσία απλωμένη σε όλες τις δομές της και από ένα τμήμα της κοινωνίας.
Το είδαμε στην περίπτωση του Ζακ Κωστόπουλου με την αστυνομία να έχει ενεργό συμμετοχή στη δολοφονία του και στη συνέχεια να ενορχηστρώνει μια επιχείρηση παραποίησης της πραγματικότητας και λασπολογίας, την οποία αναπαρήγαγαν αρκετά media, χωρίς να επανορθώσουν ούτε όταν πια είχαν γκρεμιστεί όλα τα αφηγήματα ενοχοποίησης του θύματος. Το είδαμε και στην περίπτωση της Άννας με το misgendering που, ας μη γελιόμαστε, ξεκίνησε από την αστυνομία. Η περιφρόνηση δεν αποτυπώνεται μόνο σε όσα λέγονται και πράττονται, αποτυπώνεται και σε όσα παραλείπονται. Είναι εξίσου θορυβώδη μερικές φορές. Για παράδειγμα, κανένα στέλεχος της κεντρικής διοίκησης δεν τοποθετήθηκε καταγγελτικά γι’ αυτά τα συμβάντα, δεν εκδήλωσε τη συμπόνια του, δεν έκανε αυτοκριτική για τη δειλία της Πολιτείας στη χάραξη συμπεριληπτικών πολικών. Θα είχε μια σημασία σε επίπεδο συμβολισμού και παιδαγωγικού ρόλου απέναντι στην κοινωνία. Δεν έγινε γιατί η διοίκηση παρά τα ψελλίσματα που καμιά φορά κάνει μαζί με λίγο pinkwashing, είναι η ίδια που κατασκευάζει, αναπαράγει και εν τέλει λογοδοτεί το εθνικοχριστιανικό πατριαρχικό ιδεώδες. Μαζί με την άνοδο της ακροδεξιάς, όπως φαίνεται και στην αύξηση των ακροδεξιών επιθέσεων στο δρόμο και στην είσοδο τριών ακροδεξιών κομμάτων στη βουλή, των οποίων η ομοτρανσφοβία αποτελεί βασικό ιδεολογικό πυλώνα, διαμορφώνεται μια συνθήκη συντηρητικοποίησης, μια αίσθηση ασφυξίας.
Σ’ αυτό το αποκαρδιωτικό πολιτικό συγκείμενο η ρητορική μίσους αποχαλινωμένη και ασυγκράτητη, κατακλύζει τον ψηφιακό χώρο. Τα σχόλια κάτω από την είδηση της μαρτυρικής γυναικοκτονίας της Άννας, ήταν απίστευτα ανάλγητα και κακεντρεχή. Φανέρωναν έναν ανθρωπότυπο πωρωμένο από το μίσος απέναντι σε άτομα και κοινωνικές ομάδες που δεν τον ενοχλούν σε τίποτα, δεν τον πειράζουν, δεν του κάνουν κακό με οποιονδήποτε τρόπο, ακτιφαρισμένο από μια δηλητηριώδη μικροεξουσία που σφυρηλατείται πάντα συνθλίβοντας τους από κάτω και υπακούοντας τους από πάνω, ατσαλωμένο και αδιατάραχτο απέναντι σε οποιονδήποτε συγκλονισμό, ακόμα και από τη μακραίωνη πολιτισμική επιταγή της απόδοσης σεβασμού στους νεκρούς/ στις νεκρές. Κανένας θρήνος δεν τον διαπερνά. Έχει πλήρη επίγνωση των συνεπειών των πράξεων του. Ξέρει ότι θα υπάρξουν άνθρωποι που θα προσβληθούν και θα πονέσουν αλλά δεν τον νοιάζει, μπορεί να το απολαμβάνει κιόλας. Η εκμηδένιση του Άλλου χρησιμοποιείται ως εργαλείο για το φούσκωμα ενός σάπιου «εγώ».
«Εκείνο το βράδυ δούλευα και γύρισα σπίτι κατά τις 9, τότε είδα κάποιες αναρτήσεις πήρα τηλέφωνο κατευθείαν τη Μαριλού. Την άκουσα χάλια, δε μπορούσε να μιλήσει, πρώτη φορά την άκουσα να κλαίει. Ήταν τόσο καλό παιδί η Άννα, είχε περάσει μια δύσκολη ζωή κι εδώ μπήκε σε μια σειρά, γελούσε, χόρευε. Προφανώς γνώριζε πολλούς ανθρώπους – αυτό δε σημαίνει ότι έπρεπε να σκοτωθεί. Αλίμονο αν πρέπει να μείνεις μόνη σου κλειδωμένη σπίτι για να κινδυνεύεις μόνο από κανένα δοκάρι που θα πέσει. Κι είναι και ο τρόπος που δολοφονήθηκε, είχε μένος. Σίγουρα έπαιξε ρόλο ο συγκερασμός των ταυτοτήτων της, φτωχή, μαύρη, προσφύγισσα, τρανς, περιστασιακά σεξεργάτρια. Έχω ζήσει πολλές δολοφονίες, αυτή με ρούφηξε. Έχω μια αίσθηση φόβου χωρίς να μπορώ να τη συγκεκριμενοποιήσω, μπορεί να ξύπνησαν και δικά μου βιώματα. Πολλά νέα τρανς παιδιά, και αγόρια, μου έστειλαν μηνύματα ότι φοβούνται. Μετά στη συγκέντρωση στον Άγιο Παντελεήμονα πήρα λίγο τα πάνω μου γιατί είχε κόσμο. Όσο προχωρούσαμε, όμως, αναρωτιόμουν γιατί είμαστε εδώ. Δεν θα έπρεπε να είμαστε εδώ. Δεν θα έπρεπε να δολοφονηθεί η Άννα.
Διάβασα σχόλια γεμάτα μίσος. Μ πήγαν πίσω στην περίοδο νομικής αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου. Τότε είχα πάθει κατάθλιψη. Τώρα μου βγαίνει θυμός. Δε με ρίχνει πια. Δε με πονάει όπως με πονούσε. Εγκωσα. Έτσι νιώθω τώρα, μετά δεν ξέρω, μπορεί να ξανακυλήσω στη μελαγχολία. Το βρίσκουμε μπροστά μας από παιδιά. Σου λένε ότι είσαι λάθος με τον τρόπο του ο καθένας, περπάτα πιο ανδρικά, ξυρίσου για να βγάλεις γένια, μίλα πιο βαριά, μη φοράς αυτό, μη κάνεις το άλλο. Είναι αθροιστικό. Για ένα διάστημα, με τα μέτρα που πήρε η προηγούμενη κυβέρνηση για το Σύμφωνο και την ταυτότητα φύλου, με την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, νιώσαμε μια αγαλλίαση. Τώρα είναι σα να μας λένε «αρκετά βγήκατε και φωνάξατε». Δε θέλουν να φαινόμαστε. Είναι πολλοί αυτοί που μας μισούν. Το λέω και τρέμω. Από τύχη ζούμε. Κι είναι κι αυτή η διαπίστωση του αδικαίωτου. Στη δολοφονία του Ζακ, ενώ όλες είδαμε τι έγινε, το κράτος έβαλε τη σφραγίδα του σε μια απόφαση που λίγο – πολύ μεταφραζόταν στο ότι μπορεί να σε σκοτώνουν στο ξύλο και να μη τρέχει τίποτα.
Η βία ειδικά σε συμβολικό επίπεδο είναι καθημερινή, στο δρόμο στο μετρό, στα μαγαζιά. Παντού νιώθεις εγκλωβισμένη. Επειδή το αντιμετωπίζω από μικρή, πιάνω πράγματα ακόμα και αδιόρατα και πλέον δε με κάμπτουν. Δεν παύει, βέβαια, να είναι ψυχοφθόρο. Γιατί μέσα σου πάντα επαναλαμβάνεις αυτό το «γιατί;» Δεν τους πειράζεις, δεν τους ενοχλείς. Γιατί; Θα σου αναφέρω ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο: Στη συγκέντρωση στο Σύνταγμα εμφανίστηκε κάποια στιγμή η Ζωή Κωνσνταντοπούλου – για τους δικούς της λόγους. Στάθηκε δίπλα μου και μου ζήτησε να μείνω εκεί μαζί της για να κάνει δηλώσεις. Ήρθαν τα κανάλια και με το που τελείωσε, κατέβασαν τις κάμερες. Ακόμα και για ένα τέτοιο γεγονός που κατακρεουργήθηκε μια τρανς γυναίκα, δεν έδειξαν το ελάχιστο ενδιαφέρον να ακούσουν μια τρανς γυναίκα. Έγινα έξαλλη, όχι επειδή δε βγήκα στην τηλεόραση αλλά με τη στάση τους.
Αυτές τις μέρες πήρα κι έδωσα πολλές αγκαλιές. Δυναμώνει η κοινότητα κι έχει κοντά της κι άλλο κόσμο. Το φεμινιστικό κίνημα στην πλειονότητα του είναι δίπλα μας. Θα ήθελα το «Καμία Μόνη» να το κάνουμε πράξη, να ψάξουμε να βρούμε τα άτομα που είναι μόνα και να τα στηρίξουμε. Να μη συναντιόμαστε μόνο σε δικαστήρια και κηδείες. Είναι, όμως, συγκινητικό αυτό που συμβαίνει σε επίπεδο αλληλεγγύης. Θα επαναλάβω αυτό που έγραψα σε μια ανάρτηση τις προάλλες: Όλο λένε ότι δεν είναι έτοιμη η κοινωνία. Μη σώσει και ετοιμαστεί. Αυτούς που δε μας θέλουν, δεν τους θέλω κι εγώ. Μας έχουν πληγώσει αρκετά. Ας μείνουν στα σκοτάδια τους και τη χολή τους. Έχουμε ανθρώπους να πάμε μπροστά, έχουμε ανθρώπους που μας υπολογίζουν, μας εκτιμούν, μας αγαπούν» λέει η Άννα Κουρουπού, διευθύντρια ενδυνάμωσης στη Red Umbrella Athens.
Στις εξιστορήσεις αρκετών ΛΟΑΤΚΙ+ φίλων μου δεσπόζει το μπούχτισμα από τη διαρκή άσκηση επιβίωσης μεταξύ ασφάλειας και επιθυμίας – εννοιών που δε θα έπρεπε σε κανένα σχήμα να είναι αλληλοσυγκρουόμενες αλλά τίθενται άρρητα έτσι από την εξουσία. Από τη μια τακτικές αυτοπεριορισμού για λόγους αυτοπροστασίας κι από την άλλη βήματα προς το φως. Ένα ενσωματωμένο ραντάρ που χαρτογραφεί τον χώρο, ανιχνεύει απειλές και αναζητά ευκαιρίες ελευθερίας και αυτοδιάθεσης. Μια διεκδίκηση που εμπεριέχει πολλή ενέργεια, συναισθηματική εργασία, έκθεση, χρόνο, επινοητικότητα, επεξεργασίες, πολιτιστικό κεφάλαιο με μικρή απόκριση από το κράτος και σίγουρα με πολύ βραδύτερους ρυθμούς από την ανάγκη να ζήσεις καλά σε ενεστώτα χρόνο. Είναι άδικο κι εξουθενωτικό. Η Τζούντιθ Μπάτλερ κάνει μια εξαιρετική συμπύκνωση πάνω σ’ αυτό: «Μπορεί να αισθάνομαι ότι χωρίς κάποιο βαθμό αναγνωρισιμότητας δε μπορώ να ζήσω. Αλλά μπορεί επίσης να αισθάνομαι ότι οι όροι με τους οποίους αναγνωρίζομαι κάνουν το βίο αβίωτο».
Τα περισσότερα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα φέρουν στις βιογραφίες τους απορρίψεις, χλευασμούς, νουθεσίες, κακοποιητικά περιστατικά, προσπάθειες πειθάρχησης, εσωτερικευμένη ντροπή. Κάποιες πληγές παραμένουν χαίνουσες, κάποιες έχουν επουλωθεί. Κάθε καινούργιο τραυματικό γεγονός αναδεύει τα προηγούμενα. Αυτές οι μέρες είναι βαριές. Υπάρχει φόβος και ο φόβος μπορεί να έχει παραλυτική ισχύ. Υπάρχει πόνος. Υπάρχει και θυμός. Είναι όλα εύλογα και χρειάζεται να πλαισιωθούν από τους ανθρώπους και τις κοινότητες που στέκονται συμμαχικά στον αγώνα κατά της τυραννίας της εθνοπατριαρχικής ετεροκανονικότητας και της αγριότητας που εκλύει.
Ο Λύο Καλοβρυνάς είναι επαγγελματίας της ψυχικής υγείας και συγγραφέας. Μιλάει για τις μη ευθύγραμμες διεργασίες του τραύματος από την αναβίωση μέχρι την ενδυνάμωση:
«Η είδηση της δολοφονίας της Άννας με πέτυχε στο εξωτερικό και δε μπορούσα να το επεξεργαστώ εκείνη τη στιγμή επειδή ήμουν σε διαφορετικό πλαίσιο και ψυχολογική διάθεση. Άρχισα να το συνειδητοποιώ όταν μπήκα στο αεροπλάνο και με γονάτισε. Πυροδοτήθηκαν και δικά μου ψυχολογικά. Όσα άτομα λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή έκφρασης φύλου έχουμε υποστεί βία, έχουμε έναν μηχανισμό που πάντα εξετάζει το περιβάλλον για το αν είμαστε ασφαλή. Αυτό δε σταματάει ποτέ. Απλά σε πιο ασφαλή περιβάλλοντα μπαίνει σε κατάσταση ύπνωσης. Τυχαία, την προηγούμενη Κυριακή προπηλακιστήκαμε ως αδερφές στο Βερολίνο, εννοώ ότι η βία για εμάς δεν είναι ένα σενάριο, δεν είναι κάτι έξω από την πραγματικότητα μας. Αιωρείται διαρκώς σαν απειλή. Αυτή η δολοφονία έγινε στη γειτονιά μου, όπου ξέρω ότι κι εγώ πρέπει να υποδύομαι, να φοράω την αρσενική μου στολή για να πάω στη Λαϊκή. Βέβαια, πλέον η ηλικία μου, τα γκρίζα μαλλιά μου δημιουργούν μια ενεργειακή ασπίδα. Βραχυκυκλώνω τους ανθρώπους γιατί από τη μια βλέπουν μια αδερφή και από την άλλη έναν ευυπόληπτο κύριο μιας ηλικίας.
Σε πολλά άτομα τα σχόλια μίσους επιτείνουν τον πόνο, σε μένα όχι. Μετά τα 35 έκανα μια πολυετή δουλειά επανοικειοποίησης αυτών των κακοποιητικών λέξεων κι ενώ παλιότερα μόνο στο άκουσμα μιας τέτοιας έκφρασης όλο μου το σώμα τσίτωνε κι έμπαινε σε μια κατάσταση φυγής ή πάλης, τώρα πλέον δεν αντιδρώ αντανακλαστικά. Τις έχω εντάξει εγώ στο λεξιλόγιο μου, μπορώ να με λέω αδερφή, μπορώ να με λέω πούστη. Αναγνωρίζω την κακεντρέχεια που υπάρχει όταν χρησιμοποιούνται αυτές οι λέξεις από άλλους αλλά δεν πυροδοτούμαι κι είμαι ευγνώμων στον εαυτό μου για τη δουλειά που έχω κάνει, ώστε να ελαφρύνω από ένα βάρος. Αυτό δεν ισχύει για όλα τα άτομα. Για πολλά αυτές οι βρισιές λειτουργούν επανατραυματικά. Ως ψυχοθεραπευτής αυτές τις μέρες έπρεπε να δουλέψω με την αναβίωση τραυμάτων στη δουλειά μου και το χειρότερο για μένα είναι η απαισιοδοξία που δημιουργούν αυτά τα γεγονότα, μια πεποίθηση ότι τα πράγματα πηγαίνουν χειρότερα. Γενικότερα, μετά τις εκλογές οι ΛΟΑΤΚΙ θεραπευόμενοι μου και οι γυναίκες εκφράζουν μια αγωνία.
Το πώς αποκρίνεται το κράτος στα περιστατικά ομοτρανσφοβικής βίας παίζει τεράστιο ρόλο γιατί ενέχει κι μια λειτουργία γονέα με την κοινωνική έννοια. Εγώ όταν έτρωγα ξύλο στο προαύλιο του σχολείου δεν τραυματιζόμουν μόνο από την πράξη αλλά και από το γεγονός ότι αυτό εξαλισσόταν με τη συναίνεση του πλαισίου και με άφηνε εντελώς μόνο μου, είναι η μοναξιά που δημιουργεί το τραύμα, όχι μόνο η βία. Όταν συμβαίνουν τέτοια γεγονότα και το κράτος κάνει gaslighting σε μαζική κλίμακα, ακυρώνει τα βιώματα ολόκληρων ομάδων. Ευτυχώς είμαστε σε μια καλύτερη περίοδο και η πολιτική ορθότητα έπαιξε θετικό ρόλο. Χρειαζόμαστε περισσότερη. Ας πούμε το ότι τα περισσότερα media διόρθωσαν γρήγορα το misgendering είναι μια αλλαγή σε σχέση με παλιότερα.
Θυμάμαι το 2012 είχαμε αναστατωθεί αρκετά γιατί πολλά άτομα στον κύκλο μου είχαν δεχτεί σωματική επίθεση και με αφορμή αυτό οργάνωσα τότε την πρώτη μάδα αυτοάμυνας για ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Τώρα είμαστε πιο ορατοί, γράψουμε άρθρα, βγαίνουμε στο δρόμο, έχουμε δομές μέσα στις κοινότητες μας. Υπάρχουν τραυματικά γεγονότα στο συλλογικό ψυχισμό που καταλαμβάνουν μια συλλογική οντότητα και υπάρχουν και τραυματικά γεγονότα για την προσωπική ζωή της καθεμιάς μας, και φυσικά βρίσκονται σε συνάρτηση μεταξύ τους. Τα συλλογικά τραυματικά γεγονότα εκτός από τραυματικά λειτουργούν και συσπειρωτικά. Στην περίπτωση της δολοφονίας του Ζακ συνέβη κάτι τέτοιο. Άτομα που δε θα κατέβαιναν ποτέ στο δρόμο – εμού συμπεριλαμβανομένου που δεν το έχω με τις πορείες γιατί παγώνω, να κατέβουν. Θα μου πεις γιατί να χρειαζόμαστε δολοφονίες για να βγούμε στο δρόμο. Η οδύνη πάντως σε συλλογικό επίπεδο μπορεί να μετασχηματιστεί σε αγώνα. Τα ατομικά τραυματικά συμβάντα, σπάνια έχουν αυτή τη λειτουργία κι αν το άτομο δεν έχει υποστηρικτικό πλαίσιο, μπορεί να ισοπεδωθεί. Πριν λίγες μέρες αυτοκτόνησε ένας γκει άνδρας στην Κρήτη αλλά δεν το μάθαμε, καθημερινά βιάζονται γυναίκες ακόμα κι αν δεν το ομολογούν ούτε στον εαυτό τους. Είναι σωρευτικό. Κι εγώ αυτές τις μέρες για να μπορέσω να ανταπεξέλθω απευθύνθηκα στις φίλες μου γιατί δεν είμαι καλά κι είναι οκ. Χρειάζεται να αγκαλιάζουμε την ευαλωτότητα μας. Η προσταγή να είμαστε διαρκώς ακλόνητοι και να προτάσσουμε τα στήθη μας είναι μια βλακώδης ματσίλα. Εγώ είμαι ευάλωτος και η ευαλωτότητα μου δίνει δύναμη. Κατά τ’ άλλα να διεκδικήσουμε και χωρίς να βάλουμε στη ζυγαριά τι είναι πιο σημαντικό. Όλα είναι σημαντικά κι ας επικεντρωθεί ο καθένας και η καθεμία όπου πιστεύει.»
Θεωρώ πολύτιμες τις διηγήσεις των τριών ανθρώπων που μιλούν σ’ αυτό το άρθρο, με την εμπειρία, τη φόρτιση και τη γνώση που κουβαλούν. Έχει πάντα σημασία ο λόγος των ίδιων των υποκειμένων που βιώνουν μια κατάσταση και για όσα εισφέρει και ως πράξη διάρρηξης του πατριαρχικού ετεροκανονιστικού μονοπωλίου της δημόσιας συζήτησης. Το να μιλάμε για το ρατσισμό, το σεξισμό, την ομοφοβία, την τρανσφοβία δεν είναι μια θεωρητική κουβέντα, είναι η αποκάλυψη ουλών, η ανάδειξη τη βλάβης που προκαλούν στις ζωές των ανθρώπων, η υπεράσπιση της μνήμης των νεκρών, η άρνηση συμβιβασμού με το ψαλίδισμα της ζωής, τις χωρικές περιφράξεις, την ενοχοποίηση επιθυμιών και ταυτοτήτων. Είναι φροντίδα τραυμάτων για να μην εγκιβωτιστούν και πετρώσουν και μαζί είναι αναζήτηση ενός ορίζοντα καθαρισμένου από στερεότυπα, καταπιέσεις και βία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου