Ο Ιωάννης Συκουτρής ήταν φιλόλογος και πανεπιστημιακός δάσκαλος με διεθνή απήχηση, «ο οξυνούστατος
κριτικός του ελληνικού πεζού λόγου, που παρήγαγε το ελληνικό έθνος μετά τον Κοραήν», όπως τον χαρακτήρισε μεταθανάτια ο γερμανός δάσκαλός του Πάουλ Μάας. Παρότι εγκατέλειψε νωρίς τα εγκόσμια, κατέλιπε ένα ογκωδέστατο και πολύμορφο συγγραφικό, μεταφραστικό και κριτικό έργο. Κατευθυντήρια γραμμή της πνευματικής του δημιουργίας υπήρξε πάντοτε η επίγνωση της διαλεκτικής σχέσης που υφίσταται ανάμεσα στη σύγχρονη εποχή και στην κλασική αρχαιότητα, καθώς και μεταξύ θεωρητικής φιλολογικής έρευνας και πρακτικών προβλημάτων της καθημερινής πραγματικότητας.Οι σπουδές
Ο Ιωάννης Συκουτρής γεννήθηκε την 1η Δεκεμβρίου 1901 στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Γόνος φτωχής και πολυμελούς οικογένειας από τη Χίο, πέρασε δύσκολα παιδικά και νεανικά χρόνια. Ωστόσο, χάρη στην ακόρεστη δίψα του για μάθηση, κατόρθωσε να ολοκληρώσει με άριστα τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης το 1918.
Ακολούθως σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μόλις αποφοίτησε, πάλι με άριστα, το 1922, διορίστηκε στο Ιεροδιδασκαλείο της Λάρνακας. Εκεί, παράλληλα με τα διδακτικά του καθήκοντα, εκπόνησε πλήθος φιλολογικών, λαογραφικών και ιστορικών μελετών, τις οποίες δημοσίευσε στο περιοδικό «Κυπριακά Χρονικά», που ιδρύθηκε με δική του πρωτοβουλία.
Το 1924 διορίστηκε βοηθός στο Φιλοσοφικό Σπουδαστήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών και τον επόμενο χρόνο αναγορεύτηκε διδάκτωρ με τη διατριβή «Μιχαήλ Ψελλού. Βίος και πολιτεία του οσίου Αυξεντίου», εξασφαλίζοντας υποτροφία για περαιτέρω σπουδές στη Γερμανία. Στα Πανεπιστήμια Λειψίας και Βερολίνου παρακολούθησε μαθήματα με καθηγητές σπουδαίους ελληνιστές, όπως ο Ούλριχ φον Βιλαμόβιτς, ο Βέρνερ Γέγκερ και ο Πάουλ Μάας. Κατά τη διάρκεια της τετραετούς παραμονής του στη Γερμανία, έγινε ευρύτερα γνωστός για τις πρωτότυπες μελέτες του, που δημοσιεύθηκαν σε έγκριτα φιλολογικά περιοδικά.
To 1929 επέστρεψε στην Αθήνα και διορίστηκε καθηγητής στο Αρσάκειο Παρθεναγωγείο, καθώς και βιβλιονόμος στην Ακαδημία Αθηνών. Από το 1930 ακολούθησε πανεπιστημιακή καριέρα, όταν εκλέχτηκε υφηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το εναρκτήριο μάθημά του δόθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1931 με θέμα «Φιλολογία και Ζωή». Γρήγορα έγινε αρκετά γνωστός και σε κύκλους εκτός της φοιτητικής κοινότητας και στις παραδόσεις του συγκέντρωνε πλήθος ακροατών.
Ο «Φιλολογικός Κύκλος»
Ο Συκουτρής απέφευγε τη στείρα διδασκαλία, οργάνωσε επιστημονικό φροντιστήριο για τη μελέτη και ανάλυση των πηγών της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και τον «Φιλολογικό Κύκλο», όπου εκτός από ανάλυση κειμένων νεοελλήνων λογοτεχνών (Σολωμού, Παλαμά κ.ά.), γινόταν συστηματική επεξεργασία των αντιπροσωπευτικότερων έργων της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και φιλοσοφίας (Δάντης, Σαίξπηρ, Νίτσε κ.ά.).
«Συμπόσιον»: Η εκδοτική επιτυχία και οι μεγάλες αντιδράσεις
Έχοντας μελετήσει τον Πλάτωνα από τα μαθητικά του κιόλας χρόνια, το 1934 δημοσίευσε το «Συμπόσιον», εγκαινιάζοντας τις εκδόσεις της «Ελληνικής Βιβλιοθήκης» της Ακαδημίας Αθηνών κι εντυπωσιάζοντας τους ελληνικούς και ξένους φιλολογικούς κύκλους. Το βιβλίο σημείωσε εκδοτική επιτυχία, αλλά προκάλεσε και μεγάλες αντιδράσεις από συντηρητικούς πανεπιστημιακούς και εξωπανεπιστημιακούς κύκλους, για την πολυσέλιδη εισαγωγή του, ένα μέρος της οποίας επικεντρωνόταν στην παιδεραστία στην Αρχαία Ελλάδα.
Η εναντίον του επίθεση ξεκίνησε από ένα μαθητικό περιοδικό φυσικής με τον τίτλο «Επιστημονική Ηχώ» και ο Συκουτρής απάντησε στους επικριτές του με το άρθρο του «Η εκστρατεία κατά του Συμποσίου. Τα κείμενα και οι κουλουροπώλαι» (1937), στο οποίο ανέτρεψε ένα προς ένα τα επιχειρήματα των κατηγόρων του. Στη συνέχεια, του ανατέθηκε από την Ακαδημία Αθηνών η έκδοση της «Ποιητικής» του Αριστοτέλη, που κυκλοφόρησε τελικά μετά το θάνατό του σε μετάφραση Σίμου Μενάρδου, με ανολοκλήρωτη την εισαγωγική παρουσίαση του έργου, την οποία είχε γράψει ο ίδιος.
Η αυτοκτονία
Ο Ιωάννης Συκουτρής αυτοκτόνησε με δηλητήριο στις 21 Σεπτεμβρίου 1937 στην Κόρινθο, ύστερα από μία επίσκεψή του στον Ακροκόρινθο. Το πτώμα του βρήκε την επομένη ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, όπου διέμενε. Ως αιτία της αυτοκτονίας του έχουν αναφερθεί η συσσωρευμένη ψυχολογική του φόρτιση από την κακόβουλη κριτική που είχε δεχτεί για το «Συμπόσιο», αλλά και από την κοινωνική πραγματικότητα της Γερμανίας, την οποία είχε επισκεφθεί τρεις μήνες νωρίτερα. Η επικράτηση του Ναζισμού τού είχε αφαιρέσει κάθε ελπίδα ως προς την τελική επικράτηση των ανθρωπιστικών αξιών στη μελλοντική εξέλιξη της ανθρωπότητας. Από το 1925 ήταν παντρεμένος με τη Χαρά Πετυχάκη, διευθύντρια της Παιδαγωγικής Ακαδημίας του Αρσακείου.
Από το ογκώδες συγγραφικό, μεταφραστικό και κριτικό έργο του ξεχωρίζουν οι μελέτες και μεταφράσεις:
«Φιλολογία και ζωή» (εναρκτήριο πανεπιστημιακό μάθημα, 1931)
«Ταντέους Ζιελίνσκι: Ημείς και οι Αρχαίοι» (εισαγωγή μετάφραση, 1931)
«Η διδασκαλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας» (1932)
«Πλατωνικός Ευαγγελισμός» (1932)
«Μαξ Βέμπερ: Η επιστήμη ως επάγγελμα» (εισαγωγή και μετάφραση, 1932)
«Αρχαίος και νεώτερος λυρισμός» (1932)
«Η βιβλιογραφία τής νεοελληνικής λογοτεχνίας» (1933-1934)
«Τα σύγχρονα προβλήματα τής πνευματικής μας ζωής» (1935)
«Κριτικοί εκδόσεις νεοελληνικών λογοτεχνημάτων» (1935)
«Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου του Κ. Παλαμά» (1936)
«Η ελληνική αρχαιότης και η μεταπολεμική πνευματική ζωή» (1936)
«Επιτάφιοι προς τιμήν των πεσόντων εις τας αρχαίας Αθήνας» (1937)
«Φιλοσοφία της ζωής» (1937)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου