Χάρης Καλαϊτζίδης
ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΙΑ ΤΑ ίδια. Κάθε
«Ίσως για κάποιους να ’ναι ακόμα γιορτή / μα ποιοι είναι αυτοί; / Ζουν σε θερμοκοιτίδες ή σε χωριά;»¹ Τι πια σημαίνουν αυτά τα τελετουργικά; Τι απομένει από τις γιορτινές επαναλήψεις; Ένα καλό λάδωμα στα γρανάζια της οικονομίας; Μια άγαρμπη νεκρανάσταση της σφαίρας της κυκλοφορίας; Το πνεύμα των Χριστουγέννων, που δεν θυμίζει εκείνα που επισκέφτηκαν τον Σκρουτζ, μα πλαισιώνει άρτια σποτάκια Coca-Cola; Σίγουρα.
Οι χριστουγεννιάτικες γιορτές κυριαρχούν ως θέαμα και εμπόρευμα και ως τέτοια ορίζουν για λίγες μέρες τις ζωές μας. Παράλληλα, όμως, με όλα αυτά, οι ίδιες οι γιορτές ως μια μορφή επαναληψιμότητας συνιστούν ακμαίο παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο συνηθίζουμε να διαμελίζουμε τον χρόνο.
Ως διακοπή της εργασίας, οι γιορτές αποτελούν μια ανάσα από τα άγχη και τις τυπικότητες της καθημερινής φθοράς. Δομούν έναν άλλο ρυθμό, μια αλληλουχία που στέκεται πιο κοντά στο ανοιχτό συνεχές, μια περίοδο όχι ακριβώς αεργίας, μα μάλλον διαφορετικών μορφών δραστηριότητας και νέων συσχετίσεων στο πλαίσιό της.
«Γι’ αυτό μισώ τις πρωτοχρονιές με καθορισμένη ημερομηνία, που μετατρέπουν τη ζωή και το ανθρώπινο πνεύμα σε μια εμπορική επιχείρηση, με τον ωραίο τους απολογισμό, με τον ισολογισμό τους και την πρόβλεψη για το νέο διαχειριστικό έτος».² Το εορταστικό ημερολόγιο (όπως και το μηνιαίο και το εβδομαδιαίο) είναι ένας τρόπος να τιθασεύσουμε την κατ’ ουσίαν ανήμερη φύση της διάρκειας, μια απόπειρα να τεμαχίσουμε σαν βασιλόπιτα τον χρόνο: ο οποίος είναι ατέλειωτος και μη γραμμικός, ανομοιογενής κι απόκοσμος, ασύλληπτος και βίαιος∙ ο οποίος προχωράει με απότομα τινάγματα κι αργόσυρτους κυματισμούς, γλιστράει και πέφτει άγαρμπα, τρέχει και λαχανιάζει∙ ο οποίος διαβρώνει αδιάφορα κάθε ανθρώπινη τάξη.
Μόνο με την ημερολογιακή αφέλεια που βοηθά τις γραφειοκρατικές υποθέσεις και τους υπολογισμούς –μα που μας αποκόπτει απ’ την πραγματική χρονικότητα των πραγμάτων– μπορούμε να πιστέψουμε ότι κάτι αλλάζει από χρονιά σε χρονιά, μπορούμε να κάνουμε ευχές ή resolutions.
«Κρυφή η αιτία, λίγο πριν κοιμηθούν / μήπως τον άλλο μήνα, αύριο πουν / “από αύριο ορίζω τη ζωή μου”./ Κι έτσι τους φεύγει η αϋπνία / και το χρήμα».³ Τα New Year’s Resolutions αποτελούν τη βουνοκορυφή της ημερολογιακής μας ανοησίας. Στη ρίζα τους εδρεύει η υπόθεση μιας ριζικής –μα πάντοτε αυστηρά προσωπικής– αλλαγής από χρονιά σε χρονιά, έτσι που ο καθένας επιτρέπει στον εαυτό του να κάνει όνειρα και πλάνα.
Το αποτέλεσμα είναι εν μέρει γελοίο και εν όλω αποδυναμωτικό: όλοι γνωρίζουν πως κανείς δεν τα τηρεί∙ τα ηλίθια ανέκδοτα με συνδρομές στο γυμναστήριο τον Γενάρη είναι αρκετά για να μας το θυμίσουν. Resolution είναι η άλλη όψη της παράλυσης, με τον ίδιο τρόπο που η ανακοίνωση μιας αλλαγής είναι ένας βέβαιος τρόπος για να την ξεδοντιάσεις.
«Κι εγώ αυτό που έχω πάθει / είναι πως κάνω λάθη / κάθε μήνα του χρόνου / κάθε χρόνο ξανά».[4] Μέσα σ’ όλα αυτά, οι γιορτές είναι και κάτι άλλο. Ακόμα κι όταν δεσπόζουν ως η επιτομή της ημερολογιακής εξημέρωσης του χρόνου, η ίδια τους η συνθήκη αναιρεί τη ρουτίνα της εβδομάδας και, ως εκ τούτου, την επίπλαστη χρονικότητα που έχουμε δομήσει.
Ως διακοπή της εργασίας, οι γιορτές αποτελούν μια ανάσα από τα άγχη και τις τυπικότητες της καθημερινής φθοράς. Δομούν έναν άλλο ρυθμό, μια αλληλουχία που στέκεται πιο κοντά στο ανοιχτό συνεχές, μια περίοδο όχι ακριβώς αεργίας, μα μάλλον διαφορετικών μορφών δραστηριότητας και νέων συσχετίσεων στο πλαίσιό της. Τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι πιο φωτεινά στις γιορτές, το ανέμελο παιχνίδισμα του σώματος σαλεύει.
«Μία θαλπωρή / μία ανάπαυλη / μία πολύ ωραία κατάσταση»[5] – για λίγο. Σύντομα οι γιορτές τελειώνουν και η εργασία ξαναρχίζει. Η προϋπόθεση της παύσης της δουλειάς είναι η εντονότερη συνέχισή της. Με τον ίδιο τρόπο που τα μεσαιωνικά καρναβάλια αφήναν τους υπηκόους να γελοιοποιήσουν τους μονάρχες έτσι ώστε να υποταχθούν ακόμα εντονότερα σ’ αυτούς την άλλη μέρα, έτσι και οι διακοπές αποτελούν μόνο μια στάση στην αέναη γραμμή παραγωγής που είναι οι ζωές μας.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη της νωθρότητας του κοινωνικοπολιτικού μας συστήματος από τα πικραμένα, παραιτημένα βλέμματα των ανθρώπων στο τέλος των διακοπών. Συμπλήρωμά τους, η αρρωστημένη απόλαυση που αντλούμε από τον πόνο όσων γυρίζουν, όπως κι εμείς, στην εργασία: το «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του» είναι μια συλλογική αυτοχειρία.
Θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια άλλη έκβαση των πραγμάτων∙ θα μπορούσαμε να επωμιστούμε μια άλλη χειρονομία, η οποία εμπνέεται από το αχρονικό πνεύμα των γιορτών και προσπαθεί να το διατηρήσει. Μια διακοπή που δεν υπάγεται στην ανανέωση της κυρίαρχης χρονικότητας, που δεν προετοιμάζει την άχαρη επιστροφή της, ένα καρναβάλι το οποίο προχωρά –όλο και πιο παράξενο–, χωρίς φανερό τέλος.
Μια ανάκτηση του ωκεανού του χρόνου ενάντια στην αυθάδεια η οποία τον κομματιάζει: να βρούμε ή να εφεύρουμε ένα συνεχές στο οποίο θα επιλέγουμε οι ίδιοι τα διαλείμματα, τα ξεκινήματα, τους απολογισμούς μας, αντί να μας επιβάλλονται, σύμφωνα με τις επιταγές μιας μουχλιασμένης παράδοσης που βαραίνει τους ώμους – αυτό θα ήταν ένα αξιόλογο, καθημερινό resolution.
Πολλά έχουν γραφτεί για τους αγωνιστές της Γαλλικής Επανάστασης, οι οποίοι είχαν βγει στις πλατείες και, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση, ρίχνανε στα καμπαναριά, «πυροβολούσαν τις πλάκες των ρολογιών για να σταματήσουν τη μέρα».[6] Τότε, όπως και σήμερα, η ουτοπική ενόρμηση ή ροή παραμένει κοινή: «Η μεγάλη αιμομικτική επιθυμία είναι να κυλάμε, ένα με τον χρόνο, να σμίγουμε τη σπουδαία εικόνα του επέκεινα με το εδώ και τώρα».[7]
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου