Μεγάλωσα κοροϊδεύοντας τον κόσμο που στις βόλτες του στο εξωτερικό στριμώχνεται σε κάποια από τις γνωστές αλυσίδες fast food, είτε βρίσκεται στο Παρίσι, είτε στο Λονδίνο, είτε στο Βερολίνο. Κοιτάω από τα πρώτα ταξίδια μου έξω με μια τεράστια περιφρόνηση αυτούς τους τουρίστες, τους Έλληνες που γεμίζουν μαζί με όλα τους μπαγκάζια τα McDonald’s του κόσμου. Φωνάζουν, σπρώχνουν και θεωρούν ότι επειδή αναγνωρίζουν κάτι το άμπστρακτ στο εμπορικό σήμα, μπορούν να συμπεριφέρονται σαν στο σπίτι τους.
Η περιφρόνηση αυτή έχει νομίζω λογική: μου φαίνεται ηλίθιο να έχεις κάνει ταξίδια τόσων χιλιομέτρων, να έχεις ξοδέψει τόσα χρήματα, σε αεροπορικά, ξενοδοχεία, τρένα και μετρό για να τρως την ίδια κατεψυγμένη χρυσαφιά πατάτα που βρίσκεις και στο Σύνταγμα – η οποία πολύ συχνά θα είναι ακόμη πιο ακριβή από το όποιο τοπικό fast food μπορείς να βρεις εκεί. Δεν μιλώ για όσους ζουν μόνιμα σε μια ξένη πόλη, αναγνωρίζω στον Έλληνα του Παρισιού κάθε δικαίωμα να αναζητά, για παράδειγμα, ένα κομμάτι μουσακά ή μια εξαιρετικά ακριβή και ταυτόχρονα σίγουρα φτωχή έκδοση του πιτόγυρου. Να σκουπίζει τα δάκρυα από τα μάτια του κρατώντας ένα τυλιχτό στο Quartier Latin, γιατί του λείπουν οι φίλοι του, η ασφάλεια του σπιτιού, οι γονείς, το αγόρι του κ.ο.κ.
Αλλά ο ταξιδιώτης, αυτός ο άνθρωπος που επιλέγει να φύγει μακριά από το σπίτι του, για να δει κάτι πέρα από το περιορισμένο του τετράγωνο, γιατί; Δεν χρειάζεται καν να ξέρεις πολλά, δεν χρειάζεται να έχεις ψάξει μέρες πριν στις 10 γωνιές του ίντερνετ, δεν απαιτείται τίποτα το ιδιαίτερο για να διαλέξεις ένα διαφορετικό μέρος να ικανοποιήσεις την πείνα σου. Μπορείς να ρωτήσεις έναν φίλο, έναν γνωστό, γνωστό γνωστού ή ακόμη κι έναν περαστικό στο δρόμο για να σε στείλουν εκεί που πρέπει να πας.
Αλλά οι άνθρωποι αυτοί που κινούνται συνήθως σε αγέλες και θυμίζουν από μακριά κάτι ανάμεσα σε σχολική εκδρομή και οργανωμένο ταξίδι από πρακτορείο δεν είναι παρά μια ομάδα που το ταξίδι τους σε μια άλλη χώρα είναι στην ουσία 10 βιαστικές και πρόχειρες στάσεις για φωτογραφίες. Καταφέρνουν μάλιστα να κάνουν τόσο θόρυβο και να σηκώσουν τέτοια σκόνη με την παρουσία τους, που ακόμη και σε αυτούς τους ήδη πνικτικούς και οverstimulating χώρους, βγάζουν μάτι. Οι γκαρίδες τους είναι αταίριαστες ακόμη και στα διεθνή αυτά παλάτια του γρήγορου μπες-βγες, και δημιουργούν τέτοιον αντίλαλο χτυπώντας πάνω στους γυαλιστερούς πάγκους, που κάνουν τους παιδότοπους αυτούς ακόμη πιο αφόρητους και δραματικούς.
Σε χώρους όπου το ιντερνάσιοναλ savoir faire απαιτεί: να μπεις ήσυχος για να φας γρήγορα, όσο πιο γρήγορα γίνεται, έχοντας όσο λιγότερες επαφές με τους ανθρώπους γύρω σου. Όπου παραγγέλνεις από την είσοδο ήδη σε μια μεγάλη οθόνη και η μόνη σου επαφή με τον άνθρωπο στο γκισέ είναι το χαμογελαστό νεύμα που ανταλλάσσετε όταν τον πλησιάζεις, εσύ, ο άνθρωπος αριθμός 69 για να πάρεις τον κουβά με το ηλίθιο κοτόπουλο σου. Αυτοί οι τουρίστες κάθε εθνικότητας, που διαλύουν την ιεροτελεστία της στιγμής, μου είναι οι πιο μισητοί άνθρωποι στον πλανήτη, είναι ο μεγάλος εχθρός του κόσμου μου σε εκείνη ακριβώς τη στιγμή.
Η Κλάρα μού λέει πως το Βερολίνο, στο οποίο βρίσκεται ο ήρωας αυτού του κειμένου, είναι μια πολύ όμορφη πόλη για να κλαις. Φωτ.: Chetan Hireholi
Υπάρχει όμως και μια κατηγορία ανθρώπων που μέσα σε αυτούς τους γεμάτους φασαρία και λευκό φως χώρους, δέχομαι να βλέπω, κι αυτοί είναι τα παιδιά με τις ραγισμένες καρδιές. Κάτι φιγούρες παράταιρες, αταίριαστα ήσυχες σε σχέση με το περιβάλλον που τις περιτριγυρίζει. Με μάτια γυρισμένα προς το εσωτερικό τους και σκέψεις απλωμένες παντού γύρω τους. Που τους βλέπεις να ανοίγουν νωχελικά τα χάρτινα περιτυλίγματα με το φαγητό, λες και κινούμενοι μέσα σε ιστό αράχνης τρώνε απλώς γιατί πρέπει. Είναι τα παιδιά της μεγαλύτερης βιομηχανίας –όπως γράφει η Ρίκα Βαγιάνη– της χώρας μας, αυτής της καψούρας.
Αυτοί ναι, επιτρέπεται να βγάζουν βόλτα τη μιζέρια τους ως εκεί, και γενικά οπουδήποτε θέλουν. Έχει στο κάτω κάτω η φάση τους και κάτι λογοτεχνικό – όχι γιατί μόνοι ή πρώτοι αυτοί βουτάνε σε αυτά τα νερά της μελαγχολίας του έρωτα, αλλά γιατί ακολουθούν μια μεγάλη πορεία ανθρώπων που πριν ή μετά από αυτούς θα αναζητήσουν κάτι παρόμοιο. Το KFC για τον πληγωμένο ταξιδιώτη είναι η στάση του βιβλιόφιλου στον τάφο του Balzac και της Susan Sontag. Είτε γιατί τους φέρνει πίσω σε στιγμές απόλυτης ξεφτίλας με το αγαπημένο πρόσωπο, σε ξενύχτια που κατέληγαν στο Σύνταγμα για τηγανητές πατάτες, είτε σε άλλες περασμένες φρίκες και καταποντισμούς όπου αναζήτησαν την παρηγοριά αυτής της ίδιας πατάτας.
Δεν ξέρω καν αν στην πραγματικότητα οι άνθρωποι αυτοί τρώνε εκεί για εκείνους τους ίδιους, κι όχι για το στενάχωρο του θεάματος τους. Αν είναι μια επιλογή στην οποία φτάνουν λόγω έλλειψης προοπτικής, γιατί χωρίς το άτομο που επιθυμούν θα προτιμούσαν να μη φάνε και καθόλου ή αν είναι μια πράξη απόλυτα φροντιστική. Αν λες δηλαδή φάε αυτό γιατί αυτό αξίζεις, γιατί στη βάρκα δίχως αξιοπρέπεια που πλέεις –εσύ που δεν μπόρεσες να αγαπήσεις– ή κυρίως να αγαπηθείς αρκετά, αυτό είναι το μόνο γεύμα που χωρά, ή αν λες «όλα καλά», σου αξίζει αυτή η κραιπάλη και νιώθεις μέσα εκεί κάπως καλύτερα, νιώθεις σπίτι σου.
Η απορία που μου γεννάται παρατηρώντας σε ένα KFC του Βερολίνου τόσο τους γύρω μου όσο κι εμένα, είναι μήπως στην πραγματικότητα δεν είμαστε καν τόσο πληγωμένοι, απλά συρρέουμε εκεί από κεκτημένη ταχύτητα, μπήκαμε κάτω από την κουβέρτα αυτού του συναισθήματος, η διανομή έκλεισε, αποδεχτήκαμε τον ρόλο μας και τώρα δεν γίνεται να κάνουμε πίσω. Με έναν περίεργο τρόπο είναι πολύ βολικά εδώ. Και σαν ζώα που η διαφήμιση έχει αποκουτιάνει ενσωματώνουμε τα στοιχεία του ρόλου που μας ταιριάζουν, θέλουμε να γίνουμε πειστικοί, θέλουμε να περάσουμε ως μίζεροι ερωτευμένοι.
Υπάρχει και μια κατηγορία ανθρώπων που μέσα σε αυτούς τους γεμάτους φασαρία και λευκό φως χώρους, δέχομαι να βλέπω, κι αυτοί είναι τα παιδιά με τις ραγισμένες καρδιές.
Η Κλάρα μού λέει πως το Βερολίνο, στο οποίο βρίσκεται ο ήρωας αυτού του κειμένου, είναι μια πολύ όμορφη πόλη για να κλαις, γιατί κανένας δεν σε κοιτά, κανείς δεν ασχολείται μαζί σου. Τα μάτια των περαστικών σχεδόν φοβούνται να κοιτάξουν το κατακόκκινο, μυξιάρικο πρόσωπο σου. Όχι από αδιαφορία, αλλά κυρίως, όπως νομίζω εγώ, από μια υπερβολική διακριτικότητα. Μια διακριτικότητα τόσο μεγάλη που αν πηδούσες, στις ράγες αμφιβάλλω αν θα ένιωθε κάποιος ότι έχει το δικαίωμα να έρθει να σε σώσει. Και παρατηρώ πως σχεδόν με πληγώνει που κανείς δεν ρωτά αν είσαι καλά ή αν χρειάζεσαι κάτι, καθώς δεν σου επιτρέπει έτσι να δώσεις την παράσταση που θες. Κι ο ρόλος αυτός δεν έχει κανένα απολύτως νόημα δίχως κοινό.
Η απάντηση πάντως είναι μια: Όταν άνθρωποι σε απογοητεύουν σε μεγάλες πόλεις, έχεις τις πατάτες και τις κοτομπουκιές του KFC να σου λένε «ο καπιταλισμός και όχι η αγάπη κάνει τον κόσμο να γυρνά, κι όταν εκείνη δεν είναι αρκετή, ξόδεψε κι άλλα λεφτά. Το χρήμα και η ομορφιά έχουν τα πιο κοφτερά δόντια στον κόσμο μας». Αυτά σκέφτομαι όσο κλείνω πίσω μου την πόρτα, και πετάω τη διανομή και το μισοφαγωμένο bucket μου στα σκουπίδια.
Πως τελικά δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω η βόλτα μας σε αυτά τα μέρη, αλλά λυπημένοι και μακριά από το σπίτι μας συμμετέχουμε σε μια πρόωρη τελετή επιστροφής. Γυρνάμε ταπεινωμένοι στον κανονικό χρόνο και την κανονική ζωή. O ερωτευμένος ήρωας κάθεται εκεί και αποχαιρετά το διάλειμμά του από την πραγματικότητα, επιστρέφει από τα όνειρά του λιγάκι γδαρμένος για να βάλει ξανά τις προτεραιότητες και τον στενάχωρο μικρόκοσμο του σε τάξη, καθώς ακούει ήδη εκείνη την στιγμή τον πιλότο να λέει στο μεγάφωνο του Αirbus: «Καλημέρα σας αγαπητοί επιβάτες, η πτήση μας για Αθήνα θα αναχωρήσει στα επόμενα πέντε λεπτά».
Και κάτω από ένα ρομαντικό ψιλόβροχο ο ήρωάς μας ξυπνά, ρεύεται την τροφή του, κοιτά ξανά γύρω του τον κόσμο με το διαβολεμένο μάτι της Καραπάνου, λυσσασμένος και παρατηρητικός, και επιτρέπει σε μια πρόταση από τα ημερολόγια της να διασχίσει σαν αστραπή τη σούπα του μυαλού του, διαβάζει νοερά: «Δεν σε αγαπάω πια, είσαι ζώο, είμαι άνθρωπος», και παίρνει σαν αδέσποτο σκυλί κάποιον τυχαίο συρμό προς τον τερματικό του σταθμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου