Σκυλιά μάλωναν μέσα στο σκοτάδι και ο βοσκός τα άκουσε. Βγήκε απ’ το μαντρί του και, περίεργος, ακολούθησε τις φωνές τους. Τα είδε να έχουν τραβήξει μέσα από έναν πρόχειρο λάκκο ένα σκισμένο μπουφάν. Η μυρωδιά της σήψης ήταν παντού στον αέρα και ακριβώς μπροστά του, μέσα στον λάκκο, κάτω από την κοπριά ξεπρόβαλε το πτώμα ενός νέου άντρα. Ο Χρήστος Αγαθής δεν υποψιαζόταν ότι η αναστάτωσή των σκυλιών θα μπορούσε να είχε προκληθεί από κάτι τόσο μακάβριο. Δεν υποψιαζόταν όμως ακόμη ούτε και το πραγματικό μέγεθος της φρίκης. Σε πενήντα μέτρα από τον πρόχειρο τάφο του, η αστυνομία λίγη ώρα αργότερα θα ανακάλυπτε και το κεφάλι του πτώματος.
Ήταν 20 Ιουνίου του 1990 όταν στα Σκούρτα της Βοιωτίας δόθηκε τέλος στην αγωνία της οικογένειας του Γιάννη Τσατσάνη, ο οποίος είχε εξαφανιστεί από τις 18 Μαρτίου. Για την ακρίβεια είχε απαχθεί από φίλους του, οι οποίοι πίεζαν την ευκατάστατή του οικογένεια του για λύτρα. Όλα όμως πήγαν λάθος.
Ο 17χρονος Ρομά, Γιάννης (Μαρσελίνο) Τσατσάνης, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αγία Βαρβάρα και ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στην κοινότητά του. Οι ικανότητές του στο ποδόσφαιρο και οι εμφανίσεις του με την ομάδα του Κεραυνού Αγίας Βαρβάρας, το καμάρι της συνοικίας, τού χάρισαν το παρατσούκλι «Μαραντόνα». Η καριέρα του όμως θα τελείωνε απότομα.
Στις 18 Μαρτίου του 1990 ο Μαρσελίνο πίνει τον καφέ του στην καφετέρια ‘Τροπικάνα’. Οι κολλητοί του φίλοι, Κώστας Σπινιάρης και Δημήτρης Αγαπητός, θα τον πλησιάσουν και θα του πετάξουν το δόλωμα που θα χρειαστεί για να μπει σε εφαρμογή το σχέδιο της απαγωγής του. Θα του πουν ότι γνωρίζουν ποιοι είχαν κλέψει το ραδιοκασετόφωνο από το αυτοκίνητό του λίγο καιρό πριν και που βρίσκονται «αυτήν τη στιγμή που μιλάμε».
Ο 17χρονος θα τους πιστέψει και θα τους ακολουθήσει μέχρι τη Νίκαια. Εκεί θα αλλάξουν αυτοκίνητα. Η κατεύθυνσή τους είναι το Σχιστό και στα Πυροβολεία θα κάνουν μία απότομη στάση. Εκεί τρεις άντρες -ο Σταμάτης Γρυπαίος, ο Δημήτρης Σκαφτούρος και ο Γιάννης Λαζάρου- θα ορμήξουν στον Μαρσελίνο με το που βγαίνει από το αμάξι. Σύμφωνα με το σχέδιο, οι φίλοι του έπρεπε να κάνουν τους ανήξερους. Ένας απ’ τους τρεις άντρες θα ρίξει μία πιστολιά στον αέρα, δήθεν για εκφοβισμό, και οι φίλοι του θα αρχίσουν να τρέχουν “για να γλιτώσουν”.
Το περίστροφο άνηκε στον Σκαφτούρο, και ο Αγαπητός και ο Σπινάρης δεν ήθελαν να σκοτώσουν τον “φίλο” τους. Εκείνη τη στιγμή σε μια κρίση ευσυνειδησίας, θα θυμηθούν ότι έχουν μεγαλώσει μαζί.
Τελικά, τη σκανδάλη θα την τραβήξει δύο φορές ο Γρυπαίος, σημαδεύοντας μία την καρδιά και μία τον αυχένα. Μετά το φόνο, θα επιστρέψουν στην Αθήνα και θα συνεχίσουν να τηλεφωνούν στον πατέρα για λύτρα σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Η ανακάλυψη όμως του πτώματος από έναν κτηνοτρόφο, όπως είδαμε και στην αρχή της ιστορίας, θα δώσει τέλος στο σχέδιό τους. Η ταυτότητα των απαγωγέων θα γίνει γρήγορα αντιληπτή απ’ την αστυνομία και θα συλληφθούν.
Η δίκη θα ξεκινήσει τον Δεκέμβριο του 1991 στο κακουργιοδικείο της Αθήνας. Οι συγγενείς του παιδιού και οι φίλοι του θα επιτεθούν πολλές φορές στους κατηγορούμενους, μέσα και έξω απ’ την αίθουσα των δικαστηρίων, παρά την επιθυμία του πατέρα που δεν ήθελε άλλες φασαρίες -όπως έλεγε «η βεντέτα δεν θα έφερνε πίσω στη ζωή το παιδί του». Μάλιστα κατά τη μεταγωγή του ο Σπινάρης θα δεχτεί πυροβολισμούς μέσα στο περιπολικό και οι οποίοι θα τον τραυματίσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου